Για να επιβληθεί το ευρώ ως κοινό νόμισμα, οι τραπεζίτες και
οι πολιτικοί ισχυρίστηκαν, ότι το ευρώ θα συντελέσει στον καταμερισμό της
οικονομικής δραστηριότητας μέσα στην Ευρώπη, και επιπροσθέτως το κοινό νόμισμα,
θα είναι ο καταλύτης στην εναρμόνιση των συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Λαών.
Τον 19ο αιώνα και στα πρώτα 50 χρόνια
του 20ου αιώνα, η ίδια ακριβώς νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, είχε επιβάλει τον
χρυσό ως κοινό νόμισμα, με τους ίδιους ακριβώς επιστημονικούς ισχυρισμούς.
Η οικονομική ιστορία απέδειξε, ότι οι
ισχυρισμοί αυτοί απόκρυπταν τους πραγματικούς λόγους αυτής της επιμονής. Οι
ισχυρισμοί δεν ήσαν τόσο καλοπροαίρετοι. Οι ισχυρισμοί των τραπεζιτών ποτέ δεν
είναι για το καλό όλων.
Τον 19ο αιώνα, με τον χρυσό ως
νόμισμα και σταθερές ισοτιμίες, η κάθε Κυβέρνηση δεν είχε στην διάθεση της τα
μέσα εκείνα, που με αυτά θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια οικονομική δυσπραγία,
που είναι εντελώς φυσικό να επισυμβεί, σε ένα κόσμο αβεβαιότητας, όπως είναι ο
κόσμος της οικονομίας.
Όλα τα άλλα μέτρα, εκτός από αυτά που
θα βοηθούσαν στην βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών, για την αύξηση των
εισοδημάτων και την μείωση της ανεργίας, αποκλείονταν ως παράλογα ή τέλος
πάντων δεν ήσαν γνωστά.
Το πρώτο μέτρο για την αντιμετώπιση
της ύφεσης στη χώρα Α, ήταν η χώρα να μειώσει τις εισαγωγές της από την χώρα Β,
μέσω της μείωσης μισθών, ημερομισθίων, με στόχο απώτερο να κάνει τις εξαγωγές
της πιο φθηνές για να βρει χρυσό.
Βεβαίως αυτή η ενεργεία οδηγούσε σε
βαθύτερη ύφεση την χώρα Α, αφού η εσωτερική ζήτηση εξατμίζονταν σιγά-σιγά.
Η χώρα Β με την σειρά της, αφού η
ζήτηση για τα προϊόντα της μειώνονταν, όπως επίσης και η ισοτιμία του
νομίσματος μειώνονταν λόγω μειωμένης ζήτησης, αμύνονταν με τον ίδιο τρόπο.
Έπρεπε να διατηρήσει και να αυξήσει
τον χρυσό της, και έτσι αύξανε τα επιτόκια της, ενώ παράλληλα μείωνε τους
μισθούς, να κάνει πιο ελκυστικές τις εξαγωγές της.
Αλλά υψηλότερο επιτόκια και χαμηλές
αμοιβές σήμαιναν ύφεση, που με την σειρά της προσπαθούσε να την εξάγει στη Χώρα
Γ, μειώνοντας τις εισαγωγές της από την χώρα Γ. Η αλυσίδα συνεχιζόταν με αυτό
τον τρόπο, ο ένας έκανε πάσα στον άλλον το πρόβλημα του.
Δηλαδή αυτή η πολιτική της διατήρησης
της εξωτερική αξίας των νομισμάτων είχε ως αποτέλεσμα μεταξύ των Εθνών την
αβεβαιότητα, την ανεργία, και την γενική ύφεση. Την ζημιά την πλήρωναν οι
εργαζόμενοι.
Το χρυσό νόμισμα λοιπόν ήταν η αιτία
ενός έντονου ανταγωνισμού για την κατάκτηση των αγορών, που έπαιξε τον
πρωτεύοντα ρολό για τους πόλεμους του 19ου αιώνα, και δεν χωρεί καμία
αμφιβολία, ότι η κατάκτηση των αγορών, είναι η αιτία των πόλεμων του 20ου
αιώνα, μαζί με την γέννηση ρατσιστικών κινημάτων και απεχθών αντιδημοκρατικών
ιδεολογιών.
