Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

ΒΙΟΜΕ: Δεν τους πέρασε μία, δεν θα τους περάσει ποτέ! - Αναβλήθηκε ο πρώτος πλειστηριασμός γιατί ο κόσμος ήταν εκεί.


Μετά την πετυχημένη παρέμβαση του Σωματείου εργατοϋπαλλήλων της ΒΙΟΜΕ, με την βοήθεια και την υποστήριξη εκατοντάδων αλληλέγγυων και υποστηρικτών, ματαιώθηκε ο πρώτος πλειστηριασμός για το οικόπεδο της ΒΙΟΜΕ. Από νωρίς το πρωί εργαζόμενοι και αλληλέγγυοι είχαν μαζική παρουσία έξω από το γραφείο πλειστηριασμών στον δεύτερο όροφο των δικαστηρίων Θεσσαλονίκης. Όσο περνούσε η ώρα τόσο μεγάλωνε το κύμα συμπαράσταση που υπολογίζεται να ξεπέρασε τους 250 ανθρώπους, οι οποίοι με υπομονή και επιμονή παρέμειναν όσο χρειάστηκε μέσα κι έξω από τα δικαστήρια. Στην κινητοποίηση συμμετείχαν όλες οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στην Ανοιχτή Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στον αγώνα της ΒΙΟΜΕ, στο Καραβάνι Αγώνα και Αλληλεγγύης, αλλά και πολλοί αλληλλέγγυοι/ες -  όπως απολυμένοι εργαζόμενοι της Coca-Cola, της ΕΡΤ3, της ΕΛΒΟ, του Αγγελιοφόρου, του Κοινωνικού Ιατρείου Θεσσαλονίκης, του σωματείου Βιβλίου & Χάρτου, της εναλλακτικής πρωτοβουλίας δικηγόρων και άλλοι πολλοί. 
Οι εκατοντάδες εργαζόμενοι και αλληλέγγυοι με συνθήματα, πανό και παλμό, έδειξαν με τον καλύτερο τρόπο προς όλες τις κατευθύνσεις πως όχι μόνο δεν θα επιτραπεί ο πλειστηριασμός του οικοπέδου της ΒΙΟΜΕ, αλλά όλοι και όλες μαζί ενωμένοι θα υπερασπίσουν το εγχείρημα που κρατάει ψηλά τη σημαία της αξιοπρέπειας και του αγώνα.
Στον αντίποδα, οι δυνάμεις καταστολής γέμισαν ασφυκτικά τους γύρω διαδρόμους, με μπλε και πράσινους αστυνομικούς των ΜΑΤ να δείχνουν έτοιμοι για επέμβαση μόλις τους δοθεί το σήμα από τ' αφεντικά τους, πράγμα που αποτράπηκε από την πολύ μαζική παρουσία του κόσμου. Την ίδια στιγμή που λιγοστοί πρώην εργαζόμενοι της Φίλκεραμ παρακολουθούν το ξεπούλημα και των τελευταίων μηχανημάτων της εταιρείας που εργάστηκαν, παρακαλώντας για μια ακόμη φορά για κάποια ψίχουλα, που ποτέ δεν όμως ακόμη κι αυτά δεν δίνονται. Κι όλα αυτά μαζί με τον συρφετό των συνδίκων αλλά και των τρωκτικών που μαζεύονται σε κάθε πλειστηριασμό. 
Σύνδικοι, αστυνομία, τρωκτικά, εργαζόμενοι υποταγμένοι και στη γωνία, αυτός είναι ο κόσμος τους. Από την πλευρά του αγώνα, χαμόγελα, σφιγμένες γροθιές και αποφασιστικότητα για το δίκιο των εργατικών και κοινωνικών αναγκών, ο δικός μας κόσμος που αντιστέκεται, αντέχει και κάνει τα πρώτα του βήματα στον κόσμο.
Ραντεβού στον επόμενο πλειστηριασμό στις 3 Δεκέμβρη το πρωί για μια ακόμη φορά στα δικαστήρια Θεσσαλονίκης.


Ο Μουζάλας "σκοτώνεται" για τους πρόσφυγες, - Μετά το Κιλκίς, που τον πήραν με τις πέτρες, σειρά είχε η Κω.


Ο Μουζάλας δίνει τα πάντα για τους πρόσφυγες, αλλά δίπλα του έχει πάντα τους διαπραγματευτές για την "μεγάλη μπίζνα" που κρύβεται πίσω από τις κατασκευές κατοικιών και έργων υποδομής για την εξυπηρέτηση των προσφύγων. 
Εξωθεσμικοί τύποι, φίλοι κατά το κουμπάροι, έγιναν η ουρά του υπουργού σε κάθε επίσκεψή του προκειμένου να αξιολογήσουν τις "δουλίτσες". Αυτοί "κανονίζουν" τις επαφές με την αυτοδιοίκηση. 
 Κρατήστε το αυτό και θα το βρούμε μπροστά μας στο μέλλον.  
Είναι λογικότατη λοιπόν η βιασύνη του υπουργού γιατί όσο ποιο γρήγορα  βρεθεί λύση για τις περιοχές εγκατάστασης τόσο ποιο γρήγορα θα ...αρχίσουν τα έργα. 
Στη βιασύνη του ο υπουργός δεν λογαριάζει τίποτε. Μετά την απειλή στο Κιλκίς ότι θα φέρει τα ΜΑΤ αν δεν κάτσουν καλά οι "χωριάτες", εξαπέλυσε επίθεση και στην Κω. 
Η άγρια αντιπαράθεση που ξέσπασε μεταξύ του αναπληρωτή υπουργού Μουζάλα και του δημάρχου Κω, Γιώργου Κυρίτση με αφορμή το προσφυγικό οφείλεται ακριβώς στην βιασύνη του υπουργού για να ανοίξουν οι δουλίτσες και οι ουρές που τον συνοδεύουν να αναλάβουν δράση. 
Ο τοπικός άρχων είχε κατηγορήσει τον αναπληρωτή υπουργό ότι απειλεί και εκβιάζει το νησί για το προσφυγικό με τελεσίγραφα: «Ο κ. Μουζάλας απειλεί και εκβιάζει την Κω και τους πολίτες της. Μας απευθύνει τελεσίγραφο ‘’ή δέχεστε τη δημιουργία του hot spot στην Κω ή θα σας γεμίσουμε με παράνομους μετανάστες και πρόσφυγες‘’. Η πρωτοφανής αυτή κίνηση αποπνέει έναν καθεστωτισμό άλλων εποχών» δήλωσε ο Γ. Κυρίτσης. Ενώ κατηγόρησε τον κ. Μουζάλα ότι «ψεύδεται ασύστολα όταν λέει ότι έχουν δοθεί απαντήσεις και διευκρινήσεις. Δεν έχει δοθεί καμία απάντηση, καμία διευκρίνηση και καμία εγγύηση ότι το κέντρο αυτό θα είναι ολιγόωρης παραμονής».
Ο αναπληρωτής υπουργός πέρασε στην αντεπίθεση και με δήλωσή του την Παρασκευή κατηγορεί τον δήμαρχο ότι εκείνος ψεύδεται και πως έχει ενημερωθεί για το θέμα των hotspots στο νησί.
«Ο Δήμαρχος Κω ψεύδεται όταν ισχυρίζεται ότι δεν έχει ενημερωθεί. Στους 2,5 μήνες που είμαι υπουργός, έχω επισκεφθεί τέσσερις φορές την Κω, στις οποίες ενημέρωσα πλήρως τον Δήμαρχο» τονίζει ο αναπληρωτής υπουργός. Μάλιστα σημειώνει ότι «πριν από λίγες ημέρες στο Μέγαρο Μαξίμου, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, για τον οποίον ο Δήμαρχος μίλησε απαξιωτικά, ενημέρωσε όλους τους εμπλεκόμενους δημάρχους συμπεριλαμβανομένης και της Κω»
Ο Γ. Μουζάλας επιτίθεται στον κ. Κυρίτση λέγοντας πως «το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ενημέρωσης, αλλά η άρνηση του Δημάρχου να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και να δεχθεί το Κέντρο Ταυτοποίησης στην Κω. Εν ολίγοις, θέτει ως προϋπόθεση για την αποδοχή ενός τέτοιου Κέντρου… την επίλυση του προσφυγικού και το σταμάτημα του πολέμου στη Συρία, διότι μόνον αυτά μπορούν να του παρέχουν τις εγγυήσεις που ζητάει!».
Σημειώνει ότι αντιπαρέρχεται «τους απαράδεκτους και υβριστικούς χαρακτηρισμούς και τις προσωπικές επιθέσεις που χαρακτηρίζουν αυτόν που τις κάνει. Σαν υπουργός οφείλω να κρατάω ανοιχτές πόρτες και όχι να κλείνω τις πόρτες» και διευκρινίζει ότι
α) Τα Κέντρα Ταυτοποίησης είναι δομές προσωρινής διαμονής από 48 ως 70 ώρες, προκειμένου να πιστοποιηθούν οι πρόσφυγες-μετανάστες.
β) Είναι φυλασσόμενα από την αστυνομία.
γ) Μετά την ταυτοποίηση οργανωμένα οι ταυτοποιημένοι μεταφέρονται άμεσα στην ενδοχώρα.
δ) Την ευθύνη για τη λειτουργία της δομής έχει το κράτος με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Ο Δήμος Κω λέει πως ο Μουζάλας εκβιάζει και απειλεί την Κω. Ο Μουζάλας δεν εκβιάζει και δεν απειλεί κανέναν. Η ζωή εκβιάζει και απειλεί και τον Μουζάλα και την Κω και τη χώρα μας και την Ευρώπη και όλους. Αυτό το οποίο είναι αληθές είναι ότι, αν δεν δημιουργηθεί Κέντρο Ταυτοποίησης των προσφύγων, η Κως θα βρίσκεται στην περσινή κατάσταση, η οποία ήταν μία κατάσταση που οφείλεται κατά την άποψή μου σε μια ξενοφοβική αντίληψη που υπηρετεί ο δήμαρχος».
Με τον Μουζάλα υπουργό η αριστερά είναι αλλού και η δεξιά δίπλα του. Πολύ δίπλα. 


Ο Καρλ Μαρξ και η Γαλλική Επανάσταση.




Ο ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

του Γιώργου Καλαμπόκα

Μπορείτε να το κατεβάσετε η να το διαβάσετε και από (εδώ)

1. Εισαγωγή
Το 1846, ο Καρλ Μαρξ έγραφε στο ίδιο τετράδιο που λίγο νωρίτερα είχε σημειώσει πρόχειρα τις περίφημες έντεκα Θέσεις για τον Φόιερμπαχ: «Η ιστορία της δημιουργίας του σύγχρονου κράτους ή η γαλλική επανάσταση». Αυτή η σύντομη, κρυστάλλινη, αλλά και συνάμα τόσο αινιγματική φράση μοιάζει να στοιχειώνει έκτοτε κάθε συζήτηση για τη μαρξιστική θεωρία του κράτους, αλλά και κάθε προσπάθεια ιστορικής αποτίμησης της σημασίας της Γαλλικής Επανάστασης του 1879. Στις σελίδες που ακολουθούν, σκοπός μας είναι να εξετάσουμε την πρόσληψη της Γαλλικής Επανάστασης από τον Μαρξ, αλλά και να αποκωδικοποιήσουμε αυτή τη μυστηριώδη φράση, που όπως πολλές από τις διάσημες, αποφθεγματικές φράσεις του Μαρξ, έγινε αφορμή για να χυθούν τόνοι μελάνι.
Η Γαλλική Επανάσταση άλλωστε, καθώς και όλος ο 19ος αιώνας αποτελούν σημαντικό κρίκο στη μελέτη της μαρξιστικής θεωρίας εν γένει. Και αυτό γιατί αποτέλεσαν την ιστορική «πρώτη ύλη» για τη μελέτη της κοινωνικής δομής από τον Μαρξ, αλλά και σημάδεψαν την πολιτική του ριζοσπαστικοποίηση. Τα λεγόμενα «ιστορικά» του έργα, η αρθογραφία του στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου αλλά και σε πολλές άλλες εφημερίδες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ακόμη τα θεωρούμενα ως «ιστορικά» κεφάλαια του Κεφαλαίου, αποτέλεσαν πάντα ένα αποφασιστικό σημείο διαμόρφωσης της μαρξιστικής θεωρίας, που σηματοδοτούσε με την σειρά της μια ιδιαίτερη ενοποίηση της φιλοσοφικής σκέψης, με την επιστημονική παραγωγή και την πολιτική πρακτική και δράση.
2. Τρίερ 1818: Στο σταυροδρόμι πολιτικής, φιλοσοφίας και εργατικού κινήματος
Η σχέση του Μαρξ με τη Γαλλική Επανάσταση δεν είναι μόνο θεωρητική, ιστορική ή πολιτική, είναι εκτός των άλλων και βιωματική. Διαμορφώνεται πολύ πριν ο Μαρξ γίνει Μαρξ, αφορά ουσιαστικά το ίδιο το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει, αλλά και την φιλοσοφική προπαίδεια που αποκτά.
Ο Καρλ Μαρξ, παιδί αστικής οικογένειας από το Τρίερ της Ρηνανίας, του πιο πλούσιου από τα πολυάριθμα κρατίδια ανάμεσα στα οποία και την Πρωσία είναι διαιρεμένη ακόμη τότε η Γερμανία, γεννήθηκε το 1818, στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, λίγο μετά την οριστική ήττα των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στο Βατερλό του Βελγίου (18 Ιουνίου 1815) από την Έβδομη Συμμαχία, ήττα στην οποία η Πρωσία έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, είχαν διαρκέσει σχεδόν δύο δεκαετίες. Πλέον, η οικονομική ισχύς της Βρετανίας ήταν αδιαμφισβήτητη, ενώ η πολιτική απειλή που αντιπροσώπευε ο γαλλικός –στο όνομα της Επανάστασης- επεκτατισμός, είχε εξαλειφθεί.
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, στη Γαλλία παλινορθώνεται η Δυναστεία των Βουρβόνων, που είχε διακοπεί βίαια από την λαϊκή εξέγερση των γαλλικών μαζών, την 10η Αυγούστου 1792, σηματοδοτώντας τότε την έναρξη της δεύτερης, πιο ριζοσπαστικής από την πρώτη, φάσης της Γαλλικής Επανάστασης. Η κατάργηση της Συνταγματικής Μοναρχίας που εγκαθίδρυσε η Γαλλική Επανάσταση το 1789 και το πέρασμα στη Δημοκρατία το 1792, πολύ περισσότερο όμως η «Τρομοκρατία» των Ιακωβίνων που εγκαινιάζεται τον Γενάρη του 1793, το Έτος Ι του επαναστατικού ημερολογίου, σηματοδοτούν μια μεγάλη απειλή για τα ευρωπαϊκά πολιτικά καθεστώτα όπου βασιλεύει ακόμη η απόλυτη μοναρχία. Η Παλινόρθωση του μοναρχικού καθεστώτος στη Γαλλία σηματοδοτεί μια ανακούφιση για τα απολυταρχικά καθεστώτα όλης της Ευρώπης και για το Πρωσικό, στα οποία όμως ήδη εμπεδώνεται σταδιακά η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Εκτός από τη δίνη των πολιτικών γεγονότων, ο Μαρξ γεννιέται στον απόηχο του Διαφωτισμού και της κυριαρχίας του Ορθού Λόγου, μέσα στη «γερμανική ιδιαιτερότητα» που συνιστά η ανάπτυξη της φιλοσοφίας από τους μεγάλους γερμανούς ιδεαλιστές στοχαστές: είναι ο Καντ, ο Φίχτε, και έπειτα ο Χέγκελ και ο Φόιερμπαχ, που επηρεάζονται από την Γαλλική Επανάσταση και τις ιδέες του Διαφωτισμού. Μέσα στο θεωρητικό κλίμα που συνιστούν οι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις της ιστορικής εξέλιξης του Χέγκελ και της προσπάθειάς του να στοχαστεί μια συνειδητή δυνατότητα καθοδήγησης της κίνησής της ο Μαρξ σπουδάζει νομικά και στα είκοσι πέντε του κιόλας χρόνια είναι διδάκτορας φιλοσοφίας. Εντάσσεται στον κύκλο των Νέων Εγελιανών και έπειτα των Νέων Φοϊερμπαχιανών, ενώ ταυτόχρονα ριζοσπαστικοποιείται πολιτικά.
Θα ήταν ενδεχομένως παράδοξο να αποφανθούμε ότι η πολιτική και φιλοσοφική ριζοσπαστικοποίηση του Μαρξ είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διαδικασίας, που έλαβε χώρα αποκλειστικά στο πεδίο της φιλοσοφίας και των πολιτικών ιδεών που προέκυψαν από την Γαλλική Επανάσταση. Στο σταυροδρόμι που γεννήθηκε ο Μαρξ συναντιώταν με τους δύο προηγούμενους και ένας τρίτος, ίσως ο καθοριστικότερος δρόμος: το εργατικό κίνημα. Είναι η περίοδος που αυτή η νέα κοινωνική δύναμη κάνει την εμφάνισή της ως μειοψηφικό ρεύμα στη Γαλλική Επανάσταση, αρχίζει να συγκροτεί τους πρώτους αυτοτελείς θεσμούς της, τα συνδικάτα, διεκδικεί την πολιτική της αναγνώριση με το κίνημα των Χαρτιστών στην Αγγλία στη δεκαετία του 1830, ενώ αποτελεί την πιο ριζοσπαστική κοινωνική δύναμη που λαμβάνει μέρος στην εξέγερση του Ιούλη του 1830 ενάντια στην παλινορθωμένη δυναστεία των Βουρβόνων στη Γαλλία. Η δυναμική που φέρνει μαζί της αυτή η νέα κοινωνική δύναμη, την τοποθετεί στο μυαλό του νεαρού Μαρξ, που έχει γοητευτεί από την διαλεκτική του Χέγκελ, σε υποκείμενο που μπορεί να καθοδηγήσει την ιστορική εξέλιξη προς την πρόοδο, την κυριαρχία του Ορθού Λόγου και την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα κοινωνικά δεσμά του και την αλλοτρίωση που αυτά συνιστούν.
