Άρθρο στο περιοδικό La Migraña της Βολιβίας
Του Ρούντι Ρινάλντι
«Αυτές τις ημέρες, είπα στον φίλο μου τον Τζακ Λιού (τον υπουργό
Οικονομικών των ΗΠΑ) ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε το Πουέρτο Ρίκο στην
Ευρωζώνη, αν οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να πάρουν την Ελλάδα στην ένωση του δολαρίου.
Νόμιζε πως ήταν αστείο».
Βόλφγκανγκ
Σόιμπλε, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, σύμφωνα με το πρακτορείο
Bloomberg, 9/7/2015.
«Η τρόικα θέλει να σας καταστρέψει. Μην έχετε ψευδαισθήσεις. Μην
αυταπατάσθε ότι μπορεί να επιδείξουν ανοχή. Μη νομίζετε ότι η τρόικα ενεργεί με
καλή πίστη, ότι είναι ευέλικτη. Θέλουν να σας καταστρέψουν για ένα και μόνο
λόγο: διότι αν η Ελλάδα τα πάει καλά, αυτός θα είναι ο δρόμος που θα
ακολουθήσουν κατόπιν και άλλες χώρες».
Άλβαρο
Γκαρσία Λινέρα, στο σεμινάριο της Αθήνας για την Αριστερά του 21ου αιώνα,
20/6/2015.
Τα τελευταία
χρόνια η Ελλάδα υπήρξε, και είναι ακόμα, ένα από τα επίκεντρα των εξελίξεων
στην Ευρώπη αφού στη διάστασή της ως χώρα:
α)
Συναντιούνται και συμπλέκονται διεργασίες, γεωστρατηγικές επιδιώξεις και
στρατηγικές εθνικών και υπερεθνικών μεγα-παικτών, δηλαδή των νέων μορφών
άσκησης της ιμπεριαλιστικής πολιτικής στις σύγχρονες συνθήκες.
β)
Δοκιμάζονται πειραματικά μοντέλα άσκησης μιας νεοαποικιακής πολιτικής
φρονηματισμού σε μια ανεπτυγμένη χώρα που έτσι αποτελεί μοντέλο προς εξαγωγή
για άλλες περιοχές της Ευρώπης. Αυτά σχεδιάζονται από τις γραφειοκρατικές ελίτ
του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Ε.Ε. (τη λεγόμενη «τρόικα») και επικυρώνονται από το
ελληνικό πολιτικό προσωπικό ως συμφωνίες και μνημόνια μέσα από απαράδεκτες και
εξευτελιστικές διαδικασίες. Αυτός είναι και ο λόγος της διαρκούς πολιτικής
κρίσης και της μεγάλης ευθραυστότητας του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα.
γ)
Εκτυλίσσονται τιμωρητικές πολιτικές και σχέδια παλινόρθωσης του συστημικού
κατεστημένου, ώστε να ακυρωθεί και να ματαιωθεί η ελπίδα που άνοιξε στην Ευρώπη
και τον κόσμο με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Έτσι,
η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά ως
«Νότος» του Ευρωπαϊκού Νότου και πρέπει να υποβαθμιστεί, πιθανά να
εξοστρακιστεί από την Ευρωζώνη, μετατρεπόμενη πλήρως σε «αποικία χρέους» με
χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης μετά το
1989.
δ)
Πραγματικός πρωταγωνιστής των εξελίξεων ήταν ο λαϊκός ριζοσπαστισμός που
διαπερνά την ελληνική κοινωνία και το αντιστασιακό πνεύμα που είναι παράγωγο
αγώνων και ιστορικής μνήμης του λαού μας, ο οποίος συνειδητοποιεί πως ο ξενικός
παράγοντας έπαιζε και παίζει καθοριστικό ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις. Ο
ριζοσπαστισμός αυτός, το σύγχρονο κοινωνικό κίνημα που εκδηλώθηκε με ασυνέχειες
και ασυμμετρίες αλλάζοντας αρκετές μορφές και διαστάσεις, είναι που εκτόξευσε
τον ΣΥΡΙΖΑ από πολιτικό οργανισμό του 4,5% στη διακυβέρνηση της χώρας.
