Ζώντας την μιζέρια των μνημονίων αστείο ακούγεται
το ότι μπορεί η "ψωροκώσταινα" να ασχοληθεί με υψηλή τεχνολογία.
Αστείο ακούγεται το ότι μπορεί το ...γκαρσόνι ο
Έλληνας να καταφέρει οτιδήποτε παραπάνω.
Αστείο ακούγεται το ότι οι "λούμπεν"
που δημιούργησαν υπάρχουν και μπορεί αυτοί να σηκώσουν τη χώρα.
Και όμως το πρώτο αληθινό ελληνικό
μυστικό πρόγραμμα ανάπτυξης οπλικών συστημάτων από εγχώριες δυνάμεις και φορείς
ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από ένα μηχανικό της ΠΑ και από 5
σμηνίτες με ειδικές γνώσεις απόφοιτους πανεπιστημιακών σχολών. Με πενιχρά μέσα,
με δυσκολίες, με όρεξη όμως για εργασία και πρόοδο, οι άνθρωποι αυτοί ξεπέρασαν
τους εαυτούς τους και εργάστηκαν πάνω στην ανάπτυξη ενός συστήματος το οποίο
πίστευαν ότι θα συνέβαλε στην αμυντική θωράκιση της χώρας και στην αυτονόμηση
της ελληνικής αμυντικής μηχανής στα πλαίσια του εφικτού.
Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και σε
άλλα ανάλογα προγράμματα στα οποία Έλληνες μηχανικοί όλα αυτά τα τελευταία 30
χρόνια ενεπλάκησαν και έφεραν εις πέρας χωρίς όμως αρκετές φορές να φτάσουν στο
τελικό στάδιο που ήταν η αξιοποίηση των καρπών του έργου τους από τις ελληνικές
Ένοπλες Δυνάμεις. Με απλά λόγια εκατοντάδες άνθρωποι εργάστηκαν να αναπτύξουν
εγχώρια τεχνολογία εγχώρια οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας τα οποία είτε
είχαν κάποια περιορισμένη χρήση είτε χάθηκαν στην ομίχλη της ιστορίας.
Η πρώτη ελληνική βόμβα κατευθυνόμενη με δέσμη Laser
Η ιστορία της πρώτης ελληνικής βόμβας
Laser ταυτίζεται με το πρώτο ελληνικό μυστικό πρόγραμμα ανάπτυξης ενός οπλικού
συστήματος υψηλής τεχνολογίας. Μετά την χρήση των πρώτων βομβών κατευθυνόμενων
με δέσμη Laser στο Βιετνάμ από την αμερικανική Αεροπορία στα τέλη της δεκαετίας
του 1960 και πιο συγκεκριμένα το 1968 η ΠΑ αποφάσισε στα τέλη της δεκαετίας του
1970 να αγοράσει αριθμό αμερικανικών βομβών τύπου Paveway I. Όπως
ανέφεραν μελέτες της εποχής εκείνης οι βόμβες Paveway I που χρησιμοποιηθήκαν
την περίοδο 1972-1973 στην πρωτεύουσα του Βορείου Βιτενάμ, Hanoi και στην πόλη Haiphong επίσης του Βορείου Βιετνάμ,
επέτυχαν τους στόχους του σε ποσοστό 48,5% την στιγμή που με τις απλές
συμβατικές βόμβες οι συνάδελφοι τους έπλητταν τους ίδιους στόχους με ποσοστό
επιτυχίας 5,5%. Στα πλαίσια της προσπάθειας για την ελληνοποίηση των συστημάτων
που οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις χρησιμοποιούσαν η τότε ηγεσία της ΠΑ και του
υπουργείου Άμυνας πρότεινε την ανάπτυξη μίας ελληνικής βόμβας laser. Η ομάδα
που δημιουργήθηκε στο ΚΕΤΑ για την ανάπτυξη αυτής της βόμβας αποτελείτο από ένα
αξιωματικό μηχανικό της ΠΑ το Σμηναγό Κ. Χατζηαναστασίου με σημαντική εμπειρία
και σπουδές υψηλού επιπέδου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η ομάδα αυτή πλαισιώθηκε από 5 σμηνίτες
οι οποίοι ήταν απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημιακών και τεχνικών σχολών και οι
οποίοι αργότερα ως πολίτες εργάστηκαν σε εταιρείες και ιδρύματα που σχετίζονταν
με την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων. Η ομάδα αυτή των 6 ατόμων σε συνεργασία με
τον καθηγητή Α. Πολάτο του ΤΕΙ Πειραιά το οποίο σχεδίασε και κατασκεύασε τα
ηλεκτρονικά της βόμβας, με τα λίγα μέσα που διέθετε το 1980 ξεκίνησε το έργο
της βασιζόμενη πάνω στις υπάρχουσες αμερικάνικες βόμβες Paveway I που η όπως
αναφέρθηκε ΠΑ διέθετε. Εφαρμόζοντας αυτό που οι περισσότερες χώρες έκαναν και
κάνουν την «αντίστροφη μηχανίκευση» μελέτησαν και αφομοίωσαν την τεχνολογία των
αμερικανικών βομβών και κατασκεύασαν την πρώτη ελληνική βόμβα. Χρησιμοποιώντας
δύο βόμβες Mk82 των 500 λιβρών η ελληνική ομάδα τοποθέτησε την συλλογή που είχε
κατασκευάσει και δοκίμασε τις δύο βόμβες πρωτότυπα στο πεδίο βολής της Κρανέας.
