Μέχρι πριν λίγο καιρό η
ρητορική του Τσίπρα αντανακλούσε την προσωπική ιδεολογική αντίφασή του: με το
ένα πόδι συνέχιζε να λειτουργεί σαν αριστερός ακτιβιστής, σαν επικεφαλής ενός κόμματος
διαμαρτυρίας και με το άλλο σαν κυβερνήτης, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με
την πιο επώδυνη και δύσκολη (στην επίλυσή της) κρίση της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η
συμφωνία στη σύνοδο κορυφής της Ευρωζώνης συνιστά εκ των πραγμάτων
όχι
μόνο μία πολιτική στροφή, αλλά και το σημείο μη επιστροφής στη διαδικασία
μετάλλαξής του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αληθές ότι και πριν από αυτή την
ημερομηνία ο πρωθυπουργός είχε προτείνει σχέδια συμφωνίας, τα οποία παραβίαζαν
βάναυσα τις πάλαι ποτέ κόκκινες γραμμές. Η υπογραφή, όμως, μπήκε το πρωί της 13ης Ιουλίου. Και από τότε τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως
πριν.
Η
πολιτική δυναμική που προκάλεσε εκείνη η συμφωνία ήταν εξαρχής δεδομένο πως θα
οδηγήσει σε απόσχιση την Αριστερή Πλατφόρμα και άλλους διαφωνούντες. Δεν
πρόκειται, όμως, μόνο γι’ αυτό. Η κυβέρνηση Τσίπρα αυτοπροβάλλεται ως θύμα
εκβιασμού και δεν αποδέχεται την ιδιοκτησία του 3ου Μνημονίου,
αλλά δηλώνει αποφασισμένη να το εφαρμόσει. Αυτό εκ των πραγμάτων θα μεταλλάξει
ιδεολογικοπολιτικά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό και τον εκκαθαρισμένο από τους
διαφωνούντες ΣΥΡΙΖΑ.
Έχουμε
ήδη τα πρώτα δείγματα. Στις τελευταίες συνεντεύξεις και δηλώσεις του έχει
υιοθετήσει όρους, εκφράσεις και επιχειρήματα, τα οποία ήταν το ρητορικό
οπλοστάσιο των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και
Σαμαρά. Μέχρι προσφάτως, το μνημονιακό στρατόπεδο κατηγορούσε για λαϊκισμό τον
Τσίπρα. Τώρα, είναι ο πρωθυπουργός που χρησιμοποιεί την τόσο αγαπητή σε κάθε
εξουσία ιδεολογική αυτή μομφή.
Κεντρικό
στοιχείο της νέας ρητορικής του πρωθυπουργού είναι το επιχείρημα του
μονόδρομου. Όπως χαρακτηριστικά είπε, το δίλημμα ήταν «ή επώδυνος
συμβιβασμός ή μια οικονομική καταστροφή», την οποία και περιγράφει: «Αν
έκανα αυτό που έλεγε η καρδιά μου, να τα βροντήξω και να φύγω, την ίδια μέρα θα
έπεφταν τα τραπεζικά καταστήματα των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό. Και σε
48 ώρες θα τέλειωνε η ρευστότητα. Το σημαντικότερο ήταν ότι σε 48 ώρες, η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αποφάσιζε το επιπλέον κούρεμα των εγγυήσεων,
ενδεχομένως θα απαιτούσε και τα δάνεια που έχουν δοθεί. Πράγμα που θα σήμαινε
αρχικά την κατάρρευση της Eurobank, ακολούθως ενδεχομένως της Εθνικής και
ίσως στην πορεία του συνόλου των τραπεζών… Κατάρρευση θα σήμαινε όχι ότι θα
κουρεύονταν οι αποταμιεύσεις, αλλά ότι δεν θα υπήρχαν αποταμιεύσεις».