Αυτός ο
ριζοσπαστισμός ήταν που βρήκε πάλι τρόπο να δηλώσει την παρουσία του μέσα από
το δημοψήφισμα και το 62% «όχι» στην πρόταση των δανειστών και τα μνημόνια.
Βεβαίως, όπως πλέον όλοι γνωρίζουν, η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε, μια βδομάδα
μετά, ένα 3ο Μνημόνιο, παρατείνοντας τα αδιέξοδα για τη χώρα και πλημύρισε
θλίψη, απόγνωση και θυμό τα πιο προχωρημένα τμήματα του λαϊκού ριζοσπαστισμού.
Ας
επιχειρήσουμε να επικεντρώσουμε την ανάλυσή μας στο τελευταίο διάστημα: Στο
Δημοψήφισμα, τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, τη συνθηκολόγηση, τα αίτια και
τα αποτελέσματα των πιο πρόσφατων εξελίξεων.
Πώς φθάσαμε στο δημοψήφισμα
Τον Αύγουστο
του 2014, πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, το οικονομικό επιτελείο του
κόμματος εισηγείται την στρατηγική της «διαπραγμάτευσης χωρίς ρήξη» με την
τρόικα. Η στρατηγική αυτή σήμαινε ότι δεν θα γινόταν καμία μονομερής ενέργεια που
θα ξεπερνούσε το πλαίσιο των ευρωπαϊκών και ευρωζωνικών συνθηκών, ενώ θα
πληρώνονταν κανονικά όλες οι δόσεις στους δανειστές.
Μέσα σε αυτό
το πλαίσιο, θα διεξάγονταν μια διαπραγμάτευση ώστε να μην διακοπεί η
χρηματοδότηση από την Ε.Ε. προς τις τράπεζες. Φυσικά, σε αυτό το πλαίσιο δεν θα
θίγονταν καθόλου το καθεστώς των τραπεζών, πέρα από κάποιες αλλαγές στις
διοικήσεις τους (που ούτε αυτές τελικά έγιναν ποτέ).
Για να
περπατήσει ο σχεδιασμός αυτός, άρχισε παράλληλα ένα «φλερτ», κινήσεις και
επαφές με τμήματα της ελληνικής ολιγαρχίας ώστε «να την αποκοιμίσουμε» απέναντι
στο ενδεχόμενο ανάληψης της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η πλευρά του
σχεδιασμού ονομάστηκε «προωθητικός συμβιβασμός» και πολιτικά σήμαινε άνοιγμα
του ΣΥΡΙΖΑ προς παράγοντες των άλλων κομμάτων.
Ο σχεδιασμός
αυτός βασίζονταν στην εκτίμηση ότι η ευρωκρατία και ο αμερικανικός παράγοντας
θεωρούσαν αναπόφευκτη την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Δεν υπολόγιζε όμως
καθόλου την παγίδευση που μεθοδεύονταν με σκοπό να ακυρωθεί το εγχείρημα, να
γίνει βραχύβιο και να συντριβεί, ώστε να περιφέρουν οι ευρωκράτες την εικόνα
του, προειδοποιώντας τους πάντες: «Να τι παθαίνει όποιος αμφισβητήσει ιερά και
όσια!».