Για την πραγματοποίηση των δύο δοκιμών
χρησιμοποιήθηκαν δύο αεροσκάφη F-4Ε όπου το πρώτο αεροσκάφος έφερε την βόμβα
και το δεύτερο ένα καταδείκτη. Ο καταδείκτης ήταν τοποθετημένος στην αριστερή
πλευρά του πιλοτηρίου και το χειριζόταν ο ΧΟΣ του αεροσκάφους με το μαχητικό να
πραγματοποιεί βύθιση προς το στόχο με κλίση προς τα αριστερά επιτρέποντας στον
ΧΟΣ να φωτίζει το στόχο με τον καταδείκτη. Η πρώτη δοκιμή της ελληνικής βόμβας
laser, πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1981 και ήταν αποτυχημένη. Αυτό όμως δεν
αποθάρρυνε την ομάδα των Ελλήνων μηχανικών της ΠΑ και η δεύτερη απόπειρα ήταν
επιτυχημένη με το αεροπλάνο να κάνει άφεση του όπλου από ύψος 2.000-3.000
ποδών. Η δεύτερη δοκιμή ήταν αρκετά επιτυχής και δημιουργούσε πολλές ελπίδες
για το μέλλον του προγράμματος. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της ομάδας χρειαζόταν
η πραγματοποίηση περισσότερων δοκιμών οι οποίες τελικά δεν έγιναν.
Ακολούθως το 1983, ο επικεφαλής της
ομάδας ανάπτυξης της βόμβας laser Σμηναγός Κ. Χατζηαναστασίου πραγματοποίησε
μία προμελέτη για μία νέα κατευθυνόμενη βόμβα η οποία δεν είχε καμία
σχέση με την αμερικανική γνωστή βόμβα Paveway I πάνω στην οποία είχε βασιστεί η
πρώτη ελληνική βόμβα. Η νέα βόμβα είχε διαφορετική αρχιτεκτονική και αναμφίβολα
αποτελούσε μία πολύ φιλόδοξη προσπάθεια. Η προμελέτη της βόμβας εστάλη στον
τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας, ο οποίος την κοινοποίησε σε ελληνικές κρατικές και
ιδιωτικές πολεμικές βιομηχανίες, (ΕΒΟ, ΠΥΡΚΑΛ, ΕΑΒ και ELFON) για να εξεταστούν
οι δυνατότητες ανάπτυξης της και παραγωγής της. Δυστυχώς η ομάδα που είχε ξεκινήσει
το πρόγραμμα της κατασκευής της πρώτης ελληνικής βόμβας laser διαλύθηκε και δεν
υπήρξε συνέχεια του έργου της, ο δε επικεφαλής της διώχτηκε ποινικά με την
κατηγορία για διαρροή απορρήτων στοιχείων της ελληνικής βόμβας laser σε
ιδιωτική ελληνική εταιρεία…παρά το γεγονός ότι αυτό πραγματοποιήθηκε μέσα από
τις διαδικασίες των υπηρεσιών του υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Το πρόγραμμα για δύο χρόνια έπεσε σε
αδράνεια, ώσπου το 1985 υπήρξε η επανεργοποίηση ενός νέου, συναφούς
προγράμματος ανάπτυξης μίας σύγχρονης βόμβας laser από την ΕΑΒ, η οποία
αξιοποιώντας τις δυνατότητες και το προσωπικό της νεοσύστατης τότε Διεύθυνση
Έρευνας και Ανάπτυξης, κατασκεύασε συνολικά 8 πρωτότυπα νέων συλλογών
καθοδήγησης βομβών αεροσκαφών με δέσμη laser. Το πρόγραμμα ουσιαστικά ξεκίνησε
από την αρχή και η σχεδιαστική ομάδα η οποία αποτελείτο από 10 μηχανικούς της
ΕΑΒ ανέπτυξε μία νέα συλλογή για βόμβα laser η οποία ήταν σαφώς ανώτερη της
αντίστοιχης αμερικανικής.
Η συλλογή της βόμβας ονομάστηκε «Σάρισα»
από το μακεδονικό δόρυ και μπορούσε να τοποθετηθεί σε διαφορετικές εκδόσεις
βομβών. Το ελληνικό σύστημα καθοδήγησης της βόμβας με δέσμη laser που
ανέπτυξε η ΕΑΒ μπορούσε να προσαρμοστεί στις κοινές, βαλλιστικής πτώσης
αεροπορικές βόμβες – γνωστές τύπου Mk82, Mk83, Mk84 εκ των οποίων οι δύο πρώτες
η Mk82 και η Mk83 κατασκευάζονται στην Ελλάδα από τα ΕΑΣ – μετατρέποντας αυτές
σε κατευθυνόμενες βόμβες. Το εν λόγω σύστημα που ανέπτυξε η ΕΑΒ βασιζόταν στην
ίδια αρχή λειτουργίας του αμερικανικού όπλου Paveway ΙΙ, σύμφωνα με το οποίο ο στόχος
φωτιζόταν με δέσμη laser και ο φωτοανιχνευτής στο ρύγχος της βόμβας,
ανιχνεύοντας την κηλίδα laser πάνω στον στόχο, έδινε τα κατάλληλα σήματα στα
πηδάλια κατεύθυνσης ώστε η βόμβα να διατηρηθεί σε τροχιά πρόσκρουσης με το
στόχο. Το σύστημα κατεύθυνσης διόρθωνε κατ” ουσία τα σφάλματα που μπορούσαν να
συμβούν κατά τη διάρκεια άφεσης του όπλου, μετατρέποντάς αυτό σε όπλο
ακριβείας.
Η σχεδίαση του όπλου επέφερε σημαντικές
καινοτομίες ως προς το αντίστοιχο αμερικανικό όπλο, καινοτομίες που
επικεντρώθηκαν στη νέα φιλοσοφία του προενισχυτή του φωτοανιχνευτή και του
λογαριθμικού ενισχυτή, των οποίων οι σχεδιαστικές παράμετροι περιόριζαν το CEP
(Circular Error Probability, Πιθανότητα Κυκλικού Σφάλματος) πρόσκρουσης του
όπλου σε μόλις 3 πόδια και έτσι το έκαναν ικανό να περάσει μέσα από ένα
παράθυρο ή να χτυπήσει τον πυλώνα μιας μικρής γέφυρας. Για την ιστορία το CEP
μίας αμερικανικής βόμβας Paveway II ήταν 10 πόδια οπότε αντιλαμβάνεται κανείς
την ποιότητα της δουλειάς που έφεραν σε πέρας οι Έλληνες μηχανικοί της ΕΑΒ.
