Στις 22 Δεκεμβρίου 2015, στη Βουλή, η Σία Αναγνωστοπούλου είχε
πολλούς λόγους να είναι συγκινημένη. Όταν μάλιστα έμαθε ότι στα θεωρεία
βρισκόταν, μεταξύ άλλων ακτιβιστών της ομοφυλόφιλης και τρανς κοινότητας, και η
γνωστή τρανς σεξεργάτρια και ακτιβίστρια Πάολα, ανέβηκε να την αγκαλιάσει.
Είχαν γνωριστεί, μου είπε, τη δεκαετία του ’70, σε συγκεντρώσεις και
διαδηλώσεις – «θυμάμαι κόσμο να μας βρίζει, μαζί, να μας φωνάζουν τραβέλια
και τέτοια· είχα, βλέπεις, από τότε, έτσι τα μαλλιά μου…» Λίγο νωρίτερα, η
υφυπουργός Παιδείας είχε κάνει μία από τις καλύτερες ομιλίες της στο
Κοινοβούλιο. Όπου και πάλι τίμησε το ομοφυλόφιλο κίνημα και την ιστορία του και
υπενθύμισε πώς αυτό συναντήθηκε στην Ελλάδα με το φοιτητικό κίνημα, κάτι που
«οδήγησε και τους μεν και τους δε σε περαιτέρω όσμωση, σε περαιτέρω
χειραφέτηση».
Για την Αναγνωστοπούλου και άλλους έλληνες αριστερούς, πολλοί από
τους οποίους συμμετέχουν στο κυβερνητικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, ο κομβικός όρος
στην υπόθεση της σύγχρονης Αριστεράς δεν είναι τόσο αυτός της τάξης ή της
επανάστασης, ούτε βεβαίως αυτός του κράτους ή του έθνους· είναι ο όρος
δημοκρατία. Μια δημοκρατία που νοείται ως συνεχώς εξελισσόμενη και εκτατική, ως
χώρος που διαρκώς διευρύνει τα όριά του, ρίχνει φως στις κρυμμένες ομάδες του
πληθυσμού, που αφήνει περιθώριο ριζοσπαστικής συμμετοχής και γι’ αυτό που ακόμα
δεν αντιπροσωπεύεται. «Ένα δημοκρατικό κράτος, μια δημοκρατική κοινωνία ένα
δημοκρατικό έθνος είναι αυτά που έχουν τη δύναμη, επανοριοθετώντας τον εαυτό
τους, να λειτουργούν εγκλείοντας, εμπερικλείοντας και όχι αποκλείοντας. Που
έχουν τη διεκδίκηση να θέλουν το σύνολο της κοινωνίας να βρίσκεται στο
προσκήνιο της Ιστορίας».¹ Προφανώς, το διευρυμένο Σύμφωνο Συμβίωσης για ομόφυλα
ζευγάρια ήταν μια σημαντική πολιτική στιγμή για να μιλήσει κανείς γι’ αυτή
τη δημοκρατία. Όσο κι αν ήταν, επίσης, λίγο δειλό, λίγο ατελές, και, σε κάποιο
βαθμό, με χαρακτηριστικά ομοξεπλύματος (pinkwashing).²
Ας μην ξεχνάμε ότι το
νομοσχέδιο, ενώ εξέφρασε μια πάγια προτεραιότητα του κυβερνώντος κόμματος,
τελικά υποβλήθηκε μάλλον εργαλειακά στη Βουλή με διαδικασία επείγοντος και
στόχο να ψηφιστεί πριν τα Χριστούγεννα, ακριβώς για να δείξει τι
τομές μπορεί να κάνει μια Αριστερά στην εξουσία, να μιλήσει για δικαιώματα
και ελευθερίες και να αποσπάσει μάλλον έτσι την προσοχή από ένα τεράστιο θέμα
εκείνων των ημερών, την αναβολή της εφαρμογής του ανθρωπιστικού «παράλληλου
προγράμματος».
Βάζω στη συζήτηση την παράμετρο του ομοξεπλύματος όχι για να
υποτιμήσω την πολιτική εντιμότητα και την τόλμη των ανθρώπων που στήριξαν το
Σύμφωνο δημοσίως και όσων από την κεντρική πολιτική σκηνή επέλεξαν να πάνε τη
συζήτηση ακόμα πιο πέρα. Τουναντίον, θέλω να δείξω ποιο πλαίσιο η πολιτική αυτή
τόλμη είναι αναγκασμένη να ανταγωνιστεί, στρατηγικά να εκμεταλλευτεί, ή μαζί
του να συνυπάρξει.
Κι αν, εν προκειμένω, το στενό πλαίσιο για το οποίο πρέπει
να συζητήσουμε είναι και αυτό του ομοξεπλύματος, το ευρύτερο πλαίσιο, που
επίσης δεν πρέπει να πάψουμε να έχουμε στο μυαλό μας, λέγεται αριστεροξέπλυμα.