Η παγίδευση
ήταν συστηματική, μεθοδική και είχε στρατηγικό βάθος αλλά δεν πάρθηκε υπ’ όψιν
από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Οι αυταπάτες (ή και οι υποσχέσεις που έδιναν
διάφοροι διεθνείς κύκλοι) για εύκολη και μάλλον γρήγορη συμφωνία με την τρόικα
έσπρωξαν τον ΣΥΡΙΖΑ κατευθείαν στην παγίδα. Ήταν, μάλιστα, ο ίδιος που
αυτοπαγιδεύτηκε προπαγανδίζοντας διαρκώς ότι μια «αμοιβαία επωφελής συμφωνία»
έρχεται, είναι έτοιμη ή καθαρογράφεται…
Όλα αυτά ενώ
διαφαινόταν καθαρά πως ο γερμανικός παράγοντας (ο ηγεμόνας της Ευρώπης) δεν
ήταν πρόθυμος να κάνει τη χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντίθετα επεδίωκε να τον
δυσκολέψει αφάνταστα. Έτσι, πρόβαλλε συνεχώς όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις
κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, έως ότου η Ελλάδα έφτασε στα πρόθυρα της
χρεοκοπίας. Μέχρι τότε, πληρώθηκαν όλες οι δόσεις (ύψους 7,5 δισ.), επιβλήθηκε
εσωτερική παύση πληρωμών και «στέγνωσαν» τα αποθεματικά των ταμείων. Πρακτικά η
χώρα ήταν εντελώς αφοπλισμένη μπροστά στην περικύκλωση. Η πολιορκία του κάστρου
θα έδινε αποτελέσματα.
Το σχέδιο
ήταν σχετικά απλό: Η οικονομική ασφυξία θα οδηγούσε σε πολιτική ασφυξία. Η
κυβέρνηση ή θα υπέγραφε μια ταπεινωτική συμφωνία ή θα χρεωνόταν μια χρεοκοπία
και θα έπεφτε. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Τσίπρα νόμιζε ότι έστω και στο
τέλος θα της έδιναν μια συμφωνία επώδυνη μεν αλλά που να μπορεί κάπως να
παρουσιαστεί σαν αναγκαίος συμβιβασμός.
Έτσι, μέχρι
τελευταίας στιγμής δεν εγκατέλειπε τον αυτόματο πιλότο της «διαπραγμάτευσης»,
έχοντας υπογράψει μια ενδιάμεση συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίου με την οποία
δεσμευόταν να μην κάνει «μονομερείς ενέργειες» χωρίς έγκριση από την τρόικα που
πλέον μετονομάστηκε σε «θεσμούς». Πρακτικά, δεν είχε πάρει κανένα μέτρο
προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των τελεσιγράφων, ούτε έκανε κάτι για την
πολιτική και ιδεολογική προετοιμασία του λαού.
Έτσι, φτάσαμε
στο τελικό στάδιο της διαπραγμάτευσης όπου οι «θεσμοί» παρέδωσαν ένα τελεσίγραφο
στον Έλληνα πρωθυπουργό. Αυτός το αρνήθηκε κάνοντας τον τελευταίο (σπασμωδικό
και χωρίς προοπτική από τη μεριά του) ελιγμό: Γύρισε στην Αθήνα και με
διάγγελμα προχώρησε στη διαδικασία του δημοψηφίσματος.
Πρέπει να
καταστεί σαφές ότι η νέα υπερεθνική και εθνική εξουσία στον ευρωπαϊκό χώρο
είναι άκρως επιφυλακτική απέναντι στις διαδικασίες των δημοψηφισμάτων, γιατί
στις λίγες περιπτώσεις που έγιναν τέτοια (Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία, Νορβηγία,
Κύπρος κ.λπ.) τα αποτελέσματα ήταν πολύ συχνά αρνητικά για τους σχεδιασμούς
τους.
Στην
περίπτωση της Ελλάδας, δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για τέτοιες διαδικασίες.
Ιστορικά, μετά την πτώση της φασιστικής χούντας το 1974, ένα μόνο δημοψήφισμα
έχει διεξαχθεί (το 1975) με το οποίο καταργήθηκε η βασιλεία. Επρόκειτο για μια
σημαντική λαϊκή νίκη, αφού το παλάτι ήταν για δεκαετίες ο βασικός χώρος
μηχανορραφιών και εκτελεστής ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πραξικοπημάτων.
