Όταν λέγεται ότι έχουμε πάψει να παράγουμε πολιτική σκέψη και λόγο, εννοείται ότι σκεφτόμαστε και ενεργούμε είτε μεταπρατικά (εισάγουμε θεωρίες και τις φτιάχνουμε, τις προσαρμόζουμε, τις κόβουμε και ράβουμε για να ταιριάξουν με το ελληνικό καλούπι) είτε αναχρονιστικά (αναλωνόμαστε σε ρητορική και προβλήματα του περασμένου αιώνος).
Σε έναν κόσμο που πρόκειται να
γνωρίσει σημαντικές γεωπολιτικές αλλαγές και μετατόπιση/διάχυση της ισχύος, η
Ελλάδα συνεχίζει να κινείται εκτός πραγματικότητας. Είναι κυριολεκτικά
εγκλωβισμένη στο πολιτικό σύστημα που μάχεται – μάταια – να
διατηρηθεί/ανανεωθεί/ανακυκλωθεί με ιδεολογικά μανιφέστα που υπόσχονται τα
Νησιά των Μακάρων άπαξ και εφαρμοστούν.
Για να καταστεί σαφές, ο 21ος
αιώνας θα είναι ο αιώνας που θα χάσει η Δύση την παγκόσμια κυριαρχία της.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Angus Maddison «η
Βιομηχανική Επανάσταση και η επεκτατική αποικιακή πολιτική των Ευρωπαίων
οδήγησαν την Ευρώπη το 1870 στην πρώτη θέση διαμορφώνοντας περίπου το 28% του
παγκόσμιου ΑΕΠ».
Ως εκ τούτου, ο 19ος αιώνας ανήκει αποκλειστικά
στην Ευρώπη και ιδίως στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι επίσης ο αιώνας, κατά τον
Oswald Spengler, όπου αρχίζει να επικρατεί η δυτικοκεντρική αντίληψη της
Ιστορίας και του Πολιτισμού. Η Δύση έφτασε στο αποκορύφωμά της με την άνοδο των
ΗΠΑ ως παγκόσμια δύναμη μετά το τέλος του Β” Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η
οικονομική της κυριαρχία έφθασε στο μέγιστο επίπεδο την περίοδο 1950 – 1970 με
ποσοστό συμμετοχής στο παγκόσμιο ΑΕΠ που άγγιζε το 30%. Η αύξηση του πλούτου
στις ΗΠΑ προήλθε κυρίως από τη μετανάστευση των ικανότερων και των πρωτοπόρων
(είναι πραγματικά μοναδικό το brain drain από τις υπόλοιπες χώρες με προορισμό
τις ΗΠΑ), την δημιουργία κινήτρων για την προσέλκυσή τους, από τους πλούσιους
φυσικούς τους πόρους (πετρέλαιο, χρυσός κ.ά.), αλλά και από τη μείωση του ΑΕΠ
στην Ευρώπη, το οποίο από το 1913 συρρικνώνεται διαρκώς.
Η αδιαμφισβήτητη
κυριαρχία της Δύσης κατά τον 19ο και 20ο αιώνα ήταν και ο κύριος λόγος που τα
κράτη, το ένα μετά το άλλο, έθεταν ως μακροπρόθεσμο στρατηγικό στόχο την ένταξη
στη συμμαχία των δυτικών κρατών, υπέγραφαν συμφωνίες σε πολλά επίπεδα,
ανέπτυσσαν μαζί τους εμπορικές σχέσεις κλπ. Όμως, τα δεδομένα έχουν αλλάξει
σήμερα.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα, το μερίδιο των αναδυόμενων οικονομιών στο παγκόσμιο ΑΕΠ
ξεπερνά ήδη το 48%, δηλαδή είναι 13 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σύγκριση
με τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το World Economic Outlook αναφέρει ότι την
τρέχουσα δεκαετία θα υπερβεί το 50%.
Το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο ΑΕΠ
αναμένεται να σταθεροποιηθεί στο 20% μέχρι το 2020, ενώ της Ινδίας ενδέχεται να
διπλασιαστεί από 7% που είναι σήμερα και να προσεγγίσει τα επίπεδα των ΗΠΑ
μέχρι τα μισά του τρέχοντος αιώνος.
Το συνολικό μερίδιο των ΗΠΑ μειώνεται
σταδιακά, από 17% που είναι σήμερα μέχρι 14% το 2050. Το μερίδιο της Ε.Ε. θα
γνωρίσει τη μεγαλύτερη μείωση, από 17,5% που είναι σήμερα σε περίπου 12% το
2050.