Η σύντηξη των τριών αυτών στοιχείων, αναδεικνύει για τον Μαρξ το ερώτημα του κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού. Σταδιακά απομακρύνεται από την αυτοτελή φιλοσοφική παραγωγή για να μελετήσει την Πολιτική Οικονομία, αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις του καιρού του, να παράξει τη θεωρία «χωρίς την οποία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα», αλλά και σημαντικές στιγμές του κινήματος χωρίς τις οποίες «δεν υπάρχει επαναστατική θεωρία».1
3. Η ιστοριογραφική μελέτη:
Οι Προκαταρτικές εργασίες για μια ιστορία της Convention
Η πολιτική δράση του Μαρξ στη Γερμανία, τον φέρνει από νωρίς εξόριστο στη Γαλλία. Το 1843 εγκαθίσταται στο Παρίσι, και βιοπορίζεται αρθρογραφώντας σε περιοδικά και εφημερίδες. Εκεί αναπτύσσει το ενδιαφέρον του για την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. Μελετά το έργο σημαντικών ιστορικών της και ενδιαφέρεται κυρίως για μια ορισμένη περίοδό της: πρόκειται για αυτήν που εκκινεί με την ανατροπή του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ από τη λαϊκή εξέγερση της 10ηςΑυγούστου 1792 και τη συγκρότηση της νέας Συντακτικής Συνέλευσης, της Convention, 42 μέρες μετά, και ολοκληρώνεται ουσιαστικά με την πτώση της κυβέρνησης των Ιακωβίνων στις 27 Ιουλίου 1794 και τυπικά μετά τη διάλυση της Επιτροπής Εθνικής Σωτηρίας τον Οκτώβριο του 1795.
Ο Μαρξ συγκεντρώνει υλικό για την περίοδο αυτήν, σκοπεύοντας να μελετήσει και να γράψει μια ιστορία της Convection, της νέας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης του 1792. Παρότι εγκατέλειψε αυτό το σχέδιο στρεφόμενος στη μελέτη της Πολιτικής Οικονομίας, καρπός της οποίας υπήρξαν τα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844, από την εργασία του πάνω σε αυτή την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης προέκυψε το κείμενο Προκαταρτικές εργασίες για μια ιστορία της Convention, στο οποίο ο Μαρξ μελετά και σχολιάζει τα Απομνημονεύματα του Levasseur(de la Sarthe).
Εκεί μπορούμε ήδη να συναντήσουμε ένα περίγραμμα των βασικών αντιλήψεων που θα σηματοδοτήσουν την πρόσληψη της Γαλλικής Επανάστασης από τον Μαρξ, παρά τις διακυμάνσεις που θα υπάρξουν τα αμέσως επόμενα χρόνια κατά την συγγραφή φιλοσοφικών κυρίως κειμένων. Ακολουθώντας τον Levasseur, ο Μαρξ εντοπίζει τις διαδοχικές μετατοπίσεις των πολιτικών σχηματισμών μέσα στην Γαλλική Επανάσταση: ενώ πριν την πτώση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, οι Γιρονδίνοι είναι εκείνοι που μένοντας «πιστοί» στις αρχές της Επανάστασης τις οποίες ο Λουδοβίκος παραβίασε,2 εκφράζουν τις διαθέσεις του, εξεγερμένου ενάντια στον Βασιλιά. λαού του Παρισιού, προχωρώντας σε παύση του Λουδοβίκου. Μάλιστα, μέχρι τις εκλογές και την συγκρότηση της Convention, είναι οι Γιρονδίνοι που καθοδηγούν την Νομοθετική Συνέλευση στην ψήφιση ιδιαίτερα ριζοσπαστικών μέτρων, όπως η πλήρης κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων.
Όμως, η πτώση των Βουρβόνων και η συγκρότηση της Convention γίνεται υπό μια τεράστια λαϊκή δυναμική, η οποία πλέον διεκδικεί ακόμη πιο ενεργό ρόλο στην πολιτική εξουσία. Η διαμόρφωση της λεγόμενης «Κομμούνας του 1792» στο Παρίσι αποτελεί μια τομή που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Ο Μαρξ αντιγράφει εκτενή αποσπάσματα του Levasseur επιχειρώντας να μελετήσει την δυναμική που την διαμόρφωσε:
«Η μόνη δύναμη που υπήρχε στη Γαλλία στη διάρκεια της μεσοβασιλείας3 που άρχισε στις 10 Αυγούστου ήταν η λαϊκή ορμή, η εξέγερση, η αναρχία... [...] Τα διατάγματα που εξέδιδε η Νομοθετική Συνέλευση δεν είχαν κανένα κύρος. Ούτε και η κυβέρνηση που προερχόταν από μια αδύναμη Συνέλευση είχε πραγματική εξουσία... η διακυβέρνηση πέρασε λοιπόν στα χέρια αυτών που κατάφεραν να διαχωρίσουν τη θέση τους, δηλαδή στις λαϊκές συνελεύσεις και τις δημοτικές αρχές. Αλλά τα αυτοσχέδια κυβερνητικά κέντρα, προϊόντα της ίδιας της αναρχίας, που δεν αντλούσαν κανένα δικαίωμα από τον νόμο ή από το Σύνταγμα, συγκροτούνταν από τους εκλεκτούς του λαού, οι οποίοι είχαν δύναμη όσο περιορίζονταν στα να του δίνουν κάποια κατεύθυνση και να κάνουν πραγματικότητα τις επιθυμίες του λαού» (Μαρξ 1990: 155).
Ο Μαρξ, μεταγράφει το παραπάνω απόσπασμα, ως εξής:
«Με τη 10η Αυγούστου 1792 αρχίζει μια περίοδος μεσοβασιλείας. Πλήρης αδυναμία της Νομοθετικής Συνέλευσης, πλήρης αδυναμία της κυβέρνησης που έχει προσέλθει από αυτή. Η διακυβέρνηση περνά στα χέρια των λαϊκών συνελεύσεων και των δημοτικών αρχών. Αυτοσχέδια κέντρα διακυβέρνησης, προϊόντα αναρχίας αποτελούσαν κατ’ ανάγκη έκφραση του λαϊκού κινήματος, γιατί η εξουσία τους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εξουσία της λαϊκής γνώμης» (όπ.π: 162).
Στην Κομμούνα του 1792 ο Μαρξ αναζητά ήδη από νωρίς ένα υπόδειγμα διαφορετικής οργάνωσης της λαϊκής εξουσίας. Θεωρεί αναγκαίους αυτούς τους θεσμούς και αυθεντικές εκφράσεις της λαϊκής θέλησης. Στις επόμενες σελίδες της εξιστόρησής του, ο Μαρξ χαρακτηρίζει τον Δήμο του Παρισιού «επαναστατική αρχή» (όπ.π.: 167). Παράλληλα, μελετά την ιδιότυπη «δυαδική εξουσία» ανάμεσα στο δήμο του Παρισιού και τις λαϊκές του συνελεύσεις και την Convention. Μεταξύ τους δεν χωρίζονται βέβαια με σινικά τείχη: Σε όλη την διάρκεια της μεσοβασιλείας, η εκτελεστική εξουσία (σύμφωνα με τον Levasseur) ασκείται de facto από τις κοινότητες και κυρίως από το δήμο του Παρισιού. Οι εκλογές για την Convection, γίνονται κάτω από την επιρροή του δήμου, του οποίου τα βασικά μέλη εκλέγονται: «Σχεδόν όλη η αντιπροσωπεία του Παρισιού. Ανήκει πριν την συγκρότηση της Convention στο Δήμο της 10ης Αυγούστου» (όπ.π: 158). Η δυναμική του λαού του Παρισιού, μεταφέρεται μέσα στην νέα Συντακτική Συνέλευση. Η περίοδος αυτή αποτελεί για τον Μαρξ ενός είδους παράδειγμα, στο οποίο θα ανατρέξει ξανά και ξανά κατά την μελέτη των διαδοχικών επαναστάσεων που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια και κυρίως στην περίοδο των γεγονότων της Κομμούνας του 1871 στο Παρίσι. Είναι ίσως το πρώτο μεγάλο κρατούμενό του από την Γαλλική Επανάσταση.
Απέναντι στην τεράστια λαϊκή δυναμική, οι Γιρονδίνοι, που είχαν συμβάλλει στην απελευθέρωσή της, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα του εμπορικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, και βλέποντας την δική τους εξουσία να φθίνει, υιοθετούν συντηρητικές θέσεις. Ο Μαρξ, φτάνει στο συμπέρασμα ότι οι Γιρονδίνοι «ήθελαν να πάρουν εκδίκηση για την ήττα και την εξουδετέρωσή τους στη διάρκεια της μεσοβασιλείας της 10ης Αυγούστου» (όπ.π), ενώ με αφορμή τις κατηγορίες των Γιρονδίνων εναντίον του Danton και του Δήμου, φτάνει στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για «δείγματα του μίσους ενός ηττημένου κόμματος κατά των νικητών» (όπ.π.: 167). Παρά την πολιτική του οξυδέρκεια να σταθεί κυρίως στους λαϊκούς θεσμούς, αλλά και να εντοπίσει τους μετασχηματισμούς των βασικών πολιτικών σχηματισμών κάτω από την επιρροή της λαϊκής δυναμικής, ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί ακόμη ως δομικό στοιχείο της προβληματικής του την ταξική ανάλυση. Η εκπροσώπηση των κοινωνικών στρωμάτων απουσιάζει από τις αιτίες που έπαιζαν ρόλο για τις κατευθύνσεις των πολιτικών σχηματισμών, τουλάχιστον άμεσα. Η πολιτική σφαίρα, δείχνει αποκομμένη από την οικονομική, οι πολιτικές πράξεις δεν έχουν ακόμη παρά μόνο πολιτική ταυτότητα. Οι Γιρονδίνοι ήθελαν «να πάρουν εκδίκηση» ή «ήταν εμπαθείς» απέναντι στην απώλεια της εξουσίας τους και το δυνάμωμα της επιρροής των Ορεινών,4 αλλά ακόμη «δεν κινδύνευαν τα οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπούσαν». Η μελέτη του παραμένει κυρίαρχα ιστοριογραφική.
Ο Μαρξ αναγνωρίζει στους Ιακωβίνους (τους Ορεινούς) έναν πολιτικό σχηματισμό, που με αντιφάσεις, επιχειρεί να εκπροσωπήσει τη λαϊκή δυναμική και μαζί με αυτή, τις θεμελιώδεις αρχές του 1789. Χαρακτηρίζει τον Danton κριτικά ως ενωτικό και μετριοπαθή απέναντι στους Γιρονδίνους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια τέτοια κριτική ο Μαρξ, παρά τις επισημάνσεις του ότι οι Ιακωβίνοι ήταν πάντα ενωτικοί και δεν επεδίωκαν να διχάσουν την Convention, δεν την εξαπολύει νωρίτερα αλλά την στιγμή που καταγράφει ότι οι Ιακωβίνοι περνούν στην επίθεση, αναλαμβάνουν την πλειοψηφία και εφαρμόζουν τους ριζοσπαστικούς τους μετασχηματισμούς.
Ο Μαρξ, επιλέγοντας να μελετήσει την ιστορία της Convention, αποδεικνύει ήδη από νωρίς την πολιτική του οξυδέρκεια, αλλά και τον πολιτικό του προσανατολισμό. Πρόκειται για την επιλογή να μελετήσει την πιο ριζοσπαστικότερη φάση της Γαλλικής Επανάστασης, κατά την οποία επιχειρήθηκε ένας ριζοσπαστικός πολιτικός προσανατολισμός για την Επανάσταση και την οικοδόμηση του αστικού κράτους. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη της ιστορίας ενός θεσμού όπως η Convention δεν θα μπορούσε να είναι αντιπροσωπευτική του συνόλου των πολιτικών εξελίξεων και μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα κατά την «αριστερή» αυτή στροφή της Γαλλικής Επανάστασης. Και αυτό, γιατί η αυτενέργεια των επαναστατημένων μαζών, ιδιαίτερα του Παρισιού, η λειτουργία των θεσμών αυτοοργάνωσής του, καθώς και η εν γένει σημασία του λαϊκού παράγοντα στην τροπή των πολιτικών εξελίξεων, αποτελούσαν καθοριστικής σημασίας παράγοντες για την εξέλιξη της φάσης αυτής της επανάστασης. Η αποκλειστική μελέτη ενός θεσμού δεν θα μπορούσε ίσως να αποτυπώσει το σύνολο της δυναμικής και των αντιθέσεων, να δώσει μια ευκρινή εικόνα των αιτίων της ήττας της. Ο ίδιος ο Μαρξ αντιγράφει το απόσπασμα του Levasseur:
«Αυτή η πολύ σημαντική περίοδος από το 1791 ως το 1792 που έκρινε τις τύχες της Γαλλίας δεν σημαδεύτηκε από καμιά αξιόλογη κοινοβουλευτική μάχη. Ο πόλεμος συνεχίστηκε μέσα στο λαό και την εξουσία» (όπ.π.: 154).
Παρά τον εντοπισμό της επισήμανσης του Levasseur σε μία περίοδο που δεν είναι το αντικείμενο μελέτης του Μαρξ εκείνη τη στιγμή, ενδεχομένως οι φράσεις αυτές να είναι ενδεικτικές του θεωρητικού φόβου που μπορεί ο Μαρξ να διαισθάνθηκε επιμένοντας στην αποκλειστική μελέτη ενός θεσμού.
Είναι φανερό ότι παρά το ότι το κείμενο που μόλις εξετάσαμε αποτελεί μάλλον την μόνη προσπάθεια του Μαρξ να εξετάσει την Γαλλική Επανάσταση καθεαυτή και όχι στο πλαίσιο κάποιου άλλου φιλοσοφικού, οικονομικού ή πολιτικού του κειμένου, ο Μαρξ δεν έπαψε ποτέ να μελετά τη Γαλλική Επανάσταση. Άλλωστε, αναφορές του υπάρχουν σε όλα του τα πολιτικά και ιστορικά κείμενα, αναδεικνύοντας την έντονη σημασία που της απέδιδε. Ακόμη περισσότερο όμως, ο Μαρξ αναζητάει για όλη την ζωή του τα νήματα που συνδέουν την δυναμική της Γαλλικής Επανάστασης με την εξέγερση του λαού και πτώση της δεύτερης Δυναστείας των Βουρβόνων τον Ιούλη του 1830, την επαναστατική δυναμική του Φλεβάρη και του Ιούνη του 1848 που έφερε την ανατροπή της Δυναστείας της Ορλεάνης και φυσικά, την Κομμούνα του Παρισιού του 1871, την πρώτη προλεταριακή επανάσταση και απόπειρα οικοδόμησης ενός προλεταριακού κράτους. Σε αυτά όμως θα αναφερθούμε παρακάτω.
4. Ο Μαρξ και η Γαλλική Επανάσταση: μετά το 1845
Μετά το 1845 οι αναφορές του Μαρξ στη Γαλλική Επανάσταση αλλάζουν χαρακτήρα. Δεν εξετάζει πλέον αποκλειστικά τη Γαλλική Επανάσταση και εισάγει δομικά τις βασικές θεωρητικές κατηγορίες που αποκαλούμε μαρξικές: τις έννοιες του αστικού κράτους, της ταξικής πάλης και των τάξεων, των υποδιαιρέσεων ανάμεσα σε τάξεις, των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Πρόκειται για μια μετατόπιση στην προβληματική του, την μεταχείριση πλέον διαφορετικών φιλοσοφικών κατηγοριών και την έμφαση στην επιστημονική μελέτη του «κοινωνικού». Ο Μαρξ εγκαταλείπει τις αναλυτικές κατηγορίες που συνέστησαν την φιλοσοφική του προπαίδεια, τον ανθρωποκεντρισμό της πρώιμης περιόδου του, την αναζήτηση μιας αναλλοίωτης εσώτερης ουσίας, ενός πυρήνα του ανθρώπινου πνεύματος που πρέπει να ανασυρθεί από την αλλοτρίωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και να καθοδηγήσει την ιστορική εξέλιξη.
Ανασυγκροτώντας τα κείμενα αυτής της περιόδου, μπορούμε να αποφανθούμε για τα βασικά στοιχεία της μαρξικής ανάλυσης ως προς τη Γαλλική Επανάσταση. Και πάλι βέβαια, δεν πρόκειται για κείμενα που συνιστούν μια αδιάρρηκτη μεταξύ τους ενότητα, των οποίων τα πορίσματα δεν διέπονται από εντάσεις, ενδεχομένως και αντινομίες. Θα ήταν άλλωστε αφελές να πιστέψουμε ότι ο Μαρξ της Γερμανικής Ιδεολογίας και της αρθρογραφίας στην Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, των δεκαετιών του 1840-50, είναι ίδιος με τον Μαρξ του Κεφαλαίου ή του Εμφυλίου Πολέμου στη Γαλλία των δεκαετιών 1860-70. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ανιχνεύσουμε τόσο τις εντάσεις, όσο τις γενικές θέσεις που συνιστούν την μαρξική πρόσληψη της Γαλλικής Επανάστασης και την σημασία που της αποδίδει.