Όπου, αριστεροξέπλυμα είναι η διαδικασία εκείνη κατά την
οποία ένας λόγος περί Αριστεράς, αριστερού ήθους, αριστερής ιστορίας, αλλά και
η χρήση της ανάμνησης κινηματικών και συμμετο-χικών διαδικασιών έρχονται
ουσιαστικά, το θέλουμε δεν το θέλουμε, να υπηρετήσουν τη ΔΥΑΔική συνθήκη, τη
γνωστή διεθνώς με το αρκτικόλεξο ΤΙΝΑ (There Is No Alternative / Δεν Υπάρχει
Άλλη Διέξοδος). Γίνεται κάπως έτσι ο λόγος περί «Συνεπούς Αριστεράς» το
αναγκαίο ΔΥΑΔικό συμπλήρωμα του Ακραίου Κέντρου στη δικαιολόγηση και
κανονικοποίηση της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων.
Δεν ξεμπλέκεις όμως με το αριστεροξέπλυμα αν βγάλεις το αριστερόμετρο
και αρχίσεις να καταγγέλλεις. Αφενός, γιατί έτσι δεν μπορείς να κατανοήσεις και
κάποιες ουσιαστικές πολιτικές κινήσεις που ακόμα μπορεί να γίνονται σε πείσμα
του, και τη δυναμική που αυτές μπορούν να εκλύσουν (όσα περιγράφω ως εδώ εκεί
τα κατατάσσω). Αφετέρου, διότι έτσι ξεχνάς την εσωτερική, την πιο βαθιά
λειτουργία που αυτή τη στιγμή το αριστεροξέπλυμα, ως λόγος ασφάλειας,
ταυτότητας και κυβερνησιμότητας, καλείται να επιτελέσει σε ένα ευρύτερο
πλαίσιο. Ξεχνάς δηλαδή ότι το αριστεροξέπλυμα δεν είναι μόνο δικαιολογία· είναι
και μια καινούργια τεχνολογία κατασκευής πολιτικών υποκειμένων με την οποία
συνδεόμαστε, πολύ περισσότερο από όσο θέλουμε να παραδεχόμαστε, όλοι μας.
Εξηγούμαι με ένα απλό παράδειγμα. Λίγες βδομάδες πριν ψηφιστεί το
Σύμφωνο Συμβίωσης, έγιναν πολυήμερες διαμαρτυρίες προσφύγων και μεταναστών στην
Ειδομένη, στα σύνορα με την ΠΓΔΜ, που κορυφώθηκαν με απεργίες πείνας, το ράψιμο
του στόματος κάποιων απεργών, και την κατάληψη των σιδηροδρομικών γραμμών. Πόσο
είδαμε αυτές τις σκηνές; Πόσο ακούσαμε αυτούς τους ανθρώπους, πόσο καταλάβαμε
τι ζητούν; Πόσο δεν είδαμε και δεν συζητήσαμε τη δράση των δυνάμεων καταστολής
εναντίον τους;
Κι όμως, αυτές ήταν ουσιαστικά από τις πιο δραματικές διαδηλώσεις
ενάντια στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη που έγι-ναν στη χώρα μας τη χρονιά που
πέρασε. Πόσο δύσκολο είναι πλέον να τις αντιμετωπίσουμε –και να τις
υποστηρίξουμε– ως λαϊκές εξεγέρσεις, συμβάντα εντελώς συνεχή και ομόλογα με την
πλατεία Συντάγματος τη βραδιά του «Όχι», ή τις μεγάλες ελληνικές κινητοποιήσεις
των προηγούμενων χρόνων; Πόσο δύσκολο είναι να δούμε, στην Ειδομένη, στη
Μυτιλήνη, στην Κω ή στην πλατεία Βικτωρίας την ελπίδα για ένα καινούργιο κίνημα
των Πλατειών, και μάλιστα με ευρωπαϊκό αντίκτυπο, διασπορά και
αποτέλεσμα;³ Δεν είναι μόνο δύσκολο. Είναι πια αδιανόητο.
Προς Θεού, δεν εννοώ εδώ ότι η Αριστερά, και δη η κυβερνώσα,
«πουλάει» τους πρόσφυγες ενώ υπογράφει Σύμφωνα. Είναι σαφές ότι, όσες κριτικές
κι αν κάνουμε στους χειρισμούς της, όλοι διέπονται από έναν βασικό ανθρωπισμό
που τη διακρίνει από οποιαδήποτε προηγούμενη κυβέρνηση. Το ερώτημα, όμως, δεν
είναι αν η τωρινή κυβέρνηση έχει πιο προοδευτικές θέσεις στο Μεταναστευτικό από
τους προκατόχους της – τις έχει. Το ερώτημα είναι αν αυτές οι θέσεις
συμμετέχουν πια σε ένα μεγαλύτερο πλαίσιο και το ξεπλένουν, ενώ αυτό ταυτόχρονα
ακυρώνει την πολιτική τους ταυτότητα.