Οι παραδεδεγμένες σιωπηλές προϋποθέσεις
της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψεις ουδέποτε ικανοποιήθηκαν στην πράξη, με
αποτέλεσμα να μην λύονται τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα, που έχουν σχέση
με την εξάλειψη της ανεργίας και την δίκαιη κατανομή του πλούτου, αλλά αντίθετα
να φέρνουν ύφεση, κοινωνική αναταραχή και πολέμους.
Οι εμπορικές σχέσεις, καθίσταντο ένα
απελπισμένο τέχνασμα να διατηρείς την απασχόληση στο εσωτερικό της χώρας,
πουλώντας στο εξωτερικό, και παρεμποδίζοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές.
Αυτή η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη και
κερδισμένες από τις κρίσεις έβγαιναν οι Τράπεζες, που καταχρέωναν τους Λαούς,
και πρόσκαιρα οι πλέον εξελιγμένες χώρες.
Αλλά μετά την μεγάλη κρίση του 1929
και μετά τον ΒΠΠ, η γνώση μας ριζικά άλλαξε σε σχέση για τα παραπάνω θέματα.
Μάθαμε ότι λόγω του χρυσού
νομίσματος:
1) Η ελεύθερη αγορά αδυνατεί να
δημιουργήσει όρους πλήρους απασχόλησης και ανάπτυξης
2) Η ελεύθερη αγορά αυθαίρετα και
άνισα διανέμει το εισόδημα και
3) Η θεμελιώδης αιτία της ανεργίας
και της υποαπασχόλησης οφείλεται σε αυτή καθ’ εαυτή στην κερδοσκοπική
λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Αυτά πρακτικά σήμαιναν αλλαγή
πολίτικης.
Αντί η κάθε κυβέρνηση να ασχολείται
με την διατήρηση της εξωτερικής σταθερότητας του νομίσματος, καλόν θα ήταν να
ασχολείται με την διατήρηση της εσωτερικής σταθερότητας.
Αντί να τίθεται σε κίνδυνο η ευημερία
ενός λαού, από τα αυξημένα επιτόκια που καθορίζονταν από εξωτερικούς
παράγοντες, από αυτούς που έχουν τα κεφάλαια, καλύτερα θα είναι η κάθε
κυβέρνηση να θέτει τα δικά της επιτόκια, που θα κάνουν τις επενδύσεις
ελκυστικές και να παραβλέψει του κεφαλαιούχους, τις Τράπεζες.
Με άλλα λόγια, είναι καλύτερα να
απασχολούμε τους εργαζόμενους να παράγουν προϊόντα για το εσωτερικό της χώρας,
έστω και αν αυτά θα μπορούσαν να παραχθούν πιο φθηνά στο εξωτερικό, εάν η εναλλακτική
λύση θα ήταν να μην εργάζονται καθόλου.
Ένα καθεστώς σταθερών ισοτιμιών θα
ήταν επιθυμητό, όταν η πλήρης απασχόληση σε κάθε έθνος θα μπορούσε να
επιτευχθεί, και τότε το διεθνές εμπόριο θα ήταν επωφελές για κάθε έθνος.
Τα παραπάνω εφαρμόστηκαν μέσω της
Συνθήκης του Μπρέτον Γούντς ως ένα σημείο, και η εποχή από το 1945-1973, η
διάσημη οικονομολόγος Ι. Adelman την χαρακτήρισε ως την “Κευνσιανή εποχή μιας
αξεπέραστης παγκόσμιας οικονομικής ευημερίας, ένας Χρυσούς Αιών της οικονομικής
ανάπτυξης, μια περίοδος πρωτοφανούς διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης σε
ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες”.