Πέραν όμως των παραπάνω, κατά τη σχεδίαση του όπλου μελετήθηκε και εξομοιώθηκε
αναλυτικά η βαλλιστική του τροχιά σε μια σειρά διαφόρων ελιγμών και συνθηκών
άφεσης από αεροπλάνο και έτσι ήταν δυνατό να εκπονηθεί ένας πλήρης πτητικός
φάκελος του όπλου.Στη συνέχεια, η ΕΑΒ και ο κάθε πιθανός χρήστης ήταν σε θέση
να αναγνωρίζει με ακρίβεια τη συμπεριφορά της βόμβας και την ακρίβεια αυτής.
Μέσα από το συγκεκριμένο πρόγραμμα
σχεδίασης και ανάπτυξης της ελληνικής κατευθυνόμενης βόμβας ωφελήθηκε σημαντικά
η εγχώρια βιομηχανία καθώς η θερμική μπαταρία και η γεννήτρια πεπιεσμένου
αερίου (η οποία παράγει με χημική αντίδραση αέρια υπό υψηλή πίεση για να
κινηθούν τα πτερύγια ελέγχου), κατασκευάστηκαν στη χώρα μας από ελληνικές
βιοτεχνίες, με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές της ΕΑΒ.
Επιπλέον οι μηχανικοί της ΕΑΒ σχεδίασαν
και κατασκεύασαν τον λογαριθμικό ενισχυτή και τις ηλεκτρονικές μονάδες του
συστήματος καθοδήγησης. Παράλληλα, η εταιρεία σχεδίασε τον φωτοανιχνευτή της
βόμβας το οποίο τον προμηθεύτηκε από βρετανική βιομηχανία, γεγονός που είχε ως
αποτέλεσμα την πλήρη αυτονομία της στην παραγωγή του όπλου. Η βόμβα δοκιμάστηκε
με πραγματικές βολές στο πεδίο βολής Κρανιά, με μεγάλη επιτυχία το 1988.
Συνολικά τέσσερις από τις οκτώ βόμβες
δοκιμάστηκαν στο πεδίο βολής από δύο αεροσκάφη F-4E της ΠΑ εναντίον
διαφορετικών στόχων υπό διαφορετικά σενάρια με επιτυχία. Χαρακτηριστικά
αναφέρεται ότι κατά την διάρκεια της πρώτης ρίψης με βόμβα dummy, η «Σάρισα»
κατάφερε να χτυπήσει με απόλυτη ακρίβεια τον στόχο που ήταν ένα βαρέλι. Στη
συνέχεια σε άλλη ρίψη η ελληνική βόμβα χτύπησε τον πυργίσκο άρματος Μ-47 που
είχε τοποθετηθεί ως στόχος, με εκπληκτική ακρίβεια δίπλα από την θύρα εισόδου
του αρχηγού του άρματος εκτινάσσοντας το άρμα στον αέρα.
Παρά το γεγονός ότι το εν λόγω πρόγραμμα
είχε πολλούς υποστηρικτές στην ΠΑ και στην υπηρεσία της ΠΑ στην ΕΑΒ, δεν υπήρξε
ποτέ κάποια προμήθεια έστω και ενός μικρού αριθμού της ελληνικής βόμβας από την
ΠΑ, αφού όπως φάνηκε επικράτησε το γνωστό ρητό που επικρατεί στις ελληνικές
Ένοπλες Δυνάμεις «αφού κάνει τα ίδια με τα αμερικανικά όπλα γιατί να το
αναπτύξουμε ;». Αυτό βέβαια είχε σαν αποτέλεσμα να εξαλειφτεί και κάθε
εξαγωγική προοπτική του όπλου αυτού μίας και καμία χώρα δεν αγοράζει οπλικό
σύστημα που δεν υπηρετεί στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας παραγωγής.
Αν και δεν υπήρξε κάποια περεταίρω
επίσημη υποστήριξη του προγράμματος οι μηχανικοί της ΕΑΒ συνέχισαν να
εργάζονται πάνω στην ελληνική βόμβα laser και πραγματοποίησαν σειρά βελτιώσεων
στο υπάρχων μοντέλο. Όμως την περίοδο που συνέβαιναν αυτά δηλαδή 1989-1990, η
χώρα βίωνε την γνωστή κρίση της ακυβερνησίας, των συνεχόμενων εκλογικών
αναμετρήσεων, των σκανδάλων και των δικαστηρίων, με αποτέλεσμα η πολύ σημαντική
αυτή προσπάθεια ανάπτυξης ενός ελληνικού οπλικού συστήματος υψηλής τεχνολογίας
να σταματήσει.
Σε ερώτηση που είχε τεθεί παλαιότερα από
το περιοδικό ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ (τεύχος 9 Ιούνιος 1995, σελ. 36-37) στον πρώην
πρόεδρο της ΕΑΒ Αθ. Νέζη σχετικά με την εξέλιξη του εν λόγω προγράμματος ο τότε
πρόεδρος της ΕΑΒ είχε δώσει την ακόλουθη απάντηση «Προγράμματα της έρευνας και
ανάπτυξης όπως αυτό της βόμβας laser ολοκληρώθηκαν κανονικά και μάλιστα με
επιτυχία. Ο λόγος που δεν προχώρησαν σε ότι αφορά βέβαια την μαζική παραγωγή
των προϊόντων και τη διάθεση τους, σχετίζεται με τις επιλογές του αμερικανικού
μάνατζμεντ, το οποίο περιόρισε σημαντικά και υποβάθμισε θα έλεγα τις
δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης. Πάντως ειδικά για τις βόμβες laser έχει
επιδειχθεί ενδιαφέρον από ξένους πελάτες και θα υπάρξει επαναδραστηριοποίηση
σχετικά με το πρόγραμμα αυτό».
Έπρεπε τελικά να περάσουν 8 χρόνια μετά
την πραγματοποίηση των δοκιμών της ελληνικής βόμβας laser (1988) και να λάβει
χώρα η κρίση στα Ίμια για να προκύψει η επαναδραστηριοποίηση του προγράμματος.