4.1. Η Γαλλική Επανάσταση, μια αστική επανάσταση
Ο Μαρξ θεωρεί ότι η Γαλλική Επανάσταση είναι μια αστική επανάσταση, μια επανάσταση που διεξήχθη με την αστική τάξη στην πρωτοπορία του επαναστατικού αγώνα και πολύ περισσότερο μια επανάσταση που εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, η γαλλική αστική τάξη αναλαμβάνει την πολιτική εξουσία που μέχρι τότε βρίσκονταν στα χέρια του βασιλιά και των ευγενών του φεουδαρχικού συστήματος και δημιουργεί το «σύγχρονο» κράτος, το αστικό κράτος, που εκπροσωπεί τα συμφέροντά της. Το 1871, στη Διακήρυξη του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, ο Μαρξ μας προσφέρει μερικές από τις πιο καθαρές διατυπώσεις του για το «σύγχρονο» κράτος που φέρνει μαζί της η Γαλλική Επανάσταση:
«Αλλά η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στην κατοχή της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη θέσει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς. Η συγκεντρωτική αστική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανά της [...] κατάγεται από τον καιρό της απόλυτης μοναρχίας, όπου χρησίμευε στη σχηματιζόμενη αστική κοινωνία ως ισχυρό όπλο στους αγώνες της ενάντια στη φεουδαρχία. Ωστόσο, η ανάπτυξή της παρεμποδιζόταν από κάθε είδους μεσαιωνικά υπολείμματα, προνόμια των φεουδαρχών και των ευγενών, τοπικά προνόμια, δημοτικά και συντεχνιακά μονοπώλια και καταστατικούς χάρτες επαρχιών. Η γιγάντια σκούπα της γαλλικής επανάστασης του 18ου αιώνα σάρωσε όλα αυτά τα χαλάσματα περασμένων καιρών και καθάρισε ταυτόχρονα το κοινωνικό έδαφος από τα τελευταία εμπόδια που έθεταν φραγμούς στη δημιουργία της υπερδομής του σύγχρονου κρατικού οικοδομήματος. Αυτό το σύγχρονο κρατικό οικοδόμημα υψώθηκε στη διάρκεια της πρώτης αυτοκρατορίας, η οποία με τη σειρά της δημιουργήθηκε με τους πολέμους της συνασπισμένης παλιάς ημιφεουδαρχικής Ευρώπης ενάντια στη σύγχρονη Γαλλία. Στις μεταγενέστερες μορφές κυριαρχίας η κυβέρνηση τέθηκε υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο, δηλ. υπό τον άμεσο έλεγχο των ιδιοκτητριών τάξεων. [...] Από την άλλη, ο πολιτικός χαρακτήρας μεταβαλλόταν ταυτόχρονα με τις οικονομικές αλλαγές της κοινωνίας. Στο βαθμό που η πρόοδος της σύγχρονης βιομηχανίας ανέπτυσσε, πλάταινε και βάθαινε της ταξική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, στον ίδιο βαθμό η κρατική εξουσία έπαιρνε όλο και περισσότερο το χαρακτήρα μιας δημόσιας εξουσίας – βίας για την καταπίεση της εργατικής τάξης, το χαρακτήρα μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας» (Μαρξ χ.χ.ε.: 37-38).
Ο Μαρξ διατυπώνει δύο θέσεις που φωτίζουν την οπτική του: η Γαλλική Επανάσταση είναι εκείνη η δύναμη που απελευθερώνει τη δυνατότητα δημιουργίας του σύγχρονου αστικού κράτους, εκκαθαρίζοντας τα κατάλοιπα της φεουδαρχικής εξουσίας. Το απολυταρχικό κράτος της προηγούμενης περιόδου είναι ένα κράτος μεταβατικό που εκπροσωπεί σε έναν βαθμό τα συμφέροντα της αναδυόμενης αστικής τάξης, κάτω όμως από την ηγεμονία των συμφερόντων των φεουδαρχικών οικονομικών δομών που παραμένουν κυρίαρχες. Παράλληλα, ο Μαρξ κάνει σαφές ότι το αστικό κράτος που προκύπτει από τη Γαλλική Επανάσταση δεν συνιστά μια μονοσήμαντη μορφή κυριαρχίας, αλλά η μορφή αυτής της κυριαρχίας τροποποιείται, παράλληλα με την τροποποίηση των οικονομικών δομών της κοινωνίας. Στο τέλος αυτού του δρόμου, όπου η κυριαρχία του καπιταλισμού θα έχει αναπτύξει την βιομηχανική του εκδοχή, ο Μαρξ έβλεπε και την ολοένα αυξανόμενη καταπιεστική λειτουργία του κράτους αυτού, την ανατροπή του και την έλευση της «εποχής» του προλεταριάτου.
Παρά τις μηχανιστικές αντιλήψεις που επικρατούν συχνά στο πλαίσιο της μαρξιστικής ανάλυσης, ο Μαρξ δεν θεωρεί ότι η αστική τάξη δημιουργείται με την Γαλλική Επανάσταση. Άλλωστε, στις αναπτύξεις του στο Κεφάλαιο έχει περιγράψει εκτενώς τη διαδικασία συγκρότησης της εργατικής τάξης και επακόλουθα της αστικής, εκκινώντας από τον 15ο κιόλας αιώνα, την περίφραξη των κοινοτικών γαιών, τη γαιοπρόσοδο, αλλά και την ανάπτυξη της μανιφακτούρας των μεσαιωνικών πόλεων. Η Γαλλική Επανάσταση έρχεται να σηματοδοτήσει μια νέα καμπή στην κυριαρχία των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και να επικυρώσει πολιτικά την κυριαρχία στο οικονομικό επίπεδο του νέου τρόπου παραγωγής απέναντι στις φεουδαρχικές σχέσεις. Σε άρθρο του στηνNew York Daily Tribune, με τον παράδοξο τίτλο Ταραχές στην Κωνσταντινούπολη, μυστηριώδη φαινόμενα στη Γερμανία, ο προϋπολογισμός (6 Μαΐου 1853), μας δίνει μια ακόμη γλαφυρή περιγραφή της σχέσης οικονομικού και πολιτικού στοιχείου:
«Αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει η ολιγαρχία είναι το απλό πράγμα ότι η πολιτική εξουσία δεν είναι παρά το παιδί της οικονομικής εξουσίας και ότι η τάξη στην οποία η ολιγαρχία πρέπει να παραχωρήσει την οικονομική εξουσία θα κατακτήσει σίγουρα και την πολιτική εξουσία. Ακόμη και όταν ο Λουδοβίκος ΙΔ’ εξέδιδε μέσω του Κολμπέρ νόμους προς όφελος των ιδιοκτητών εργαστηρίων, προετοίμαζε μ’ αυτό τον τρόπο αποκλειστικά και μόνο την επανάσταση του 1789, οπότε απαντήθηκε με το δικό του «l’ état c’ est moi»5 με τη φράση του Σεγιές «le tiers état est tout»6» (όπ.π.: 27).
Σε μεταγενέστερο άρθρο στην ίδια εφημερίδα (14 Ιουνίου 1853), με τίτλο Η επανάσταση στην Κίνα και την Ευρώπη, ο Μαρξ αναφέρεται σε έναν άλλο παράγοντα που θεωρεί ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο και στο ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, την οικονομική και εμπορική κρίση:
«Από τις αρχές του 18ου αιώνα δεν έγινε στην Ευρώπη καμιά σημαντική επανάσταση χωρίς να προηγηθεί μια εμπορική και οικονομική κρίση. Αυτό ισχύει τόσο για την επανάσταση του 1789 όσο και για εκείνη του 1848» (όπ.π.: 55).
Ο Μαρξ υιοθετεί μια πιο σφιχτή εκδοχή του «καθορισμού σε τελευταία ανάλυση» που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την κοινωνική δομή και την καθοριστικότητα που εκτιμά ότι έχει το οικονομικό επίπεδο για το σύνολο των επιπέδων της (δικαιοπολιτικό, ιδεολογικό) και τον οποίον κωδικοποιεί θεωρητικά ο Ένγκελς. Εδώ η κυριαρχία του οικονομικού επιπέδου, συνιστά μια βέβαιη τελική επικράτηση των συμφερόντων αυτών και στο πολιτικό επίπεδο. Μια τέτοια εκδοχή βέβαιης επικράτησης ενδεχομένως υποτιμά την αυτοτέλεια του πολιτικού στοιχείου και των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής που συνίστανται σε αυτό.
Μια «τραβηγμένη» εκδοχή αυτού του επιχειρήματος δεν θα μπορούσε να αποφανθεί εύκολα για τον χαρακτήρα της αγγλικής επανάστασης, που δεν ακολούθησε το «καθαρό» υπόδειγμα της επικράτησης της αστικής τάξης κατά την Γαλλικής Επανάσταση. Όπως θα δούμε αργότερα, ο Μαρξ δεν προχωρά σε μια τέτοια ανάλυση. Εδώ έχει σημασία να κρατήσουμε την βασική θέση ότι το οικονομικό στοιχείο είναι σε τελική ανάλυση καθοριστικό και άρα ότι η πολιτική κυριαρχία θα καθοριστεί (με δεδομένο το στοιχείο της σχετικής αυτονομίας του πολιτικού επιπέδου) από την οικονομική κυριαρχία ενός τρόπου παραγωγής.7
4.2. Γαλλική Επανάσταση και αστική κυριαρχία: το ερώτημα του αστικού κράτους
Με δεδομένη την παραπάνω ανάλυση, για τον Μαρξ, η πολιτική επικράτηση της αστικής τάξης έναντι των ευγενών δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί, καθώς είχε ήδη προηγηθεί η επικράτηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής στο οικονομικό πεδίο. Αυτή η θέση όμως, δεν συνιστά άμεσα και απόφανση για το ποια θα είναι η μορφή αυτής της αστικής εξουσίας. Ο Μαρξ, μπορεί να προβλέψει ότι το αστικό κράτος θα υπάρξει ιστορικά, αλλά δεν διεκδικεί να προβλέψει τη μορφή του.
Παρά την αμφισημία της, λόγω του μηχανιστικού τρόπου με τον οποίο τη μεταχειρίζεται σε κάποια σημεία, η θέση του Μαρξ για την αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό επίπεδο, έχει ιδιαίτερη σημασία για έναν άλλο λόγο: γιατί μας δίνει ένα αναλυτικό εργαλείο για να κατανοήσουμε τις διάφορες μορφές που παίρνει το αστικό κράτος μετά την Γαλλική Επανάσταση. Να κατανοήσουμε δηλαδή ότι ο χαρακτηρισμός του ως αστικού κράτους δεν συνίσταται απαραίτητα στην εξωτερική μορφή της εξουσίας ή της διοίκησης του κρατικού μηχανισμού, αλλά στην τάξη της οποίας τα συμφέροντα εκπροσωπεί. Με την έννοια αυτή, μπορεί να γίνει κατανοητό το τι σήμανε η παραμονή του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στη θέση του αρχηγού αυτού του νέου κράτους μέχρι τον Αύγουστο του 1792 ή τι σήμανε πολύ περισσότερο η ισορροπία που επιτεύχθηκε στην αγγλική περίπτωση ανάμεσα στις δύο τάξεις που ανταγωνίζονταν για την πολιτική εξουσία (της αστικής και των ευγενών), ανταγωνισμός που κατέληξε στην αστική κυριαρχία, κάτω από ένα διαφορετικό όμως θεσμικό πλαίσιο, στο οποίο η βασιλεία παρέμεινε τυπική εγγυήτρια δύναμη των (υποτελών βέβαια πλέον) συμφερόντων των ευγενών.
Αντίστοιχα, η μαρξική ανάλυση μπορεί να διαλύσει τις αυταπάτες του υποτιθέμενα αναγκαίου κοινοβουλευτισμού που συνοδεύει την ανάδυση της αστικής τάξης στην πολιτική εξουσία. Οι ιστορικές περιγραφές του Μαρξ, π.χ. στο έργο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, απορρίπτουν αυτή την προσσέγιση όταν υποστηρίζουν ότι η Δυναστεία της Ορλεάνης που προέκυψε από την πτώση της Δυναστείας των Βουρβόνων τον Ιούλη του 1830 και παρά το γεγονός ότι ούτε τότε θεσπίστηκε το γενικό εκλογικό δικαίωμα για το οποίο εξεγείρονταν οι μάζες απέναντι στον πρώην βασιλιά, εκπροσωπούσε το τραπεζικό κεφάλαιο (τον κύριο Λαφίτ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μαρξ).
Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις αναδεικνύουν ότι για τη μαρξική ανάλυση, το κράτος που προέκυψε από την Γαλλική Επανάσταση ήταν αστικό κράτος, ήταν δηλαδή το κράτος που εγκαθίδρυσε και συγκρότησε έκτοτε την αστική πολιτική κυριαρχία, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό ότι η συγκρότησή του είχε ολοκληρωθεί αυτοστιγμεί, ότι δηλαδή η Γαλλική Επανάσταση ήρθε να εκτοπίσει από την εξουσία τους ευγενείς και να εγκαταστήσει έναν «έτοιμο» μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Αντίθετα, από το σύνολο του μαρξικού έργου συνάγεται εύκολα ότι αυτή η διαδικασία συγκρότησης του αστικού κράτους που εκκινεί με την Γαλλική Επανάσταση περνά από πολλές φάσεις, η έκβαση κάθε μιας από τις οποίες είναι το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού ανάμεσα στις διαφορετικές αστικές μερίδες, αλλά και ανάμεσα στην αστική τάξη και τις ανταγωνίστριές της τάξεις. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο, ο Μαρξ εντάσσει σε αυτές κυρίως την τάξη των ευγενών και όχι το προλεταριάτο, εντάσσει δηλαδή κυρίως την τάξη της οποίας την εξουσία μόλις εκτόπισε η αστική τάξη με τους συμμάχους της και όχι αυτήν που θα περιμέναμε να φοβάται, λόγω της ανάδυσής της ως κοινωνικής δύναμης τα επόμενα χρόνια.
Τίθεται εδώ ένα ακόμη θεωρητικό ερώτημα: τι θεωρεί ο ίδιος αστικό κράτος, πού δηλαδή ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή που βλέπει να εκκινεί με τη Γαλλική Επανάσταση, και της οποίας μελετά τις διαφορετικές φάσεις συγκρότησης, φωτίζοντας κάθε φορά τα κοινωνικά συμφέροντα που συνιστά η κυριαρχία της μιας ή της άλλης μερίδας της αστικής τάξης; Το ερώτημα αυτό προκύπτει αβίαστα αν ακολουθήσει κανείς τη συλλογιστική του Μαρξ σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη της οικονομικής κυριαρχίας της αστικής τάξης σηματοδοτεί και την ανάπτυξη της πολιτικής της κυριαρχίας και άρα το βάθεμα της αστικής κρατικής εξουσίας. Η έλλειψη μιας συστηματικής μελέτης από τον Μαρξ του ερωτήματος του αστικού κράτους, πέρα από μια ιστορική μελέτη ή κάποιες πολιτικές εκτιμήσεις με αναφορά στη Γαλλική Επανάσταση, δεν μας δίνουν τη δυνατότητα να απαντήσουμε στο ερώτημα, παρά με το τίμημα μιας ιδιαίτερης «μαρξιστικής» προσέγγισης.
Η δική μας απάντηση είναι ότι το αστικό κράτος δεν αποτελεί μοντέλο για εκπροσώπηση μιας προκαθορισμένης γεωμετρίας κοινωνικών δυνάμεων και δη αστικών. Είναι το συγκεκριμένο αποτέλεσμα των πολιτικών και οικονομικών ανταγωνισμών ανάμεσα στις μερίδες της αστικής τάξης, αλλά κυρίως ο «οργανωτής» της ταξικής κυριαρχίας (είτε με την έννοια της ηγεμονίας, είτε με αυτήν της καταστολής), της αστικής τάξης απέναντι στα υποτελή κοινωνικά στρώματα, με επίκεντρο την εργατική τάξη. Με την έννοια αυτή δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Γαλλική Επανάσταση «στόχευε» στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου τύπου κράτους, αλλά ότι αποτέλεσε αποφασιστική καμπή για την πολιτική κυριαρχία των αστικών συμφερόντων, ένα δηλαδή καθοριστικό σημείο της ταξικής πάλης, που τροποποίησε ραγδαία τους όρους διεξαγωγής του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η διατήρηση και η μορφή αυτής της κυριαρχίας, αλλά και η ηγεμονία της εκάστοτε μερίδας στο εσωτερικό της κρατικής εξουσίας αποτέλεσαν πάντα συγκεκριμένο αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων και καθορίστηκαν σε τελική ανάλυση από το συμφέρον διατήρησης αυτής της κυριαρχίας για την αστική τάξη.
4.3. Η κοινωνική συμμαχία της Γαλλικής Επανάστασης: αστική και εργατική τάξη
Ο Μαρξ δεν θεωρεί ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν αποτέλεσμα της αποκλειστικής επαναστατικής δράσης της αστικής τάξης. Αντίθετα, θεωρεί ότι την Επανάσταση διεξήγαγε, για να το πούμε με σύγχρονους όρους, μια κοινωνική συμμαχία υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης. Αυτή η συμμαχία εκτός από τις διάφορες μερίδες της αστικής τάξης συμπεριελάμβανε τα αγροτικά στρώματα της υπαίθρου, όσο και τα εργατικά στρώματα της μανιφακτούρας της πόλης, αλλά και πληβειακά στρώματα ανέργων, άπορων και ζητιάνων των πόλεων. Ο Μαρξ εξετάζει την σχέση ανάμεσα στην αστική τάξη και τις υπόλοιπες τάξεις που συμμετείχαν την επανάσταση. Γράφει στο άρθρο του με τίτλο Η αστική τάξη και η αντεπανάσταση που δημοσιεύτηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1848 στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου:
«Η γαλλική (αστική τάξη) του 1789 [...] αντιπροσώπευε ολόκληρη τη σύγχρονη κοινωνία απέναντι στους εκπροσώπους της παλιάς κοινωνίας, τη βασιλεία και τους ευγενείς» (όπ.π.: 25).
Για τον Μαρξ, η αστική τάξη ηγήθηκε του επαναστατικού αγώνα, δεν «σπρώχτηκε» σε αυτόν από τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα της κοινωνίας, όπως για παράδειγμα εκτιμά ότι συνέβη στην πρωσική περίπτωση (όπ.π.: 24). Στη Γαλλία, η αστική τάξη ήταν επαναστατική τάξη καθεαυτή, πρωτοπόρα στην επαναστατική δράση, η οποία άλλωστε θα εξασφάλιζε και τα πολιτικά και οικονομικά της συμφέροντα. Ο Μαρξ όμως δεν μένει εκεί: θεωρεί ότι η δράση των επαναστατημένων μαζών κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και έπειτα, και άρα η επαναστατική δράση των διάφορων άλλων κοινωνικών τάξεων, ήταν αντικειμενικά δράση υπέρ των συμφερόντων της αστικής τάξης, ήταν δράση που βοήθησε την αστική τάξη να νικήσει τους παλιούς ταξικούς της αντιπάλους.
