Είναι γκέτο τα Εξάρχεια; Αποτελούν άβατo και «χάσμα στην αστική
συνέχεια»;
Μήπως
η αισθητική τους αποκρυσταλλώνει «μια βαθύτατη, χρόνια και νοσηρή
παθογένεια, με ρίζες στην κοινωνική αποδιοργάνωση, την οικονομική υπανάπτυξη
και την πνευματική καθυστέρηση»; Μπορεί κάποιος να ζήσει σήμερα σ’ αυτά;
Συγκαταλέγονται στις επικίνδυνες περιοχές της πρωτεύουσας, την οποία αποφεύγουν
οι σώφρονες συμπολίτες μας;
Ερωτήματα που βρέθηκαν ξαφνικά στο τραπέζι μιας νέας δημόσιας
αντιπαράθεσης, με ιδεολογικά συχνά στοιχεία στο φόντο, μετά το άρθρο του
δημοσιογράφου Νίκου
Βατόπουλου στην
εφημερίδα Καθημερινή (Η ατμόσφαιρα των γκέτο
απλώνεται στην Αθήνα, 7/11/15).
Εξάρχεια, λοιπόν. Στην περιοχή που έχουν έδρα οι
περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι της χώρας, τα νεολεϊστικα κινήματα, ο
αντεξουσιαστικός χώρος και διατηρούν ζώνες επιρροής έμποροι ναρκωτικών,
αποφάσισε πρόσφατα να έχει τη βάση της η Documenta. Πώς συντίθενται και
συνυπάρχουν στον ίδιο ακριβώς τόπο όλα αυτά τα αντιθετικά «συστατικά»; Ποιο
επικρατεί έναντι των υπολοίπων;
Για την απάντηση απευθυνθήκαμε σε όσους συμμετείχαν
από την πρώτη στιγμή με δημοσιεύματα ή αναρτήσεις στο διάλογο που πυροδότησε ο
Νίκος Βατόπουλος, στους ίδιους τους κατοίκους των Εξαρχείων, καλλιτέχνες,
μεταφραστές κι αρχιτέκτονες, σε μόνιμες μονάδες της περιοχής, αλλά και
δημοτικούς σύμβουλους και δημοσιογράφους με ρεπορτάζ στην περιοχή.
«Αντικείμενο μεγάλης συζήτησης», χαρακτηρίζει η Τόνια
Κατερίνη, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Αρχιτεκτόνων και κάτοικος
Εξαρχείων, τη σημερινή ταυτότητα της περιοχής: «Τα Εξάρχεια είναι μια γειτονιά
που έχει έναν χαρακτήρα, άρα μπορούμε να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό
απευθύνεται σε ένα ορισμένο κοινό. Φυσικά, το κομμάτι γύρω από την
πλατεία είναι γκέτο», παραδέχεται η συνομιλήτριά μας. «Αντιμετωπίζει προβλήματα
προσβασιμότητας. Η γκετοποίηση γίνεται συνειδητά μέσα από μια αύξηση της
παραβατικής συμπεριφοράς συγκεκριμένων ομάδων που χαίρουν μιας ασυλίας στο
κέντρο των Εξαρχείων.»
Με την άποψη του γκέτο διαφωνεί κάθετα ο
κινηματογραφιστής Αγγελος Φραντζής, που μένει ακριβώς επάνω στην
πλατεία Εξαρχείων: «’Oταν έχεις μια πλατεία στην οποία μπορούν και
συνυπάρχουν αναρχικοί, χίπστερ, παππούδες, γιαγιάδες και παιδιά τότε μιλάς για
το ακριβώς αντίθετο του γκέτο», υποστηρίζει.
Σε ό,τι αφορά την αισθητική του δημόσιου χώρου της
ευρύτερης περιοχής, ο Φραντζής επιμένει ότι είναι “η πιο ζωντανή της
Αθήνας. Η πολιτικοποίηση με τις αφίσες και τα γκράφιτι μόνο σε ένα ενεργό
και ζωντανό κομμάτι μιας πόλης απαντάται. Είναι εντελώς λάθος να μιλάμε για
γκέτο”.
