6 Απριλίου 1941. Στις 5:15
τα ξημερώματα ξεκινάει η επιχείρηση “Μαρίτα”, η επίθεση δηλαδή των γερμανικών
στρατευμάτων εναντίον της Ελλάδας.
Η επιχείρηση απέβλεπε, μεταξύ άλλων, στην
κάλυψη των νώτων για την επιχείρηση “Μπαρμπαρόσα” εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης
και τον αμεσότερο εφοδιασμό των δυνάμεων του Ρόμελ στην Βόρεια Αφρική.
Οι
Έλληνες καλούνται αυτή τη φορά να αντιταχθούν στη ναζιστική μηχανή του Τρίτου
Ράιχ που εισβάλει στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί είχαν υποσχεθεί στους Βούλγαρους την
Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία. Ως αντάλλαγμα, οι τελευταίοι θα
επέτρεπαν την ελεύθερη διέλευση μέσα από την Βουλγαρία για το πέρασμα στην
Ελλάδα.
Η αντίσταση στα 21 οχυρά της γραμμής Μεταξά, στο Ρούπελ, Ιστίμπεη,
Μαλιάγκα, Παλιουριώνες, Καρατάς, Νυμφαία, Εχίνος στο Μπέλες κ.ά. ήταν
σθεναρότατη, (Κάτι σαν το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος που το ξεπούλησε ο Τσίπρας) μέσα σε συνθήκες ιδιαίτερα έντονες, με αστραπιαίες επιθέσεις από
τα γερμανικά Στούκας, ακατάπαυστη βροχή από οβίδες πυροβολικού και αρμάτων
μάχης και ρίψη χημικών αερίων εντός των οχυρών.
Η αριθμητική (μόνο) ανισότητα
σε εξοπλισμό και έμψυχο δυναμικό μεταξύ των δυο πλευρών ήταν τρομακτική. Η
γερμανική πλευρά με την 12η Στρατιά και την 1η Τεθωρακισμένη Ομάδα
Μεραρχιών υπό τον στρατάρχη Wilhelm List αποτελούταν από 12 μεραρχίες
επανδρωμένες με 500.000 περίπου άνδρες, πλαισιωμένη από εξακόσια άρματα μάχης
και εξακόσια περίπου αεροπλάνα. Η ελληνική πλευρά παρέτασσε μόλις
τρεις μεραρχίες και δυο ταξιαρχίες με 70.000 άνδρες, πολλοί από αυτούς
τραυματισμένοι από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ενώ μεγάλο μέρος του ελληνικού
στρατού βρισκόταν στο αλβανικό μέτωπο. Μεγάλο ποσοστό των αξιωματικών ήταν
έφεδροι.
Το πρώτο
επίσημο δείγμα γραφής έλλειψης στρατιωτικής τιμής και θηριώδους συμπεριφοράς
στην Ελλάδα, οι ναζί το έδωσαν στην περίπτωση του ηρωικού λοχία Δημήτριου
Ίτσιου, όπου παρέκαμψαν το πολεμικό δίκαιο σε σχέση με τους αιχμάλωτους
πολέμου. Θα ακολουθούσαν εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα περιπτώσεις… Ο Διονύσης
Χαριτόπουλος στο βιβλίο του “Άρης ο Αρχηγός των Ατάκτων” αναφέρει:
"Ένας Γερμανός
αξιωματικός ζητάει να δει τον επικεφαλής αξιωματικό ενός πολυβολείου που θέρισε
πάνω από 200 άνδρες και παραδόθηκε μόνο αφού εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά του.
Οδηγούν μπροστά του έναν απλό λοχία, τον Δημήτρη Ίτσιο. Ο Γερμανός του δείχνει
τους νεκρούς λέγοντας: "Τούτο το μακελειό είναι δικό σου έργο. Μου σκότωσες
τους καλύτερους στρατιώτες μου. Σε συγχαίρω". Και διατάσσει να τον
εκτελέσουν."
Μετά την δολοφονία, οι
στρατιώτες της Βέρμαχτ έβγαλαν φωτογραφίες καμαρώνοντας δίπλα στο άψυχο σώμα
του λοχία, θεωρώντας το τρόπαιο…
Γερμανικό ανακοινωθέν της
11ης Απριλίου 1941 αναγνώριζε ότι “εκλεκτά ελληνικά στρατεύματα υπεράσπισαν με
εντελώς εξαιρετικό ηρωισμό τα οχυρά της γραμμής Μεταξά.