Ο Μαρξ στηρίζει την άποψή του αυτή σε δύο σημεία: πρώτον, στην ιστορική του αντίληψη σύμφωνα με την οποία η αστική τάξη ήταν εκείνη την στιγμή όχι απλώς επαναστατική τάξη, αλλά υποκείμενο μιας ιστορικής διαδικασίας, την οποία η ίδια προχωρούσε προς την πρόοδο. Αυτή η αντίληψη της ιστορίας που βρίσκεται στον Μαρξ σε αμφίρροπη σχέση με μια αντίληψη «ανοιχτής» ιστορικής διαλεκτικής και κωδικοποιείται κυρίως από τον Ένγκελς, κάνει δειλά την εμφάνισή της σε όψεις της ανάλυσης του Μαρξ και εδώ. Στο φόντο των παραπάνω, ο Μαρξ, αποδίδει στη Γαλλική Επανάσταση τον ρόλο μιας ιστορικών διαστάσεων επανάστασης, όμως σε αυτό θα επεκταθούμε παρακάτω.
Το δεύτερο σημείο είναι η αντίληψη του Μαρξ ότι οι άλλες τάξεις και ιδιαίτερα το προλεταριάτο, το οποίο σε αυτή την υφέρπουσα, κάπως τελεολογική, ιστορική διαλεκτική του, αναμένει να αναλάβει τα πρωτεία της επαναστατικής δύναμης που θα περάσει την επανάσταση στη νέα της φάση, δεν είναι ακόμη συγκροτημένο. Το απόσπασμα που χρησιμοποιήσαμε είναι χαρακτηριστικό. Ο Μαρξ προσφεύγει στη γνωστή ανάλυση για την τάξη δι’ εαυτήν. Σύμφωνα με τον Μαρξ, ιδιαίτερα πριν το Κεφάλαιο, κάθε τάξη ανάγεται σε τέτοια μόνο όταν συγκροτηθεί η συνείδησή της ως τάξης, όταν αντιληφθεί τα ιδιαίτερα υλικά της συμφέροντα. Οι τάξεις αυτές λοιπόν, βοηθούν την αστική τάξη να νικήσει τους παλιούς της ταξικούς αντιπάλους επειδή νέοι δεν υπάρχουν. Αυτές δεν έχουν ακόμη ανέλθει σε «τάξεις», δεν έχουν συγκροτηθεί συνειδητά για να διεκδικήσουν τα υλικά τους συμφέροντα, δεν έχουν άρα γίνει ακόμη αντίπαλοι της αστικής τάξης, γιατί σύμφωνα με αυτή την σχετικά πρώιμη μαρξική προβληματική δεν υπάρχουν ακόμη καν.
Συναντούμε το εγελιανό σχήμα της άρνησης της άρνησης που επιστρατεύεται για να ξεπεραστεί η προσωρινή παραδοξότητα της μη ύπαρξης ανταγωνίστριας τάξης για την αναδυόμενη αστική τάξη. Πρόκειται για την εμφάνιση ενός υλισμού της φιλοσοφικής ουσίας. Ο Μαρξ δεν θα εγκαταλείψει εύκολα αυτό το σχήμα, αλλά θα συνεχίσει να το μεταχειρίζεται όταν θα εκτιμά ότι στην επανάσταση του Ιούνη του 1848 που ακολούθησε την κοινή επανάσταση του Φλεβάρη του ίδιου έτους, η αστική τάξη έπνιξε στο αίμα την εργατική. Τότε, είναι η νίκη της αστικής τάξης απέναντι στην εργατική αυτή που θα καταστήσει ιστορικά την εργατική τάξη σε αντίπαλη τάξη για την αστική, είναι αυτή που θα δείξει ότι η τρίχρωμη σημαία δεν θα απελευθερωθεί αν δεν βαφτεί κόκκινη.
Παρά την αμφίσημη φιλοσοφική και αναλυτική χρήση αυτού του σχήματος όμως, τα πρακτικά του πορίσματά του δεν λαθεύουν. Αν αφήσουμε κατά μέρος την ακατέργαστη αυτή μη-μαρξιστική αντίληψη για τις τάξεις, και θεωρήσουμε ότι οι τάξεις υφίστανται αντικειμενικά μέσα στην κοινωνική δομή και λαμβάνουν μέρος στον ταξικό ανταγωνισμό ακόμη και χωρίς να το συνειδητοποιούν και πάλι θα φτάσουμε στο συμπέρασμα, ότι η ταξική αντίθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη δεν ήταν ανεπτυγμένη, ώστε να προκύψει νωρίτερα επαναστατική πάλη της δεύτερης απέναντι στην πρώτη. Άλλωστε, η εργατική τάξη δεν βρίσκεται συγκροτημένη ακόμη σε δικούς της θεσμούς, δεν αναπτύσσει ακόμη την δική της ιδιαίτερη ταξική συνείδηση, δεν στοχάζεται, παρά μόνο ανακλαστικά και εν σπέρματι ένα δικό της ιδιαίτερο κοσμοείδωλο, μια κοινωνία που να οργανώνεται σύμφωνα με τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Με την έννοια αυτή, η εργατική τάξη βρίσκεται αντικειμενικά «στο άρμα» της αστικής τάξης η οποία καθοδηγεί την επαναστατική διαδικασία. Και με δεδομένο ότι απουσιάζουν οι δικές της ιδιαίτερες οργανωμένες πολιτικές στοχεύσεις, ο Μαρξ έχει δίκιο όταν συμπεραίνει ότι η δράση των επαναστατημένων εργατικών μαζών δεν ήταν «παρά ο πληβειακός τρόπος για να τελειώνει η αστική τάξη με τους εχθρούς της». Η εργατική τάξη συγκροτεί τότε μια ιδιαίτερη δική της μορφή, που δεν εξυπηρετεί όμως ένα ιδιαίτερο δικό της στόχο, παρά εν μέρει.
Ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί το σχήμα αυτό μόνο για το προλεταριάτο. Αναφέρεται επίσης και σε «μερίδες του αστισμού που δεν ανήκαν ακόμη στην αστική τάξη είτε δεν είχαν συγκροτηθεί ακόμη ξεχωριστά από την αστική τάξη είτε δεν είχαν σχηματίσει ακόμη τάξεις ή αυτόνομα τμήματα τάξεων». Η ανάλυσή του αυτή επεκτείνεται ακόμη και στα ίδια τα τμήματα της αστικής τάξης, υπονοώντας ενδεχομένως ότι το σύνολο της αστικής τάξης δεν είχε αναχθεί σε τέτοια κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης ή ακόμη περισσότερο ότι στην αστική τάξη βρίσκονταν προσαρτημένα τμήματα της κοινωνίας που μετεξελίχτηκαν σε μικροαστικά ή άλλα. Και πάλι, αν μείνουμε στο γράμμα ίσως χάσουμε την ουσία. Και η ουσία της διατύπωσης αφορά δύο ζητήματα: αφ’ ενός ότι μερίδες της αστικής τάξης έπαιξαν πρωτοπόρο ρόλο στην επανάσταση, ότι αυτή δεν είχε ενιαία στάση και αφ’ ετέρου ότι η ανάδυση της αστικής τάξης φέρει μαζί της και τη δημιουργία μεσοστρωμάτων που αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα αυτής. Ο Μαρξ, που συνηθίζει να εκκινεί από την εξωτερική μορφή των πραγμάτων και να αναζητά έπειτα την βαθύτερη «ουσία» τους, ορίζει όλα αυτά κάτω από το όνομα αστική τάξη ή αστισμός, όπως την μεταφέρουν οι μεταφραστές.
4.4. Η ιδιαίτερη σημασία της αγροτιάς
Από την άλλη πλευρά, η ανάλυση του Μαρξ για τις αγροτικές μάζες έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αναγνωρίζει την τεράστια σημασία της συμμετοχής τους στην επανάσταση και μελετά την στάση της γαλλικής αστικής τάξης απέναντί τους, δίνοντας μερικές πολύ δυνατές διατυπώσεις για την «πολιτική συμμαχιών» της. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι εξετάζει το ζήτημα της αγροτιάς όταν αντιπαραβάλλει τη γαλλική επαναστατική εμπειρία με επαναστατικές διεργασίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αναδεικνύοντάς το σε ειδοποιό διαφορά της γαλλικής περίπτωσης. Στην ιδιαίτερη «μεταχείριση» της αγροτιάς από την αστική τάξη εντοπίζει ένα από τα βασικά «μυστικά» της επιτυχίας και της μοναδικότητας της Γαλλικής Επανάστασης. Σε άρθρο του στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Το σχέδιο νόμου για την κατάργηση των φεουδαρχικών βαρών στις 30 Ιουνίου του 1848, ο Μαρξ εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η αστική τάξη το 1789 σύναψε συμμαχία με τα γεωργικά στρώματα εκπροσωπώντας και τα δικά τους συμφέροντα:
«Η γαλλική αστική τάξη του 1789 δεν εγκατέλειψε ούτε λεπτό τους συμμάχους της τους γεωργούς. Ήξερε ότι θεμέλιο της κυριαρχίας της ήταν η συντριβή της φεουδαρχίας στην ύπαιθρο, η δημιουργία της ελεύθερης γεωργικής τάξης ιδιοκτητών γης. Η γερμανική αστική τάξη του 1848 προδίδει χωρίς καμία ντροπή αυτούς τους γεωργούς που είναι οι πιο φυσικοί της σύμμαχοι, σάρκα από τη σάρκα της και χωρίς τους οποίους είναι ανίσχυρη απέναντι στους ευγενείς» (όπ.π.: 44).
Για τον Μαρξ, η νίκη της αστικής τάξης επί της φεουδαρχίας πέρναγε μέσα από την αλλαγή στην ύπαιθρο, από την κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας και το σπάσιμο του κλήρου σε μικρά τμήματα αποδίδοντάς το σε ελεύθερους γεωργούς που χωρίς την προσωπική τους εξάρτηση από τους ευγενείς και τους φεουδάρχες θα καλλιεργούσαν την γη για δικό τους όφελος. Το άμεσο ταξικό συμφέρον και των δύο αυτών κοινωνικών στρωμάτων ήταν κοινό, σε κάθε περίπτωση όμως το στρατηγικό ταξικό συμφέρον της αστικής τάξης ήταν αυτό που εξυπηρετούνταν τελικά αφού ούτε οι αγρότες είχαν εναλλακτικό κοσμοείδωλο, όπως αντίστοιχα αναλύσαμε για τους εργάτες. Η διαφορά μεταξύ των δύο, έγκειται στο ότι οι μεν εργάτες δεν το είχαν ακόμη αναπτύξει, ενώ οι δε αγρότες δεν μπορούσαν πρακτικά να αναπτύξουν ένα τέτοιο, καθώς αντιστοιχούσε σε στοιχεία της κοινωνίας που χάνονταν και σε ελευθερίες της κοινωνίας που αναδύονταν, δεν είχε αυτοτελές δικό τους περιεχόμενο. Όμως, η ένταξη των αγροτών στο γενικό συμφέρον της αστικής τάξης δεν σταματά εκεί. Η απόδοσή του κλήρου στους αγρότες, παρά την καθυστέρηση που σηματοδότησε για την καπιταλιστική συσσώρευση, εδραίωσε την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, διευρύνοντας την κοινωνική συμμαχία που αυτή εκπροσωπούσε, αλλά και την οικονομική της ισχύ συντρίβοντας την οικονομική δομή που σηματοδοτούσε την προηγούμενη οικονομική κυριαρχία.
Στην βιβλιοκριτική του στο βιβλίο του Guizot Pourquoi la révolution d’ Angleterre a-t-elle réussi? Discours sur l’histoire de la révolution d’Angleterre8 που δημοσιεύει στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνουτο 1850, ο Μαρξ επιχειρώντας να απαντήσει στην ανάλυση του Γκιζό για την αγγλική επανάσταση, αποτυπώνει αναλυτικά την σημασία των γεωργικών στρωμάτων για κάθε μία από τις δύο επαναστάσεις και την τροπή τους:
«Το μεγάλο αίνιγμα για τον κύριο Guizot, το οποίο μπορεί να λύσει μόνο μέσω της νοητικής ανωτερότητας των Άγγλων, το αίνιγμα του συντηρητικού χαρακτήρα της αγγλικής επανάστασης, είναι η διαρκής συμμαχία που έχει συνάψει η αστική τάξη με το μεγαλύτερο μέρος των μεγαλογαιοκτημόνων, μια συμμαχία που διαφοροποιεί ουσιωδώς την αγγλική επανάσταση από τη γαλλική, η οποία εξουδετέρωσε τη μεγάλη γαιοκτησία κατακερματίζοντάς την. Αυτή η τάξη μεγαλογαιοκτημόνων, που σημειωτέον, είχε δημιουργηθεί από τον Ερρίκου Ζ’, είχε συνδεθεί με την αστική τάξη και δεν βρισκόταν, όπως η γαλλική φεουδαρχική γαιοκτησία του 1789, σε αντίφαση αλλά αντίθετα σε απόλυτη αρμονία με τις συνθήκες ζωής της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, η γαιοκτησία τους δεν αποτελούσε φεουδαρχική αλλά αστική ιδιοκτησία. Αφ’ ενός παρείχαν στη βιομηχανική αστική τάξη τον πληθυσμό που ήταν απαραίτητος για τη λειτουργία της μανιφακτούρας και, αφ’ ετέρου, ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν στη γεωργία εκείνη την ανάπτυξη που αντιστοιχούσε στο επίπεδο της βιομηχανίας και του εμπορίου. Εξ ου και τα κοινά τους συμφέροντα με την αστική τάξη και η συμμαχία τους μ’ αυτή» (όπ.π.: 66).
Στο πλαίσιο αυτό, η διαφοροποίηση τα επόμενα χρόνια, και ιδιαίτερα μετά τον Ιούλη του 1830, της στάσης της γαλλικής αστικής τάξης απέναντι στα στρώματα της υπαίθρου, σηματοδοτεί για τον Μαρξ και έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η αστική τάξη παύει να αποτελεί ηγεμονική δύναμη και να συνέχει υπό την καθοδήγησή της μια πλατύτερη κοινωνική συμμαχία. Είναι το σημείο στο οποίο ο Μαρξ εντοπίζει ότι η αστική τάξη, παύει πια να είναι επαναστατικήτάξη και πλέον επιχειρεί να διασώσει και να αναπτύξει την εξουσία της απέναντι στα στρώματα με τα οποία πριν συμμαχούσε, την αγροτιά και την εργατική τάξη. Στο έργο του Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, γράφει:
«Ενώ η επανάσταση του 1789 άρχισε απελευθερώνοντας τους γεωργούς από τα φεουδαρχικά βάρη, η επανάσταση του 1848 για να μην θέσει σε κίνδυνο το κεφάλαιο και να διατηρήσει σε λειτουργία την κρατική μηχανή του, αναγγέλθηκε με την επιβολή ενός νέου φόρου στον αγροτικό πληθυσμό. [...] Αντιλαμβάνεται κανείς τη θέση των Γάλλων γεωργών όταν η δημοκρατία προσέθεσε στα παλιά τους βάρη και νέα. Βλέπει κανείς ότι η εκμετάλλευση τους διαφέρει μόνο κατά τη μορφή από την εκμετάλλευση του βιομηχανικού προλεταριάτου. Ο εκμεταλλευτής είναι ο ίδιος: το κεφάλαιο. Οι μεμονωμένοι καπιταλιστές εκμεταλλεύονται τους μεμονωμένους γεωργούς με την υποθήκη και την τοκογλυφία, η τάξη των καπιταλιστών εκμεταλλεύεται την τάξη των γεωργών μέσω της κρατικής φορολογίας. Ο τίτλος ιδιοκτησίας είναι για τους γεωργούς το φυλακτό με το οποίο τους μάγευε μέχρι τώρα το κεφάλαιο, η πρόφαση με την οποία τους έκανε να ξεσηκωθούν ενάντια στο βιομηχανικό προλεταριάτο» (όπ.π.: 28).
Την ίδια στιγμή που η αστική τάξη διασπά την συμμαχία της με τα αγροτικά στρώματα προς όφελος της οικονομικής αρωγής του κράτους προς τις τράπεζες, την ίδια στιγμή σπρώχνει την αγροτιά στην αγκαλιά της νέας επαναστατικής δύναμης που ξεπροβάλει τον Ιούνη του 1848, του προλεταριάτου. Ενώ μέχρι πρότινος, στις εξεγέρσεις του παρισινού προλεταριάτου, οι Γάλλοι της υπαίθρου έβλεπαν μια δυνάμει διασάλευση των συμφερόντων τους, τώρα η αστική τάξη αποκαλύπτει το αληθινό της πρόσωπο και τον κοινό εχθρό που έχουν τόσο το προλεταριάτο όσο και η αγροτιά: το κεφάλαιο, για την αύξηση της συσσώρευσης του οποίου είναι απαραίτητη η σκληρότερη εκμετάλλευση τόσο του προλεταριάτου όσο και της αγροτιάς, του πρώτου με την υπεραξία και της δεύτερης με τους φόρους. Η αγροτιά θα παίξει για τον Μαρξ και στο μέλλον σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της επαναστατικής πάλης του λαού, αυτή τη φορά απέναντι στο κεφάλαιο.