Ο κινηματογραφιστής Βασίλης Μαζωμένος,
κάτοικος Εξαρχείων εδώ και 12 χρόνια, πιστεύει ότι «η κατάσταση
πλέον βρίσκεται στο απροχώρητο.» Και εξηγεί: «Άλλο πράγμα είναι η χαρά της
γειτονιάς, που είναι μέσα στα κινήματα της νεολαίας, και άλλο πράγμα είναι η
παρακμή στην οποία έχει βυθιστεί σήμερα η περιοχή». Τι εννοεί ακριβώς; «Η
περιοχή βίωνει την αντίφαση της εποχής. Από τη μια η νεολαία, οι καλλιτέχνες,
το αστικό παρελθόν, η γειτονιά, και από την άλλη το εθιμικό δίκαιο ομάδων και
ατόμων που εκμεταλλεύονται την περιοχή, πολλές φορές φτάνοντας σε συμπεριφορές
που δεν έχουν σχέση με αυτό που επικαλούνται. Πώς μπορεί να δικαιολογήσει
κανείς τη μετατροπή της αντίδρασης σε εξουσιαστικές δομές, σε ανέξοδη βία, την
ελευθεριότητα σε κατάχρηση, την ανοχή σε καπέλωμα;», ρωτά. «Μάλλον υπάρχει σύγχυση,
σημάδι της γενικότερης σύγχυσης εκεί που ο καθένας αυτοπροσδιορίζεται ως
κάτι και στη συνέχεια δρα για να το επιβεβαιώσει». Το αισθητικό σκέλος; «Είναι
απλά η βιτρίνα», απαντά. «Το περιεχόμενο προϋποθέτει βίωμα. Αλλά πολλοί μιλούν
και λίγοι ξέρουν».
Ο Μαζωμένος θίγει επίσης το ζήτημα στην καθαριότητα,
κάτι που επαναλαμβάνει και η εικαστικός Ελένη Κοτσώνη, κάτοικος Εξαρχείων
περισσότερο από μια δεκαετία. Παρόλο που νιώθει «απολύτως ασφαλής» στην περιοχή
και δεν θα την άλλαζε «με τίποτα», το «κρίμα , το πολύ μεγάλο κρίμα, προσθέτει,
είναι που κατουράνε σε κάθε της γωνιά. Η περιοχή έχει πολύ μεγάλη βρώμα. Κι ο
δήμος δεν κάνει τίποτα». Υπάρχει ένα αντίβαρο που την αποζημιώνει για αυτό:
«Διατρέχοντας τους δρόμους της περιοχής είναι σαν να έχεις διαβάσει ένα άρθρο,
ένα κείμενο σκέψης», υποστηρίζει. «Ειδικά τα γκράφιτι και οι αφίσες με
πείθουν ότι τα Εξάρχεια είναι η σημερινή Αρχαία Αγορά. Το χάος που
επικρατεί είναι γεμάτο μηνύματα. Τα Εξάρχεια είναι μια πολύ οργανική περιοχή
που αλλάζει μένοντας πιστή στον εαυτό της.»
«’Oταν έχεις μια πλατεία στην οποία μπορούν και
συνυπάρχουν αναρχικοί, χίπστερ, παππούδες, γιαγιάδες και παιδιά τότε μιλάς για
το ακριβώς αντίθετο του γκέτο»– Άγγελος Φρατζής, Κινηματογραφιστής
Γενικευμένη η γκρίνια που εισπράξαμε για την
καθαριότητα των Εξαρχείων. Και έχει τεράστιο ενδιαφέρον ότι ακόμη και ο
Αντιδήμαρχος Διαχείρισης Απορριμάτων (από το 2011)Ανδρέας Βαρελάς στην
προσωπική σελίδα του στο facebook, με αφορμή το άρθρο του Βατόπουλου,
βγήκε στη σέντρα, περιγράφοντας σκηνές εμπόλεμης ζώνης που περεμποδίζουν το
έργο του δήμου: «(…) άρχισαν οι κινητοποιήσεις για το μνημόνιο, με
αποτέλεσμα σε σχεδόν καθημερινή βάση κυρίως τον Ιούνιο να έχουμε κάψιμο κάδων,
απομάκρυνση τους από την πλατεία και τους γύρω δρόμους, ξανά τοποθέτηση τους,
ξανά απομάκρυνση τους,ενώ σε καθημερινή πλέον βάση οι οδοκαθαριστές της
περιοχής ζούσαν δύσκολες ώρες (σπάσιμο στις σκούπες και τα φαράσια τους,
προπηλακισμούς, κ.λπ).Για να αισθάνονται δε πιο ασφαλείς άλλαξαν το ωράριο
καθαρισμού της πλατείας από 06.30 σε 05.00 ώστε να καθαρίζουν και να φεύγουν
από την πλατεία πριν καλά- καλά ξημερώσει.»