Ήταν η εποχή των σταθερών εθνικών
νομισμάτων, των Λαών, της πλήρους εργασίας, του κοινωνικού κράτους, των τοπικών
πολιτισμών, της ανταλλαγής πολιτιστικών ιδεών, της συνύπαρξης, της
απελευθέρωσης Λαών.
Μια θαυμάσια εποχή που ποτέ δεν
υπήρξε στην ιστορία. Η Ευρώπη ανοικοδομήθηκε, εδραιώθηκε το κοινωνικό κράτος
όχι ως κόστος αλλά ως επένδυση, και η ειρηνική οικονομική διεθνής συνεργασία.
Ο Κεϋνσιανισμός κατέρρευσε εκεί στα
μέσα της δεκαετίας του 1970 από τις “κεϋνσιανές ύβρεις” που διεπράχθησαν από
τραπεζίτες, από τους πολιτικούς και από την πλειοδοτούσα αριβιστική
(=τυχοδιωκτική) αριστερά.
Οι κλασσικοί ξαναήρθαν, φέρνοντας τον
χρυσό στην κάρδια της Ευρώπης.
Οι Τραπεζίτες θριάμβευαν ξανά, μετά
τους δυο Παγκόσμιους Πόλεμους, με την Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι πολιτικοί μας απεδείχθησαν
αμνήμονες και αγύρτες, και μερικοί από αυτούς πολύ αγύρτες (πρόσωπο που
επικαλείται γνώσεις, ικανότητες και ιδιότητες, τις οποίες δε διαθέτει, για να
εξαπατήσει τους άλλους, απατεώνας, κατεργάρης, κομπογιαννίτης, τσαρλατάνος).
Επιστρέψαμε πάλι στην κλασσική
οικονομική του μοναδικού φυσικού και ηθικού υποδείγματος των ελευθέρων αγορών,
του ελάχιστου κράτους και της λιτότητα για την θεραπεία κάθε ανωμαλίας, που
είναι και τιμωρία για υπερβολές του παρελθόντος.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που γράφει
ο Νομπελίστας Paul Krugman, που παρακολουθώντας το 2010 μια διάλεξη του
Σόϊμπλε, για την μοναδικότητα της πολιτικής του νεοκλασικού μοντέλου, άκουσε
δίπλα του την γυναίκα του να του ψιθυρίζει ότι “καθώς θα φεύγουμε από εδώ θα
μας δώσουν και ένα μαστίγιο να αυτομαστιγωθούμε”.
Ο Σόϊμπλε είπε ότι με το ευρώ μια
είναι η πολιτική που ασκείται. Η εισοδηματική πολιτική. Καμία άλλη. Η ιδεολογία
παύει να υπάρχει ως επιλογή, ή μια είναι η ιδεολογία, που το ευρώ επιβάλει, η
λιτότητα.
Τι είναι το ευρώ;
Το ευρώ, ως προς την ζήτηση του είναι
ο ιδεατός χρυσός, με την έννοια ότι ζητείται ως μέσον αποθησαυρισμού, εξ ου και
η αξία του στις παγκόσμιες αγορές.
Το ευρώ ως προς την προσφορά του,
είναι σπάνιο νόμισμα, σπανιότερο ακόμα και από τον χρυσό, χωρίς μεταβολές στην
αγοραστική του αξία, εφ όσον είναι συνδεδεμένο με τον μηδενικό πληθωρισμό.
Είναι το σπανιότερο προϊόν στον
κόσμο, από όλα τα εμπορεύματα που υπάρχουν στον κόσμο, και η αξία του είναι
αντιστρόφως ανάλογη της σπανιότητας του, πράγμα που εγγυάται η ΕΚΤ.
Το ευρώ έχει αξία ως επένδυση, παρά
ως μέσο κυκλοφορίας, όπως τα άλλα νομίσματα, και η απόδοση του εξαρτάται από το
ύψος της ανεργίας.
Κατά συνέπεια η πραγματική αξία του
ευρώ δεν εξαρτάται από την δημιουργία πραγματικού πλούτου από την δαπάνη του,
είναι ουδέτερο, αλλά από το αποθησαυρισμό του, και κατά συνέπεια από την
λιτότητα σε όλη την ευρωζώνη. Το ευρώ τελικά είναι ένα επικίνδυνο χρήμα. Είναι
βόμβα μεγατόνων.
Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει αυτή την
στιγμή το ευρώ, να καθορίζει απολύτως την πολιτική στη Ευρώπη, πέρα από τους
τετριμμένος τίτλους αριστεράς, δεξιάς, κέντρου, και σοσιαλδημοκρατίας.
Μέσα στο ευρώ, αυτές είναι έννοιες
άνευ σημασίας, αφού χάρις στο ευρώ έχουμε φτάσει στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, η
οικονομική δύναμη της ΕΚΤ και των Τραπεζών, να είναι πιο θεμελιακή από την
φυσική δύναμη ή την δύναμη του κράτους.
Μετά την κρίση του 2008 οι αδυναμίες
του ευρώ εμφανιστήκαν, όπως και οι αδυναμίες του χρυσού νομίσματος το 1929.
Όπως το 1929 απαιτήθηκε από τους όλους λιτότητα για να επανέλθει η οικονομία σε
τροχιά ανάπτυξης, έτσι και τώρα με το ευρώ απαιτείται πλήρης λιτότητα για να
επανέλθει η ευρωζώνη στην ανάπτυξη. Όπως και τότε απέτυχε αυτή η πολιτική, που
κατέληξε σε πόλεμο, έτσι και τώρα αποτυγχάνει, με πρώτη εκδήλωση την δυσφορία
των λαών της Ευρώπης, του ενός προς τον άλλον. Ο ένας μισεί τον άλλον, που
προδικάζει άγριο ξεμπέρδεμα.
Οι σιωπηλές και φανερές προϋποθέσεις
του ευρώ δεν ικανοποιούνται άλλη μια φορά. Δεν μπορεί το ευρώ να φέρει ανάπτυξη
και δουλειές, δεν μπορεί να εγγυηθεί τις αμοιβές, δεν μπορεί να εγγυηθεί
συνταξιοδοτικά προγράμματα, προγράμματα υγείας και παιδείας. Όλα
ρευστοποιούνται χωρίς απόδοση. Οι μόνοι κερδισμένοι είναι οι τραπεζίτες και
μερικοί αγύρτες πολιτικοί, που με την προπαγάνδα τους φοβίζουν τον λαό.
Εν τω μεταξύ χρόνω, οι φυσικοί πόροι
υπάρχουν και είναι ανενεργοί, τεχνικοί πόροι υπάρχουν εν υπνώσει, άνθρωποι
άνεργοι υπάρχουν έτοιμοι για δουλειά, πλουσιότερη γνώση παρά ποτέ υπάρχει.
Δηλαδή ένα πελώριο αυτοκίνητο υπάρχει ένα να κινηθεί προς την πρόοδο και το
κρατάμε σταματημένο γιατί το ρεύμα “ευρώ” δεν υπάρχει να το κινήσει.
Δεδομένων αυτών, ο Κέϋνς υπέδειξε,
κατ’ αναλογία, ότι θα πρέπει να φτιάξουμε το δικό μας “μανιατό”
(δυναμό-γεννήτρια) της οικονομίας να την κινήσουμε. Αν δεν υπάρχουν ευρώ, ας
φτιάξουμε το δικό μας νόμισμα να πάμε προς την πρόοδο. Καθυστερούμε επικίνδυνα
για τη ζωή μας.
Και στον πιο δύσπιστο, αλλά μη
φοβισμένο, έχει αποδειχθεί ότι το πείραμα ευρώ απέτυχε άλλη μια φορά. Η επέλαση
του κεφαλαίου των τραπεζιτών κατά της εργασίας πρέπει πάραυτα να αποκρουστεί
για να σωθεί τελικά η ειρήνη στην Ευρώπη, πέραν ημών.
Σπύρος Στάλιας
Οικονομολόγος ΜΑ, Ph.D, πρ. Διευθύνων Σύμβουλος ΟΛΠ