Πράγματι την ίδια χρονιά, το 1996, προφανώς υπό το σοκ της ελληνοτουρκικής
κρίσης, η τότε Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών προσπάθησε να ξεκινήσει το πρόγραμμα
ανάπτυξης της βόμβας laser, με μία πρόσθετη βελτίωση όσον αφορά τα υπάρχοντα
σχέδια της βόμβας. Η προσθήκη αυτή ήταν η τοποθέτηση ενός πυραυλοκινητήρα ο
οποίος θα επέτρεπε στο βλήμα να πλήττει στόχους σε ακόμη μεγαλύτερη απόσταση
κατά το πρότυπο της αμερικανικής βόμβας AGM-123 A Skipper II η οποία ουσιαστικά
είναι μία βόμβα Paveway II στο πίσω μέρος της οποίας τοποθετήθηκε ένας
πυραυλοκινητήρας. Mέχρι εκείνη την στιγμή η έκδοση της ελληνικής βόμβας,
επέτρεπε την καταστροφή στόχων σε αποστάσεις μέχρι και 20 χλμ.
Η κατευθυνόμενη βόμβα AGM-123A Skipper
II τέθηκε σε υπηρεσία το 1985 από το αμερικανικό Ναυτικό και προοριζόταν για
την καταστροφή στόχων από απόσταση με ακρίβεια συμπεριλαμβανομένων και
πολεμικών πλοίων. Η AGM-123A Skipper II αποτελείται από την κατευθυνόμενη
βόμβα GBU-16/B Paveway II της οποίας τα επιμέρους τμήματα είναι η συμβατική
βόμβα Mk83 των 1000 λιβρών, το σύστημα καθοδήγησης MAU-169/B, η συλλογή πτερυγίων
MXU-667/B και το προωθητικό σύστημα WPU-5/B, το οποίο αποτελείται από τον
πυραυλοκινητήρα Mk78 του πυραύλου AGM-45B Shrike. Το νέο βλήμα μπορούσε να
πλήξει τους στόχους σε απόσταση 55 χλμ αν και λόγω των περιορισμών του
καταδείκτη στην πραγματικότητα η εμβέλεια του AGM-123A Skipper II έφτανε τα 25
χλμ.
Η πρωτοβουλία για την τοποθέτηση του
πυραυλοκινητήρα του AGM-123A Skipper II στην ελληνική βόμβα laser της ΕΑΒ ανήκε
στον Αίθωνα Ναρλή ο οποίος το 1997 ήταν ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης
Τεχνολογίας Έρευνας και Ανάπτυξης της ΓΔΕ. Ο Α. Ναρλής το φθινόπωρο του 1997
κατά την διάρκεια της συνόδου της Ελληνοαμερικανικής Αμυντικής
Συνεργασίας DICA, ζήτησε από τις ΗΠΑ να δοθεί στην Ελλάδα ο φάκελος παραγωγής
του AGM-123A Skipper II, η οποία ούτως ή άλλως δεν βρισκόταν πλέον σε παραγωγή
στις ΗΠΑ. Η απάντηση όμως των αμερικανών δεν ήταν θετική προφανώς διότι
εκτιμούσαν ότι η Ελλάδα στο μέλλον να χρειαστεί να αγοράσει και άλλες βόμβες
Paveway II.
Από την άλλη πλευρά το ενδιαφέρον της
τότε ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ δεν ήταν ανάλογο της σημασίας του προγράμματος και έτσι
για μία ακόμα φορά η δοκιμασμένη και έτοιμη για παραγωγή και με εξαγωγικές
προοπτικές ελληνική βόμβα laser «Σάρισα» οδηγήθηκε στο χρονοντούλαπο της
ιστορίας με αποτέλεσμα η ΠΑ να καλύπτει τις ανάγκες της με νέες βόμβες,
αλλοδαπής κατασκευής.
Το πρόγραμμα του συστήματος ηλεκτρονικού
πολέμου Ε-292 της ΠΑ
Ένα από τα πλέον επιτυχημένα ηλεκτρονικά
συστήματα που σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα, από Έλληνες
μηχανικούς ήταν ο παρεμβολέας Ε-292. Επρόκειτο για ένα σύστημα ηλεκτρονικού
πολέμου για αεροσκάφη το οποίο ξεκίνησε και αναπτύχτηκε από την ΠΑ. Η ανάπτυξη
του συστήματος ξεκίνησε ως πρόγραμμα το 1992 και για την σχεδίαση και ανάπτυξη
του απασχολήθηκαν μόνο Έλληνες μηχανικοί της ΠΑ. Το εργαστηριακό πρωτότυπο ήταν
έτοιμο έξι χρόνια αργότερα, το 1998, όπου και έγιναν οι πρώτες εργαστηριακές
δοκιμές από τις οποίες αντλήθηκαν τα πρώτα συμπεράσματα. Στις αρχές της νέας
χιλιετίας οι Έλληνες μηχανικοί αποφάσισαν ότι είχε έρθει ο καιρός για την πρώτη
πτητική δοκιμή του συστήματος το οποίο θα τοποθετείτο στο εσωτερικό ενός
αεροσκάφους.
Το ελληνικό σύστημα Ε-292 είχε
σχεδιαστεί ώστε να λειτουργεί παράλληλα με το υπάρχων σύστημα
ηλεκτρονικού πολέμου ΔΙΑΣ που διέθεταν τα ελληνικά A-7Η και F-4E. Για την
ιστορία το σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου ΔΙΑΣ (DIAS) είχε κατασκευαστεί από
αμερικανική εταιρεία με βάση τις προδιαγραφές που είχε προσδιορίσει η ΠΑ στα
τέλη της δεκαετίας του 1970. Σχεδιαστικά το ΔΙΑΣ βασίστηκε στην φιλοσοφία του
αμερικανικού Ναυτικού όσον αφορά τα συστήματα αυτοπροστασίας που αγόραζε,
σύμφωνα με την οποία η βιβλιοθήκη των συστημάτων αυτών θα πρέπει να είναι
ανοικτή ώστε να μπορούν οι μηχανικοί να ενσωματώνουν και τις νέες απειλές που
τα αεροσκάφη του αμερικανικού Ναυτικού αντιμετωπίζουν ανά τον κόσμο. Κατά τον
τρόπο αυτό το σύστημα αυτοπροστασίας ΔΙΑΣ διαθέτει μία εντυπωσιακή
επιχειρησιακή ευελιξία η οποία του επιτρέπει να προσαρμόζεται στις νέες
απαιτήσεις και να αναβαθμίζεται διαχρονικά.