Στα επεισόδια στο τέλος Ιουνίου (28 και 29) τα
πράγματα, προσθέτει, «έγιναν χειρότερα από ποτέ, το κοντέινερ που υπήρχε στην
Καλλιδρομίου πυρπολήθηκε ενώ όλη η περιοχή επί τρεις ημέρες περίπου ήταν ένας
πολύ μεγάλος χώρος επεισοδίων,πυρπόλησης κάδων,αυτοκινήτων,βιτρίνες
κατεστραμμένες σε δεκάδες καταστήματα της περιοχής,ενώ από την απίστευτη χρήση
χημικών υπήρξαν μέχρι και λιποθυμίες εργαζομένων που προσπαθούσαν να
αποκαταστήσουν την περιοχή.»
Στο επόμενο διάστημα η προσπάθεια συνεργασίας με τα
μαγαζιά της Βαλτετσίου και της Εμμανουήλ Μπενάκη για τη διαχείριση των
απορριμμάτων των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος στην περιοχή «δεν
περπάτησε», κυρίως λόγω μη συμφωνίας μεταξύ των καταστημάτων. Υπάρχει και
συνέχεια: τον Οκτώβριο στις πανελλαδικές απεργίες των εργαζομένων στην
καθαριότητα (22 ημέρες)
τα Εξάρχεια, όπως σημειώνει ο Βαρελάς, «για τους
ιδιαίτερους λόγους της περιοχής, με το προσωπικό ασφαλείας που είχαμε, τα
καθαρίζαμε σχεδόν καθημερινώς.
Ένα βράδυ όμως όχημα που απόσυρε κάδους δέχτηκε
επίθεση με αποτέλεσμα ο οδηγός να μεταφερθεί με τραυματισμό σε νοσοκομείο και
το όχημα με μολότοφ να καεί ολοσχερώς,τις επόμενες ημέρες και μέχρι την λήξη
της απεργίας κανείς εργαζόμενος δεν ήθελε να πλησιάσει στην περιοχή.» Η απόπειρα «να καθαρίσουμε εμείς το “πάρκο”
(της Ναυαρίνου) καταλήγει σε φιάσκο και απειλές για τσαμπουκάδες με τους
διαχειριστές του.»
Απειλές υποστηρίζει ότι δέχτηκε και ο δημοσιογράφος Κώστας
Ονισένκο, που πραγματοποίησε αρκετά ρεπορτάζ στην περιοχή για την
εφημερίδα Καθημερινή και σήμερα αποφεύγει να τη διέλθει.«Έχω
φίλους που ζουν στα Εξάρχεια και άλλους που πηγαίνουν καθημερινά εκεί με τις
παρέες τους. Παλιά πήγαινα και εγώ συνέχεια, τώρα το αποφεύγω. Μαζευόταν εκεί
κόσμος με τον οποίον μπορούσες να μιλήσεις, ακόμα και αν διαφωνούσες τελείως».
Ξεκινώντας τα ρεπορτάζ για την περιοχή, υπήρξε στιγμή που έμεινε σ αυτή
«τέσσερα μερόνυχτα συνεχόμενα, γνώρισα κατοίκους, μαγαζάτορες, άσχετους και
μερικούς ανθρώπους των Γραμμάτων. Άκουσα από αρκετούς άσχημα πράγματα, για
ξυλοδαρμούς ατόμων που έδειχναν “φασίστες”, επειδή είχαν μια ελληνική σημαία
στο μηχανάκι, για νταβατζιλίκια σε μαγαζιά, για κακοποιούς του κοινού ποινικού
δικαίου που εμφανίζονταν ως “αναρχικοί”. Άκουσα ακόμα και για πεσίματα σε
ομοφυλόφιλους. Μερικά από αυτά τα έγραψα, όχι όλα μαύρα, έγραψα τα καλά έγραψα
και τα άσχημα». Το αποτέλεσμα; «Δέχτηκα υβριστικά τηλεφωνήματα στην εφημερίδα.
Μια φίλη μου είπε ότι με ψάχνει η “τάδε” κατάληψη για να με δείρει και μια
“γνωστή” Εξαρχιώτισσα με πλησίασε σε μαγαζί που έτρωγα και μου είπε στην ψύχρα:
“Δε με νοιάζει αν έχεις δίκιο, απλά μην ασχολείσαι με τα Εξάρχεια”». Ο Ονισένκο
βρήκε, προσθέτει, πολλά δημοσιεύματα στο indymedia που έγραφαν «πολύ χειρότερα
πράγματα για την κατάσταση στα Εξάρχεια απ’ ότι έγραψα εγώ. Αυτοί όμως τα
έγραφαν κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία τους, ενώ εγώ όχι. Ακολούθησα λοιπόν τη
“συμβουλή” που μου δόθηκε και απλώς δεν ασχολούμαι πια με την περιοχή.»