Έτσι, στην
Ελλάδα προετοιμάστηκε ένα δημοψήφισμα που έγινε μια βδομάδα μετά την εξαγγελία
του, με ερώτημα αν γίνεται αποδεκτή ή όχι η πρόταση που έκαναν οι «θεσμοί». Η
κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας εισηγήθηκαν τη θέση του «όχι».
Ήταν μια
αιφνιδιαστική κίνηση που όμως έδωσε την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να
προσπαθήσει να συγκροτήσει το μέτωπο του «ναι» και να μετατρέψει το ερώτημα στο
δίλημμα «μένουμε ή όχι στην Ευρώπη και στο ευρώ» επιχειρώντας να βγει από την
ανυποληψία αποκτώντας μια μαζική βάση σε όλη την χώρα.
Μέσα στο
κυβερνητικό στρατόπεδο εκδηλώθηκαν ταλαντεύσεις και διφορούμενες στάσεις. Για
παράδειγμα, υπήρξαν δηλώσεις ότι αν η τρόικα έκανε μια άλλη, κάπως καλύτερη
πρόταση, η κυβέρνηση θα μπορούσε και να καλέσει τον λαό να ψηφίσει «ναι» ή
ακόμα και να ακυρώσει το δημοψήφισμα.
Όλα αυτά
ξεπεράστηκαν από μια αναπάντεχη εισβολή του λαϊκού παράγοντα που πήρε την
υπόθεση του δημοψηφίσματος στα χέρια του. Ξεπέρασε το μούδιασμα και έδωσε
μεγάλη ώθηση στο να συγκρατηθεί τις πρώτες μέρες η αύξηση του «ναι», να
ανατραπεί τις τελευταίες μέρες ο συσχετισμός και η δυναμική που αποκτούσε το
«ναι» και τελικά να επικρατήσει το «όχι».
Ιδιαίτερα την
Παρασκευή πριν από το δημοψήφισμα, πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες
συγκεντρώσεις της πρόσφατης Ιστορίας. Ήταν μια συγκέντρωση-γιορτή στην οποία
πρωταγωνίστησε με ιδιαίτερο τρόπο η νεολαία, αυτή που δεν συμμετέχει άμεσα στην
πολιτική διαδικασία και φαινόταν σε κάποιους «απολίτικη». Στις ηλικίες 18-25 το
ποσοστό του «όχι» ανήλθε στο 85%, γεγονός που αποδεικνύει βαθιές διεργασίες, σε
επίπεδο ατομικό αλλά και παρεών και συλλογικοτήτων όχι «άμεσα πολιτικών».
Είναι
χαρακτηριστικό ότι την Κυριακή, ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, σε σύσκεψη
της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις έδιναν μια
νίκη στο «όχι» με δύο μονάδες διαφορά. Αυτό δείχνει την παγωμάρα και τον
πεσιμισμό που επικρατούσε, την έλλειψη εμπιστοσύνης στον λαό, αλλά και την
απουσία αισθητηρίων και δεσμών μαζί του.
Το «όχι» που έγινε «ναι»
Σήμερα,
πλέον, υπάρχουν πλείστες ενδείξεις ότι ένα τμήμα του πολιτικού οργανισμού δεν
πίστευε στη νίκη και δεν ήθελε το δημοψήφισμα. Ένα μέρος της ηγεσίας,
συμπεριλαμβανομένου και του Αλ. Τσίπρα, προτιμούσε μια οριακή νίκη στο
δημοψήφισμα, την έβλεπε σαν τον τελευταίο ελιγμό πριν γίνει αποδεκτή η συμφωνία
και τα τελεσίγραφα των ιμπεριαλιστών.