Επειδή
προφανώς κανείς δεν επιλέγει την καταστροφή, ο πρωθυπουργός δικαιολογεί πολιτικά
το Μνημόνιο ουσιαστικά σαν μονόδρομο, έστω κι αν προτιμάει τον όρο επώδυνο
συμβιβασμό. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ουσιαστικά επαναλαμβάνει όσα έλεγαν οι
προκάτοχοί τους για να δικαιολογήσουν τις δικές τους μνημονιακές επιλογές.
Επιλογές, τις οποίες ο ίδιος, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, είχε καταγγείλει με
βαρύτατες εκφράσεις.
Τώρα,
προκαλεί τους εσωμομματικούς επικριτές του, οι οποίοι συνεχίζουν να λένε αυτά
που και ο ίδιος έλεγε παλαιότερα: «Εάν κάποιος πιστεύει ότι ο Τσίπρας στις
12 του Ιούλη είχε εναλλακτική, την οποία επέλεξε να μην ακολουθήσει ας βγει να
το εξηγήσει δημόσια δίχως λαθροχειρίες. Κι ας μας πει ποιό ήταν αυτό το σχέδιο,
το οποίο είχα και δεν ακολούθησα».
Επειδή
θέση της Αριστερής Πλατφόρμας είναι η έξοδος από την Ευρωζώνη, ο πρωθυπουργός
σπεύδει να της απαντήσει: «Το να λέμε ότι το μεγάλο ΟΧΙ (στο δημοψήφισμα)
ήταν το μεγάλο ΝΑΙ στη δραχμή, αυτό σηματοδοτεί μια λαθροχειρία». Σ’ αυτό ο
πρωθυπουργός έχει δίκιο. Ο ίδιος είχε ζητήσει από τον λαό να ψηφίσει ΟΧΙ για να
αποκτήσει διαπραγματευτική δύναμη κι όχι για να επιστρέψει στη δραχμή. Εκτός
αυτού, η έξοδος από την Ευρωζώνη είναι εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση για να
προκύψει από καραμπόλα, ή δια της διολισθήσεως.
Το
κρίσιμο ερώτημα, που αποφεύγει να θέσει ο πρωθυπουργός, δεν αφορά τις επιλογές
του στις 12 Ιουλίου. Αφορά το εάν, όταν κέρδισε τις εκλογές, είχε εναλλακτική
λύση από το να πάει σε 3ο Μνημόνιο. Ο Κώστας Αρβανίτης τον
ρώτησε (στη συνέντευξη “στο Κόκκινο”) αν με βάση το τελικό αποτέλεσμα άξιζε τον
κόπο η πεντάμηνη διαπραγμάτευση. Οι απαντήσεις ήταν αντιφατικές: «Εγώ δεν
μετανοιώνω ούτε στιγμή για ό,τι έγινε αυτούς τους πέντε μήνες».
Όταν,
όμως, πιέσθηκε η απάντησή του διαφοροποιείται: «Παρασυρθήκαμε μετά τις 20
του Φλεβάρη σε μια διαπραγμάτευση, η οποία ουσιαστικά ήταν μια διαρκής φθορά…
Εκ των υστέρων διαπιστώνω ότι θα ήταν προτιμότερο (να μην παρασυρθούμε), εφόσον
ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα φθάναμε εκεί. Αλλά ξέρετε η ελπίδα πεθαίνει
τελευταία. Εντούτοις, όμως, επαναλαμβάνω ότι γι’ αυτό το εξάμηνο αισθάνομαι
περήφανος για τη μάχη που δόθηκε, αν και έγιναν λάθη».
Στην
πραγματικότητα, ο Τσίπρας υπεκφεύγει από την ουσία. Επειδή, όμως, δεν είναι
τυπικός πολιτικάντης που έλεγε συνειδητά ψεύδη, νοιώθει την ανάγκη να
υπερασπίσει τον εαυτό του με τον εξής αφοπλιστικό τρόπο: «Μπορεί να με κατηγορήσει
κανείς ότι είχα λάθος εκτιμήσεις, λάθος υπολογισμούς, αυταπάτες. Σε κάθε
στιγμή, όμως, έλεγα τα πράγματα με το όνομά τους».