Polaroid από το Decadance.
«Πολύ πιο “ελαφριά” κι ανέμελη απ’ όσο φαίνεται και
λιγότερο “σκιαχτική” απ’ όσο μοιάζει εξαιτίας των duckface των απανταχού
αναρχικοφανών», χαρακτηρίζει τα Εξάρχεια ένας ακόμη κάτοικός τους, ο
δημοσιογράφος Γιάννης Κωνσταντινίδης. Εκφράζει ωστόσο
επιφυλάξεις για την κρίση του. Φίλος, ο οποίος κατοικεί πολύ κοντά του,
διατείνεται ότι «ζούμε στο Χαλάνδρι των Εξαρχείων» και, ως εκ τούτου, προσθέτει
ο Κωνσταντινίδης «μάλλον δεν θα έπρεπε να γενικεύουμε την εμπειρία μας, καθότι
δεν ξέρουμε πώς είναι η καθημερινότητα εκείνων που μένουν στην περιοχή
των πεζοδρόμων, οι οποίοι ονομάζονται πλέον ο καθένας τους οδός Αλέξανδρου
Γρηγορόπουλου.»
«Τι είναι όμως τα Εξάρχεια;», μας ρωτά. «Μήπως το όπιο
του επαναστάτη; Μήπως ένας παράδεισος ανάπαυσης (και φτηνής κατανάλωσης) της
ανήσυχης ψυχής, ο οποίος παράδεισος διαθέτει και ειδικό
παράρτημα-παιδότοπο για αρειμάνιες εφηβικές ηλικίες που ξεδίνουν τα
σαββατόβραδα, πολύ φθηνότερα απ’ όσο θα τους κόστιζε -ας πούμε- ένα συμβατικό
λούνα παρκ; Ίσως κι αυτό να είναι μια υπερβολικά υπεραπλουστευτική άποψη.»
«Τα Εξάρχεια δεν είναι πάντως γκέτο», καταλήγει.
«Είναι μια “πασαρέλα αντισυμβατικότητας για αποκλειστικά συμβατικούς τρόπους
έκφρασής της. Συμβατικά, λοιπόν, αυτό πολλοί το ονομάζουν “γκέτο”, ενώ δεν
είναι. Πρόκειται απλά για τον χαρακτήρα μιας περιοχής, ο οποίος συμπληρώνεται
και ολοκληρώνεται από μια παράδοξη (αλλά -απ’ ό,τι φαίνεται- πολύ προσοδοφόρα)
οικονομία”,ψευδοαναρχοαριστεριζοντος λαϊκο υποκαπιταλισμού” -έτσι συγκολημμένα
όλα σε μια λέξη, όπως τα βλέπει κάποιος ζωντανά στην περιοχή.»
«Τα Εξάρχεια δεν είναι πάντως γκέτο. Είναι μια
“πασαρέλα αντισυμβατικότητας για αποκλειστικά συμβατικούς τρόπους έκφρασής της»
– Γιάννης Κωνσταντινίδης, δημοσιογράφος
Έχει ενδιαφέρον η άποψη ενός Μιλανέζου και, από το
2003, κατοίκου είτε των hardcore Εξαρχείων, είτε της ευρύτερης περιοχής. «Ήμουν
φοιτητής Ελληνικής Φιλολογίας όταν πρωτογνώρισα την γειτονιά, κάπου στα μέσα
της δεκαετίας του ’90, και αμέσως αγάπησα την αύρα ελευθεριότητας,τα μπαράκια,
τα εστιατόρια, τα ρεμπετάδικα και μια κάποια “αλητεία” που δεν αφήνει
ασυγκίνητο σχεδόν κανένα εικοσάχρονο στην πρώτη του επαφή με τη ζωή», λέει ο
μεταφραστής Μαουρίτσιο Ντε Ρόζα. Έκτοτε η σχέση του με την περιοχή γνώρισε, παραδέχεται,
αρκετές διακυμάνσεις: «Από το σφοδρό έρωτα των πρώτων χρόνων μέχρι τη σημερινή,
ώριμη αγάπη της πρώιμης μέσης ηλικίας, έχω βιώσει όλες τις αποχρώσεις της
συγκίνησης, του άγχους, της θλίψης και της αβεβαιότητας, κυρίως σε στιγμές
δύσκολες για τη γειτονιά (που δεν ήταν και λίγες τα τελευταία χρόνια). Παρ’ όλα
αυτά, τα Εξάρχεια δεν τα έχω εγκαταλείψει. Κάπου εκεί γύρω εξακολουθώ να ζω.