Προκλήθηκαν ως εκ
τούτου συγκρούσεις από πολύ κοντινή απόσταση, τόσο πεισματικές και έντονες, όσο
δεν είχαν λάβει μέχρι τώρα χώραν σε κανένα άλλο πολεμικό θέατρο…”, ενώ ο Χίτλερ
στις 4 Μαΐου του 1941 σε λόγο του στο Ράιχσταγκ ανέφερε ότι “η ιστορική
αμεροληψία με υποχρεώνει να διαπιστώσω πως απ’ όλους τους αντιπάλους που μας
αντιτάχθηκαν ως αυτή τη μέρα, μόνο ο Έλληνας στρατιώτης μπόρεσε να πολεμήσει με
ανδρεία και περιφρόνηση προς τον θάνατο ίση με την δική μας.”
Μόνο που ο φύρερ
δεν λάβαινε υπόψιν του δυο καταλυτικούς παράγοντες: Πρώτον, ο Έλληνας
πολεμούσε και πέθαινε για την ελευθερία, ενώ ο Γερμανός πολεμούσε και πέθαινε για
την κατάκτηση. Αυτό, συνειρμικά, παραπέμπει στην εποχή των περσικών πολέμων,
όταν ο Πέρσης στρατηγός Τριτανταίχμης είπε στον Μαρδόνιο: ”Δυστυχία,
Μαρδόνιε, εναντίον ποιων ανθρώπων μας έφερες να πολεμήσουμε; Αυτοί δεν
αγωνίζονται για χρήματα αλλά για την αρετή!”
Δεύτερον, η αριθμητική
δυσαναλογία σε έμψυχο και άψυχο υλικό, η οποία παραπέμπει και αυτή στην μάχη
των Θερμοπυλών. Χαρακτηριστικό είναι πως πολλοί Έλληνες στρατιώτες δεν είχαν
καμία διάθεση να παραδώσουν τα όπλα παρά την συνθηκολόγηση.
Το δικτατορικό καθεστώς του
γερμανοτραφούς Ιωάννη Μεταξά είχε φροντίσει καθ’ όλο το προπολεμικό διάστημα να
εξοπλίσει τη ναζιστική μηχανή του Τρίτου Ράιχ, τελικά να την ατσαλώσει, έτσι
ώστε να ξεκινήσει να σπέρνει τον θάνατο, την καταστροφή και την υποδούλωση. Ο
Βάσος Γεωργίου στο βιβλίο του “Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας”
γράφει σχετικά:
"Ξέρουμε όμως καλά πως
έχουμε πρώτες ύλες για να δημιουργήσουμε αξιόλογους κλάδους βαριάς βιομηχανίας,
αλλά τις στέλνουμε ακατέργαστες στο εξωτερικό, γυμνώνοντας κομπογιανίτικα τον
εθνικό πλούτο. 400.000 - 500.000 σιδηρομεταλλεύματα, σιδηροπυρίτη και άλλα μεταλλεύματα
εξάγουμε κάθε χρόνο, τα τελευταία μάλιστα χρόνια κατά κύριο λόγο στην Γερμανία.
Στην σπάταλη αυτή διοχέτευση του μεταλλευτικού πλούτου στην εθνικοσοσιαλιστική
Γερμανία έχουμε ένα ακόμη μέτρο της αντεθνικής πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων,
ξεχωριστά μάλιστα στην περίοδο της 4ης Αυγούστου, όταν ο μεγάλος όγκος των
εξαγωγών είχε προορισμό την Γερμανία. Το εθνοκτόνο καθεστώς της 4ης Αυγούστου
με το να στέλνει εκατοντάδες χιλιάδες τόνους σιδηρομεταλλεύματα και βωξίτη,
πρώτες ύλες για κανόνια, τανκς και αεροπλάνα, προετοίμαζε και απ’ αυτή την
πλευρά την εθνική υποδούλωση."
Είναι γνωστό ότι ο Μεταξάς,
μετά τον τορπιλισμό του ελληνικού καταδρομικού πλοίου ΕΛΛΗ από ιταλικό
υποβρύχιο, συμβουλεύτηκε τον Χίτλερ σχετικά με την στάση που θα έπρεπε να
ακολουθήσει.
