Αφορμή για το παρόν άρθρο αποτελεί η δήλωση της Angela Merkel για πιθανές ένοπλες συγκρούσεις στα Βαλκάνια,
η οποία σάστισε την Ευρώπη, μπροστά στον κίνδυνο μιας νέας ωρολογιακής βόμβας
στο νοτιοανατολικό τμήμα της.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης των
Χριστιανοδημοκρατών στοDarmstadt, δήλωσε πως «αν η Γερμανία έκλεινε
τα σύνορά της με την Αυστρία, θα μπορούσε να προκαλέσει ένοπλες συγκρούσεις
στις βαλκανικές χώρες». Ασχέτως του εάν αυτή η τοποθέτηση συνιστά
πραγματική απειλή ή απλώς μια πολιτικής σκοπιμότητας δήλωση, ιδιαίτερης μνείας
χρήζουν οι παθογένειες των Βαλκανίων.
Ένα πρώτο ζήτημα που ταλανίζει ολόκληρη την Ευρώπη και
ακόμα περισσότερο τα Βαλκάνια, είναι το προσφυγικό. Δεδομένης της έλλειψης αποφασιστικότητας από τους
ευρωπαϊκούς θεσμούς αλλά και εκ του γεγονότος ότι οι χώρες που υποδέχονται
πρώτες τους πρόσφυγες βρίσκονται στη νοτιοανατολική Ευρώπη, δημιουργούνται
σοβαροί τριγμοί στις σχέσεις των βαλκανικών κρατών.
Κατ' αρχάς, πριν λίγες
εβδομάδες, η Ουγγαρία έκλεισε τα σύνορά της με τη Σερβία κι έπειτα και με την
Κροατία, σε μια προσπάθεια να ανακόψει τις μεταναστευτικές ροές προς το
εσωτερικό της. Η Κροατία στη συνέχεια, έκλεισε κι εκείνη τα σύνορά με τη
Σερβία για τον ίδιο λόγο. Μάλιστα υπήρξε μια κλιμάκωση στις μεταξύ τους
σχέσεις. Αφού αντάλλαξαν κατηγορίες για το ποιος φέρει την ευθύνη για
τον τρόπο διαχείρισης του προβλήματος, μετέτρεψαν τη διαμάχη τους σε εμπορικό
πόλεμο.
Συγκεκριμένα, αφού η Κροατία απαγόρευσε τη διέλευση φορτηγών, η
Σερβία απάντησε με τον ίδιο τρόπο. Στη συνέχεια, η πρώτη, έκλεισε τα σύνορά της
σε όλα τα οχήματα με σερβικές πινακίδες (φορτηγά και επιβατικά). Τελικά, με την
παρέμβαση του αρμόδιου Ευρωπαίου Επιτρόπου, τα σύνορα άνοιξαν μια μέρα αργότερα
και απεφεύχθησαν τα χειρότερα. Το περιστατικό είναι ενδεικτικό του πόσο
εύθραυστες είναι οι διακρατικές σχέσεις στην περιοχή.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι σχέσεις των κρατών
της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Τουρκίας δεν είναι απαραίτητα κατανοητές
στο ακέραιο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη Δύση εν γένει.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη πρόταση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean Claude
Juncker, να συσταθεί κοινή ακτοφυλακή Ελλάδας και Τουρκίας
στο Αιγαίο, προκαλώντας έτσι αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας. Κατά τη
γνώμη του γράφοντος, υπάρχουν ορισμένα πολιτικά και ιστορικά ευαίσθητα
ζητήματα, τα οποία δε μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτά από τους Ευρωπαίους
και δυτικούς αξιωματούχους. Ανάλογο παράδειγμα είναι η δήλωση της πρώην Υπ. Εξ.
των ΗΠΑ,Madeleine Albright, πριν λίγους μήνες, πως θεωρεί το
ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων «μια από τις πιο τρελές συζητήσεις όλων των
εποχών».
