Το παρακάτω κείμενο αποτελεί πρόσφατη συμβολή ενός από τους σημαντικότερους
σύγχρονους διανοητές, του Πέρι Άντερσον, σχετικά με την κατάσταση στην
Ελλάδα. Το αρχικό κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jacobin.
H ελληνική κρίση έχει προκαλέσει
ένα προβλέψιμο μείγμα αγανάκτησης και αυτοϊκανοποίησης στην Ευρώπη, που ταλαντεύεται
ανάμεσα στον θρήνο για τη σκληρότητα της συμφωνίας που επιβλήθηκε στην Αθήνα και
στους πανηγυρισμούς για τη διατήρηση, την υστάτη στιγμή, της Ελλάδας στην
ευρωπαϊκή οικογένεια – ή και τα δύο ταυτόχρονα.
Και οι δύο αντιδράσεις είναι εξίσου
άγονες. Καμία από τις δύο δεν έχει θέση σε μια ρεαλιστική ανάλυση.
To ότι
η Γερμανία είναι και πάλι η ηγεμονική δύναμη της ηπείρου, δεν είναι κάτι το οποίο
περιμέναμε να μάθουμε το 2015: είναι σαφές τουλάχιστον εδώ και είκοσι χρόνια. Το ότι
η Γαλλία λειτουργεί ως υπηρέτης της, μια σχέση αρκετά παρόμοια με αυτήν που διατηρεί
το Ηνωμένο Βασίλειο με τις ΗΠΑ, ούτε αυτό συνιστά πολιτική καινοτομία: μετά τον
Ντε Γκολ, τα αντανακλαστικά του πολιτικού προσωπικού της Γαλλίας θυμίζουν τις αρχές
της δεκαετίας του 1940: όχι μόνο αποδοχή, αλλά ακόμα και θαυμασμός απέναντι
στην κυρίαρχη δύναμη της περιόδου, πρώτα την Ουάσινγκτον και μετά το Βερολίνο.
Ακόμη μικρότερη έκπληξη προξενεί η τρέχουσα
έκβαση της νομισματικής ένωσης. Από την αρχή, τα οικονομικά οφέλη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης –τα οποία θεωρούνται
υποτίθεται ως δεδομένα από τις διάφορες ορθόδοξες απόψεις – ήταν πραγματικά πολύ
περιορισμένα.
Το 2008 οι πιο προσεκτικές εκτιμήσεις, από
δύο οικονομολόγους υπέρμαχους της ολοκλήρωσης, τον Barry Eichengreen και τον
Andrea Bolth, κατέληξαν ότι
το ΑΕΠ στην κοινή αγορά έχει αυξηθεί από 3 ως 4% στην περίοδο ανάμεσα στα τέλη της
δεκαετίας του 1950 και τα μέσα της δεκαετίας του 1970· ότι ο αντίκτυπος του Ευρωπαϊκού
Νομισματικού Συστήματος ήταν ασήμαντος· ότι η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη θα μπορούσε να προσθέσει άλλο 1%· και ότι
η νομισματική ένωση δεν είχε καμία σχεδόν επίδραση είτε στο ρυθμό ανάπτυξης είτε
στο επίπεδο της παραγωγής.
Αυτά συνέβαιναν προτού η παγκόσμια οικονομική
κρίση πλήξει την Ευρώπη. Από τότε,
ως γνωστόν, ο ζουρλομανδύας του ενιαίου νομίσματος έχει αποδειχθεί τόσο καταστροφικός
για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που μετέχουν στην ΕΕ όσο είναι συμφέρων για την
Γερμανία, όπου η καθήλωση των μισθών – που συγκαλύπτει την πολύ χαμηλή
αύξηση της παραγωγικότητας – εξασφάλισε στην γερμανική βιομηχανία το ανταγωνιστικό
της πλεονέκτημα έναντι της υπόλοιπης Ευρωπαικής Ένωσης. Όσο για το ρυθμό ανάπτυξης,
μια ματιά στην οικονομική απόδοση του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Σουηδίας, μετά το Μάαστριχτ, αρκεί για δείξει τη σαθρότητα του
ισχυρισμού ότι το ευρώ έχει υπάρξει ωφέλιμο για οποιαδήποτε χώρα – αν εξαιρέσουμε
τον βασικό αρχιτέκτονά του.