Ο φύρερ (του) τον είχε διαβεβαιώσει ότι “ουδέποτε θα
επιτρέψει την κατά της Ελλάδος Ιταλικήν επίθεσιν και ιδιαζόντως συνιστά όπως
ουδέν μέτρον ληφθή, το οποίον θα ηδύνατο να θεωρηθή υπό της Ιταλίας ως
πρόκλησις εκ μέρους της Ελλάδος”. Και όπως έλεγε τον Οκτώβρη ο ίδιος ο
δικτάτορας: “…διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου
διεμηνύθη εκ μέρους του Χίτλερ η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον
να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις…”
Στις 9 Απριλίου 1941, ώρα 8
το πρωί, η Θεσσαλονίκη παραδίνεται στους ναζί. Η συνθηκολόγηση υπογράφτηκε
λίγες ώρες αργότερα από τον διοικητή της στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας,
αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, και τον διοικητή της 2ης Μεραραχίας
Panzer, αντιστράτηγο Rudolf Veiel. Το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας είχε
δώσει εντολή να παραδοθεί η πόλη, αλλά λόγω της άρνησης των Ελλήνων αξιωματικών
και στρατιωτών να καταθέσουν τα όπλα, χρειάστηκε να παρέμβει το ΓΕΣ για να
επιβάλει την συνθηκολόγηση.
Κατά την είσοδο τους στην πόλη, οι ναζί - εκτός από
ελάχιστες εξαιρέσεις κατοίκων που έσπευσαν να τους προϋπαντήσουν με ανθοδέσμες
- βρήκαν μια έρημη πόλη, με τους κατοίκους κλειδαμπαρωμένους στα σπίτια ως
ένδειξη πατριωτισμού. Ο διορισμένος από τον Μεταξά δήμαρχος της πόλης,
Κωνσταντίνος Μερκουρίου, γνωστός για τα φιλογερμανικά του αισθήματα, παρέδωσε
το κλειδί της πόλης στους κατακτητές δημοσιοποιώντας την παρακάτω ανακοίνωση
προς τους Θεσσαλονικείς:
Κατόπιν αποφάσεως των
Ελληνικών Στρατιωτικών Αρχών παρεδόθη η πόλις της Θεσσαλονίκης σήμερον την
πρωίαν εις τας Γερμανικάς Στρατιωτικάς Αρχάς.
Ο Λαός της Θεσσαλονίκης
έστω βέβαιος, ότι τιθέμενος υπό την προστασίαν ενός Έθνους γενναίου και
ευγενούς ουδέν έχει να φοβηθή. Η τιμή του, η ζωή του και η περιουσία του θα ή
πλήρως εξασφαλισμένη. (Κάτι αντίστοιχο μας λένε και τώρα οι σύγχρονοι Γερμανοτσολιάδες.)
Την μεταβολήν της καταστάσεως
δέον να δεχθεί μετά ψυχραιμίας, εν τη πεποιθήσει, ότι τούτο αποτελεί υπέρτατον
καθήκον.
Καλούμεν πάντας υμάς όπως
επανέλθητε εις τα ειρηνικά σας έργα επιδεικνύοντες ούτω την εμπιστοσύνην προς
τον Στρατόν της Γερμανίας, όστις από της πρώτης στιγμής της εισόδου εις την
πόλην ετήρησε έναντι ημών στάσιν γενναιόφρονα και ιπποτικήν.
Έχομεν την πεποίθησιν ότι
ουδείς θα παραλείψη το καθήκον τούτο το οποίον επιβάλλει ο πατριωτισμός και από
της δημοσιεύσεως της παρούσης η ζωή της πόλεως θα επεισέλθη εις την κανονικήν
αυτής τροχιάν.
Ο δήμαρχος
Δυο εβδομάδες μετά, την
Κυριακή 27 Απριλίου 1941, στις 8:10 το πρωί, οι πρώτες μηχανοκίνητες φάλαγγες
των ναζί εισέρχονται και στην Αθήνα. Παρόμοιο σκηνικό υποδοχής και από τους
κατοίκους της πρωτεύουσας, με κλειστές πόρτες και παράθυρα. Οι ναζί φρόντισαν
να καταλάβουν πόστα κομβικής σημασίας, όπως το ταχυδρομείο, το δημαρχείο κτλ.