Άλλωστε εδώ χτυπάει η πνευματική καρδιά της Αθήνας. Εδώ στεγάζονται οι
περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι, εδώ έμεναν και εξακολουθούν να μένουν σημαίνοντα
πρόσωπα της ελληνικής διανόησης, και αυτό αποτυπώνεται στα καφέ, στα μαγαζιά,
στα εστιατόρια και στα βιβλιοπωλεία, που όλα τους ξεχωρίζουν για τη χαλαρή
ατμόσφαιρα και την φιλικότητα των ανθρώπων.» Τα Εξάρχεια κουβαλούν και
ένα μύθο, προσθέτει: «Όποιος δεν τα γνωρίζει καλά, τα θεωρεί άβατον, ούτε λίγο
ούτε πολύ, μια περιοχή από την οποία οι καθωσπρέπει άνθρωποι καλά θα κάνουν να
μένουν μακριά, ένα άντρο ακολασίας». Αυτό το θεωρεί ταυτόχρονα «κατάρα και
ευλογία»: «Κατάρα γιατί η άγνοια ευνοεί τις προκαταλήψεις, ευλογία γιατί χάρη
στη σχετική απομόνωση, τα Εξάρχεια παραμένουν σχεδόν στην αποκλειστική διάθεση
των πολύ φιλόξενων και υπομονετικών κατοίκων τους. Φυσικά, δεν είναι όλα
μέλι-γάλα στην περιοχή. Τα προβλήματά της όλοι τα γνωρίζουμε και μακάρι να
λυθούν κάποια στιγμή, για να γίνουν τα Εξάρχεια ακόμα πιο φιλικά, ασφαλή και
ανοιχτά στη διαφορετικότητα – με αυτή την έννοια είναι γόνιμο να ακούμε τη
γνώμη όσων βλέπουν τα Εξάρχεια με μια πιο ψυχρή, απόμακρη ματιά. Εντούτοις δεν
θα ήθελα αυτή η γειτονιά να αλλάξει τα βασικά συστατικά της και να υποστεί
κάποιου είδους gentrification. Ο ξεχωριστός αέρας των Εξαρχείων αποτελεί πλούτο
για την Αθήνα και κάνει την πρωτεύουσα πιο κοσμοπολίτικη και ελκυστική
-παρεμπιπτόντως όλο και περισσότεροι ξένοι τουρίστες τα επισκέπτονται-, μια
πραγματική μητρόπολη με χίλια πρόσωπα, όχι πάντα βολικά και καθησυχαστικά.»
«Στα Εξάρχεια χτυπάει η πνευματική καρδιά της Αθήνας.
Εδώ στεγάζονται οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι, εδώ έμεναν και εξακολουθούν να
μένουν σημαίνοντα πρόσωπα της ελληνικής διανόησης, και αυτό αποτυπώνεται στα
καφέ, στα μαγαζιά, στα εστιατόρια και στα βιβλιοπωλεία, που όλα τους ξεχωρίζουν
για τη χαλαρή ατμόσφαιρα και την φιλικότητα των ανθρώπων.»- Μαουρίτσιο Ντε
Ρόζα, μεταφραστής
Ο σκηνοθέτης, εικαστικός και κάτοικος Εξαρχείων Βασίλης
Νούλας θεωρεί ότι η περιοχή μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με τη λέξη
«νησί. Έχει μια δική της ζωή και τον δικό της χαρακτήρα. Για μένα, τα Εξάρχεια
διασώζουν τη ζωή και τη χαρά που λείπουν απ΄την πόλη. Είναι μια χαρούμενη και
ζωντανή ζώνη. Αλλες περιοχές είναι τα γκέτο.»
«Η έννοια του γκέτο έχει διαστάσεις αποκλεισμού»,
επισημαίνει ο εικαστικός και κάτοικος της περιοχής Κώστας Τζημούλης.
«Τα Εξάρχεια δεν είναι όμως αποκλεισμένα. Είναι μια νησίδα διαφορετική μέσα στο
αθηναϊκό κέντρο, κάτι που όμως μπορείς να πεις και για τα Πετράλωνα. Απλά τα
Εξάρχεια έχουν γίνει trendy τελευταία με την Biennale και την Documenta, και
όλη αυτή την άνθιση».
Τοίχος στα Εξάρχεια.