Η
ειλικρίνεια, ωστόσο, δεν αρκεί από μόνη της για να είναι κάποιος καλός
κυβερνήτης. Οι καλές προθέσεις του Τσίπρα δεν αμφισβητούνται. Όπως στη ζωή,
έτσι και στην πολιτική, όμως, ο δρόμος προς την κόλαση είναι ενίοτε σπαρμένος
με καλές προθέσεις. Οι ιδεοληψίες και οι αυταπάτες ενός πρωθυπουργού οδηγούν σε
λάθος εκτιμήσεις και σε λάθος κινήσεις, συχνά με επώδυνα αποτελέσματα για τους
πολίτες.
Ο
ίδιος μας λέει: «Πήραμε εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης». Η βούληση για
σκληρή διαπραγμάτευση, όμως, ήταν αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη για να
απαλλάξει την Ελλάδα από το Μνημόνιο, όπως είχε υποσχεθεί. Ήταν εξαρχής
προφανές, άλλωστε, πως το ευρωιερατείο θα αντιδρούσε με τον τρόπο που
αντέδρασε. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, έπλεε στις αυταπάτες της. Γι’ αυτό
και εκμεταλλεύθηκε την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας για να στηθούν πρόωρα κάλπες
και να έλθει μερικούς μήνες νωρίτερα στην εξουσία. Γι’ αυτό και πήγε στις
διαπραγματεύσεις άοπλη.
Ο
πρωθυπουργός είναι ακριβής όταν λέει «διαπραγματευτήκαμε σκληρά σε συνθήκες
χρηματοπιστωτικής ασφυξίας». Αυτό που δεν λέει είναι ότι μη έχοντας το
οποιοδήποτε εναλλακτικό σχέδιο ήταν καταδικασμένος να παρασυρθεί σε μία άνιση
διαπραγμάτευση (η οποία προκάλεσε μεγάλο κόστος στην οικονομία) και στο τέλος
της διαδρομής να υποκύψει. Το επιχείρημά του ότι στις 12 Ιουλίου μπροστά του
είχε τον γκρεμό δεν τον απαλλάσσει από τις ευθύνες για το γεγονός ότι άφησε τα
πράγματα να τον οδηγήσουν εκεί.
Τώρα,
δηλώνει πως δεν «υποσχεθήκαμε στον λαό έναν υγιεινό περίπατο». Η αλήθεια
είναι πως η προεκλογική επαγγελία του έμοιαζε περισσότερο με υγιεινό περίπατο
παρά με αυτό που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Ποιός δεν θυμάται τις αλλεπάλληλες
διαβεβαιώσεις του ότι θα απαλλάξει την Ελλάδα από το Μνημόνιο και θα ακυρώσει
αρκετά από τα μνημονιακά μέτρα σε συνθήκες οικονομικής ομαλότητας και βεβαίως
εντός της Ευρωζώνης. Τα γεγονότα έχουν κρίνει οριστικά και αμετάκλητα εκείνες
τις υποσχέσεις.
Ο
Τσίπρας αποφεύγει να μιλήσει για το οικονομικό κόστος που συσσώρευσε στην
οικονομία η πεντάμηνη διαπραγμάτευση σε συνθήκες αβεβαιότητας. Το μόνο κόστος
που αναγνωρίζει ρητά (πώς θα μπορούσε να το αγνοήσει;) είναι το κόστος από την
επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων. «Βεβαίως έχει συντελεστεί ζημιά από
τα capital controls. Τα πράγματα, όμως, είναι αντιστρέψιμα. Προϋπόθεση
είναι να ολοκληρωθεί η συμφωνία».
Την
επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων την αποδίδει σε «εκδικητική απόφαση» του
ευρωιερατείου, επειδή δεν έδωσε σύντομη παράταση και επειδή η ΕΚΤ σταμάτησε να
παρέχει ρευστότητα μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Λες και υπήρχε
περίπτωση τα αφεντικά της Ευρωζώνης να αντιδράσουν διαφορετικά όταν
προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα. Και μόνο ότι έτρεφε την ελπίδα πως θα τον
διευκόλυναν αποκαλύπτει τις βαθιά ριζωμένες αυταπάτες του για τι είχε απέναντί
του.