Μια διαφορά
λίγων μονάδων στο δημοψήφισμα (π.χ. 52%-48%) θα μεταφραζόταν σε ένα διχασμό της
χώρας αποτελώντας επιχείρημα για να γίνουν υποχωρήσεις και να συναφθεί η
συμφωνία. Η μαρτυρία του Γ. Βαρουφάκη, υπουργού Οικονομικών έως την Κυριακή του
δημοψηφίσματος, αναφέρει πως όταν πήγε στο πρωθυπουργικό γραφείο εκείνο το
βράδυ, επικρατούσε μεγάλη κατήφεια και σκεπτικισμός, ενώ ο κόσμος πανηγύριζε
στους δρόμους για το συντριπτικό 62% του «όχι».
Ο λαός είχε
αψηφήσει την τρομοκρατία των ΜΜΕ και τις κλειστές τράπεζες, έδειχνε μεγάλη
ωριμότητα και φυσικά δεν ανέχτηκε την πασαρέλα όλου του διεφθαρμένου παλιού
πολιτικού προσωπικού που βγαίνοντας από την ναφθαλίνη καλούσε σε «σωτηρία της
χώρας» μέσω του «ναι». Η ηγεσία, όμως, ήταν κατηφής γιατί καταλάβαινε ότι το
62% θα δυσκόλευε τη συνθηκολόγηση που είχε προαποφασιστεί.
Το ίδιο
βράδυ, στο διάγγελμά του, ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε ότι συγκαλεί για την επαύριον
(Δευτέρα) συνάντηση των αρχηγών όλων των κομμάτων ώστε να υπάρξει η μέγιστη
εθνική συσπείρωση για τη διαπραγμάτευση. Ο λαός πάγωσε, αφού δεν μπορούσε να
καταλάβει γιατί να γίνει μια τέτοια συνάντηση.
Τη Δευτέρα το
πρωί ανακοινώθηκε και η παραίτηση του Βαρουφάκη από τη θέση του υπουργού
Οικονομικών. Όλοι αντιλήφθηκαν ότι είχε μπει μπροστά μια διαδικασία
εξευμενισμού της τρόικας, αφού από καιρό αυτός θεωρείτο πρόσωπο ανεπιθύμητο για
τους ευρωπαϊκούς κύκλους.
Φθάσαμε έτσι
στη Σύνοδο Κορυφής και το Eurogroup όπου πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις. Εκεί
συνέβη κάτι εντελώς σοκαριστικό: Οι τροϊκανοί υπέβαλαν εξευτελιστικούς όρους
στην ελληνική κυβέρνηση, ζήτησαν πράγματα που μέχρι τότε δεν είχαν θέσει στο
τραπέζι. Συμπεριφέρονταν όπως ο νικητής ενός πολέμου που υποβάλλει όρους
ταπεινωτικής συνθηκολόγησης στον ηττημένο.
Ολόκληρη η
Ελλάδα παρακολουθούσε άφωνη τις εξελίξεις αυτές, λίγες μέρες μετά το «όχι» και
δεκάδες χιλιάδες μηνύματα απεστάλησαν στον Τσίπρα, να πάρει το αεροπλάνο και να
γυρίσει στην Αθήνα. Αντί να κάνει αυτήν την απλή κίνηση, εκείνος αποδέχτηκε τους
όρους, δηλώνοντας ότι θα αγωνιστεί για να μετριαστούν οι πιο αρνητικές
συνέπειες της συμφωνίας.
Απελπισία,
θυμός, λύπη πλημμύρισαν την ξενυχτισμένη κοινωνία που παρακολουθούσε τον
διασυρμό της χώρας και του πρωθυπουργού. Οι «νικητές» ήθελαν να ταπεινώσουν τη
χώρα. Αλλά και ο Τσίπρας αναλάμβανε υποχρεώσεις και έπρεπε να εφαρμόσει τους
ταπεινωτικούς όρους αν ήθελε να παραμείνει πρωθυπουργός της «αποικίας χρέους».