Η φωτογράφος Ιωάννα Χρονοπούλου γελάει
με τη λέξη γκέτο. «Μα ποιος τα λέει αυτά; Τα Εξάρχεια είναι η πιο ζωντανή
περιοχή της Αθήνας», θεωρεί. Για να μας πείσει επαναλαμβάνει ότι μεγάλωσε στα
Βόρεια Προάστια και «μόλις απέκτησα οικονομική ανεξαρτησία επέλεξα να ζήσω στο
κέντρο και ειδικότερα εδώ». Δεν έχει φοβηθεί ποτέ; «Οχι. Δεν έχω
αισθανθεί την παραμικρή ανασφάλεια. Επίσης δεν έχω αισθανθεί ότι ανήκω σε
συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα λόγω της περιοχής που επέλεξα να κατοικώ. Είναι
μια περιοχή που πραγματικά έχει τα πάντα: από τους κοστουμάτους μέχρι τους
φοιτητές».
«Τεχνικά δεν συνιστούν γκέτο. Δεν είναι εξάλλου χώρος
αποκλεισμένων ή πραγματικά περιθωριοποιημένων μειονοτήτων (όπως σε άλλες χώρες
της Δύσης). Υποφέρουν όμως από έναν διάχυτο μηδενισμό και τις βίαιες
τελετουργίες επιβεβαίωσής του: από τη μετατροπή της αντιεξουσίας σε
καταπιεστικό «φρόνημα» που θέλει να επιβληθεί στην ουσία σε ένα κομμάτι της
πόλης».- Νικόλας Σεβαστάκης, συγγραφέας, πανεπιστημιακός.
Ο συγγραφέας και καθηγητής στο ΑΠΘ Νικόλας
Σεβαστάκης, κάτοικος Θεσσαλονίκης πλέον, όποτε κατηφορίζει στην πρωτεύουσα
«για λόγους πρακτικούς» μένει Εξάρχεια. Εδώ και χρόνια όμως
διακρίνει «τις αλλαγές στο χώρο και κυρίως στην ατμόσφαιρα της περιοχής.» Τι
εννοεί; «Έχει κερδίσει δυστυχώς έδαφος ο βανδαλισμός και έχουν πολλαπλασιαστεί
οι χειρονομίες καταστροφής και αποσύνθεσης. Τίποτα πια δεν αφήνεται στην ησυχία
του από μια βάναυση επιθετικότητα που δεν έχει σχέση ούτε με αισθητική
δημιουργικότητα ούτε με αυθεντική πολιτική πρόκληση. «Τα Εξάρχεια βέβαια δεν
είναι ανατολικό Λος Άντζελες, ούτε προάστιο του Παρισιού», σχολιάζει. «Τεχνικά
δεν συνιστούν γκέτο. Δεν είναι εξάλλου χώρος αποκλεισμένων ή πραγματικά
περιθωριοποιημένων μειονοτήτων (όπως σε άλλες χώρες της Δύσης). Υποφέρουν όμως
από έναν διάχυτο μηδενισμό και τις βίαιες τελετουργίες επιβεβαίωσής του: από τη
μετατροπή της αντιεξουσίας σε καταπιεστικό «φρόνημα» που θέλει να επιβληθεί
στην ουσία σε ένα κομμάτι της πόλης.»
H μια…
… Και η άλλη όψη.
Ο ανεξάρτητος επιμελητής και συγγραφέας Θεόφιλος
Τραμπούλης, ένα από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστεί από το πρώτο λεπτό με
παρεμβάσεις του στη δημόσια αντιπαράθεση που «άναψε», αναρωτιέται: «Tι
εννοούμε άβατο; Και ποιος είναι αυτός που δεν μπορεί να διαβεί από τα Εξάρχεια;
Εάν εννοούμε πως η συνοικία έχει παραβατικότητα, πράγματι έχει, όση συνδέεται
με τη νυχτερινή ζωή της. Αυτό σημαίνει μπαρ, εστιατόρια, χώρους συναυλιών και
θεάτρου, από όλα αυτά που είναι γεμάτη η περιοχή, άρα ως προς αυτό δεν υπάρχει
κανένα άβατο. Το αντίθετο δηλαδή του γκέτο: το γκέτο είναι χώρος αποκλεισμού,
εδώ είναι χώρος, ένας από τους πολλούς, της δημοφιλούς διασκέδασης. Εάν
εννοούμε πάλι έλλειψη ευταξίας και καθαριότητας, πράγματι (και εδώ ξεχνώ πως ο
Δήμος συχνά υπολειτουργεί στην περιοχή περισσότερο από ό,τι υπολειτουργεί σε
άλλες συνοικίες), στα Εξάρχεια συναντάς πολλές συμπεριφορές από αυτές που θα
έκαναν έναν αυστηρό και κάπως απομονωμένο στην κωμόπολή του γυμνασιάρχη να
κοκκινίσει από τον θυμό του.»