Συνολικά εξήντα μονάδες του συστήματος
ΔΙΑΣ παραγγέλθηκαν το 1980 για τα αεροσκάφη A-7H και F-4E της ΠΑ με συνολικό
κόστος 30 εκατ. δολαρίων και είχαν εγκατασταθεί εσωτερικά στα αεροσκάφη. Το
σύστημα περιελάμβανε κατά πάσα πιθανότητα μία έκδοση του παρεμβολέα AN/ALQ-184
(?), το σύστημα RWR AN/ALR-66 (VE) της εταιρείας Litton(πρώηνGeneral Instrument
Corp), τον εκτοξευτή αντιμέτρων AN/ALE-40 της εταιρείας Tracor. Το βιομηχανικό
πρωτότυπο του παρεμβολέα Ε-292 κατασκευάστηκε από ελληνική κρατική βιομηχανία
το 2000 και μετέπειτα εγκαταστάθηκε σε αεροσκάφος δοκιμής της ΠΑ.
Αξιοποιώντας το υπάρχων σύστημα
ηλεκτρονικού πολέμου ΔΙΑΣ το οποίο όπως αναφέρθηκε είχε εγκατασταθεί και στα
μαχητικά F-4E της ΠΑ από την δεκαετία του 1980, το ελληνικό σύστημα δεν κρίθηκε
ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από το συγκεκριμένο τύπο αεροσκαφών. Σύμφωνα με
τις εκτιμήσεις των μηχανικών της ΠΑ βασισμένες πάνω στα δεδομένα των συστημάτων
που διέθετε το F-4Ε δηλαδή το ραντάρ AN/APQ-120 και το γεγονός ότι το
αεροσκάφος διέθετε τους κυματοδηγούς του συστήματος ηλεκτρονικού πολέμου ΔΙΑΣ
στο εμπρός και στο πίσω τμήμα του αεροσκάφους, η λειτουργία του Ε-292 θα
προκαλούσε παρεμβολές στο ραντάρ του F-4Ε και στα φίλια αεροσκάφη που πέταγαν
πίσω από το αεροσκάφος που έφερε το σύστημα.
Το επόμενο βήμα της ομάδας ανάπτυξης του
Ε-292 ήταν η ανεύρεση ενός άλλου αεροσκάφους το οποίο θα μπορούσε να φέρει το
σύστημα χωρίς τα προβλήματα που παρουσίαζε το F-4E. Η λύση που προκρίθηκε ήταν
η τοποθέτηση του συστήματος στο βομβαρδιστικό Α-7Η το οποίο όπως αποδείχτηκε
μπορούσε να επιχειρήσει με το σύστημα εγκατεστημένο χωρίς προβλήματα και
περιορισμούς. Το συγκεκριμένο αεροσκάφος ήταν εξοπλισμένο όπως και το F-4E, με
το σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου ΔΙΑΣ, το οποίο όπως έχει αναφερθεί ήταν
ολοκληρωμένο με το σύστημα RWR AN/ALR-66 (VE) και τον εκτοξευτή αντιμέτρων
AN/ALE-40.
Η δοκιμή πραγματοποιήθηκε στα τέλη του
2002 και ήταν απόλυτα επιτυχημένη, αφού το Α-7Η κατάφερε να τυφλώσει τα
ραντάρ AN/APG-68 (V7) των F-16C Block 50 τα οποία είχαν παραληφτεί πριν από
μερικά χρόνια και αντιπροσώπευαν ότι πιο σύγχρονο διέθετε η ΠΑ τότε. Όπως είχε
δημοσιευτεί το περασμένο καλοκαίρι στο διαδίκτυο το ελληνικό σύστημα παρεμβολής
Ε-292 μπορούσε να προκαλέσει παρεμβολές στα ραντάρ των F-16 Block 50 σε
απόσταση 35 ναυτικών μιλίων, χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στο αεροσκάφος
φορέα του παρεμβολέα.
Οι πτητικές δοκιμές συνεχίστηκαν μέχρι
και το 2005 από την ΠΑ και ήταν επιτυχημένες. Για μία ακόμη φορά ένα ελληνικό
σύστημα υψηλής τεχνολογίας ίσως «το σημαντικότερο ερευνητικό πρόγραμμα της ΠΑ
μέχρι και εκείνη την περίοδο» όπως ανέφερε ένα απόρρητο έγγραφο που
δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο αυτό το καλοκαίρι το οποίο όμως δεν έτυχε περεταίρω
αξιοποίησης όπως πρότειναν οι τότε χειριστές του προγράμματος Ε-292. Σύμφωνα με
πληροφορίες ο λόγος που δεν προχώρησε το πρόγραμμα ήταν η απόσυρση των A-7H
λίγα χρόνια μετά την πραγματοποίηση της πρώτης δοκιμής.
Παρόλα αυτά η ελληνική ομάδα βρισκόταν
σε σωστό δρόμο και θα μπορούσε με περισσότερα χρήματα μέσα και πάνω από όλα
πρωτοβουλία και υποστήριξη να προχωρήσει στην ανάπτυξη ενός συστήματος το οποίο
θα μπορούσε να εγκατασταθεί και να λειτουργεί παράλληλα με τα άλλα συστήματα
ηλεκτρονικού πολέμου στα αεροσκάφη της ΠΑ αυξάνοντας έτσι την επιβιωσιμότητας
τους.