Στις 08:45 ύψωσαν την χιτλερική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό στον βράχο της
Ακρόπολης… Στην κίνησή τους αυτή προσπάθησαν να δώσουν ένα ιδιαίτερα φανταχτερό
και βαρυσήμαντο τόνο, θεωρώντας τη σαν μια επιτυχία συμβολική, και όχι μόνο. Οι
αξιωματικοί Jacob και Elsnits έστειλαν απευθείας τηλεγράφημα στον Χίτλερ μέσω
του ραδιοφωνικού σταθμού Αθήνας:
Πρός τον Φύρερ και
Καγγελάριο του Ράιχ
Βερολίνο
Φύρερ μου,
Τη 27η Απριλίου 1941 και
ώρα 8.10 πρωινή φθάσαμε στην Αθήνας ως πρώτα Γερμανικά στρατεύματα και στις
8.45 υψώσαμε την Γερμανική σημαία επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου.
Heil mein Führer
Ίλαρχος Jacob, υπολοχαγός
Elsnits
Η πόλη παραδόθηκε επίσημα
στους ναζί από τον στρατιωτικό διοικητή Αττικής, Χρήστο Καβράκο, τους δημάρχους
Αθήνας και Πειραιά, Αμβρόσιο Πλυτά και Μιχάλη Μανούσο και τον νομάρχη
Κωνσταντίνο Πεζόπουλο. Ο δήμαρχος της πόλης απηύθυνε διάγγελμα μέσω του
ραδιοφωνικού σταθμού, το οποίο διαβιβάστηκε στην ελληνική και την γερμανική
γλώσσα την επόμενη μέρα:
Ο Δήμαρχος Αθηναίων,
επιφορτισθείς υπό της Γερμανικής Κατοχής με όλας τας εξουσίας εν τη πόλει των
Αθηνών, ανακοινοί ότι σήμερον Κυριακήν 27ην Απριλίου και ώραν 8ην π.μ. τα
Γερμανικά στρατεύματα εισήλθον εις την πόλιν των Αθηνών και έλαβον κατοχής
αυτής.
Υπό των επί κεφαλής των
Γερμανικών στρατευμάτων παρεσχέθησαν κατηγορηματικαί διαβεβαιώσεις ότι ο
πληθυσμός των Αθηνών δεν έχει να φοβήται απολύτως τίποτε. Καλούμεν πάντας όπως
επιδείξωσι τάξιν, αξιοπρέπειαν και ευγένειαν. Ο Δήμαρχος Αθηναίων εντέλλεται
όπως, από της ώρας ταύτης, επαναληφθή ομαλώς η κανονική ζωή της πόλεως. Προς
τούτο:
1) Τα καταστήματα, τα
κανονικώς κατά Κυριακήν ανοικτά, ν’ ανοίξουν αμέσως.
2) Να αρχίση αμέσως η
κυκλοφορία του λαού ανά την πόλιν, επιτρεπομένης ταύτης μέχρι της 11ης
νυκτερινής. Από της 11ης νυκτερινής μέχρι της 6ης πρωινής απαγορεύεται η
κυκλοφορία εις τας οδούς. Αι αστυνομικαί αρχαί δύνανται υπ’ ευθύνην των να
εκδώσουν αδείας κυκλοφορίας και κατά τας υπολοίπους ώρας, όταν υπάρχη ανάγκη.
3) Η χωροφυλακή και η
αστυνομία πόλεων να διατηρήσουν τα όπλα των προς τήρησιν της τάξεως.
4) Οι κατέχοντες όπλον
οιονδήποτε (πολεμικόν, κυνηγετικόν, πιστόλιον ή άλλο) να τα παραδώσουν αμέσως
εις τα οικεία αστυνομικά τμήματα επί αποδείξει. (σ.σ. “Τιμωρείται διά θανάτου
όστις δεν ήθελε παραδόσει εντός 24 ωρών τα τυχόν υπό την κατοχήν του όπλα,
εκρηκτικός ύλας κ,λ.π., εις τας Γερμανικάς Στρατιωτικάς Αρχάς”)
5) Όπου υψούται ελληνική
σημαία, πρέπει δεξιά της να υψούται και η γερμανική.
6) Εφημερίδες δύνανται να
εκδοθούν και κυκλοφορήσουν κατά τας κανονικάς των ώρας και εκδόσεις.
7) Υποχρεούνται πάντες όπως
δέχωνται κατά τας συναλλαγάς τα γερμανικά τραπεζογραμμάτια με τιμήν 50 δρχ.
κατά μάρκον.
8) Σήμερον (Δευτέραν),
πάντες οι υπάλληλοι δημόσιοι, δημοτικοί κτλ. να είναι εις τας θέσεις των και
πάντες οι άλλοι εις τας εργασίας των.