Ο
Τσίπρας υπερασπίζει την επιλογή του να προκηρύξει δημοψήφισμα, αν και ομολογεί
πως ήταν «κίνηση υψηλού ρίσκου. Ήταν όλοι απέναντί μας… Η ισχυρή στάση του
ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα, κόντρα σε θεούς και δαίμονες, κατάφερε να
διεθνοποιήσει το πρόβλημα, να απογυμνώσει το σκληρό πρόσωπο των εταίρων… Έφθασε
στα όρια της αντοχής και συνοχής την Ευρωζώνη».
Μπορεί
η τελευταία φράση του να είναι υπερβολική, αλλά είναι σαφές πως το ηχηρό ΟΧΙ
έπαιξε σημαντικό ρόλο σε πολλά επίπεδα. Αναμφισβήτητα, το 61,3% ήταν ένας
πολιτικός θρίαμβος του Τσίπρα. Κατέδειξε ακόμα και στους αντιπάλους του ότι
χωρίς αυτόν δεν υπάρχει πολιτική λύση.
Ο
πρωθυπουργός ομολογεί ότι εν μέρει το ΟΧΙ του λαού έγινε ΝΑΙ. «Σε σχέση με
το ερώτημα Α (για το τελεσίγραφο Γιούνκερ) αυτό που ήρθε μετά το δημοψήφισμα
είναι παρόμοιο με αυτό που απέρριψε ο ελληνικός λαός… Όμως στο ερώτημα Β (για
τη χρηματοδότηση της Ελλάδας) είναι η μέρα με τη νύχτα. Είχαμε πέντε μήνες, 10
δις και πέντε αξιολογήσεις. Τώρα έχουμε 83 δις συν την ισχυρή δέσμευση για το
ζήτημα του χρέους. Άρα, ουσιαστικά στο ερώτημα Α υπάρχει μία υποχώρηση της
ελληνικής κυβέρνησης και στο ερώτημα Β μία καλυτέρευση. Άρα το δημοψήφισμα
έπαιξε τον ρόλο του».
Όπως
έχουμε προαναφέρει, ο Τσίπρας αρνείται να αναλάβει την ιδιοκτησία του 3ουΜνημονίου.
«Η τεράστια διαφορά και εκεί που τους πονάει και μας επιτίθενται είναι ότι
εμείς δεν δηλώνουμε ιδιοκτήτες αυτού του προγράμματος». Έχει δίκιο για τη
σημασία που αποδίδει στην ιδιοκτησία, αλλά δεν σταματάει εκεί. Αντιπαραθέτει τη
στάση του με «το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα που μας οδήγησε στο Μνημόνιο
και το προηγούμενο διάστημα δεν διαπραγματευόταν, αλλά συνωμοτούσε με την
Τρόικα για να επιβάλει πολιτικές».
Η
καλλιεργούμενη δημόσια εικόνα ενός πρωθυπουργού που διαπραγματεύθηκε σκληρά και
τελικώς υπέκυψε στον εκβιασμό του ευρωιερατείου για να αποτρέψει τον
στραγγαλισμό της Ελλάδας, αποσιωπά τις πολλές και μεγάλες ευθύνες του.
Αντιθέτως, προσφέρει μία όχι αβάσιμη δικαιολογία για την αποδοχή του 3ου Μνημονίου.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την έκβαση της εν εξελίξει εσωκομματικής
σύγκρουσης, αλλά και για τον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι ψηφοφόροι του και
διεθνείς αριστεροί κύκλοι.