Επιπρόσθετα, μια απειλή για τα Βαλκάνια είναι η εισροή
τζιχαντιστών ή και η μετακίνησή τους από τις περιοχές όπου το μουσουλμανικό
στοιχείο είναι έντονο (π.χ. Βοσνία & Ερζεγοβίνη και Κόσσοβο) στη
Μέση Ανατολή για να συμπαραταχθούν με το ISIS. Η αντιμετώπιση του τρομοκρατικού
δικτύου είναι μια πολύ σημαντική πρόκληση, ιδίως για τη Βοσνία &
Ερζεγοβίνη, τη Σερβία και την Αλβανία. Στην προσπάθεια αυτή, έχουν γίνει αρκετές
συλλήψεις υπόπτων, ιδίως στις παραπάνω περιοχές.
Επιπλέον, τεταμένες σχέσεις μπορούν να παρατηρηθούν
και μέσα από τα διάφορα περιστατικά ξενοφοβικής βίας-χουλιγκανισμού.
Για παράδειγμα, το κλίμα ήταν εκρηκτικό και στους δύο ποδοσφαιρικούς αγώνες
μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας, που έλαβαν χώρα εντός του 2015. Ειδικότερα
στον πρώτο, ο οποίος έλαβε χώρα στο Βελιγράδι, εισήλθε στον αγωνιστικό χώρο
τηλεκατευθυνόμενο ελικόπτερο με κρεμασμένη τη σημαία της Μεγάλης Αλβανίας.
Υπεύθυνος για τον χειρισμό του drone φερόταν να είναι ο
αδερφός του νυν πρωθυπουργού της Αλβανίας, Rama. Με αφορμή αυτό το
περιστατικό, προκλήθηκε διπλωματικό επεισόδιο, ενώ υπήρξαν συμπλοκές μεταξύ
Σέρβων και Αλβανών. Με την παρέμβαση ΗΠΑ, Ρωσίας και ΕΕ, η κατάσταση
αποκλιμακώθηκε.
Ανάλογο περιστατικό συνέβη και στην Ελλάδα, όταν συναντήθηκαν οπαδοί
κροατικής ομάδας με οπαδούς σερβικής στο Ελ. Βενιζέλος και υπήρξαν
τραυματισμοί. Τέτοια περιστατικά αποδεικνύουν το πόσο νωπές είναι οι μνήμες των
πολέμων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο συνδετικός κρίκος του
αλβανικού επεκτατισμού, αλλά και των εθνικιστικών παθών μεταξύ Σερβίας και
Αλβανίας είναι το Κόσσοβο. Σταδιακά, δίνονται ολοένα και περισσότερες
αρμοδιότητες/εξουσίες στην τοπική διοίκηση της αυτόνομης περιοχής, ενώ έχει
οργανωθεί τοπική αστυνομία, υποτυπώδεις δομές στρατού με τη στήριξη της KFOR,
καθώς και σημεία πρόσβασης εν είδει συνόρων. Από την πλευρά της, η
Σερβία έχει αποδεχθεί την υφιστάμενη κατάσταση, αρνούμενη όμως να αναγνωρίσει
το Κόσσοβο ως ανεξάρτητο κράτος. Αυτή εξάλλου είναι και η κυρίαρχη γνώμη
των Σέρβων. Μάλιστα, στο ερώτημα αν θα προτιμούσαν την ένταξη της χώρας τους
στην ΕΕ με αντάλλαγμα την εκχώρηση του Κοσσόβου ή την διατήρηση του status
quo, η συντριπτική πλειοψηφία προτιμάει το δεύτερο.
Κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, η
νοτιοανατολική Ευρώπη υπέστη έντονες μεταβολές. Η πρόοδος στην οικονομική ανάπτυξη, τους
δημοκρατικούς θεσμούς, την περιφερειακή συνεργασία και την ένταξη στις διεθνείς
οικονομικές και χρηματοπιστωτικές αγορές είναι κάτι ανεπανάληπτο για τη νεότερη
ιστορία της περιοχής. Ωστόσο, το 2009 απεδείχθη δύσκολη χρονιά για όλες
τις βαλκανικές χώρες. Η οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε να επηρεάζει τις
δυτικές αγορές στο δεύτερο μισό του 2007, χρειάστηκε λίγο διάστημα για να γίνει
αισθητή και στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Στα τέλη του 2008, ήταν ξεκάθαρο
πως η περιοχή δε θα έμενε ανεπηρέαστη. Τα ελλείμματα των χωρών διογκώθηκαν,
ενω ο ρυθμός ανάπτυξης (εφόσον ήταν θετικός), άρχισε να μειώνεται, φτάνοντας
και σε αρνητικά επίπεδα.
Μέσα από τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας (Global
Competitiveness Index), παρατηρείται πως οι παράγοντες που εμποδίζουν τη
βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των βαλκανικών οικονομιών είναι οι χρόνιες
παθογένειες που αντιμετωπίζουν αυτά τα κράτη. Μεταξύ αυτών, οι σημαντικότεροι
είναι: η διαφθορά, η αναποτελεσματική γραφειοκρατία, η δυσκολία
πρόσβασης σε χρηματοδότηση, η έλλειψη υποδομών, η εγκληματικότητα, ο
πληθωρισμός, η πολιτική αστάθεια και οι φορολογικές πολιτικές. Φυσικά, όλα
τα παραπάνω προβλήματα απλώς διογκώθηκαν με το ξέσπασμα της κρίσης. Είναι
χρόνια ζητήματα, από την εποχή της κατάρρευσης του κομμουνισμού. Ωστόσο, ποτέ
δεν κατάφεραν να ξεπερασθούν και πλέον, στη διάρκεια της κρίσης, γίνονται πολύ
πιο ορατά.
Τα παραπάνω προβλήματα είναι άμεσα συνυφασμένα με την
ενταξιακή πορεία των κρατών της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η αντιμετώπιση των προαναφερθεισών παθογενειών, θα
φέρουν τις χώρες πολύ πιο κοντά στον στόχο της ένταξής τους στο ευρωπαϊκό
οικοδόμημα. Όμως, εγείρεται το ερώτημα του κατά πόσον υπάρχει η
δυνατότητα και κυρίως η βούληση για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Δεν
είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα και οι ηγετικές
φυσιογνωμίες των χωρών αποτελούν μέρος του προβλήματος.
Λαμβάνοντας υπόψη όλο το παραπάνω ψηφιδωτό και τη συνθετότητα των ζητημάτων
που υπάρχουν στη Βαλκανική Χερσόνησο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η
«μπαρουταποθήκη» της Ευρώπης, βρίσκεται σε ένταση και σε μια ιστορικά ρευστή
κατάσταση. Μικρές εστίες εντάσεων είναι σταθερά παρούσες. Για αυτό,
χρειάζονται ουσιώδεις προσπάθειες, ρεαλιστικές προτάσεις και υποχωρήσεις από
όλες τις χώρες ώστε να περιοριστούν τα προβλήματα.
Σε αυτή την κατεύθυνση βρίσκονται οι δηλώσεις του
Σέρβου πρωθυπουργού ότι «έχουμε χορτάσει πολέμους σε αυτόν τον τόπο» και
του Κροάτη ομολόγου του πως «αν η κ. Μέρκελ κλείσει τα σύνορα δε θα γίνει
καμία πολεμική σύρραξη». Παρά τη δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία
έχει περιέλθει η Ελλάδα, παραμένει πυλώνας σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Τέλος, ερμηνεύοντας τις δηλώσεις της κ. Μέρκελ, διαφαίνεται ότι
απευθύνονταν περισσότερο στο εσωτερικό της Γερμανίας. Ο κύριος στόχος της είναι
η συσπείρωση της κυβερνητικής συμμαχίας και γενικότερα η νομιμοποίηση της
μεταναστευτικής πολιτικής που η χώρα της εφαρμόζει.