9) Το Φρουραρχείον των
στρατευμάτων Γερμανικής κατοχής εγκατεστάθη εις το επί της πλατείας Συντάγματος
ξενοδοχείον “Κίνγκ - Τζώρτζ”. Το Στρατηγείον εις την “Μεγάλην Βρεταννίαν”.
Ο Δήμαρχος Αθηναίων
Αμβρόσιος Πλυτάς
Την Τρίτη 29 Απριλίου 1941,
στην αίθουσα των παλαιών ανακτόρων ορίστηκε και η νέα “ελληνική” κυβέρνηση με
πρωθυπουργό τον γερμανόφιλο αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, υπουργό
εσωτερικών τον ” τεταρτοαυγουστιανό” και φιλοβασιλικό αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα,
υπουργό εθνικής άμυνας τον φανατικό γερμανόφιλο υποστράτηγο Γεώργιο Μπάκο,
υπουργό εργασίας και γεωργίας τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο - ο οποίος
παραιτήθηκε αυτοβούλως μετά από έξι μήνες - υπουργό παιδείας και πρόνοιας τον
παντρεμένο με την ανιψιά του Γερμανού στρατάρχη Wilhelm List καθηγητή
Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, υπουργό ασφαλείας τον υποστράτηγο Σωτήριο Μουτούση,
υπουργό συγκοινωνιών και σιδηροδρόμων τον πλοίαρχο Ιάσων Παπαδόπουλο κ.ά.
Στις 3 Μαΐου, τα γερμανικά
στρατεύματα κατοχής παρέλασαν στο κέντρο της πόλης με επικεφαλής τον στρατάρχη
Wilhelm List. Ο μετέπειτα υποστολέας της καγκελωτής σημαίας, Λάκης Σάντας,
θυμόταν αρκετά χρόνια αργότερα:
"Οι Γερμανοί μπήκαν
στην Αθήνα μας μια Κυριακή κι έστησαν αμέσως την πολεμική σημαία τους πάνω στα
αθάνατα μάρμαρα της Ακρόπολης. Άπειρα μάτια ελληνικά δάκρυσαν εκείνη τη μέρα
βλέποντας το σύμβολο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο της λευτεριάς
και του πολιτισμού, τον Παρθενώνα. Έτσι δάκρυσαν και τα δικά μου. Μα ύστερα τα
βλέφαρα μου σφίχτηκαν κι άστραψαν από μια φλόγα που θα μπορούσε να λιώσει και
ατσάλι ακόμη. Ήταν η φλόγα της συγκρατημένης λύσσας εναντίον τους, που μου
έλεγε ότι κάτι πρέπει να τους κάνω. Κάτι μεγάλο που να τους μαστιγώσει σε
εκείνα τα αγέρωχα γουρουνίσια μούτρα τους. Κάτι συμβολικό που να τους χτυπήσει
όλους μαζί σαν χώρα".
Έτσι, τη νύχτα της 30ης
προς 31η Μαΐου 1941 θα κατεβάσει μαζί με το φίλο του Μανώλη Γλέζο τη χιτλερική
σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. Οι αντιδράσεις από ένα ευρύ φάσμα του
πολιτικού χώρου ήταν έντονες. Αντιδράσεις που όλως παραδόξως παραπέμπουν και σε
σημερινές τάσεις του κομματικού απαράτ, σε σχέση με τους… θεσμούς… Σύμφωνα με
το τηλεγράφημα του Γερμανού πληρεξούσιου Günther Altenburg προς το Ράιχ “ο
πρωθυπουργός (Τσολάκογλου), σε απάντηση της διακοινώσεώς μου, μου απηύθυνε
έγγραφη αίτηση συγγνώμης για την καταβίβαση της γερμανικής πολεμικής σημαίας
από την Ακρόπολη.” Η Εθνικοσοσιαλιστική Φρουρά Ελλάδος με σχετική
ανακοίνωση κατέκρινε τις “άθλιες πράξεις διεφθαρμένων Ελλήνων” κατά των
Γερμανών, αναφερόμενη μάλιστα και στην μάχη της Κρήτης:
"Λαβόντες γνώσιν των
ωμοτήτων εν Κρήτη κατά των Γερμανών και των αθλίων πράξεων διεφθαρμένης
συνειδήσεως Ελλήνων εν τη Ακροπόλει, εκφράζομεν αποτροπιασμόν, βδελυγμίαν και
αγανάκτησιν κατά τοιούτων ασυνειδήτων προδοτών ελληνικών συμφερόντων. Ποιούμεθα
έκκλησιν προς υμάς όπως διά δρακοντείων μέτρων αποτρέψητε εν τω μέλλοντι
παρεμφερείς αθλιότητας. Είναι ανάγκη όπως ο ευφυής Ελληνικός Λαός εξέλθη της
πλάνης εις ην έχει εμπέσει διά της αγγλοδούλου προπαγάνδας της φυγάδος
Κυβερνήσεως. Καλέσατε τους πράγματι αγαπώντας την πατρίδα των και την
ελευθερίαν των εις δραστηρίαν συνεργασίαν προς ταχείαν ανόρθωσιν και επούλωσιν
των εκ του πολέμου πληγών προ παντός δε προς αποτροπήν του τρομερού κινδύνου
της εκλείψεως της πολιτικής αυθυπαρξίας της χώρας μας. Τα έναντι του Γερμανικού
Έθνους και του Φύρερ αισθήματα του Ελληνικού Λαού πρέπει να είναι η αγάπη, ο
θαυμασμός, η ευγνωμοσύνη."