Μπορεί
ο Τσίπρας να μην αποδέχεται την ιδιοκτησία του 3ου Μνημονίου,
αλλά το υπερασπίζεται σθεναρά. Δεν περιορίζεται μόνο στην υπόσχεση για
αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μέχρι το τέλος του 2015. «Εάν δεν υπήρχε
πολιτική αλλαγή, η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να έχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%
του 2015 και 4,5% από το 2016 και μετά… Σήμερα έχει την υποχρεώση να φτάσει το
2018 σε 3,5%. Το 2015 μπορεί να έχει και μηδέν και μείον και το 2016 να έχει
1%, το 2017 να έχει 1,5-2,5% ανάλογα με την οικονομική κατάσταση… Η
διαπραγμάτευση γλύτωσε την ελληνική οικονομία πάνω από 15 δις».
Ιδιαίτερη
έμφαση δίνει και στην πολιτική. Χαρακτηρίζει τη συμφωνία «πύρρειο νίκη των
δανειστών, μία μεγάλη ηθική νίκη της Ελλάδας και της κυβέρνησης της Αριστεράς
και έναν επώδυνο συμβιβασμό». Πιστός στη φιλόδοξη αποστολή που έχει
αναθέσει στον εαυτό του να αλλάξει την Ευρώπη δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι «η Ευρώπη
δεν είναι ίδια μετά τη 12η Ιούλη».
Αυτό
είναι υπερβολή. Οφείλουμε, ωστόσο, να παραδεχθούμε πως η γιγαντιαία διεθνής
δημοσιότητα και οι δραματικές διαστάσεις που προσέλαβαν οι διαπραγματεύσεις για
το ελληνικό πρόβλημα προκάλεσαν ένα σημαντικό κίνημα αλληλεγγύης και ένα μεγάλο
άϋλο πολιτικό κόστος στη Γερμανία. Αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ετέθη
με ένταση στο τραπέζι η συζήτηση για εγκατάλειψη της λιτότητας, δημιουργεί τις
προϋποθέσεις τουλάχιστον για ουσιαστική διαφοροποίηση του κυρίαρχου δόγματος
οικονομικής πολιτικής.
Το
κίνημα αλληλεγγύης αφύπνισε τον ακτιβιστή εαυτό του Τσίπρα: «Ο τρόπος για να
φύγουμε είναι να δημιουργήσουμε ένα τεράστιο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης για την
απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τα δεσμά της λιτότητας». Δεν μένει,
όμως, μόνο σ’ αυτό. Παρακάτω περιγράφει την εικόνα που ο ίδιος προβάλει στον
εαυτό του, στον ΣΥΡΙΖΑ και στους ψηφοφόρους για να διαφοροποιήσει τη μνημονιακή
πολιτική του από την αντίστοιχη πολιτική των προκατόχων του: «Μέσα από ένα
σχέδιο που πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε γρήγορα, να ανασυνταχτούμε για να
αντεπιτεθούμε. Και θα είναι σχέδιο της Αριστεράς αυτό. Δεν μπορεί να είναι
σχέδιο ούτε της Δεξιάς ούτε της σοσιαλδημοκρατίας. Το σχέδιο της Δεξιάς και της
σοσιαλδημοκρατίας είναι να λένε ότι το Μνημόνιο αν δεν υπήρχε έπρεπε να το
εφεύρουμε. Εμείς λέμε ότι το μνημόνιο είναι λάθος συνταγή. Οι συσχετισμοί ήταν
ετεροβαρείς και αναγκαστήκαμε να το δεχθούμε. Δίνουμε τη μάχη να το
ανατρέψουμε, να απεγκλωβιστούμε σταδιακά».
Για
να πείσει, όμως, χρησιμοποιεί και ένα δεύτερο επιχείρημα, ότι η κυβέρνηση της
Αριστεράς μπορεί να διαχειριστεί την αναπόφευκτη μνημονιακή λιτότητα κατά τρόπο
που θα επιβαρύνει πολύ λιγότερο τα μικρομεσαία στρώματα. «Διαχωρισμός
ανάμεσα σε μία προοδευτική πολιτική και μια συντηρητική πολιτική μέσα στο στενό
πλαίσιο της Ευρωζώνης δεν υπάρχει;».