Το πρόγραμμα ανάπτυξης του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης της «ΟΜΑΔΑΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»
Το ελληνικό πρόγραμμα ανάπτυξης του
συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης της «ΟΜΑΔΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» ήρθε στην
επιφάνεια μέσα από μία συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στην ελληνική Βουλή την
Άνοιξη του 2011 και πιο συγκεκριμένα στις 25 Μαΐου 2011 όταν κατά την διάρκεια
συζητήσεως με αντικείμενο ζητήματα του υπουργείου Εθνικής Άμυνας δύο βουλευτές
από δύο διαφορετικά κόμματα επεσήμαναν την ύπαρξη του προγράμματος αυτού το
οποίο την περίοδο εκείνη βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Από την μία
πλευρά η βουλευτής του ΚΚΕ Λιάνα Κανέλη και από την άλλη ο βουλευτής του ΛΑΟΣ
Αιβαλιώτης επεσήμαναν την ύπαρξη ενός νέου προγράμματος το οποίο περιλαμβάνει
την ανάπτυξη ενός νέου συστήματος που θα συνέβαλε τα μέγιστα στην εθνική
ασφάλεια.
Μερικούς μήνες αργότερα εβδομαδιαία
εφημερίδα επιβεβαιώνει τις πληροφορίες που οι δύο Έλληνες βουλευτές είχαν και
προβαίνει στην δημοσίευση περισσότερων πληροφοριών για το σύστημα χωρίς όμως
αυτές να μπορούσαν να αποκαλεστούν αποκαλυπτικές τόσο για τις δυνατότητες του,
όσο και για τον τρόπο λειτουργίας του.
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με το
δημοσίευμα της εφημερίδας το εν λόγω σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, είναι το
επιστέγασμα μίας προσπάθειας ομάδας πέντε Ελλήνων επιστημόνων γνωστή ως «ΟΜΑΔΑΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» η οποία εργάστηκε αδιάκοπα από το 2000. Οι πέντε επιστήμονες του
ΑΠΘ, ο καθένας τους ειδικός σε διαφορετικούς τομείς, κατάφεραν εργαζόμενοι με
άκρα μυστικότητα να λύσουν ένα από τα βασικότερα προβλήματα που η αεράμυνα της
κάθε χώρας επιδιώκει δηλαδή την έγκαιρη και έγκυρη προειδοποίηση για τις
κινήσεις των αντιπάλων πριν αυτοί πλησιάσουν και απειλήσουν τον φίλιο εναέριο
χώρο ακόμα και για αεροσκάφη που ενσωματώνουν τεχνολογία stealth ακόμα και για
UAV και που πετούν σε πολύ μεγάλο ύψος.
Σύμφωνα με την εφημερίδα μετά από 6
χρόνια σχεδιασμού πειραματισμών και αδιάκοπης ερευνητικής εργασίας οι 5
επιστήμονες παρουσίασαν το 2006 την πρόταση τους στο ΓΕΕΘΑ ενώπιων 60 επιτελών,
οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από τις προδιαγραφές και τις δυνατότητες του
συστήματος.
Ακολούθως η τότε πολιτική και
στρατιωτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας αποφάσισε να αναθέσει στην ελληνική
επιστημονική ομάδα του ΑΠΘ την έρευνα και ανάπτυξη του προτεινόμενου
συστήματος. Τρία χρόνια αργότερα το 2009 το Συμβούλιο Αμυντικού Σχεδιασμού
Προγραμματισμού (ΣΑΣΠ) γνωμοδοτεί υπέρ την αναγκαιότητας του συστήματος
και την συνέχιση του προγράμματος και την ένταξη του όλου αντικειμένου ως θέμα
αξιολόγησης στο ΣΑΓΕ κάτι που δεν συμβαίνει παρά μόνο μετά από μία νέα εισήγηση
του ΣΑΣΠ στις αρχές του 2010. Τελικά το Συμβούλιο Αρχηγών (ΣΑΓΕ) συνεδριάζει
τον Μάιο του 2010 και εγκρίνει το προτεινόμενο πρόγραμμα ανάπτυξης του
συστήματος. Λίγες μέρες αργότερα ο ΑΝΥΕΘΑ παρέλαβε την πλήρη οικονομοτεχνική
μελέτη του προγράμματος, ο φάκελος του οποίου αποτελείται από 1.050 σελίδες.
Όμως τι ακριβώς είναι το ελληνικό
σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης της «ΟΜΑΔΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ». Σύμφωνα με τα
στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί πρόκειται για ένα παθητικό σύστημα το οποίο
αξιοποιεί υπάρχουσα τεχνολογία παντού Η/Μ ακτινοβολίας με παθητικές μεθόδους
εντοπισμού στόχων. Το ελληνικό σύστημα σύμφωνα με τους σχεδιαστές τους θα μπορεί
να εντοπίζει παθητικά πολλαπλούς στόχους Χαμηλής Παρατηρησιμότητας (L.O) και
Πολύ Χαμηλής Παρατηρησιμότητας (V.L.O) χρησιμοποιώντας σύγχρονους μεθόδους
άμεσου, έμμεσου και πολυστατικού εντοπισμού. Ο βασικός λόγος για τον οποίο το
σύστημα αυτό σχεδιάστηκε ήταν η αδυναμία των συμβατικών αισθητήρων να
ανιχνεύσουν έγκαιρα τους παραπάνω στόχους (F-35) σε ένα άκρως δύσκολο να
επιτηρηθεί περιβάλλον όπως αυτό του Αιγαίου (αεροκίνητες επιχειρήσεις – κάθετη
υπερκέραση).
Το ελληνικό σύστημα που προτάθηκε
ουσιαστικά θα παρουσιάζει την παγκόσμια καινοτομία/πρωτοτυπία να συνδυάζει τις
δυνατότητες των συστημάτων Kolchuga/VERA-E, Silent Sentry και των πολυστατικών
ραντάρ ακυρώνοντας τις αδυναμίες καθενός από αυτά και συνθέτοντας αθροιστικά τα
πλεονεκτήματα τους.