5. Η ιστορική σημασία της Γαλλικής Επανάστασης για τον Μαρξ
5.1. Η διάνοιξη μιας νέας εποχής
Παρά τις επιμέρους αναλύσεις για τα στοιχεία που την συνέθεσαν και την σημασία τους, η πιο σημαντική πλευρά της Γαλλικής Επανάστασης για τον Μαρξ, είναι η ιστορική της σημασία. Γι’ αυτόν, η Γαλλική Επανάσταση του 1789, όπως και η Μεγάλη Ανταρσία του 1648 στην Αγγλία, δεν ήταν απλές επαναστάσεις σε μια χώρα, ήταν η λοκομοτίβα ενός σιδηροδρόμου με κατεύθυνση το μέλλον. Στο ίδιο άρθρο με τίτλο Η αστική τάξη και η αντεπανάσταση, που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, γράφει:
«Οι επαναστάσεις του 1648 και 1789 δεν ήταν αγγλικές και γαλλικές επαναστάσεις, ήταν επαναστάσεις ευρωπαϊκού τύπου. Δεν ήταν η νίκη μιας συγκεκριμένης τάξης της κοινωνίας πάνω στην παλιά πολιτική τάξη πραγμάτων, ήταν η διακήρυξη της πολιτικής τάξης πραγμάτων για τη νέα ευρωπαϊκή κοινωνία. Σ’ αυτές τις επαναστάσεις νίκησε η αστική τάξη, αλλά η νίκη της αστικής τάξης ήταν τότε η νίκη μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, η νίκη της αστικής ιδιοκτησίας πάνω στη φεουδαρχική, της εθνικότητας πάνω στον τοπικισμό, του ανταγωνισμού πάνω στη συντεχνία, της διανομής πάνω στα πρωτοτόκια, της κυριαρχίας του ιδιοκτήτη γης πάνω στην κυριάρχηση του ιδιοκτήτη από τη γη, του διαφωτισμού πάνω στη δεισιδαιμονία, της οικογένειας πάνω στο οικογενειακό όνομα, της βιομηχανίας πάνω στην ηρωική τεμπελιά, του αστικού δικαίου πάνω στα μεσαιωνικά προνόμια. Η επανάσταση του 1648 ήταν η νίκη του 17ου αιώνα πάνω στον 16ο αιώνα, η επανάσταση του 1789 η νίκη του 18ου αιώνα πάνω στον 17ο αιώνα. Αυτές οι επαναστάσεις εξέφρασαν περισσότερο τις ανάγκες του τότε κόσμου παρά τις ανάγκες των τμημάτων του κόσμου στα οποία συνέβησαν, την Αγγλία και τη Γαλλία» (όπ.π.: 23-24).
Ο Μαρξ δεν περιορίζει τη σημασία της Γαλλικής Επανάστασης στη Γαλλία, όπως και της αγγλικής στην Αγγλία. Πρόκειται για επαναστάσεις που διανοίγουν την πόρτα για μια νέα φάση της ανθρώπινης ιστορίας, συμβαίνουν όταν όλος ο κόσμος βρίσκεται κάτω από την πολιτική κυριαρχία των φεουδαρχικών σχέσεων, την ίδια στιγμή που οικονομικά το εμπόριο και η βιομηχανία έχουν καταφέρει να τις υπερκεράσουν. Παρά την εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων και την ηγεμονία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ακόμη και πριν την ανάδυση του εργοστασίου, οι αστικές σχέσεις δεν έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν την καθημερινή ζωή του συνόλου των κοινωνικών στρωμάτων κάτω από την κυριαρχία των δικών τους συμφερόντων. Και οι πρώτες χώρες που διανοίγουν την δυνατότητα αυτή, να οργανωθεί η κοινωνική δομή κάτω από τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι η Αγγλία και η Γαλλία. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει απλώς την ηγεμονία των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στο οικονομικό επίπεδο. Σημαίνει την σύνολη οργάνωση του κόσμου βάσει του καπιταλιστικού συμφέροντος. Με την έννοια αυτή, η Γαλλική Επανάσταση είναι ιστορικής σημασίας. Πολύ περισσότερο που για τον Μαρξ ιδιαίτερα η γαλλική περίπτωση, σηματοδοτεί και μια εμφατική νίκη της αστικής τάξης πάνω στο «παλαιό καθεστώς», σηματοδοτεί την ουσιωδώς επαναστατική δίοδο προς αυτή τη νέα εποχή.
Για να εξηγήσει τον ιστορικό χαρακτήρα που αποδίδει τη Γαλλική Επανάσταση, ο Μαρξ τη συγκρίνει με την επαναστατική δυναμική του Μάρτη του 1848 στην Πρωσία. Δείχνει αναλυτικά σε τι έγκειται για τον ίδιο η ιστορικότητα της Γαλλικής Επανάστασης. Στη Γαλλία του 1789 η αστική τάξη πάλεψε μαζί με τον λαό για να κερδίσει αυτά που η πρωσική επανάσταση του Μάρτη του 1848 δεν έθεσε καν στο τραπέζι. Η διαφορά δεν είναι χρονολογική, αλλά ουσιαστική: αφορά την πρωτοπορία της γαλλικής αστικής τάξης ανάμεσα σε όλες τις αστικές τάξεις της Ευρώπης να ανοίξουν την πόρτα σε μια κοινωνία του μέλλοντος, που θα έσπαγε τις εξαρτήσεις από τα προνόμια του παρελθόντος και του παρόντος. Σε αντίθεση με αλλού, η αστική τάξη ήταν η ίδια πολιτική πρωτοπορία του λαού, δεν σπρώχτηκε από αυτόν σε μια εξέγερση που δεν επεδίωκε, αλλά αντίθετα, εκπροσώπησε τα συμφέροντα και του λαού, ο οποίος κάτω από την καθοδήγησή της ξέφυγε από τα φεουδαρχικά δεσμά. Και αυτή της η στάση σήμανε την οριστική της ρήξη με τον βασιλιά και τους ευγενείς, τους εκπροσώπους του «παλιού καθεστώτος», σε αντίθεση με την συντηρητική αντιμετώπιση της πρωσικής, ή και της αγγλικής αστικής τάξης, που σύναψαν συμμαχία με τους φεουδάρχες. Το γαλλικό κράτος, ήταν έτσι το πρώτο κράτος που θα μπορούσε να οικοδομηθεί για τον Μαρξ ως «υπόδειγμα» αστικού κράτους, όχι με την έννοια μιας θεωρητικής οικοδόμησης, ή ενός μοντέλου, αλλά με την έννοια μιας οικοδόμησης απαλλαγμένης από τα δεσμά του παρελθόντος.
5.2. Το νήμα της Γαλλικής Επανάστασης: οι επαναστάσεις του 1830 και του 1848
Η ιστορικότητα της Γαλλικής Επανάστασης δεν αφορά αποκλειστικά την σημασία της εκείνη την στιγμή ή απλώς τον χαρακτήρα της ως αστικής επανάστασης. Πολύ περισσότερο αφορά το παράθυρο που ανοίγει στο μέλλον, τα νήματα που αφήνει να εκκρεμούν, την δυναμική που εγκαινιάζει. Και από αυτή την οπτική, ο Μαρξ δεν θα υποχωρήσει ποτέ. Η μελέτη των λεγόμενων «ιστορικών» του έργων, αποτυπώνει γλαφυρά ότι η εξέταση των γεγονότων που συγκλονίζουν τη γαλλική ιστορία όλο το 19ο αιώνα, της επαναστατικής δυναμικής του 1830, της Επανάστασης του 1848, αλλά ακόμη και της Κομμούνας του Παρισιού του 1871, γίνεται με το ένα μάτι στραμμένο στην διαρκή επανεξέταση των νημάτων που εκτείνονται ως εκεί από το 1789.
Με την έννοια αυτή, η Γαλλική Επανάσταση επιστρέφει διαρκώς στο έργο του Μαρξ, κατά την εξέταση του 19ου αιώνα, ως απαρχή, πρότυπο, παράδειγμα, δυναμική. Ο Μαρξ αποφαίνεται ότι η πρώτη φάση της περιόδου αυτής, η φάση που η αστική τάξη βρίσκεται στην ηγεσία του επαναστατικού αγώνα ως μια πραγματικά επαναστατική τάξη της οποίας τα άμεσα συμφέροντα είναι ταυτόχρονα και άμεσα συμφέροντα των υπόλοιπων καταπιεσμένων από το «παλαιό καθεστώς» τάξεων, ολοκληρώνεται το 1848.
Η Επανάσταση του Φλεβάρη του ’48, είναι για τον Μαρξ η τελευταία αυτής της τεράστιας αλληλουχίας επαναστάσεων από το 1789 και έπειτα, η οποία γίνεται με συγκεκαλυμμένη την αντίθεση μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης, της αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας. Η αστική τάξη, μαζί με τα εργατικά στρώματα του Παρισιού θα θέσουν τέρμα στην κυριαρχία της Δυναστείας της Ορλεάνης που κράτησε από το 1830, όταν πάλι η αστική τάξη κατάφερε να τεθεί επικεφαλής του επαναστατικού ξεσηκωμού ενάντια στην αυταρχική παλινορθωμένη Δυναστεία των Βουρβόνων, ξεσηκωμού που επιδίωκε τομές στην πολιτική διακυβέρνηση σε μια εποχή έντασης των κοινωνικών αντιθέσεων και ύφεσης. Τον Ιούλη του 1830, η αμφίρροπή αυτή συμμαχία υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, δεν θα διακυβευτεί. Η Δυναστεία της Ορλεάνης και του Λουδοβίκου Φίλιππου, θα φέρει ουσιαστικά στην ηγεσία του γαλλικού αστικού κράτους την πιο επιθετική μερίδα του γαλλικού κεφαλαίου, το τραπεζικό.
Τον Φλεβάρη του ‘48, η αστική τάξη θα βαδίσει πάλι από κοινού με τα υπόλοιπα στρώματα, εκπροσωπώντας αυτή τη φορά άλλες μερίδες του κεφαλαίου, το εμπορικό και το βιομηχανικό, απέναντι στην ασφυκτική εξουσία του χρηματικού κεφαλαίου. Αλλά, η πρωτοφανής και αυτοτελής δυναμική του παρισινού προλεταριάτου θα την θορυβήσει: μπροστά στον Ιούνη της ίδιας χρονιάς θα αντιμετωπίσει αποφασιστικά τόσο το προλεταριάτο όσο και τους υπόλοιπους μέχρι τότε συμμάχους της, σπάζοντας τόσο με οικονομικούς, όσο και με πολιτικούς όρους την άτυπη αυτή συμμαχία μαζί τους που κράτησε πάνω από 60 χρόνια. Είναι η περίοδος που η αστική τάξη επιχειρεί για τον Μαρξ να εδραιώσει την κυριαρχία της και αυτό απαιτεί την επέκταση της εκμετάλλευσης της απέναντι σε αυτές τις τάξεις σε βαθμό που πια θα ξεσκέπαζε τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Σε άρθρο του στη Νέα εφημερίδα του Ρήνου, στις 29 Ιούνη 1848, με τίτλο Η επανάσταση του Ιούνη,9 ο Μαρξ περιγράφει συγκλονιστικά την ιστορική απόσταση από τον Φλεβάρη στον Ιούνη του 1848:
«Η επανάσταση του Φλεβάρη ήταν ωραία επανάσταση, η επανάσταση γενικής συμπαθείας, γιατί οι αντιθέσεις που ξέσπασαν ενάντια στη βασιλεία λαγοκοιμούνταν αδελφωμένες δίπλα-δίπλα, χωρίς να έχουν αναπτυχθεί, γιατί ο κοινωνικός αγώνας που αποτελούσε το υπόβαθρό τους είχε αποκτήσει μόνο μια αέρινη ύπαρξη, μια ύπαρξη φραστική, λεκτική. Η επανάσταση του Ιούνη είναι άσχημη επανάσταση, η αποκρουστική επανάσταση, γιατί στη θέση των λέξεων μπήκαν τα πράγματα, γιατί η ίδια η δημοκρατία γύμνωσε το κεφάλι του θεριού ρίχνοντας κάτω το στέμμα που το προστάτευε και το έκρυβε. [...]
Καμιά από τις πολυάριθμες επαναστάσεις της γαλλικής αστικής τάξης από το 1789 και μετά δεν αποτελούσε επίθεση κατά της Τάξης, γιατί άφησαν άθικτη την ταξική κυριαρχία, άφησαν άθικτη τη σκλαβιά των εργατών, άφησαν άθικτη την αστική τάξη όσες φορές κι αν άλλαξαν την πολιτική μορφή αυτής της κυριαρχίας και αυτής της σκλαβιάς. Ο Ιούνης έθιξε αυτή την Τάξη. Αλίμονο στον Ιούνη!» (όπ.π.: 32-34)
Όμως, την ίδια ώρα που η αστική τάξη νικούσε το προλεταριάτο στην πρώτη ανοιχτή ταξική αναμέτρηση τους στην ιστορία, την ίδια στιγμή για τον Μαρξ ηττούνταν από αυτό. Το αναδείκνυε σε «τάξη», έσπαζε μια για πάντα τις αυταπάτες ότι μπορεί η αστική τάξη να εκπροσωπήσει τα συμφέροντά του, ενώ την ίδια στιγμή του προσέφερε απλόχερα του μέχρι τότε συμμάχους της, τα αγροτικά στρώματα:
«Οι εργάτες του Παρισιού συντρίφτηκαν από μια υπέρμετρη δύναμη, δεν υπέκυψαν σ’ αυτή. Χτυπήθηκαν, αλλά οι αντίπαλοί τους νικήθηκαν. Ο προσωρινός θρίαμβος της κτηνώδους βίας είχε ως τίμημα την εξαφάνιση όλων των πλάνων και φαντασιώσεων της επανάστασης του Φλεβάρη, τη διάλυση ολόκληρου του παλιού δημοκρατικού κόμματος, της διάσπαση του γαλλικού έθνους σε δύο έθνη, το έθνος των ιδιοκτητών και το έθνος των εργατών. Η τρίχρωμη δημοκρατία έχει πλέον μόνο ένα χρώμα, το χρώμα του χτυπημένου, το χρώμα του αίματος. Έγινε κόκκινη δημοκρατία» (όπ.π.: 31)
Σε αυτό θα επανέλθουμε.
5.3. Οι θεωρητικές συνέπειες
Το γεγονός ότι μόνο μετά την επανάσταση του 1848, ο Μαρξ θα θεωρήσει τελεσίδικα ότι η αστική τάξη παύει να είναι επαναστατική τάξη έχει μια άμεση θεωρητική συνέπεια: ότι η διαδικασία ανατροπής της προηγούμενης κυριαρχίας και διαμόρφωσης του κράτους που αντιστοιχούσε στην δική της πολιτική κυριαρχία δεν είχε ολοκληρωθεί. Διαφορετικά, η «επαναστατικότητα» της αστικής τάξης μπορούσε να έγκειται μόνο στην «μορφή» της πολιτικής σύγκρουσης που επέλεγε για να απαλλαγεί από τα υπολείμματα του παλιού καθεστώτος, στη ριζικότητα αυτής της σύγκρουσης.
Εδώ επανέρχεται το θεωρητικό ερώτημα: τι είναι για τον Μαρξ το αστικό κράτος, πότε ολοκληρώνεται η διαδικασία συγκρότησής του, και άρα από ποια στιγμή και μετά μπορούμε να πούμε ότι ο αντικειμενικός στόχος της αστικής τάξης να κατακτήσει την πολιτική εξουσία έχει ολοκληρωθεί; Μένοντας στο πνεύμα της μαρξικής ανάλυσης και με δεδομένα όσα έχουμε ήδη αναπτύξει προηγούμενα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι για τον Μαρξ η Γαλλική Επανάσταση σηματοδοτεί την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την αστική τάξη, μιας εξουσίας όμως που είναι ακόμη αδύναμη και που εγκαινιάζει έναν νέο ιστορικό κύκλο αντιπαράθεσης με το παλιό καθεστώς, στο οποίο η αστική τάξη, επιχειρεί να εδραιώσει αυτή την νεαρή πολιτική εξουσία. Η μαρξική θέση είναι ότι η αστική τάξη παρέμενε μέχρι το ’48 επαναστατική καθώς η διαδικασία διαμόρφωσης της πολιτικής της κυριαρχίας δεν είχε ακόμη εδραιωθεί. Μέχρι τότε, για την αστική τάξη το συμφέρον της είναι κοινό με αυτό του προλεταριάτου. Αυτό συμβαίνει γιατί το προλεταριάτο δεν διεκδικεί ακόμη την χειραφέτησή του από αυτήν, δεν εγκαινιάζει δηλαδή την ανοιχτή ταξική αντιπαράθεση μαζί της. Σε αυτό το φόντο, η αστική τάξη το συμπεριλαμβάνει ακόμη κάτω από ο μέτωπο του αγώνα της για να εδραιώσει την εξουσία της.
Σε κάθε περίπτωση, ο χαρακτηρισμός της αστικής τάξης ως επαναστατικής, ενέχει για τον Μαρξ άλλη μια σκοπιμότητα: την απόδοσή της ενός ιστορικού ρόλου, την τοποθέτησή της σε ένα σημείο μέσα στην ιστορία, στο οποίο της αποδίδει την ευθύνη να προχωρήσει μπροστά την ανθρώπινη ιστορία. Η αστική τάξη είναι εκείνη την στιγμή, η προοδευτική τάξη μέσα στην ιστορία, η τάξη που θα προχωρήσει μπροστά την ιστορική εξέλιξη και σε αυτό έγκειται η προσπάθειά του να αιτιολογήσει την μη ανάληψη πρωτοβουλίας από το προλεταριάτο, χρεώνοντάς του έλλειψη συγκρότησης. Για τον Μαρξ η επαναστατικότητα της τάξης δεν είναι εκείνη την στιγμή μόνο, ή κυρίως αντικειμενική, δεν παράγεται μόνο από τον ρόλο της μέσα στις παραγωγικές σχέσεις, αλλά αφορά και την αίσθηση της ιστορικής της «αποστολής», την επιδίωξη της να πετύχει έναν σκοπό που αντικειμενικά θα φέρει πιο κοντά τον ιστορικό ορίζοντα.