Αυτή είναι η πραγματικότητα της «ευρωπαϊκής
Οικογένειας», όπως οικοδομήθηκε από τη νομισματική ένωση και το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αλλά, παρά την
πραγματικότητα αυτή, η ιδεολογία της παραμένει απαρασάλευτη. Στον επίσημο λόγο, καθώς και στον λόγο
των διανοουμένων, η ΕΕ εγγυάται πάντα την ειρήνη και την ευημερία της ηπείρου, εξαφανίζοντας
το φάντασμα του πολέμου μεταξύ των εθνών, υπερασπίζοντας τις αξίες της δημοκρατίας
και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και διατηρώντας τις αρχές μιας ήπιας ελεύθερης αγοράς,
στην οποία, εν τέλει, θεμελιώνεται κάθε ελευθερία. Οι κανόνες της, αν και σταθεροί,
είναι ευέλικτοι· τα κίνητρά της ανταποκρίνονται στην διπλή επιταγή της αλληλεγγύης
και της αποτελεσματικότητας.
Για τις ευαισθησίες τις οποίες διαμορφώνει
αυτή η ιδεολογία – την οποία συμμερίζεται όλο το ευρωπαϊκό πολιτικό κατεστημένο
και η μεγάλη πλειοψηφία των σχολιαστών και των δημοσιογράφων – τα δεινά των Ελλήνων
ήταν ένα οδυνηρό θέαμα. Ευτυχώς, στο τέλος η λογική θριάμβευσε, επιτεύχθηκε συμβιβασμός
και πρέπει όλοι να μοιραστούμε την ελπίδα ότι η ΕΕ δεν έχει υποστεί ανεπανόρθωτες
ζημιές.
Από την εκλογική νίκη του Σύριζα τον Ιανουάριο
η πορεία που έχει πάρει η κρίση στην Ελλάδα ήταν επίσης προβλέψιμη, με εξαίρεση
μια τελική αναδίπλωση που δεν μπορούσε να έχει προβλεφθεί. Οι ρίζες
της κρίσης εδράζονται στον συνδυασμό αφενός της απάτης που διέπραξε το ΠΑΣΟΚ του
Κώστα Σημίτη για να μπορέσει η Ελλάδα να μπει στην Ευρώπη και, αφετέρου, των επιπτώσεων
που είχε η παγκόσμια κατάρρευση του 2008 στην αδύναμη – επιβαρυμένη με χρέος και
μη ανταγωνιστική – ελληνική οικονομία.
Από το 2010 διαδοχικά πακέτα λιτότητας – αυτά
που κάποτε αποκαλούνταν «σταθεροποιητικά σχέδια» – επιβλήθηκαν στην Ελλάδα. Τα πακέτα
αυτά τα υπαγορεύθηκαν από τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι τράπεζες των οποίων κινδύνευαν
περισσότερο από μια ελληνική χρεοκοπία, αλλά τα εφάρμοσε η τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
ΕΚΤ, ΔΝΤ) σε ένα καθεστώς στενής επιτήρησης.
Έπειτα από πέντε χρόνια μαζικής ανεργίας και
περικοπών κοινωνικών παροχών, το ελληνικό χρέος είχε απλώς διογκωθεί ακόμη περισσότερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση,
επειδή υποσχέθηκε, με ιδιαίτερα πύρινη ρητορική, να θέσει τέλος στην υπαγωγή της
Ελλάδος στην εξουσία της τρόικας. Θα “διαπραγματευόταν εκ νέου” τους όρους της κηδεμονίας
της χώρας από την Ευρώπη. Πως ήλπιζε να το κάνει αυτό; Απλώς παρακαλώντας για καλύτερη
μεταχείριση και αναθεματίζοντας όταν αυτή δεν ερχόταν – ικεσίες και κατάρες, καθώς
και αναφορές στις υψηλές αξίες της Ευρώπης στις οποίες το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν
θα μπορούσε φυσικά να κωφεύει.
Ασύμβατη με αυτές τις εκρήξεις, τις μίξεις
ικεσίας και κατάρας, ήταν – και αυτό κατέστη σαφές από την αρχή – κάθε σκέψη παραίτησης
από το Ευρώ. Υπήρχαν δυο λόγοι για αυτό. Επαρχιώτικη στην αντίληψη της, η ηγεσία του
Σύριζα το έβρισκε δύσκολο να κάνει την οποιαδήποτε διανοητική διάκριση μεταξύ συμμετοχής
στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, αντιλαμβανόμενη την έξοδο από την μια σαν να σήμαινε αποπομπή
από την άλλη: ο απόλυτος εφιάλτης για οποιοδήποτε καλό Ευρωπαίο, όπως θεωρούσε και
η ίδια τον εαυτό της.