Συστήματα Kolchuga και VERA-E
Το ουκρανικό Kolchuga όπως και το
τσέχικο αντίστοιχο VERA-E είναι ουσιαστικά συστήματα κατηγορίας ESM (υποκλοπής
και ραδιοεντοποισμού) τα οποία διαθέτουν ένα σύνολο κεραιών και δεκτών με υψηλή
ευαισθησία που συλλαμβάνει οποιοδήποτε σήμα από τα 130 MHz μέχρι τα 18Ghz σε
αποστάσεις έως και 300-450 χλμ. Τα σήματα που λαμβάνουν οι δέκτες συγκρίνονται
με τα αποθηκευμένα σε βάση δεδομένων σήματα για άμεση ταυτοποίηση και ακολούθως
εντοπίζονται από τρείς έως και τέσσερις σταθμούς του συστήματος. Ακολούθως ο
κεντρικός επεξεργαστής του συστήματος συγκρίνει τους χρόνους άφιξης του σήματος
που είναι διαφορετικοί για κάθε δέκτη λόγω της διαφοράς θέσης του καθενός από
τον πομπό.
Η απόσταση αυτή μπορεί να είναι μέχρι
30-50 χλμ από τον πομπό αυξάνοντας έτσι την επιβιωσιμότητα του συστήματος. Με
δεδομένη την θέση του κάθε δέκτη η θέση του πομπού-στόχου μπορεί να καθορισθεί
επί ενός υπερβολοειδούς οπότε με την ύπαρξη και ενός τρίτου δέκτη
μπορούμε να έχουμε τέτοια υπερβολοειδή. Η τομή αυτών ορίζει την καμπύλη επί της
οποίας βρίσκεται η θέση του πομπού-στόχου. Εάν ο χρήστης το επιθυμεί μπορεί να
προστεθεί και ένας ακόμα δέκτης ο τέταρτος που θα έχει ως αποτέλεσμα η
προσπίπτουσα τομή του νέου υπερβολοειδούς με την καμπύλη που έχει ήδη
υπολογιστεί να δώσει την θέση του πομπού στόχου. Για την βελτιστοποίηση του
αποτελέσματος το σύστημα μπορεί να χρησιμοποιήσει τεχνικές όπως την
μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων ή και φίλτρα KALMAN. Για τον απευθείας
εντοπισμό της θέσης του στόχου μπορεί να εισαχθούν οι συντεταγμένες UTM των
θέσεων των δεκτών και του κεντρικού συστήματος στο προκύπτον σύστημα των
διαφορικών εξισώσεων.
Το αμερικανικό σύστημα PCL/Silent
Sentry και το γαλλικό Homeland Alerter 100
Το αμερικάνικο σύστημα PCL/Silent Sentry
και το γαλλικό Homeland Alerter 100 αξιοποιούν την παρούσα ηλεκτρομαγνητική
ενέργεια στις ζώνες των συχνοτήτων VHF και UHF και μετρά τις αποκλίσεις σε
συχνότητα και φάση μεταξύ των εκπομπών των υφιστάμενων δικτύων FM, ραδιοφωνίας
και τηλεοράσεως. Επιπλέον τα δύο συστήματα μπορούν να αξιοποιήσουν τα
ανακλώμενα επί των πλοίων αεροσκαφών και βλημάτων κύματα των εκπομπών των
προαναφερθέντων δικτύων. Τα ανακλώμενα κύματα ακολούθως συλλαμβάνονται από την
κεραία «ψευδο Doppler» των συστημάτων και αναλύονται στον τομέα της συχνότητας.
Το επόμενο βήμα είναι η απόρριψη των
παράσιτων σημάτων από το λογισμικό των συστημάτων το οποίο χρησιμοποιεί
τεχνικές διασυσχετισμού ευαίσθητες στο φαινόμενο «Fizeau-Doppler» και σύγχρονες
τεχνικές φίλτρων KALMAN. Το βασικό πλεονέκτημα των συστημάτων είναι ότι τα
δίκτυα FM, ραδιοφώνου και τηλεόρασης δεν χρειάζεται να είναι φίλια ενώ δεν
απαιτείται η «συνεργασία» τους αρκεί να εκπέμπουν στην περιοχή και να
λαμβάνονται επαρκώς στην περιοχή ενδιαφέροντος. Από συγκριτική άποψη τα
συστήματα Kolchuga και VERA-E δίνουν μεγαλύτερη εμβέλεια και ακρίβεια (δεν
απαιτούν την συνδρομή των radar εγκλωβισμού) και καταμετρούν ευχερέστερα το
πλήθος των μονάδων. Ωστόσο αξιοποιούν τις εκπομπές του ιδίου του στόχου και
συνακόλουθα αποτυγχάνουν στον εντοπισμό στόχων που επιχειρούν υπό πλήρη
σίγαση αισθητήρων κάτι το οποίο δεν συμβαίνει για το Silent Sentry το οποίο
παρουσιάζει και μεγαλύτερη επίδοση στο ανάγλυφο (εδαφικές εξάρσεις).
Πολυστατικά radar
Το Διστατικό radar είναι ένα
σύστημα ραδιεντοπισμού, στο οποίο τα συγχρονισμένα μεταξύ τουςσημεία
εκπομπής και λήψης είναι διαφορετικά. Μέσω αυτού,
επιχειρείται ο εντοπισμός και η – 3D- καταγραφή της πορείας ιπτάμενων στόχων
μικρής ανακλαστικότητος (SAR). Τα συστήματα αυτά ενδείκνυται, επίσης, και για
ρόλους anti-stealth, αφού αντιμετωπίζουν ικανοποιητικά την stealth γεωμετρία
(faceting), αν και σε μία τέτοια περίπτωση θα ήταν ιδανική η συνεργασία τους με
τα παθητικά συστήματα εντοπισμού (P.C.L). O πρώτος λόγος, μεταξύ και άλλων
σημαντικότατων, είναι η απτή πραγματικότητα, ότι «ότι εκπέμπει, αργά ή σύντομα
εντοπίζεται από τον επιτιθέμενο». Και με βάση την αμείλικτη γλώσσα των αριθμών,
το πλήθος των τρόπων με τους οποίου μπορούν σήμερα οι Ένοπλες Δυνάμεις μίας
προηγμένης στρατιωτικά χώρας να πλήξουν ένα ενεργό radar, ως το άθροισμα των συνδυασμών
μίας μεμονωμένης ή συνδυασμένης δράσης, προκαλεί σοκ και δέος στον αμυνόμενο.