Αυτός ο ιστορικισμός είναι πολύ πιο έντονος στον Ένγκελς, ο οποίος επιχείρησε να συνοψίσει τα συμπεράσματα του Μαρξ, στον περίφημο Πρόλογό του του 1895, στους Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία, που έγινε και η αφορμή να έρθει σε ρήξη με την ηγεσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που δεν δημοσίευσε παρά επιλεγμένα αποσπάσματά του. Ο Ένγκελς επιχειρεί να τονίσει τα στοιχεία αυτά στην ανάλυση του Μαρξ και να αναγάγει σε κυρίαρχα. Αναζητά λοιπόν μια τυπολογία για να αποτυπώσει την ιστορική κίνηση όλων των μεγάλων επαναστάσεων:
«Κατά κανόνα, ύστερα από την πρώτη μεγάλη επιτυχία, διασπώταν η νικήτρια μειοψηφία:10 το ένα μέρος ήταν ικανοποιημένο με το αποτέλεσμα, το άλλο ήθελα να πάει ακόμα πιο πέρα, έβαζε νέες διεκδικήσεις που, εν μέρει τουλάχιστον, ήταν και προς το πραγματικό ή το φαινομενικό συμφέρον της μεγάλης μάζας του λαού. Και οι ριζοσπαστικές αυτές διεκδικήσεις επιβάλλονταν σε ξεχωριστές περιπτώσεις. Συνήθως όμως μόνο για μια στιγμή. Το πιο μετριοπαθές κόμμα αποχτούσε πάλι την υπεροχή, όσα είχαν κερδηθεί τελευταία χάνονταν και πάλι ολότελα ή εν μέρει. Οι νικημένοι φώναζαν τότε για προδοσία ή απόδιδαν την ήττα στην τύχη. Στην πραγματικότητα όμως το ζήτημα ήταν τούτο: οι κατακτήσεις της πρώτης νίκης εξασφαλίζονταν μονάχα με τη δεύτερη νίκη του πιο ριζοσπαστικού κόμματος. Μόλις κατορθωνόταν αυτό, και μαζί μ’ αυτό εκείνο που ήταν αναγκαίο για τη στιγμή, εξαφανίζονταν πάλι από τη σκηνή οι ριζοσπάστες και οι επιτυχίες τους. Όλες οι επαναστάσεις των νεότερων χρόνων αρχίζοντας από την μεγάλη αγγλική επανάσταση του 17ου αιώνα, παρουσίαζαν αυτά τα χαρακτηριστικά που φαίνονταν αχώριστα από κάθε επαναστατικό αγώνα. Και φαίνονταν ότι μπορούσαν να εφαρμοστούν και στον αγώνα του προλεταριάτου για τη χειραφετησή του» (Μαρξ 2000: 14-15).
Στο ίδιο φόντο, για τον Ένγκελς η οικονομική κρίση του ’47 αποτέλεσε απαραίτητη προϋπόθεση για τις επαναστάσεις του ’48, ενώ και η ήττα τους αποδίδεται από αυτόν κυρίως στην οικονομική ανάκαμψη του ’48-49.
Στη σκέψη του Μαρξ υπάρχει ένα ίχνος μηχανιστικού ντετερμινισμού, μια ανάγκη να εξηγήσει την ιστορική εξέλιξη με όρους επιστημονικά ορισμένων νομοτελειών. Γνώμη μας είναι όμως, ειδικά συγκρίνοντας τις μαρξικές διατυπώσεις με αυτές του Ένγκελς, ότι αυτός παραμένει, ιδιαίτερα στα ιστορικά του έργα σε μια αμφίρροπη διαλεκτική με μια λιγότερο ντετερμινιστική αντίληψη, με μια ανοιχτή ιστορική διαλεκτική που μελετά τα αποτελέσματα των ταξικών συγκρούσεων από το μηδέν, χωρίς να εφαρμόζει πάνω τους ένα μοντέλο που είναι έτοιμο από τα πριν και αφορά τις ανάγκες της θεωρίας ή μιας πολιτικής σκοπιμότητας.
5.4. Η πολιτική κληρονομιά
Η σημασία που αποδίδει ο Μαρξ στην εξέταση της ριζοσπαστικής φάσης της Γαλλικής Επανάστασης, ανοίγει άλλο ένα αιτούμενο για την ανάλυσή του αυτής: της στάση που κρατάει απέναντι στην πολιτική κληρονομιά των Ιακωβίνων και της περιόδου της «Τρομοκρατίας», το πως εκτιμά τα νήματα της περιόδου εκείνης. Χαρακτηριστικός είναι ο Λόγος του στην εκδήλωση των Βρυξελλών για τα δύο χρόνια από την κρακόβικη εξέγερση του 1846:
«Κύριοι, υπάρχουν στην ιστορία εντυπωσιακές αναλογίες. Ο γιακωβίνος του 1793 έγινε ο κομμουνιστής των ημερών μας. Όταν το 1793 η Ρωσία, η Αυστρία και η Πρωσία μοίρασαν μεταξύ τους την Πολωνία, αυτές οι τρεις δυνάμεις επικαλέστηκαν το σύνταγμα του 1791, το οποίο καταδίκασαν ομόθυμα για τις υποτιθέμενες γιακωβίνικες αρχές του.
Αλλά τι είχε διακηρύξει το πολωνικό σύνταγμα του 1791; Τίποτε διαφορετικό από τη συνταγματική μοναρχία: η νομοθετική εξουσία δινόταν στους αντιπροσώπους του τόπου, ελευθερία του Τύπου, ελευθερία της συνείδησης, δημοσιότητα των συνεδριάσεων των δικαστηρίων, κατάργηση της δουλοπαροικίας. Και αυτά χαρακτηρίζονταν τότε καθαρός γιακωβινισμός! Βλέπετε λοιπόν, κύριοι, ότι η ιστορία προχώρησε. Αυτό που ήταν τότε γιακωβινισμός έγινε σήμερα φιλελευθερισμός και μάλιστα στην πιο ήπια μορφή του.
Σε τι συνίσταται όμως ο κομμουνισμός της κρακόβικης επανάστασης; Ήταν κομμουνιστική γιατί ήθελε να ξαναδημιουργήσει την πολωνική εθνότητα; [...] Ή μήπως η κρακόβικη επανάσταση ήταν κομμουνιστική επειδή ήθελε να εγκαταστήσει μια δημοκρατική κυβέρνηση; Κανείς δεν θα κατηγορήσει τους εκατομμυριούχους της Βέρνης και της Νέας Υόρκης για κομμουνιστικές εμπνεύσεις.
Ο κομμουνισμός αρνείται την αναγκαιότητα της ύπαρξης των τάξεων. Θέλει να καταργήσει όλες τις τάξεις, όλες τις ταξικές διαφορές. Οι επαναστάτες της Κρακοβίας θέλησαν μόνο να εξαλείψουν τις πολιτικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις τάξεις. Θέλησαν να δώσουν στις διάφορες τάξεις ίσα δικαιώματα» (Μαρξ 1990: 45-46).
Εδώ ο Μαρξ επιχειρεί να τονίσει τις ιστορικές αναλογίες ανάμεσα στην Γαλλική Επανάσταση και την σύγχρονή του περίοδο εκείνη την στιγμή. Δεν έχει όμως καμία αυταπάτη για την διαφορετικότητα των σκοπών ανάμεσα στις κομμουνιστικές επιδιώξεις και αυτές του ριζοσπαστικού πολιτικού τμήματος της αστικής τάξης κατά την Γαλλική Επανάσταση. Κάθε μία από αυτές αποτελούν τις επαναστατικές πολιτικές επιδιώξεις της εποχής τους, δεν είναι ίδιες γιατί οι εποχές αυτές διαφέρουν μεταξύ τους.
Στο άρθρο του στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, με τίτλο Η «Reforme» του Παρισιού για την κατάσταση της Γαλλίας, στις 3 Νοεμβρίου 1848, ο Μαρξ αντιμετωπίζει τους «μικροαστούς σοσιαλιστές» της «Reforme» και παράλληλα μας δίνει το περίγραμμα της αντίληψής του για την πολιτική κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης εξήντα πια χρόνια μετά. Η Ιακωβίνικη ιδεολογία δεν επαρκεί πλέον για τις ανάγκες του 1848. Αυτό που το 1792 ήταν επαναστατικό, σήμερα δεν είναι παρά μια χίμαιρα, μια ουτοπία ή ακόμη χειρότερα μια συγκάλυψη των ταξικών αντιθέσεων που πλέον έχουν ξεσπάσει, ορίζοντας μια νέα τροπή για την επαναστατική πάλη. Πλέον, η αναζήτηση της δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας αστικής, χωρίς ταξικό πρόσημο ήταν για τον Μαρξ ξεπερασμένη και επικίνδυνη. Για άλλη μια φορά, τον λόγο έχει η διαφοροποίηση των κοινωνικών συνθηκών: η αστική τάξη του 1789 ήταν επαναστατική και μαζί της μπορούσε να φέρει όλα τα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας. Το 1848 η αστική τάξη δεν είναι πια επαναστατική, γιατί μια νέα τάξη έχει ξεπροβάλλει, το προλεταριάτο. Η αντίθεση ανάμεσά τους, που το 1789 δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί αφήνοντας την επαναστατική πρωτοπορία στους αστούς, σήμερα ήταν γεγονός και μάλιστα με τον πιο έντονο τρόπο, που ακόμη και οι κληρονόμοι της ιακωβίνικης πολιτικής ιδεολογίας αναγκάζονταν να το παραδεχτούν. Πλέον, ακόμη και τα αστικά οράματα της περιόδου εκείνης δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν παρά κάτω από την ηγεσία αυτής της νέας κοινωνικής τάξης.
6. Η Γαλλική Επανάσταση και η Κομμούνα του 1871
Ανάμεσα στο 1848 και την περίοδο μέχρι την Κομμούνα του 1871 υπάρχει για την μαρξική ανάλυση μια σημαντική διαφορά, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε. Πρόκειται για μια περίοδο όπου η ταξική αντιπαράθεση της αστικής τάξης και του προλεταριάτου έχει έρθει γυμνή, αδιαμεσολάβητη στο ιστορικό προσκήνιο. Δεν είμαστε πια στην περίοδο που η εργατική τάξη βρίσκονταν σύμμαχη με την αστική και κάτω από την ηγεμονία της. Ούτε πολύ περισσότερο είμαστε στην περίοδο όπου «η πραγματική τους αντίθεση δεν είχε αναπτυχθεί» (όπ.π.: 60). Τί σχέση μπορεί να έχει λοιπόν μια αστική επανάσταση με μια προλεταριακή επανάσταση αφού δεν αφορά την εξυπηρέτηση των ίδιων κοινωνικών συμφερόντων, αλλά ανταγωνιστικών; Ο Μαρξ δεν διαβαίνει ποτέ αυτή την διαχωριστική γραμμή, δεν αποδίδει δηλαδή την Κομμούνα ως γραμμική ιστορική συνέχεια της Γαλλικής Επανάστασης, βλέπει όμως την πολλαπλή συνεισφορά της τελευταίας και για την Κομμούνα.
Και αυτό κυρίως επειδή, με το τίμημα ενός ιστορικισμού στον οποίον αναφερθήκαμε, φλερτάρει διαρκώς με την εικόνα μιας ιστορικής εξέλιξης που αποτελεί απαρέγκλιτη διαδοχή σταδίων της κοινωνικής παραγωγής, τρόπων παραγωγής, από τα οποία θα πρέπει αναγκαστικά να περάσει κάθε κράτος. Σε αυτή την εικόνα, η προλεταριακή επανάσταση προϋποθέτει την αστική, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς η πρώτη να έχει ολοκληρωθεί, χωρίς η εργατική τάξη να πάρει τα σκήπτρα της επαναστατικότητας από την αστική οδηγώντας την ανθρώπινη εξέλιξη στο ανώτερο στάδιο που αυτή μπορεί να φτάσει. Στις 12 Απριλίου 1871, γράφει στον Κούγκελμαν:
«Αν ανατρέξεις στο τελευταίο κεφάλαιο της 18ης Μπρυμαίρ μου, θα βρεις ότι θεωρώ ως επόμενο εγχείρημα της γαλλικής επανάστασης όχι τη μεταφορά της γραφειοκρατικής-στρατιωτικής μηχανής από το ένα χέρι στο άλλο, όπως γινόταν μέχρι τώρα, αλλά την καταστροφή της. Αυτή είναι η προϋπόθεση για κάθε πραγματική λαϊκή επανάσταση στην ήπειρό μας. Αυτή είναι η προσπάθεια των ηρωικών συντρόφων μας του Παρισιού» (όπ.π.: 37).
Ο Μαρξ αναφέρει ρητά την ανάγκη της καταστροφής του αστικού κράτους από την εργατική τάξη ως προϋπόθεση για κάθε πραγματική λαϊκή επανάσταση. Όμως ταυτόχρονα, αναφέρει αυτό το βήμα ως επόμενο εγχείρημα της Γαλλικής Επανάστασης, σαν να αποτελεί με έναν τρόπο την ιστορική του συνέχεια. Εκεί εντοπίζει ο Μαρξ την ιστορική σύνθεση αυτών των δύο διαφορετικών στιγμών στην ιστορία του παρισινού προλεταριάτου: στην αναγκαία διαδοχή του ενός από το δεύτερο. Και μέσα σε αυτή την ιστορική διαλεκτική του Μαρξ, η αλληλουχία αυτών των στιγμών τις συνδέει. Δεν συνδέει ούτε συγχέει τους σκοπούς τους, αλλά τις κάνει κομμάτι της ενιαίας στο μυαλό του διαδικασίας ιστορικής εξέλιξης.
Αυτή η θεώρηση οδήγησε πολλές φορές στην αντίληψη ότι για τον Μαρξ η Γαλλική Επανάσταση ήταν απλώς μια «λαϊκή» επανάσταση στην οποία ώθησαν τα κατώτερα στρώματα την αστική τάξη, «πιέζοντάς» την, μέσα σε μια ασαφή αλληλουχία «λαϊκών» επαναστάσεων, ή πολύ περισσότερο, ότι αποτέλεσε υπόδειγμα μετάβασης στο αστικό κράτος, ένα αναγκαίο ιστορικό βήμα από το οποίο κάθε κοινωνία πρέπει να περάσει. Όμως στην χρησιμότητα και τα όρια, το αληθές και το ιδεολογικό, κατά την γνώμη μας, μιας τέτοιας αντίληψης θα αναφερθούμε παρακάτω.
Ο Μαρξ όμως δεν περιορίζει την εκτίμησή του για την συνεισφορά της Γαλλικής Επανάστασης μόνο στην ιστορική της αναγκαιότητα. Για την Παρισινή Κομμούνα, την πρώτη ιστορική προσπάθεια, όπως ο ίδιος εκτιμά, του προλεταριάτου να εγκαθιδρύσει την δική του ιδιαίτερη εξουσία -το προλεταριακό κράτος- αντιλαμβάνεται ότι η εμπειρία της Γαλλικής Επανάστασης θα είναι πολύτιμη. Και αυτό για δύο λόγους. Αφ’ ενός γιατί η Γαλλική Επανάσταση είχε ορίσει ως τότε ένα πρότυπο για την επαναστατική πάλη, πρότυπο που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μέχρι τον Ιούνη του ’48 και αφορούσε την δυναμική των «οδοφραγμάτων».
Ο Ένγκελς επισημαίνει στον Πρόλογό του 1895 στο ίδιο έργο του Μαρξ, ότι αυτό το πρότυπο είχε ξεπεραστεί ως αποκλειστική μορφή πάλης, κυρίως λόγω της αναγκαιότητας να πειστούν τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής να ακολουθήσουν το παράδειγμα του γερμανικού και να συμμετέχουν στις ελεύθερες εκλογές που συνόδευαν την κατοχύρωση του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ένοπλη ταξική αναμέτρηση παρέμενε μια μορφή που εγκαινιάστηκε στη Γαλλική Επανάσταση και έμελλε να χρησιμοποιηθεί και στην Παρισινή Κομμούνα. Και ήταν μάλλον αυτή η μορφή που προσιδίαζε στα θεωρητικά και πολιτικά καλέσματα του Μαρξ για την ανάγκη συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής.
Η Κομμούνα του Παρισιού, χρησιμοποίησε την εμπειρία της «επαναστατικής αρχής», όπως ο Μαρξ την χαρακτήρισε, της «Κομμούνας» του Παρισιού του 1792, της εξουσίας του Παρισινού Δήμου και των λαϊκών συνελεύσεών του στην σημασία των οποίων αναφερθήκαμε νωρίτερα. Για τον Μαρξ, η μελέτη της Γαλλικής Επανάστασης παρά την σπουδή του το 1843 για την Convention δεν είχε ιστοριογραφικό ενδιαφέρον. Η αναγκαία ιστοριογραφική προπαίδειά του, ιδιαίτερα στην ριζοσπαστική περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, έχει στο επίκεντρό της την εξέταση των λαϊκών θεσμών που προέκυψαν μετά την 10η Αυγούστου 1792. Για τον Μαρξ, η Κομμούνα του 1792 αποτελεί αναγκαίο πρότυπο στην μελέτη της Κομμούνας του 1871. Και αυτό γιατί στην συγκρότησή της δεύτερης, βλέπει τον δρόμο για την οικοδόμηση ενός προλεταριακού κράτους, ενός κράτους μη-κράτους όπως θα κωδικοποιήσει ο Προυντόν και θα αναπαράγει ο ίδιος με τον Ένγκελς: της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Για την επαναστατική πάλη του 1871, ο συνδυασμός της επαναστατικής δυναμικής που προέκυπτε με τον πιο ανοιχτό και δημοκρατικό τρόπο από κάθε περιοχή του Παρισιού, μπλέκοντας το σύνολο των εξεγερμένων μαζών στην διαμορφούμενη εξουσία, και της ένοπλης προστασίας των συμφερόντων και της θέλησης του παρισινού λαού απέναντι στις επιθέσεις της αστικής τάξης, μέσω του στρατού της και της εθνοφρουράς, έδωσαν ένα νέο επαναστατικό υπόδειγμα για τον αγώνα της εργατικής τάξης.