Είχε επίσης συνείδηση ότι του γεγονότος ότι
το ελληνικό βιοτικό επίπεδο – λιπαινόμενο από τα χαμηλά επιτόκια που ήρθαν από την
σύγκληση των spreads σε όλη την Ευρώπη, επιπρόσθετα με τα διαρθρωτικά ταμεία (Structural Funds) – είχε πράγματι αυξηθεί
κατά τη διάρκεια των χρόνων Ποτέμκιν της διακυβέρνησης Σημίτη, δημιουργώντας μια
θερμή λαϊκή δεξίωση του ευρώ – μνήμη που δεν συνδέθηκε με τις κακουχίες που ακολούθησαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσπάθησε να εξηγήσει
την σύνδεση αυτή. Ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του διαβεβαίωναν οποιονδήποτε μπορούσε
να ακούσει πως, αντιθέτως, δεν υπήρχε κανένα ζήτημα εγκατάλειψης του Ευρώ.
Έτσι όμως εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα διαπραγμάτευσης
με την πραγματική – όχι με την ονειρεμένη τους – Ευρώπη. To 2015, η απειλή ενός
Grexit ήταν οικονομικά πολύ ασθενέστερη σε σχέση με το πώς θα ήταν το 2010, επειδή
τώρα οι Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες είχαν ξεπληρωθεί, και το bail out μεταφερόταν
ονομαστικά στην Ελλάδα. Παρά κάποια καμπανάκια κινδύνου που κάπου κάπου ακούγονταν
ακόμα, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών είχε, για αρκετό χρόνο και για καλό λόγο,
αποφύγει οποιαδήποτε δραματική υλική συνέπεια από μια ελληνική χρεοκοπία.
Αλλά για την ευρωπαϊκή ιδεολογία, την οποία
ασπάζονται όλες οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, επειδή τοσυμβολικό πλήγμα στο ευρωπαϊκό νόμισμα – στην πραγματικότητα,
στην τρέχουσα φορμαλιστική γλώσσα των ημερών, σε αυτό καθαυτό το «ευρωπαϊκό σχέδιο»
– θα ήταν τεράστιο, μια τέτοια εξέλιξη θεωρήθηκε σημαντικό να αποφευχθεί. Εάν ο
ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή που εξελέγη, είχε έτοιμα σχέδια για μια συντεταγμένη χρεοκοπία,
– προετοιμάζοντας έλεγχο κεφαλαίων, εναλλακτικό νόμισμα και άλλα μεταβατικά μέτρα
τα οποία μπορεί να ήταν αναγκαίο να εφαρμοστούν μέσα ένα βράδυ, για
να μην ακολουθήσει διαταραχή – και αν είχε απειλήσει την ΕΕ με αυτά, θα είχε ένα
διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια του.
Εάν επίσης είχε κάνει σαφές ότι, στην περίπτωση
μιας σύγκρουσης, θα μπορούσε να βγάλει την Ελλάδα έξω από το ΝΑΤΟ, ακόμη και το
Βερολίνο θα σκεφτόταν διπλά το τρίτο πακέτο λιτότητας μπροστά στον αμερικάνικο φόβο
για οποιαδήποτε τέτοια πιθανότητα. Αλλά για τους Βολτερικούς αισιόδοξους του ΣΥΡΙΖΑ,
αυτό ήταν φυσικά ακόμη μεγαλύτερο ταμπού από τη σκέψη μιας εξόδου από την Ευρωζώνη. Έτσι, αντιμέτωπες με έναν ικέτη που εναλλάσσεται μεταξύ του παρακαλητού
και της προσβολής, χωρίς καμία κάρτα στα χέρια του, γιατί θα έπρεπε οι συνασπισμένες
ευρωπαϊκές δυνάμεις να κάνουν οποιαδήποτε υπαναχώρηση, γνωρίζοντας εκ των προτέρων
ότι οτιδήποτε αποφάσιζαν θα γινόταν αποδεκτό; Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, φέρθηκαν
απολύτως ορθολογικά.