Οι τροϊκανοί
απαίτησαν να ψηφιστούν εντός συγκεκριμένων ημερομηνιών νόμοι-προαπαιτούμενα
ώστε να εφαρμοστεί η συμφωνία. Τα πραξικοπήματα συνεχίστηκαν μέσα από την
κοινοβουλευτική διαδικασία ώστε να φανεί ότι ο Τσίπρας ελέγχει το κόμμα και την
Κοινοβουλευτική Ομάδα, τηρώντας τα συμφωνηθέντα, ενώ η τρόικα επιστρέφει άμεσα
στην Ελλάδα κατόπιν πρόσκλησης των ελληνικών αρχών…
Η συνέχεια
είναι καταιγιστική: Από καιρό έχει καταργηθεί η κομματική λειτουργία του
ΣΥΡΙΖΑ, η Κεντρική Επιτροπή του δεν συνεδριάζει, ενώ η Κ.Ο. μετατρέπεται σε
χώρο άσκησης πιέσεων στους βουλευτές προκειμένου να ψηφίσουν τους εξευτελιστικούς
όρους του 3ου Μνημονίου. Έτσι, η κυβέρνηση της Αριστεράς μετατρέπεται σε
εισαγωγέα μνημονιακών νεοφιλελεύθερων μέτρων που καμιά αστική κυβέρνηση δεν θα
μπορούσε να περάσει. Η Βουλή, δεν αποτελεί όργανο λαϊκής κυριαρχίας, αλλά
λειτουργεί ως πρωτοκολλητής νόμων που συντάσσονται στην αλλοδαπή, εισάγονται
στα αγγλικά, μεταφράζονται και ψηφίζονται μέσα σε μια νύχτα.
Όπως ήταν
φυσικό, υπήρξε αντίδραση στα διαρκή μικρά πραξικοπήματα που γίνονται για να
στηριχθεί το μεγάλο πραξικόπημα της συνθηκολόγησης και παλινόρθωσης της
τρόικας. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη ψηφοφορία για προαπαιτούμενους όρους, 39
(από τους 149) βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν αρνητικά. Στη δεύτερη, μετά από
έντονες πιέσεις, πάλι 36 ψήφισαν αρνητικά.
Η κυβέρνηση
διατηρείται στην εξουσία με τις ψήφους των μνημονιακών κομμάτων της Δεξιάς και
του Κέντρου, που χαιρέκακα ειρωνεύονται πως με την υπευθυνότητά τους σώζουν τη
χώρα ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ελέγξει τους βουλευτές του.
Ο απλός
κόσμος είναι βαθιά απογοητευμένος και κουρασμένος από την εξέλιξη, την γρήγορη
εναλλαγή καταστάσεων και τις μεταμορφώσεις που βλέπει να συντελούνται στο
πολιτικό πεδίο. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που γίνεται και σιγά-σιγά, όσο
ενημερώνεται για το τι έγινε και τι ψηφίζεται, εξοργίζεται.
Μερικά κρίσιμα συμπεράσματα
Η Ελλάδα
συνεχίζει να είναι επίκεντρο διεργασιών, πειραματισμών, ανοίγματος και
ματαίωσης δρόμων. Βασικό στοιχείο παραμένει το πολιτικό, αφού δεν μπορεί να
επιτευχθεί σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού ενόσω η χώρα «βομβαρδίζεται»
από μνημονιακές πολιτικές. Όποιο κόμμα αναλαμβάνει να υλοποιήσει αυτές τις
πολιτικές αποσαθρώνεται γρήγορα εισπράττοντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν
μπορεί να αποφύγει αυτήν την πορεία αφού μετατρέπεται πλέον σε μέρος του
μνημονιακού πολιτικού κόσμου. Στην ουσία έχουμε μια μεγάλη οπισθοδρόμηση, μια
ιδεολογική και πολιτική χρεοκοπία αυτού του ενδιαφέροντος εγχειρήματος. Η κρίση
του θα είναι βαθιά και δεν θα μπορούν να αποκρυφτούν έντονα εκφυλιστικά
φαινόμενα γαντζώματος στη διακυβέρνηση.