Κατά τον καθηγητή, Ν. Φίλιππα, «μετά από διάλειμμα
δύο αιώνων, Κίνα και Ινδία επιστρέφουν ως ηγέτιδες στη γεωπολιτική σκακιέρα,
απειλώντας τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ». Η υπερχρέωση της Δύσης, σε
αντίθεση με την αυξανόμενη αποταμίευση των αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς και η
γήρανση του δυτικού πληθυσμού και η υπογεννητικότητα που δεν αναμένεται να
αναστραφούν, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.
Ο αναπτυσσόμενος κόσμος
εκπροσωπεί το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού, το CIA World Factbook καταγράφει
ότι ο πληθυσμός των αναδυόμενων οικονομιών ανήκει στη κατηγορία Twenties, στις
ΗΠΑ και την Ρωσία ανήκει στη κατηγορία Thirties και στη γερασμένη Ευρώπη ο
πληθυσμός ανήκει στη τελευταία ηλικιακή βαθμίδα Forties.
Δεδομένων των ανωτέρω,
καθίσταται εύκολα αντιληπτή η κοντόθωρη και μυωπική πολιτική που ασκείται από
το ελληνικό σύστημα, το οποίο ενεργεί, σκέφτεται και υπολογίζει με τους όρους
που ίσχυαν τον 20ο αιώνα, ήτοι παραμένουν προσδεδεμένοι στη παραπαίουσα Δύση.
Όμως, το χειρότερο εκτός από τον αναχρονισμό, τον επαρχιωτισμό και την πλήρη
απουσία του ελληνικού πολιτικού κόσμου από τις διεθνείς εξελίξεις, είναι το
γεγονός ότι υιοθετείται και το ιδεολογικοπολιτικό μοντέλο του 20ου αιώνα, το
οποίο θεωρείται ήδη ξεπερασμένο.
Ο 19ος και 20ος αιώνας, εκτός από αιώνες της
Δύσης, ήταν επίσης και αιώνες των ιδεολογιών που δημιουργήθηκαν στα
δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Ωστόσο, στον 21ο αιώνα, καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες
είναι έτοιμες να πάρουν την σκυτάλη και εισερχόμαστε μάλλον προς έναν
πολυπολικό κόσμο, είναι δεδομένο ότι οι ιδεολογίες θα πάψουν να έχουν
πρωτεύοντα ρόλο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι βαθιά θρησκευόμενες και
παραδοσιακές, έχουν δικούς τους θεσμούς, πράγμα που σημαίνει ότι είναι είναι
δύσκολο να προχωρήσουν σε ριζικές αλλαγές και να ασχοληθούν με ιδεολογικούς
πειραματισμούς, όπως επιχειρήθηκε τον 20ο αιώνα. Δεν υπάρχει αντιπαλότητα για
το αδιαμφισβήτητο δίκαιο της εκάστοτε ιδεολογίας. Επίσης, η πεποίθηση περί
δυτικής πολιτιστικής ανωτερότητας που ενέπνευσε πολλούς θεωρητικούς ιδεολογιών
και οδήγησε στην ευρωπαϊκή – και μετέπειτα αμερικανική – πολιτιστική
σταυροφορία «εκπολιτισμού», «εκδυτικισμού» και «εκδημοκρατισμού» των κατώτερων
λαών, βρίσκεται ήδη σε φάση υποχώρησης. Η Δύση δεν επηρεάζει πλέον πολιτιστικά,
οι δυτικότροποι Ινδοί, Κορεάτες και Ιάπωνες αποτελούν παρελθόν.
Ο 21ος αιώνας
δεν θα σηματοδοτήσει μόνο γεωπολιτικές αλλαγές, αλλά θα κλείσει και το κεφάλαιο
της ιδεολογίας όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε στη Δύση – στην καλύτερη περίπτωση θα
υποβαθμιστεί.
Η Ελλάδα που μάχεται ακόμη με
τους δικούς της ιδεολογικούς δαίμονες και με ένα πολιτικό σύστημα που έχει
απεμπολήσει την κυριαρχία του – και ίσως γι” αυτό τον λόγο να μην ενδιαφέρεται
για τις διεθνείς εξελίξεις – φαίνεται ότι έχει παραιτηθεί από την Ιστορία,
καθότι παρουσιάζει όλα τα σημάδια ενός έθνους που βρίσκεται στη δύση του.
Υπογεννητικότητα, γήρανση του πληθυσμού, παρακμή, απώλεια κυριαρχίας, έλλειψη
θεσμών, διάλυση της εθνικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συνοχής, όλα αυτά
αποτελούν το επιμύθιο ενός έθνους που ξεκίνησε τον 20ο αιώνα την καταστρεπτική
πορεία του (συρρίκνωση του έθνους που εκτείνονταν από την Αν. Μεσόγειο και τα
Βαλκάνια μέχρι την Ανατολία και τον Καύκασο) και θα τελειώσει στον 21ο
αιώνα.