7. Μαρξ και Γκιζό: για τις αιτίες της αγγλικής επανάστασης
7.1. Το πλαίσιο της αντιπαράθεσης
Κατά την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας της Ορλεάνης, δυναστείας που ήρθε στην εξουσία μετά την επανάσταση του Ιούλη του 1830 και την ανατροπή της δυναστείας των Βουρβόνων, το κράτος εξυπηρετεί για τον Μαρξ τα συμφέροντα αμιγώς του τραπεζικού κεφαλαίου. Όπως αναπτύσσει αναλυτικά στο έργο του Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, οι υπόλοιπες αστικές μερίδες, η βιομηχανική και εμπορική αστική τάξη ένιωθαν να βρίσκονται εντελώς εκτός της νομής της αστικής εξουσίας. Ο μονάρχης Λουδοβίκος Φίλιππος είχε διορίσει πρωθυπουργό τον Francois Guizot, ο οποίος τηρούσε ιδιαίτερα σκληρή στάση απέναντι στη λαϊκή οργή και την καθολική απαίτηση για πολιτικές ελευθερίες, συνηθίζοντας να απαντά: «πλουτίστε για να γίνετε εκλογείς» (Μαρξ 2000: 42). Απέναντι στη μεγάλη εξέγερση του γαλλικού λαού, στην οποία έλαβαν μέρος και τα υποτελή τμήματα της αστικής τάξης, ο μονάρχης παύει στις 23 Φεβρουαρίου 1848 την κυβέρνηση του Guizot, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την λαϊκή οργή. Μάταια όμως. Στις 24 Φεβρουαρίου αυτή παρασέρνει τη δυναστεία της Ορλεάνης, η οποία παραδίδει την εξουσία σε μια Προσωρινή Κυβέρνηση. Στις 25 Φεβρουαρίου, το παρισινό προλεταριάτο επιβάλλει στην Προσωρινή Κυβέρνηση, πλειοψηφία στην οποία είχαν οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, την ανακήρυξη της Γαλλικής Δημοκρατίας. Οι δρόμοι του Παρισιού αντηχούν παντού: Γαλλική Δημοκρατία! Ελευθερία! Ισότητα! Αδελφότητα!
Απέναντι στην ορμητική εισβολή του παρισινού προλεταριάτου στην πολιτική διαπάλη με όρους αυτόνομης κοινωνικής δύναμης, η αστική τάξη, όπως είδαμε, θα σπεύσει, τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς σε μια ανοιχτή ταξική αναμέτρηση μαζί του, σπάζοντας την συμμαχία της μαζί του για πρώτη φορά από την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Ανάμεσα στους αστούς, η αίσθηση ότι μια νέα επαναστατική καταιγίδα είναι στον ορίζοντα, είναι κοινός τόπος. Ο πολιτικός αντίπαλος του Γκιζό, Alexis De Tocqueville, με έναν δραματικό λόγο του μέσα στο γαλλικό κοινοβούλιο, στις παραμονές του Φλεβάρη του ’48, αναφωνεί: «Κοιμόμαστε πάνω σ’ ένα ηφαίστειο… Μα δεν βλέπετε λοιπόν ότι η γη τρέμει πάλι; Πνέει άνεμος επανάστασης, η καταιγίδα είναι στον ορίζοντα» (Hobsbawm 2003: 25). Πρόκειται για την ανοιχτή κραυγή αγωνίας του συνόλου της αστικής τάξης, απέναντι στο ενδεχόμενο απώλειας της εξουσίας της. Είναι η ίδια κραυγή αγωνίας που θα την φέρει μερικούς μήνες μετά να αφήσει πίσω τις διαφορές της και να αντιμετωπίσει ενιαία, ως τάξη, την εργατική τάξη με πρωτοφανή βιαιότητα. Ανάμεσα στους αστούς, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγε καλά, ότι η Γαλλική Επανάσταση ενδεχομένως δημιούργησε για την τάξη τους και την εξουσία της περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε. Η επερχόμενη κατάργηση της συνταγματικής μοναρχίας και η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας έμοιαζε να τους τρομάζει ιδιαίτερα. Η σύγκριση με την αγγλική Ένδοξη Επανάσταση του 1688 είναι διαρκής το αγγλικό καθεστώς της συνταγματικής μοναρχίας φαίνεται ιδιαίτερα πετυχημένο μπροστά στην δική τους εξουσία που τραντάζεται συθέμελα.
7.2. Ο Μαρξ απέναντι στον Γκιζό, ο υλισμός απέναντι στην μεταφυσική
Δύο χρόνια μετά τον Φλεβάρη του ’48 και την πτώση της συνταγματικής μοναρχίας, ο πρώην Γάλλος Πρωθυπουργός Guizot επιχειρεί να εξηγήσει το «ιστορικό λάθος» του γαλλικού λαού να εξεγερθεί κατά της συνταγματικής μοναρχίας της Ορλεάνης. Στο βιβλίο του με τίτλο Pourquoi la révolution d’ Angleterre a-t-elle réussi? Discours sur l’histoire de la révolution d’Angleterre, ο Γκιζό υποστηρίζει ότι η εξέλιξη της συνταγματικής μοναρχίας στην Αγγλία ήταν πιο ευνοϊκή, κυρίως λόγω του συντηρητισμού των Άγγλων και του θρησκευτικού της χαρακτήρα. Ο Μαρξ, αρπάζει την αφορμή, όχι μόνο για να διαλύσει τις συντηρητικές θέσεις του Γκιζό και της πλειοψηφίας των αστών, αλλά και για να γράψει αναλυτικά για τον χαρακτήρα της αγγλικής επανάστασης και επακόλουθα τις διαφορές της με την γαλλική.
Ο Μαρξ επιχειρεί να αποκαλύψει τον μεταφυσικό τρόπο με τον οποίον ο Γκιζό προσεγγίζει τη σύγκριση ανάμεσα στις δύο χώρες, επιμένοντας να βλέπει τις ιδιαιτερότητες του «χαρακτήρα» των Γάλλων. Στον αντίποδα μιας τέτοιας προσέγγισης, ο Μαρξ θέτει τη σύγκριση σε ταξικές βάσεις και μέσα στην ιστορική συγκυρία:
«Η μπροσούρα του κυρίου Guizot επιδιώκει να δείξει γιατί ο κύριος Λουδοβίκος Φίλιππος και η πολιτική του Guizot στις 24 Φεβρουαρίου του 1848 δεν έπρεπε βασικά να ανατραπούν και πως ο αξιοκατάκριτος χαρακτήρας των Γάλλων είναι υπεύθυνος το ότι η μοναρχία του Ιούλη του1830 κατέρρευσε με εξευτελιστικό τρόπο μετά από δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωής και δεν αξιώθηκε να έχει εκείνη διάρκεια που απολαμβάνει από το 1688 η αγγλική μοναρχία. […] Αντί να παρακινηθεί από την επανάσταση του Φλεβάρη στο να συνειδητοποιήσει τις εντελώς διαφορετικές ιστορικές σχέσεις, τις εντελώς διαφορετικές θέσεις των κοινωνικών τάξεων στη γαλλική μοναρχία του 1830 από τη μία και στην αγγλική του 1688 από την άλλη, ο κύριος Guizot εξαφανίζει όλη τη διαφορά, περιορίζοντας τη σε μερικές ηθικολογίες, και διαβεβαιώνει στο τέλος ότι η πολιτική που ανατράπηκε στις 24 Φεβρουαρίου, «όπως στηρίζει τα κράτη, έτσι αντιμετωπίζει μόνη της και τις επαναστάσεις» (Μαρξ 1990: 61).
Κατά τον Μαρξ, ο Γκιζό αναζητά τους όρους υπό τους οποίους επιβίωσε η συνταγματική μοναρχία στην Αγγλία, σε αντίθεση με την χρεοκοπία της στη Γαλλία. Δεν μιλά για το συνολικό συμφέρον της αστικής τάξης στη Γαλλία, αλλά για το ιδιαίτερο συμφέρον της ταξικής μερίδας που η εξουσία του Γκιζό εκπροσώπησε και βέβαια, για το συμφέρον της ίδιας του της εξουσίας (όπ.π.: 62).
Εκεί που ο Γκιζό βλέπει μόνο πολιτικές σχέσεις και την επιδεξιότητα του αγγλικού πολιτικού προσωπικού να διατηρεί τις ισορροπίες ανάμεσα στο Στέμμα και το Κοινοβούλιο, αλλά και την ειρήνη στην Ευρώπη, ο Μαρξ αντιπαρατάσσει πάλι την σκληρή πραγματικότητα της σταδιακής ηγεμονίας των αστικών σχέσεων πάνω στις παλιές, φεουδαρχικές σχέσεις. Εκεί που ο Γκιζό ήθελε να βλέπει και να παρουσιάζει μια φαινομενική ισορροπία και ειρήνευση, ο Μαρξ αντιτείνει τη διαρκή παρουσία του ταξικού ανταγωνισμού, είτε ανάμεσα στις δύο τάξεις που επιδιώκουν την πολιτική κυριαρχία, είτε ανάμεσα στα κράτη που εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους.
«Το γεγονός ότι οι πόλεμοι κατά του Λουδοβίκου ΙΔ’ ήταν καθαρά ανταγωνιστικοί πόλεμοι για την εκμηδένιση του γαλλικού εμπορίου και της γαλλικής ναυτικής δύναμης, το ότι επί Γουλιέλμου Γ’ η κυριαρχία της χρηματιστικής αστικής τάξης επικυρώθηκε για πρώτη φορά με την ίδρυση της Τράπεζας [1694] και την καθιέρωση του κρατικού χρέους, το ότι η αστική τάξη της μανιφακτούρας έλαβε μια νέα ώθηση με τη συνεπή εφαρμογή του προστατευτικού τελωνειακού συστήματος, αυτά ο κύριος Guizot δεν τα θεωρεί άξια λόγου» (όπ.π.: 62-63).
Ο Μαρξ καταλήγει αναδεικνύοντας το παράδοξο του Γκιζό: δεν αναγνωρίζει το πολιτικό και φιλοσοφικό παρελθόν της αστικής τάξης στην Αγγλία, ούτε και το παρελθόν της ίδιας του της τάξης στην Γαλλία. Αν ο έμφυτος συντηρητισμός των Άγγλων και ο έμφυτος φιλελευθερισμός των Γάλλων δεν ήταν τα σημεία στα οποία μπορούσε πια να σταθεί ο Γκιζό για να συγκροτήσει την ιδιαίτερη μεταφυσική του αντίληψη, για να πείσει τους αναγνώστες του για τις αιτίες της πορείας της συνταγματικής μοναρχίας στις δύο αυτές χώρες, τότε τι του έμενε; Ο Μαρξ, πριν αναφερθεί αναλυτικά στους λόγους για τους οποίους πήρε αυτή την τροπή η αγγλική επανάσταση, επιχειρεί να ξεμπερδέψει οριστικά με τις φαντασιώσεις του μέσου Γάλλου αστού, που έψαχνε την αιτία για τον κίνδυνο της εξουσίας του οπουδήποτε αλλού, πέρα από τις πολιτικές του επιλογές:
«Το γιατί η αγγλική επανάσταση είχε μια πιο ευνοϊκή εξέλιξη από τη γαλλική, αυτό ο κύριος Guizot το εξηγεί με βάση δύο κυρίως λόγους: πρώτον, με το ότι η αγγλική επανάσταση είχε πέρα για πέρα θρησκευτικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν ήρθε σε ρήξη με καμιά από τις παραδόσεις του παρελθόντος, και, δεύτερον, με το ότι εξαρχής δεν εκδηλώθηκε με καταπιεστικό αλλά με συντηρητικό τρόπο και το κοινοβούλιο υπερασπίστηκε του ήδη ισχύοντες νόμους απέναντι στις παραβάσεις του στέμματος.
Όσον αφορά το πρώτο σημείο, ο κύριος Guizot ξεχνά ότι η ελευθεροφροσύνη που τον κάνει να φρίττει μπροστά στη γαλλική επανάσταση εισήχθη στη Γαλλία από την Αγγλία και από πουθενά αλλού. Ο Locke ήταν ο πατέρας της […] Καταλήγουμε έτσι στο παράδοξο συμπέρασμα ότι η ίδια η ελευθεροφροσύνη, εξαιτίας της οποίας απέτυχε, σύμφωνα με τον κύριο Guizot, η γαλλική επανάσταση, ήταν ένα από τα κυριότερα προϊόντα της θρησκευτικής αγγλικής επανάστασης.
Σχετικά με το δεύτερο σημείο, ο κύριος Guizot ξεχνά εντελώς ότι η γαλλική επανάσταση ξεκίνησε εξίσου συντηρητικά, ή μάλλον πιο συντηρητικά από την αγγλική επανάσταση. Η απολυταρχία […] αποτελούσε και σ’ αυτή νεωτερισμό και ενάντια σ’ αυτό ξεσηκώθηκαν τα κοινοβούλια της παλιάς μοναρχίας που ήταν οργανωμένη κατά τάξεις» (Όπ.π.: 62-63).
Αν όσα γράφει ο Μαρξ ισχύουν, τότε δεν ισχύει και ότι η γαλλική αστική τάξη ξεκίνησε την επαναστατική της πορεία με ευνοϊκότερες συνθήκες απ’ ότι η αγγλική; Τι ήταν τότε αυτό που έφταιγε; Ήταν η ανικανότητα της γαλλικής αστικής τάξης να φέρει σε συνεννόηση τις δύο κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις όπως θεωρούσε ο Γκιζό ότι είχε γίνει στην περίπτωση της Αγγλίας; Αυτή ήταν τελικά η περίπτωση της Αγγλίας, μια αμοιβαία ισορροπία χωρίς κυριαρχία;
7.3. Ο Μαρξ για την αγγλική επανάσταση
Απέναντι στις ανεπαρκείς εξηγήσεις του Γκιζό, ο Μαρξ δείχνει τις αιτίες που έδωσαν αυτή την τροπή στην αγγλική περίπτωση:
«Ολόκληρη η επανάσταση συνίσταται λοιπόν στο ότι στην αρχή και οι δύο πλευρές, Στέμμα και Κοινοβούλιο, ξεπέρασαν τα όριά τους και υπερέβαλαν, μέχρι που τελικά βρήκαν επί Γουλιέλμου Γ’ την κατάλληλη ισορροπία και αλληλοεξουδετερώθηκαν. Το ότι η υποταγή της βασιλείας στο Κοινοβούλιο είναι η υποταγή της στην κυριαρχία μιας τάξης, ο κύριος Guizot θεωρεί περιττό να το αναφέρει.
[…] Για την ανατροπή της αγγλικής μοναρχίας της Παλινόρθωσης δεν έχει να πει παρά τις πιο τετριμμένες κοινοτοπίες. δεν αναφέρει καν τις πιο άμεσες αιτίες: τον φόβο των νέων μεγαλογαιοκτημόνων –που δημιουργήθηκαν με τη Μεταρρύθμιση- μπροστά στην παλινόρθωση του Καθολικισμού […] τη δειλία της εμπορικής και βιομηχανικής αστικής τάξης μπροστά στον καθολικισμό, ο οποίος δεν ταίριαζε καθόλου με τα συμφέροντά της, την άνεση με την οποία οι Στιούαρτ πούλησαν, προς όφελός τους και προς όφελος των ευγενών της αυλής τους, ολόκληρη την αγγλική βιομηχανία μαζί και το εμπόριο στην κυβέρνηση της Γαλλίας. […]
Το μεγάλο αίνιγμα για τον κύριο Guizot, το οποίο μπορεί να λύσει μόνο μέσω της νοητικής ανωτερότητας των Άγγλων, το αίνιγμα του συντηρητικού χαρακτήρα της αγγλικής επανάστασης, είναι η διαρκής συμμαχία που έχει συνάψει η αστική τάξη με το μεγαλύτερο μέρος των μεγαλογαιοκτημόνων, μια συμμαχία που διαφοροποιεί ουσιωδώς την αγγλική επανάσταση από τη γαλλική, η οποία εξουδετέρωσε τη μεγάλη γαιοκτησία κατακερματίζοντάς την. Αυτή η τάξη μεγαλογαιοκτημόνων, που σημειωτέον, είχε δημιουργηθεί επί Ερρίκου Ζ’, είχε συνδεθεί με την αστική τάξη και δεν βρισκόταν, όπως η γαλλική φεουδαρχική γαιοκτησία του 1789, σε αντίφαση αλλά αντίθετα σε απόλυτη αρμονία με τις συνθήκες ζωής της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, η γαιοκτησία τους δεν αποτελούσε φεουδαρχική αλλά αστική ιδιοκτησία. Αφ’ ενός παρείχαν στη βιομηχανική αστική τάξη τον πληθυσμό που ήταν απαραίτητος για τη λειτουργία της μανιφακτούρας και , αφ’ ετέρου, ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν στη γεωργία εκείνη την ανάπτυξη που αντιστοιχούσε στο επίπεδο της βιομηχανίας και του εμπορίου. Εξ ου και τα κοινά τους συμφέροντα με την αστική τάξη και η συμμαχία τους μ’ αυτή. […]
Στην πραγματικότητα όμως μόνο με την εδραίωση της συνταγματικής μοναρχίας αρχίζει η θεαματική ανάπτυξη και η εκ βάθρων αναδιάρθρωση της αστικής κοινωνίας στην Αγγλία. Εκεί που ο κύριος Guizot δεν βλέπει παρά γλυκιά ηρεμία και ειδυλλιακή ειρήνη, αναπτύσσονταν στην πραγματικότητα οι πιο βίαιες συγκρούσεις, οι πιο ριζικές επαναστάσεις. Στην αρχή η μανιφακτούρα πήρε επί συνταγματικής μοναρχίας πρωτοφανή έκταση, για να δώσει στη συνέχεια τη θέση τα στη μεγάλη βιομηχανία, την ατμομηχανή, τα γιγάντια εργοστάσια. Ολόκληρες τάξεις του πληθυσμού εξαφανίζονται, νέες παίρνουν τη θέση τους, με νέες συνθήκες ζωής και νέες ανάγκες. Δημιουργείται μια νέα περισσότερο επιβλητική μπουρζουαζία. Ενώ η παλιά αγωνίζεται ενάντια στη γαλλική επανάσταση, η νέα κατακτά την παγκόσμια αγορά. Η δύναμή της είναι τέτοια, ώστε εξαναγκάζει τους αντιπάλους της να εκδώσουν νόμους σχεδόν μόνο προς το δικό της συμφέρον και σύμφωνα με τις δικές της ανάγκες. […] Στο διάστημα αυτό οι ταξικές συνθήκες στην Αγγλία έχουν ενταθεί όσο σε καμία άλλη χώρα» (όπ.π.: 64-67).