Το
εν λόγω επιχείρημα συνδυάζεται και λειτουργεί ως πολιτικός μανδύας για τον
κομματικό πατριωτισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Το να επιβιώσει η “πρώτη φορά αριστερή
κυβέρνηση” αναγορεύθηκε εμμέσως πλην σαφώς σε αυτοσκοπό και γι’ αυτό λειτουργεί
ως τρίτο επιχείρημα. Μπορεί αυτό να μη συνάδει με την αντίληψη ότι η Αριστερά
υπάρχει για να προασπίζει τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά στο σημερινό κλίμα αυτά
είναι ψιλά γράμματα.
Ο
Τσίπρας χρησιμοποιεί και ένα τέταρτο τρόπο για να εξισορροπήσει τις αρνητικές
εντυπώσεις στον χώρο της Αριστεράς από την αποδοχή του 3ου Μνημονίου.
Επαγγέλεται το άνοιγμα μετώπου εναντίον της εγχώριας ολιγαρχίας, έχοντας
συνείδηση πως αυτό συγκινεί όχι μόνο τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ,
αλλά και τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. «Εάν θεωρήσουμε ότι οι ξένοι
ευθύνονται για όλα τα δεινά στον τόπο βγάζουμε λάδι την ολιγαρχία που οδήγησε
τη χώρα στον γκρεμό…. Το σχέδιό μας πρέπει να αναπροσανατολιστεί. Σχέδιο μάχης
και σύγκρουσης με την ολιγαρχία». Η πολιτική εναντίον της διαπλοκής και της
διαφθοράς, άλλωστε, δεν προσκρούει στο Μνημόνιο.
Πριν
πάμε στα εσωκομματικά, χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος που μιλάει πλέον για
τον ρόλο της αστυνομίας, την οποία αποκαλεί «δημοκρατική αστυνομία».
Αναφερόμενος στα πρόσφατα επεισόδια, αναρωτήθηκε: «Τί πρέπει να κάνει η
δημοκρατική αστυνομία όταν υπάρχει ένας καταιγισμός βομβών μέσα σε μια
διαδήλωση που κινδυνεύουν οι διαδηλωτές να καούν ζωντανοί; Πρέπει να το αφήσεις
να εξελιχθεί μέχρις ότου καεί άνθρωπος;».
Είναι
αληθές ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει υποκύψει στις πιέσεις να αντικαταστήσει τον
αρμόδιο υπουργό Πανούση. Η παραπάνω δήλωσή του, όμως, είναι ένα βήμα περαιτέρω.
Παραπέμπει σε πρωθυπουργό κι όχι στον άλλοτε ακτιβιστή ηγέτη. Η κομματική
νεολαία, που είναι ο σημαιοφόρος της κατεστημένης κομματικής μυθολογίας, μετά
τη μνημονιακή συμφωνία έχει και έναν πρόσθετο λόγο να πνέει μένεα. Η μετάλλαξη
του ΣΥΡΙΖΑ, που στο πολιτικό γονίδιό του είναι κόμμα διαμαρτυρίας, σε κόμμα
εξουσίας είναι επώδυνη και αναπόφευκτα συνοδεύεται από εσωτερικά ρήγματα.
Τώρα
που στον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ” του 4% οι φωνές αμφισβήτησης του Τσίπρα και κριτικής
προς την κυβερνητική πολιτική έχουν προσλάβει διαστάσεις, ο πρωθυπουργός
ανακαλύπτει τη διάκριση μεταξύ «κομματικού και κοινωνικού ΣΥΡΙΖΑ». «Έχουμε
την αναντιστοιχία να έχουμε ένα κόμμα 30.000 μελών με μία κοινωνία που το
στηρίζει τριών εκατομμυρίων…. Η συζήτηση για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ανοίξει,
να αντιστοιχηθεί με την κοινωνική βάση είναι μία συζήτηση που κακώς δεν την
κάναμε τόσο καιρό».