Η πολιτική
κρίση και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ένα κεντροαριστερό και ένα κεντροδεξιό
μπλοκ (και τα δύο υποταγμένα ουσιαστικά στην κυριαρχία της Ευρωζώνης) θα
συνεχιστούν. Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι έχει απολεσθεί σχεδόν κάθε ίχνος
κυριαρχίας, η πραγματική διακυβέρνηση της χώρας βρίσκεται στα χέρια της
τρόικας, η Ελλάδα είναι χώρα-αποικία υπό επιτροπεία και διεθνή οικονομικό
έλεγχο, περικυκλωμένη και με διαλυμένο το τραπεζικό της σύστημα. Το πολιτικό
σκηνικό διατηρείται μέσα από πολλαπλές μεταμορφώσεις γιατί δεν μπορεί να εκφράσει
και είναι σε αντίθεση με τα «θέλω» του λαού που υφίσταται τις ισοπεδωτικές
πολιτικές.
Για το λαϊκό
παράγοντα ανοίγει μια νέα φάση. Σε αυτήν, πρέπει να επαναπροσδιοριστούν πιο
βαθιά και ουσιαστικά τα περιεχόμενα πάλης, να ξεπεραστεί η απογοήτευση και η
αποστράτευση, να οργανωθεί ο λαός μέσα από κοινωνικά κινήματα και μορφές
αλληλεγγύης ώστε να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα επιβίωσης και προστασίας
της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας που τα αρπακτικά εποφθαλμιούν.
Από τα
μηνύματα συμπαράστασης στον ελληνικό λαό, ξεχώρισε αυτό του προέδρου της
Βολιβίας Έβο Μοράλες που χαιρέτησε το «όχι» ως πράξη αντίστασης του λαού
απέναντι στον «ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό». Είναι πολλά χρόνια που αυτή η κατηγορία
δεν συζητιέται στους κόλπους ακόμα και ριζοσπαστικών δυνάμεων της Ευρώπης. Ίσως
η ελληνική περίπτωση βοηθήσει να καταστεί πιο εμφανής, πιο συνειδητή αυτή η
κατηγορία, αφού ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός σε συμμαχία με αυτόν των ΗΠΑ
συνεχίζουν να είναι οι μεγαλύτεροι καταπιεστές στον σύγχρονο κόσμο.
Οι τραγικές
αυταπάτες για την «Ευρώπη μας», η έλλειψη επιτελείου και ικανής ηγεσίας που να
εμπιστεύεται το λαό και το ριζοσπαστισμό του, η έλλειψη εξαγωγής συμπερασμάτων
από προηγούμενες ήττες, μαζί με τις ρεφορμιστικές ψευδαισθήσεις, οδηγούν τον
ΣΥΡΙΖΑ σε μια κρίση από την οποία δεν μπορεί να εξέλθει ενόσω εκτελεί συμβόλαια
των δανειστών, μετατρεπόμενος σε συνεργό τους.
Αυτές οι
εξελίξεις δεν αφορούν μόνο το λαό της Ελλάδας, αλλά είναι μαθήματα για το
διεθνές κίνημα, έστω από την αρνητική τους σκοπιά, σαν «δάσκαλος από την
ανάποδη», ώστε να θωρακιστούν με μεγαλύτερη γνώση και πείρα τα εγχειρήματα που
σε όλες τις γωνιές του πλανήτη θα ανοίγουν το δρόμο στην ελπίδα.
Η ζωή όμως
συνεχίζεται, με ό,τι έχει και ό,τι της λείπει… Σε τούτη την ανεμοδαρμένη γωνιά
της Νότιας Ευρώπης, σύνορο και σημείο συνάντησης τριών ηπείρων και μεγάλων
πολιτισμών, ο αγώνας για την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα, για τη Διεθνή
Κοινότητα των Λαών συνεχίζεται!