Για τη Δεξιά και το Ακραίο Κέντρο, όπως και για τις θεσμικές τους
εκφορές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ζήτημα της νέας μετανάστευσης είναι
ιδεολογικά εύκολο. Η Ευρώπη «πρέπει να αναλάβει ευθύνες», αλλά ομοίως
«πρέπει να τις αναλάβουν και οι άλλοι», στην περίπτωση μάλιστα χωρών όπως η
Τουρκία (αλλά και η Ελλάδα) – και με το αζημίωτο.
Ο στόχος είναι, όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να μείνουν
έξω: από τη βόρεια Ευρώπη, από το ευρωπαϊκό κέντρο, από όποια χώρα προλάβει να
κλείσει σύνορα, από την Αθήνα, από τη Μυτιλήνη, από τα παράλια της Τουρκίας,
από τον Έβρο· ανάλογα με την οπτική –και εθνική– γωνία, ο φράχτης της έξωσης
μπορεί να αλλάζει. Η κινητήρια ιδέα, όμως, είναι κοινή: ότι οι άνθρωποι αυτοί
πρέπει, πάση θυσία, να μείνουν έξω απ’ αυτό που θα λέγαμε «το ευρωπαϊκό
κεκτημένο».
Το οποίο κεκτημένο εμπεριέχει, εκτός των άλλων, περίθαλψη, ισότητα,
ισονομία, διευρυνόμενη δημοκρατία, συμβάσεις για το άσυλο σε πρόσφυγες και
στήριξη μεταναστών, νόμους για την προστασία όσων είναι σε διακινδύνευση στη
θάλασσα, στη στεριά, στη φυλακή, στο νοσοκομείο, στην εργασία.
Για να
μπορεί να λειτουργεί όλο αυτό ως ελάχιστος ευρωπαϊκός κοινός κανόνας, όλο και
περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να γίνονται, πάση θυσία, η μέγιστη δυνατή εξαίρεσή
του. Κι αν στη νέα μετανάστευση η εξίσωση αυτή είναι τόσο προφανής, η ισχύς της
δεν στοχεύει, προφανώς, μόνον αυτούς. Το γνωρίζει αυτό κάθε Έλληνας που έχει
δει τα τελευταία χρόνια τα εργα-σιακά και άλλα δικαιώματά του να εξανεμίζονται
σε καθεστώς εξαίρεσης, ώστε να μπορεί να επιβεβαιώνεται ως ιδεατός ο ευρωπαϊκός
κανόνας.
Τι αντιτάσσει πλέον η πιο πραγματιστική Αριστερά σε αυτή τη
στρατηγική; Αντιτάσσει, ως ακριβό ελάχιστο, ένα λόγο προστασίας και
ανθρωπισμού. Να προστατεύσουμε τουλάχιστον, σου λέει, τους αδύναμους· να
στηρίξουμε με ανθρωπισμό «τα ξενάκια μας» όσο και «τα φτωχαδάκια μας». Την ίδια
στιγμή, αποδέχεται, ως πραγματιστική αντιμετώπιση, τους βασικούς όρους της
εξ(ίσ)ωσης.
Γι’ αυτό, π.χ., χαιρετίζεται η συνεργασία της Τουρκίας στο
Μεταναστευτικό, η ενδυνάμωση της Frontex, η «κάποια λύσις» του φράχτη στον
Έβρο· κάπως έτσι, προφανώς, θα δικαιολογηθεί και η λογική του παράλληλου
«ανθρωπιστικού» προγράμματος, όταν αυτό τελικά έρθει, όπως έρθει, στην ελληνική
Βουλή. Κάθε φορά που γλυκαίνει έτσι με αριστερό ανθρωπισμό η διαχείριση της
εξαίρεσης, συμβαίνει και ένα ακόμα πιο βαθύ αριστεροξέπλυμα. Όχι απλώς γιατί
εξανθρωπίζεται μια νεοφιλελεύθερη κανονικότητα, αλλά γιατί ηττάται στην πράξη
αυτή η ιδέα που περιέγραφα στην αρχή, η ιδέα μιας δημοκρατικής κοινωνίας που
είναι εκτατική και συσσωματώνει, που αντιπροσωπεύει όλο και περισσότερους και
με όλο και ριζοσπαστικότερο τρόπο.