Οι πόλεις όμως δεν είναι ποτέ μια ενιαία
πολεοδομική και κοινωνική δομή, προσθέτει. «Περικλείουν κάθε είδους
συμπεριφορές και φιλοξενούν κάθε είδους σχέσεις. Κάθε μεγάλη μητρόπολη έχει
γειτονιές σαν τα Εξάρχεια που συνδυάζουν πολλή διασκέδαση, αρκετή κουλτούρα και
ελαφρά παραβατικότητα. Είναι μάλλον ένας προορισμός των πολιτιστικών
ταξιδιωτών, παρά ένα άβατο. Δεν είναι τυχαίο κιόλας που η Documenta άνοιξε τα
ελληνικά γραφεία της στα Εξάρχεια. Νομίζω λοιπόν ότι η φιλολογία περί άβατου,
και μάλιστα με αυτόν τον θρησκευτικό όρο, δηλώνει κυρίως πως τα Εξάρχεια, μια
συγκεκριμένη γειτονιά που εκτός από τη λαϊκή της και τα καταστήματά της, έχει
και τις δικές της, πολυπληθείς πρωτοβουλίες κατοίκων, κατά κύριο λόγο,
διαπνέονται, εδώ και σαράντα τουλάχιστον χρόνια, από συγκεκριμένες πολιτικές
σχέσεις, επιτρέπουν τον πολιτικό διάλογο με συγκεκριμένους όρους».
Αναμφίβολα, είναι δυσάρεστο, παρατηρεί ο Τραμπούλης,
που «ο Άδωνις Γεωργιάδης και πολλοί ακόμη δεν μπορούν να πιούν τον καφέ τους
στην περιοχή. Αλλά οι πόλεις το έχουν αυτό. Δεν είναι ομοιόμορφες, έχουν τη
δική τους ιδεολογική και αισθητική κατανομή. Θα μπορούσε η Μαρί Λεπέν να πιει
τον καφέ της στη Ρεπουμπλίκ; Ένας ακροδεξιός Γερμανός στο Κρόιτσμπεργκ;» Το
μόνον που δεν ισχύει στην περιοχή,επισημαίνει, είναι το άβατο της αστυνομίας.
«Από τότε που ήμουν παιδί θυμάμαι πως οι μισοί ένοικοι της πλατείας ήταν
ασφαλίτες.»
H φιλολογία περί άβατου, και μάλιστα με αυτόν τον
θρησκευτικό όρο, δηλώνει κυρίως πως τα Εξάρχεια, μια συγκεκριμένη γειτονιά που
εκτός από τη λαϊκή της και τα καταστήματά της, έχει και τις δικές της,
πολυπληθείς πρωτοβουλίες κατοίκων, κατά κύριο λόγο, διαπνέονται, εδώ και
σαράντα τουλάχιστον χρόνια, από συγκεκριμένες πολιτικές σχέσεις, επιτρέπουν τον
πολιτικό διάλογο με συγκεκριμένους όρους.-Θεόφιλος Τραμπούλης, επιμελητής,
συγγραφέας.
Ο ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας Γιώργος
Ικαρος Μπαμπασάκης, ισόβιος θαμώνας των μπαρ και των καφενείων της
περιοχής, αντιδρά στο χαρακτηρισμό «γκέτο»: «Τα Εξάρχεια είναι, όπως η
Κυψέλη, φωλιά και φυτώριο πολιτισμού. Καλλιτέχνες, στοχαστές, λαμπρές
προσωπικότητες έζησαν και έδρασαν στα Εξάρχεια. Εκδοτικοί οίκοι ολκής
(Ινδικτος, Αγρα, Στιγμή, Υψιλον, Opera, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Gutenberg και τόσοι άλλοι) τιμούν την τιμή που τους κάνουν τα Εξάρχεια να τους
φιλοξενούν. Κινηματογράφοι και θέατρα κοσμούν τα Εξάρχεια. Στέκια θρυλικά
ανθούν στα Εξάρχεια. Τα Εξάρχεια, όχι, δεν είναι γκέτο. Τα Εξάρχεια είναι
κέντρο ζύμωσης και διάδοσης πολύτιμων ιδεών.»