Ο Μαρξ επισημαίνει την ιδιαιτερότητα της ανάπτυξης της αστικής κυριαρχίας στην Αγγλία. Εκεί, η ταξική αντιπαράθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το Στέμμα, δεν πήρε τα ανοιχτά χαρακτηριστικά που πήρε στη γαλλική περίπτωση, αλλά αυτό δεν σήμαινε μια άχρωμη ισορροπία χωρίς την επικύρωση της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Για τον Μαρξ, η διαφορετική αντιμετώπιση της αγγλικής αστικής απέναντι στις φεουδαρχικές σχέσεις έχει ιστορικά προσδιορισμένες αιτίες.
Η πρώτη από αυτές είναι ο φόβος της αστικής τάξης να αντιπαρατεθεί ανοιχτά απέναντι στον καθολικισμό, παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν σύμφυτος με τη φεουδαρχική τάξη πραγμάτων Και αυτό σε αντίθεση με την προώθηση από πλευράς της του προτεσταντισμού, του οποίου άλλωστε το δόγμα ταίριαζε ιδιαίτερα με την αναδυόμενη αστική ιδεολογία και την «ηθική» της για την οποία ο Max Weber έγραψε το περίφημο έργο του Το πνεύμα του καπιταλισμού και η προτεσταντική ηθική.
Στο πλαίσιο αυτό, η αγγλική αστική τάξη, αναπτύσσει μια διαφορετική αντιμετώπιση για το ζήτημα του κλήρου και σε αυτή την αντιμετώπιση είναι που οφείλει για τον Μαρξ τον συντηρητικό χαρακτήρα της επανάστασή της. Πρόκειται για την συμμαχία της με τους μεγαλογαιοκτήμονες. Σε αντίθεση με την Γαλλία, που αποδίδει την γη στους μικρούς καλλιεργητές, η αγγλική αστική τάξη με τη συμμαχία της με τους μεγαλογαιοκτήμονες, διατηρεί τη μεγάλη ιδιοκτησία της γης, εντάσσοντάς την όμως παράλληλα μέσα σε νέες σχέσεις παραγωγής. Η μεγάλη γαιοκτησία, είναι πλέον καπιταλιστική, διέπεται από αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας και είναι σε πλήρη συνάφεια με την αγγλική αστική τάξη, είναι τμήμα της.
Για τον Μαρξ, η αγγλική περίπτωση σηματοδοτεί αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε έναν αμιγώς «οικονομικό» δρόμο προς τον καπιταλισμό. Εκεί που η Γαλλική Επανάσταση όριζε μια τομή στις πολιτικές σχέσεις, στις σχέσεις εξουσίας, τις οποίες έφερνε σε αντιστοιχία με τις οικονομικές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί, στην Αγγλία η αστική τάξη επέλεξε να εδραιώσει ακόμη πιο βαθιά την οικονομική της κυριαρχία ακολουθώντας έναν λιγότερο ριζικό πολιτικά δρόμο αντιπαράθεσης με τις φεουδαρχικές σχέσεις. Αυτό που στη Γαλλία ξεριζώθηκε, στην Αγγλία ενσωματώθηκε και διαλύθηκε μέσα στον νέο τρόπο παραγωγής.
Εκεί όμως που ο Γκιζό βλέπει ηρεμία, ο Μαρξ βλέπει την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και της ταξικής εκμετάλλευσης. Η αγγλική επανάσταση, μπορεί να έφτασε στην αστική πολιτική κυριαρχία από ένα δρόμο διαφορετικό από τον γαλλικό, οι αντιθέσεις όμως που ανέπτυξε δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις αντιθέσεις που ορίζουν μια οποιαδήποτε αστική κοινωνία: τις αντιθέσεις ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Ο Μαρξ εξηγεί στον Γκιζό και μέσω του Γκιζό σε όλους τους Γάλλους αστούς, ότι ακόμη και με τον αγγλικό τρόπο, δεν θα μπορούσαν να αποφύγουν την ανάπτυξη των αντιθέσεων που έχουν τώρα απέναντί τους, την εργατική τάξη που διεκδικεί την πολιτική της χειραφέτηση και η οποία θα διεκδικήσει σύντομα και την πολιτική εξουσία, θα διεκδικήσει την ανατροπή της αστικής κοινωνίας και των σχέσεων που αυτή φέρει μαζί της. Εξηγεί στους αστούς ότι δεν πήγε η Γαλλική Επανάσταση στραβά γι’ αυτούς, αλλά είναι ακριβώς η ανάπτυξη της κυριαρχίας τους που τροφοδοτεί αυτές τις αντιθέσεις.
8. Αντί συμπερασμάτων:
η Γαλλική Επανάσταση, υπόδειγμα αστικής επανάστασης;
Η πολεμική του Μαρξ στον Γκιζό θέτει ένα τελευταίο θεωρητικό ερώτημα. Είναι για τον Μαρξ, όπως του έχει αποδοθεί, η Γαλλική Επανάσταση ένα υπόδειγμα αστικής επανάστασης και αν ναι σε τι συνίσταται ένα υπόδειγμα, ποια είναι η λειτουργία του μέσα στο μαρξικό έργο;
Από την ανάλυση που προηγήθηκε, θεωρούμε ότι γίνεται φανερό, πως για τον Μαρξ η Γαλλική Επανάσταση δεν αποτελεί ένα υπόδειγμα αστικής επανάστασης με τον τρόπο που αυτό έγινε αντιληπτό ανάμεσα στους μαρξιστές. Δεν αποτελεί με άλλα λόγια, τον ιδανικό πέρασμα (βλ. Πουλαντζάς 1975: 235 κ.ε.), τον ιδανικό τρόπο μετάβασης προς το αστικό κράτος, όπως συχνά θεωρήθηκε. Αποτέλεσε αντίθετα, όπως άλλωστε και η αγγλική, έναν ιδιαίτερο τρόπο μετάβασης προς το αστικό κράτος, όπως άλλωστε ορίζουν οι ιδιαιτερότητες κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Είναι όμως σαφές ότι, όπως έχουμε δείξει, για τον Μαρξ, η Γαλλική Επανάσταση είχε ιδιαίτερη σημασία μέσα στην ιστορική εξέλιξη, με έναν τρόπο δηλαδή αποτέλεσε ένα υπόδειγμα. Τι υπόδειγμα ήταν όμως αυτό αν δεν ήταν ένα υπόδειγμα που ως τέτοιο θα έπρεπε να ακολουθήσουν οι αστικές τάξεις των υπόλοιπων χωρών για να πετύχουν τις επιδιώξεις τους; Για τον Μαρξ, η Γαλλική Επανάσταση συνιστά ένα υπόδειγμα επανάστασης ακριβώς λόγω του ριζικού τρόπου με τον οποίο εγκαινιάζει την αστική εξουσία στη Γαλλία, αλλά και λόγω της πολιτικής πρωτοπορίας της μέσα στον ευρωπαϊκό αστικό κόσμο. Ο Μαρξ δεν αντιλαμβάνεται αυτό το υπόδειγμα ούτε ως ιδανικό δρόμο -άλλωστε η περίπτωση της Αγγλίας κάνει ενδεχομένως φανερό ότι για την αστική τάξη θα μπορούσαν να υπάρχουν και άλλοι πιο «αθόρυβοι» δρόμοι-, ούτε ως παράδειγμα που ήταν νομοτελειακό να ακολουθηθεί ως έχει, ένα αναγκαίο ιστορικό στάδιο. Ακόμη και υπάρχουν στοιχεία στην ανάλυσή του που ταιριάζουν σε μια τέτοια πρόσληψη του έργου του, η εκτίμησή μας είναι ότι κάτι τέτοιο δεν ενέχει στον Μαρξ έναν τόσο στατικό χαρακτήρα όπως συχνά του αποδίδεται.
Η σημασία της Γαλλικής Επανάστασης για τον Μαρξ, έγκειται στο ριζοσπαστικό της περιεχόμενο, το πρόγραμμά της, την ενσωμάτωση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων στο κοσμοείδωλο της αστικής τάξης, το γεγονός ότι αποτέλεσε την πιο προωθημένη και ριζοσπαστική εκδοχή της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Αυτή η εκδοχή βρίσκεται εγγύτερα στις επιδιώξεις του προλεταριάτου, φέρνει την στιγμή της απελευθέρωσής του πιο κοντά. Είναι όμως και το όριο των πολιτικών επιδιώξεων του αστικού κόσμου, είναι η διαχωριστική γραμμή που ορίζει την αστική ελευθερία και δημοκρατία του ιδιοκτήτη, από την προλεταριακή δημοκρατία του ελεύθερα συνεταιρισμένου παραγωγού.
Ο Μαρξ μελετά και αναγάγει τη Γαλλική Επανάσταση σε τόσο σημαντικό κρίκο στην ιστορία της «εξέλιξης» των ανθρώπινων κοινωνιών, διότι εγκαινιάζει αυτό που ο άγγλος μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm αποκάλεσε «εποχή των επαναστάσεων». Η Γαλλική Επανάσταση εγκαινιάζει το υπόδειγμα της «επανάστασης» με όρους όχι ισορροπίας ανάμεσα σε συμφέροντα, αλλά επιβολής των συμφερόντων μιας κοινωνικής τάξης και των συμμάχων της, απέναντι στα συμφέροντα μιας άλλης, την επιδίωξη μιας κοινωνίας έναντι μιας άλλης. Αυτή η τομή ήταν ριζική σε σχέση με ότι είχε επικρατήσει ως εκείνη την στιγμή στον τρόπο οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας: ένα σώμα ανθρώπων, ορίζει πλέον ότι με την θέλησή του μπορεί να συγκροτήσει την κοινωνία όπως επιθυμεί, όχι στο όνομα της θεϊκής βούλησης, αλλά στο όνομα του Ορθού Λόγου και των νέων αξιών του Διαφωτισμού:
«Επισήμως, παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο καθεστώς θα εξέφραζε όχι απλώς τα ταξικά συμφέροντα αλλά τη γενική επιθυμία του «λαού», ο οποίος αποτελούσε με τη σειρά του το «γαλλικό έθνος». Ο βασιλιάς δεν ήταν πια «Λουδοβίκος, ελέω Θεού βασιλεύς της Γαλλίας και της Ναβάρρας», αλλά «Λουδοβίκος, ελέω Θεού και συνταγματικώ δικαίω του κράτους βασιλεύς των Γάλλων». «Η πηγή κάθε εξουσίας», όριζε η Διακήρυξη, «ανήκει κατ’ ουσίαν στο έθνος». Και το «έθνος» [...] δεν αναγνώριζε άλλο συμφέρον επί της γης υπεράνω του δικού του και δεν δέχονταν άλλο νόμο ή αρχή εκτός από τη δική του [...]» (Hobsbawm 2002: 92).
Πρόκειται για την πρώτη υλική αποτύπωση της ρουσσωικής σύλληψης της γενικής βούλησης,11 η οποία πλέον ανάγεται σε ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων. Η Γαλλική Επανάσταση εγκαινιάζει αυτήν την νέα εποχή, την εποχή των επαναστάσεων, γιατί την στιγμή που συμβαίνει, διανοίγει ένα ρήγμα που είναι ριζικό και εκτείνεται πολύ πέρα από τα στρατηγικά ή και βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης, η οποία επιχειρεί εκείνη την στιγμή να καταλάβει την εξουσία: οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα μπορεί να διεκδικήσει την ανατροπή της υφιστάμενης εξουσίας και την αντικατάστασή της από μια νέα, δική της, στο όνομα της δικής της θέλησης και των κοινωνικών συμφερόντων που εκπροσωπεί. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός γίνεται άμεσος, αφορά τάξεις και συμμαχίες τάξεων, συμφέροντα και ιδεολογίες, δεν διαμεσολαβείται από το «θέλημα του Θεού», από τις γραφές και την ερμηνεία τους. Η δυνατότητα ανατροπής οποιασδήποτε εξουσίας στο όνομα της γενικής βούλησης ενός πολιτικού σώματος, του «λαού», δίνει και την δυνατότητα ανατροπής της ίδιας της αστικής εξουσίας που είναι εκείνη που διανοίγει για πρώτη φορά αυτόν τον δρόμο, από την νέα κοινωνική δύναμη που αναδύεται, το προλεταριάτο, και αυτό ο Μαρξ δεν μπορεί παρά να το καλωσορίσει…
Βιβλιογραφία
Althusser, L. κ.ά. (2003). Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Hobsbawm, E., J. (2002). Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Hobsbawm, E., J. (2003). Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Μαρξ, Κ., (χ.χ.ε.). Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία. Αθήνα: Στοχαστής.
Μαρξ, Κ. (2000). Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (1990). Καρλ Μαρξ, για τη Γαλλική Επανάσταση. Αθήνα: Εξάντας.
Μηλιός, Γ., Δημούλης, Δ., Οικονομάκης, Γ. (2005). Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης. Αθήνα: Νήσος.
Πουλαντζάς, Ν. (1975). Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τόμος α΄. Αθήνα: Θεμέλιο.
Rousseau, J.J. (2006) [1762]. Το κοινωνικό συμβόλαιο. Αθήνα: Πόλις.

1 Πρόκειται για την διάσημη φράση που χρησιμοποιεί ο Λένιν στο Τι να κάνουμε; με την οποία περιγράφει τη σημασία του μαρξισμού, τόσο ως πρακτική, όσο και ως θεωρία, συνιστώντας ενδεχομένως παράλληλα και μια νέα πρακτική της φιλοσοφίας, ριζικά εσωτερική σε αυτήν.
2 Ο Λουδοβίκος ασκεί βέτο σε διατάγματα που είχε ψηφίσει η Νομοθετική Συνέλευση και αφορούσαν εμιγκρέδες και κληρικούς που δεν είχαν δώσει όρκο πίστης στην Επανάσταση. Η κυβέρνηση την περίοδο εκείνη αποτελείται από μέλη των Γιρονδίνων.
3 Πρόκειται για περίοδο των 42 ημερών που μεσολάβησαν από την πτώση του Λουδοβίκου στις 10 Αυγούστου 1792,μέχρι την συγκρότηση της Convention την 21η Σεπτεμβρίου 1792.
4 Εδώ οι Ορεινοί είναι αυτοί που συνηθίζουμε να αποκαλούμε στην ιστορία «Ιακωβίνοι». Ο λόγος είναι ότι η περίοδος της δικής τους κυριαρχίας (των Ορεινών) στον όμιλο των Ιακωβίνων ήταν η εντονότερη ιστορικά. Όμως, οι Ιακωβίνοι ήταν ένας πολιτικός όμιλος στον οποίο αναπτύσσονταν αντιθέσεις και τάσεις. Οι Γιρονδίνοι, αποτέλεσαν την κυρίαρχη τάση μέχρι το 1792. Οι Ορεινοί αντλούν το όνομά τους από την θέση τους στην Συντακτική Συνέλευση, όπου κάθονταν στα πάνω έδρανα. Μετά την συγκρότηση της Convention κατέλαβαν τα αριστερά έδρανα. Oι Γιρονδίνοι, που σύντομα εγκατέλειψαν τον όμιλο των Ιακωβίνων, καθόντουσαν στα δεξιά έδρανα.
5 «Το κράτος είμαι Εγώ».
6 «Η Τρίτη Τάξη είναι το παν».
7 Η «χωρική» αυτή μεταφορά του Μαρξ για την κοινωνική δομή, ότι δηλαδή η βάση είναι το οικονομικό επίπεδο και η πολιτική και η ιδεολογία είναι το εποικοδόμημα, κυριαρχεί μέσα στην μαρξιστική θεωρία, έχει προκαλέσει ιστορικά μεγάλη συζήτηση ανάμεσα στους μαρξιστές. Ιδιαίτερα η «σχολή Αλτουσέρ», τείνει να αναιρέσει το σχήμα αυτό, τοποθετώντας αφ’ ενός την ιδεολογία σε θέση που διατρέχει το σύνολο της κοινωνικής δομής και όχι σε ένα χωριστό επίπεδο, πολύ περισσότερο όμως υιοθετώντας μια διαφορετική εκδοχή για την έννοια του τρόπου παραγωγής: σε αυτή την προσέγγιση, ο τρόπος παραγωγής δεν ταυτίζεται, όπως ουσιαστικά γίνεται στην κυρίαρχη μαρξιστική αντίληψη, με το οικονομικό επίπεδο, το οποίο έπειτα «παράγει» τα προσίδια σε αυτό επίπεδα της υπερδομής (πολιτικό, ιδεολογικό), αλλά γίνεται κατανοητός ως μια συνολική δομή που διατρέχει το σύνολο των «επιπέδων» συνιστώντας μια δομή που είναι «εμμενής στα αποτελέσματά της», δεν μπορεί δηλαδή να ξεχωριστεί από αυτά. Για μια αναλυτική παρουσίαση, βλ. Althusser κ.ά., 2003, Μηλιό κ.ά., 2005, Πουλαντζά, 1975.
8 «Γιατί απέτυχε η αγγλική επανάσταση; Λόγος για την ιστορία της αγγλικής επανάστασης».
9 Στο έργο του Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, ο Μαρξ παραθέτει αυτούσιο το απόσπασμα αυτό του άρθρου. Βλ. Μαρξ 2000: 65 – 66.
10 Αναφέρεται σε νικηφόρα μειοψηφία, καθώς υιοθετεί την θέση ότι οι επαναστάσεις μέχρι το 1848 γίνονταν από μειοψηφίες επαναστατών και όχι από το σύνολο του λαού, το οποίο απλώς τασσόταν με τη μία ή την άλλη πλευρά.
11 Rousseau, 2006 [1762].

"Πηγή:theseis.com"