Συμβαίνει μάλιστα και το εξής οξύμωρο: όλο και περισσότερο
προβάλλεται η Αριστερά ως η μόνη δύναμη που μπορεί να καταλάβει τα νέα
προβλήματα και μάλιστα μπορεί εκεί να δείξει τη διαφορά της. Στον παροξυσμό του
μισαλλόδοξου και ρατσιστικού λόγου που προκαλεί η κοινωνική ανθρωπιστική κρίση,
το Μεταναστευτικό ή η εκβιασμένη σύνδεσή του με τη νέα τρομοκρατία, η Αριστερά
δείχνει έτοιμη να εξηγήσει την πολυπλοκότητα της κατάστασης.
Όσο, όμως, αυξάνεται ο ρόλος της αυτός τόσο αυξάνονται γύρω της τα
όντα που αντιμετωπίζονται, όλο και περισσό-τερο, ως μη πολιτικά. Όταν ο μέσος
τηλεαστέρας, μιλώντας για βομβαρδισμούς στη Συρία, φωνάζει «κάντε τους σκόνη»,
ως απάντηση στις επιθέσεις στο Παρίσι, ο αριστερός λόγος που θα μιλήσει για
διεθνή πολιτική και ζωές αμάχων μοιάζει απαραίτητη όαση.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο ίδιος αυτός αριστερός λόγος καλείται να
ανεχτεί και όπου κυβερνά να συνυπηρετήσει την παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης
ανάγκης, την περιστολή δικαιωμάτων κρατουμένων, τη χρήση ειδικών νόμων και
υπερεξουσιών καταστολής, την ασφαλειοποίηση.
Και πες ότι μια ωραία πρωία ένας
από τους βομβιστές του Παρισιού πιανόταν, π.χ., στην Ελλάδα. Εκεί θα ’θελα να
δω τι θα συνέβαινε αν ένας υπουργός της συγκυβέρνησης τολμούσε να πει ότι, όσο
κι αν καταδικάζουμε και διαφωνούμε κάθετα μαζί του, ο άνθρωπος αυτός έχει
όλα τα δικαιώματα του κρατουμένου (για να μην πω: του πολιτικού κρατουμένου).
Προφανώς, κάνω εδώ ακραίο υποθετικό σενάριο, και το κάνω με
πιεσμένους όρους. Αλλά θέλω να δείξω ότι σήμερα συνετός αριστερός γίνεται, εκών
άκων, αυτός που αναλύει, που κατανοεί, που επιμελείται. Και που βλέπει το
πολιτικό να περιστέλλεται ώστε να περιέχει εκείνον ως αναγκαίο, και να μην
περιέχει πολλούς άλλους. Ο μετανάστης, ο ιρακινός πρόσφυγας, ο σύριος άμαχος, ο
πακιστανός εργάτης, ο μουσουλμάνος, ο άρρωστος, ο άστεγος, ο ανασφάλιστος: όλο
και περισσότερο γεμίζουμε κατηγορίες που ναι μεν η Αριστερά προσπαθεί να
κατανοήσει ως πάσχοντες, ταυτόχρονα όμως αποδέχεται ως μη πολιτικά υποκείμενα.
Κι έτσι ο συνετός αριστερός δεν είναι πια αυτός που ψάχνει να βρει
τους αφανείς αυτού του κόσμου και, σε όσμωση μαζί τους, να βοηθήσει να
αναδειχθούν τα πολιτικά χαρακτηριστικά και οι διεκδικήσεις και των δύο. Είναι,
αντίθετα, αυτός που πάει να τους βοηθήσει. Να υπομείνουν. Ή/και (κυρίως:) να
φύγουν.
Τι απέγιναν οι πρόσφυγες της Ειδομένης; Αυτοί που για να
διεκδικήσουν έραψαν το στόμα τους, αυτοί που φώναξαν, αυτοί που έβαλαν φωτιές;
Κάποια στιγμή, «ευτυχώς», έφυγαν από την οθόνη μας.
Ποιος, χρόνια μετά, σε ένα άλλο κοινοβούλιο, θα μπορέσει να τους
κοιτάξει και να θυμηθεί τον καιρό που αυτοί και εμείς μάθαμε ο ένας από τον
άλλον, που οσμωθήκαμε, που φτιάξαμε κοινές διεκδικήσεις; Ποιος θα τρέξει να
τους αγκαλιάσει στα θεωρεία μιας άλλης Βουλής, με το μυαλό σε εκείνες τις μέρες
του 2015, τότε που η νεοσυντήρηση τούτου του κόσμου μάς έβριζε το ίδιο, που μας
έβλεπε καιροσκόπους, βρώμικους, λιμασμένους, εμπρηστές – κι αυτούς κι εμάς;
Φοβάμαι, κανείς. Γιατί δυστυχώς, έστω και φαντασιακά, έστω και αναγκαστικά,
έστω εκ των ενόντων, τον τελευταίο καιρό εμείς απελπισμένα κοιτάζουμε, όπως
μπορούμε, να ξεπλυθούμε.