Μια ανατροπή σε ένα χρονικό κατά τα άλλα τόσο
προβλεπόμενο προέκυψε όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σε απόγνωση, κάλεσε σε δημοψήφισμα για το τρίτο μνημόνιο, και το
ελληνικό εκλογικό σώμα το απέρριψε κατά μεγάλη πλειοψηφία. Εξοπλισμένος με αυτό
το ηχηρό «ΟΧΙ», ο Τσίπρας επέστρεψε από τις Βρυξέλλες έχοντας ψελλίσει ένα πρόστυχο
“ναι” σε ένα τέταρτο και ακόμα σκληρότερο μνημόνιο, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε καμία
εναλλακτική λύση, επειδή οι Έλληνες ήταν προσκολλημένοι στο ευρώ.
Σε αυτή την περίπτωση, γιατί δεν απηύθυνε την
ερώτηση στο λαό στο δημοψήφισμα – θα δεχτείτε τα πάντα προκειμένου να κρατήσετε
το ευρώ? Καλώντας σε ένα αποφασιστικό “όχι”, και λίγο περισσότερο από μια βδομάδα
μετά απαιτώντας ένα υποτακτικό “ναι”, ο ΣΥΡΙΖΑ αποστάτησε με ταχύτητα που δεν έχουμε
ξαναδεί από τότε που οι πολεμικές αποζημιώσειςυποστηρίζονταν από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία το
1914, ακόμα κι αν αυτή τη φορά μια μειοψηφία του κόμματος έσωσε την τιμή του.
Βραχυπρόθεσμα, ο Τσίπρας χωρίς καμία αμφιβολία
θα ανθίσει πάνω στα ερείπια των υποσχέσεών του, όπως – η πιο προφανής ξένη σύγκριση
- ο αρχηγός του Εργατικού Κόμματος Ramsay Macdonald κάποτε έκανε στη Βρετανία, ως επικεφαλής
μιας εθνικής κυβέρνησης που αποτελούνταν από Συντηρητικούς και που επέβαλε λιτότητα
κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, προτού ταφεί στην περιφρόνηση από τους σύγχρονούς του
και τους απογόνους του. Η Ελλάδα είχε επίσης το μερίδιο της σε τέτοιες καταστάσεις
και στο παρελθόν. Λίγοι έχουν ξεχάσει τον Στέφανο Στεφανόπουλο και την Αποστασία
του 1965. Η χώρα, χωρίς αμφιβολία, είναι αντιμέτωπη με άλλη μια τέτοια κατάσταση.
Τι συμβαίνει λοιπόν με την ευρύτερη λογική
της κρίσης? Όπως δείχνουν όλες
οι δημοσκοπήσεις, η προσήλωση στην ΕΕ μειώνεται απότομα κατά τη διάρκεια της τελευταίας
δεκαετίας, παντού και με καλές αιτίες. Τώρα, η ΕΕ αντιμετωπίζεται ευρύτατα ως αυτό
που έχει γίνει: μια ολιγαρχική δομή, γεμάτη διαφθορά, θεμελιωμένη στην άρνηση κάθε
είδους λαϊκής κυριαρχίας, επιβάλλοντας ένα πικρό καθεστώς προνομίων για τους λίγους
και καταπίεσης για τους πολλούς.
Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αντιμετωπίζει κανένα
θανάσιμο κίνδυνο από τα κάτω. Ο
θυμός διογκώνεται στον πληθυσμό. Αλλά ο φόβος εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να υπερτερεί. Σε συνθήκες αυξανόμενης ανασφάλειας, αλλά
όχι ακόμα πλήρους καταστροφής, το πρώτο ένστικτο θα είναι πάντα η προσκόλληση σε
οτιδήποτε υπάρχει, όσο απωθητικό κι αν είναι αυτό, παρά η διακινδύνευση οτιδήποτε
άλλου θα μπορούσε να είναι ριζικά διαφορετικό. Αυτό θα αλλάξει μόνο αν, και
όταν, ο θυμός είναι μεγαλύτερος από τον φόβο. Προς το παρόν, εκείνοι που ζουν βασιζόμενοι
στο φόβο – δηλαδή η πολιτική τάξη, στην οποία τώρα ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του
έχουν προσχωρήσει – είναι ασφαλείς.
"Πηγή:toperiodiko.gr"