Σύμφωνα με υπάρχοντες επιστημονικούς υπολογισμούς υπάρχουν 69 διαφορετικοί
τρόποι για να πληγεί από τον εχθρό ένα συμβατικό ενεργό radar.
Αν και για τα παθητικά και πολυστατικά
δίκτυα, αποδίδεται συχνά –ο όρος «Κοινή Αρχή Λειτουργίας- υπάρχει και είναι
εμφανή μία apriori διαφορά, αφού ένα διστατικό/ πολυστατικό σύστημα, δεν είναι
passive. Ο βαθμός επιβιωσιμότητος ενός δικτύου παθητικών radars είναι ιδιαίτερα
μεγάλος. Σε θεωρητικό επίπεδο σε ένα passive δίκτυο αισθητήρων αποτελούμενο από
20 σταθμούς, ακόμα και αν και το 25% από αυτούς ετίθεντο για οποιαδήποτε αιτία
εκτός λειτουργίας, το σύστημα θα συνέχιζε να λειτουργεί με δυνατότητα
εντοπισμού στόχων, η οποία απλά θα είχε μειωθεί από τον δείκτη (συνδυασμοί των
20 αντικειμένων ανά 4 δηλαδή 4.845 τρόποι σε συνδυασμούς των 15 αντικειμένων
ανα 4 δηλαδή 1.354 διαφορετικούς τρόπους. Με απλά λόγια εάν το 25% των σταθμών
παθητικών radar τεθεί για οποιαδήποτε αιτία εκτός λειτουργίας, το σύστημα θα
συνέχιζε να λειτουργεί με δυνατότητα εντοπισμού στόχων η οποία απλά θα είχε
μειωθεί από τον προαναφερθεν δείκτη σε 1.365 διαφορετικούς τρόπους.
Ενα πολυστατικό δίκτυο radar
συγκροτείται από ένα σύνολο διστατικών δεκτών, και έναν (ή περισσότερους
πομπούς). Σε αυτά, ή χρήση αυξημένου αριθμού πομπών και δεκτών, αποσκοπεί
στην αύξηση του βαθμού επιβιωσιμότητος του συστήματος, σε αποστολές Η/Π SEAD-
DEAD-ECM). Κάτι τέτοιο ωστόσο συνεπάγεται πολύ δουλειά στο αντίστοιχο λογισμικό
και στον χρονισμό/συγχρονισμό των διάσπαρτων σημείων λήψης. Ειδικότερα στην
τρίτη από τις αναφερθείσες απειλές, ενίοτε, είναι εφικτή μέσω ενός τέτοιου
δικτύου και η αξιοποίηση σημάτων προερχομένων απo εχθρικούς παρεμβολείς ή
από φίλια συμβατικά radars, άσχετα αν, αυτά, έχουν ήδη υποστεί ηλεκτρονική
παρεμβολή. Θα έλεγε κάποιος ότι ένα διστατικό/πολυστατικό δίκτυο αισθητήρων θα
αποτελούσε την ενδεδειγμένη (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) απάντηση στο σοβαρότατο
πρόβλημα εντοπισμού των UAV/UCAV.
Επίσης, θα ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό,
για τον ιχνηλάτη, στην περίπτωση του εντοπισμού κινούμενων στόχων, οι οποίοι
επιχειρούν υπό πλήρη σίγαση αισθητήρων, ή ακολουθούν πορεία αναγλύφου (Ε/Π –
Κάθετη υπερκέραση), σενάρια τα οποία συνιστούν ενδεχόμενα ιδιαίτερα μεγάλης
πιθανότητας σε ένα σύγχρονο θέατρο επιχειρήσεων. Σε μία τέτοια περίπτωση η
συνεργασία ενός τέτοιου δικτύου, με ένα δίκτυο παθητικών αισθητήρων, το οποίο
θα μετέρχεται έμμεση παθητική λήψη, θα αναβάθμισε κατακόρυφα τις επιδόσεις του
Ελληνικού ΣΑΕ, το οποίο έχει μείνει αρκετά πίσω αναφορικά με την αντιμετώπιση
μη συμβατικών επιθετικών εγχειρημάτων.
Ήδη, η επικείμενη ένταξη του F-35 στην
τουρκική Αεροπορία στα τέλη του 2018 με αρχές του 2019, καθώς και η αλματώδης
εξέλιξη της τουρκικής βιομηχανίας στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών
(υπενθυμίζεται η πρόσφατη συμφωνία ΗΠΑ Τουρκίας για την πώληση, 4 UCAV Predator
και 2 UCAV Reaper) γεννά έντονο προβληματισμό στους επιτελείς του ΓΕΕΘΑ.
Σύμφωνα με διεθνή Κέντρα Ερευνών, ένα τέτοιο δίκτυο πολυστατικών radar, θα
μπορούσε θεωρητικά και σε τακτικό επίπεδο να αποτελέσει μέσω πομπών υψηλότατης
ισχύος συν τοις άλλοις και ένα θανάσιμο όπλο παραπλάνησης για τον αντίπαλο, υπό
την προϋπόθεση ότι ερευνητής θα έχει επιλύσει, μέσω του αντίστοιχου λογισμικού
(υψηλές τεχνικές φιλτραρίσματος), μία σειρά από προβλήματα, τα οποία στις μέρες
μας, ίσως και να έχουν πάψει πια, να είναι χαοτικά (πολλαπλές ανακλάσεις –
απόρριψη μη ωφέλιμων σημάτων κ.ά ).
"Πηγή:Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ»"