Από
αυτές εδώ τις στήλες έχουμε από πολύ καιρό επισημάνει την ιδεολογικοπολιτική
αντίφαση ανάμεσα στον μικρό και στον μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στον κομματικό
μηχανισμό και στο 36,5% που κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα. Όσο ο Τσίπρας
ήταν ο εκφραστής της κομματικής γραφειοκρατίας, ηθελημένα (υπό την επήρρεια του
δόγματος περί πρωτοπορείας) παρέκαμπτε αυτή την αντίφαση και την ανάγκη
πολιτικής αντιστοίχισης. Τώρα την φέρνει στο τραπέζι, επειδή τον βολεύει για να
δώσει με ευνοϊκότερους όρους την εσωκομματική μάχη.
Με
τη διαφοροποίηση των διαφωνούντων στη Βουλή, ο πρωθυπουργός θυμήθηκε και τα
προβλήματα, που δημιουργούν οι οργανωμένες τάσεις στο κόμμα. Αναφερόμενος σ’
αυτό το μοντέλο, είπε ότι «μπορεί να λειτουργεί πολυσυλλεκτικά και θετικά
όταν ένα κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Όταν ένα κόμμα, όμως, ασκεί
κυβερνητική εξουσία και αυτό το μοντέλο μεταφέρεται και στο Κοινοβούλιο, δεν
μπορεί να λειτουργήσει και να είναι αποτελεσματικό… Θα πρέπει οι συλλογικές
αποφάσεις να τηρούνται από όλους τους βουλευτές, ειδάλλως, όπως λέει το
καταστατικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, θα πρέπει οι βουλευτές, οι οποίοι
έχουν διαφορετική άποψη, να παραδίδουν την έδρα τους».
Ο
πρωθυπουργός έχει δίκιο όταν λέει πως «δεν μπορεί να μεταφέρεται ο
πολυκεντρισμός και εντός της κυβέρνησης και εντός της κοινοβουλευτικής Ομάδας».
Όταν, όμως, υπάρχει αυτό το καθεστώς στο κόμμα πώς περίμενε ότι θα άλλαζε μετά
τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές; Ούτε επιτρέπεται να επικαλείται το καταστατικό
της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για να ζητάει από τους διαφωνούντες να παραδώσουν
την έδρα τους, όταν κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Η δήλωσή
του αυτή αποπνέει μία αύρα αντικοινοβουλευτισμού που συναντάται συχνά στην
Αριστερά.
Κατά
τα άλλα, ο Τσίπρας έχει απόλυτο δίκιο πως «δεν μπορεί να υπάρχει αλακάρτ
κυβερνητική πλειοψηφία». Όπως επίσης ότι «δεν μπορείς να λες εγώ
καταψηφίζω τις προτάσεις της κυβέρνησης και την στηρίζω ταυτόχρονα». Την
ερμηνεία αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης, όπου υπάρχει αντιπολιτευόμενη
συμπολίτευση, την δίνει ο ίδιος: «Υπάρχει μια διαφορά στρατηγικής. Εγώ την
σέβομαι. Γι’ αυτό και δεν ζήτησα να υπάρξουν κυρώσεις».
Έσπευσε,
όμως, να προσθέσει: «Πολύ φοβάμαι ότι είναι στο πλαίσιο κάποιων αποφάσεων
ρήξης που είχαν ληφθεί εδώ και καιρό και έχουν ως απόληξη τη διάσπαση του
χώρου. Είμαι ο εγγυητής της ενότητας του ΣΥΡΙΖΑ και θα φθάσω μέχρι το τέλος την
προσπάθεια να την εγγυηθώ. Αλλά εκβιασμένη ενότητα δεν υπάρχει πουθενά».
Όλα δείχνουν πως η οριστικοποίηση
της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ζήτημα χρόνου, παρότι και οι δύο πλευρές την
προωθούν, χωρίς να θέλουν να την χρεωθούν.
Του Σταύρου Λυγερού
"Πηγή:anixneuseis.gr"