Ακόμη ένας «μονιμάς» που, μετά από ένα διάλειμμα
επέστρεψε στην περιοχή, ο συγγραφέαςΧρήστος Αγγελάκος αναφωνεί
ειρωνικά: «Aναμφίβολα γκέτο τα Εξάρχεια! Αδιαμφισβήτητο! Τότε που δίδασκαν ο
Μπελεζίνης και ο Λαοκράτης στην «Παιδεία» ήταν γκέτο. Τότε που οι δρόμοι τους
γέμιζαν από βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους και τυπογραφεία ήταν γκέτο. Τότε
που βγαίναμε μεθυσμένοι από το Επέκεινα, το Dada, το Green Doοr, ήταν γκέτο.
Τότε που ανεβαίναμε ή κατεβαίναμε ανάποδα με τα παπιά τη Θεμιστοκλέους και την
Μπενάκη ήταν γκέτο. Τότε που οι μπάτσοι εξολοθρεύανε με πρέζα την καλύτερη γενιά
αναρχικών, γκέτο ήταν. Τότε που ο Ρέτσος χτύπαγε στις 3 τα μεσάνυχτα στην πόρτα
της Ηλέκτρας στην Καλλιδρομίου ήταν γκέτο. Τότε που κάθε γωνία σημάδευε κι έναν
έρωτα, ένα φιλί ή ένα πήδημα στα όρθια ήταν γκέτο.»
«Αλλά κι αργότερα γκέτο παρέμεινε», συνεχίζει. «Το
γκέτο των πεθαμένων μας φίλων. Του Βακαλόπουλου, του Κολώνια, της Λιάππα, της
Ζιώζια, της Ρικάκη, του Αντωνόπουλου.. και… και….» «Γι’ αυτό, μικροί μου
Καθημερινάριοι –αντεπιτίθεται ο Αγγελάκος- να τ’ αποφεύγετε τα γκέτο.
Αφήστε μας τη Βιβλιοθήκη Βολανάκη, το Αλεξανδρινό, τον Βυσσινόκηπο, την
Κατάληψη του Βοξ να πηγαίνουμε με τον Ζωρζ, τον Στίγκα, τον Χάρη, την Ιόλη, την
Όλια, την Πηγή, τον Τσαλαπάτη, τη Νικόλ. Κι εσείς να πηγαίνετε στο Zonar’s για
το απογευματινό σας τέιο, και με το ανασηκωμένο σας δαχτυλάκι να σημαδεύετε
ό,τι δε χωράει στην αποστειρωμένη σας αισθητική και στο νεκρό σας ιδεώδες.»
|
Νεοκλασικό στην Καλλιδρομίου. |
Η συγγραφέας και δημοτικός σύμβουλος του Δήμου
Αθηναίων (με την Ανοιχτή Πόλη) Μάρω Δούκα, αφενός γνωρίζει πως «τα
γκέτο τα κουβαλάμε μέσα μας” αφετέρου ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι η περιοχή των
Εξαρχείων υπήρξε ή έγινε γκέτο. “Είναι άλλο πράγμα να μου αρέσει ή να μην
μ’αρέσει κάτι σε επίπεδο αισθητικής και είναι άλλο πράγμα να χαρακτηρίζουμε
αυτό που δεν μας αρέσει γκέτο. Γιατί, με αυτή την έννοια, γκέτο είναι και
άλλες περιοχές.»
Ο γλύπτης Κώστας Βαρώτσος έχει εκφράσει τα τελευταία
χρόνια τη δική του άποψη περί γκέτο: «Εδώ και καιρό ολόκληρη η Αθήνα είναι
γκέτο. Είναι μια πόλη που έχει αλωθεί και έχει μετατραπεί σε γκέτο εξαιτίας
εκείνων που έχουν σκοπό να την κατασπαράξουν». Αυτό, υποστηρίζει, είναι
αποτέλεσμα της πλήρους εξαφάνισης κάθε έννοιας κράτους: “Ετσι αφέθηκε
χώρος στα καμουφλαρισμένα σκυλόψαρα (ιδρύματα και ιδιώτες) που προσπαθούν να
ιδιοποιηθούν την πόλη, μετατρέποντας ακόμη και τον Εθνικό Κήπο σε κήπο τους. Τα
Εξάρχεια πάντα αντιστέκονται. Γκέτο είχε η Νέα Υόρκη. Γκέτο είναι το no
man’s land, όπως το Ντιτρόιτ, περιοχή που συνδέεται διεθνώς με την κατάπτωση
μιας περιοχής. Τα Εξάρχεια δεν είναι no man’s land, διότι έχουν τη δική τους
οικονομία, με τα καταστήματα, τα μπαρ και τα εστιατόρια».
της Ιωάννας Κλεφτογιάννη.
"Πηγή:popaganda.gr"