Ο αρχηγός του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της
Ελλάδος επί κατοχής, Γεώργιος Μερκούρης, κατήγγειλε δημοσίως την κλοπή της
γερμανικής σημαίας και έκανε λόγο για ακατονόμαστες πράξεις που μολύνουν τον
ιερό χώρο της Ακρόπολης:
"Κατάπληξιν οδυνηράν
αισθάνεται πας Έλλην δια την πράξιν της ασχήμονας απρεπείας της επιδειχθείσης
εκ μέρους ασφαλώς ξένου πρός τας ελληνικάς παραδόσεις ιπποτισμού φιλοξενίας και
θαυμασμού πρός πάν συμβολίζων την παρουσίαν εν τη χώρα μας Κράτους γενναίου,
ισχυρού και επανειλημμένως παρά τας τραγικάς συνθήκας της ενταύθα ελεύσεως του
εκδηλώσαντος δια υψηλοφρόνων πράξεων και κολακευτικών χαρακτηρισμών φιλικάς
διαθέσεις και θαυμασμόν πρός τον ελληνικόν ηρωισμόν. Η αυθαίρετος και
ακατονόμαστος πράξις της κλοπής της σημαίας του Ράιχ εκ της Ακροπόλεως είνε
αδύνατον να είνε έργον Έλληνος ανεξαρτήτου την ψυχήν και το φρόνημα και
εκδήλωσις ελευθερωτικού πνεύματος. Αντιθέτως, πιστεύομεν ακραδάντως ότι είναι
ασχημία κατωτέρου ανθρώπου, ξένα συμφέροντα υπηρετούντος και πάν συμφέρον
έχοντος να ενσπείρη μεταξύ του Γερμανικού Ράιχ και του ατυχούς Ελληνικού λαού
την παράτασιν των αναγόντων μέχρι του σημερινού εθνικού δράματος ανόσιων
εγκλημάτων. Δια πάντα γνήσιον εν καταγωγής Έλληνα, η ξενόδουλος πράξις, η
μολύνουσα τον φιλόξενον και ιερόν χώρον της Ακροπόλεως, μόνος ως κατά της
Ελληνικής πατρίδος στρεφόμενη χαρακτηρίζεται και ως τοιαύτη μαζί με όλας τάς
άλλας, τας προκαλεσάσας την εθνικήν συμφοράν παραδίδεται εις την γενικήν
περιφρόνησιν και αποδοκιμασίαν."
Ο Γεώργιος Παπανδρέου
ζήτησε συνάντηση με τον Τσολάκογλου για να τον συμβουλεύσει σχετικά με τις
κινήσεις στις οποίες θα έπρεπε να προβεί. Όπως αναφέρει ο στρατηγός στα
απομνημονεύματα του:
"Ήθελε να με βοηθήση
με όλην την ψυχήν του, ως ηύχετο να επιτύχω εις το αναληφθέν έργον. Εφ’ ω την
31ην Μαΐου 1941, καθ’ ην η Κυβέρνησις ευρίσκετο προ αδιεξόδου λόγω της κλοπής
της Γερμανικής σημαίας εκ της Ακροπόλεως έσπευσε την 14.30 ώραν υπό
καυστικώτατον ήλιον να με συμβουλεύση πώς έπρεπε να λυθή το ζήτημα διά να μη
εξαναγκασθώ εις παραίτησιν, ήτις θ’ απέβαινεν “επί ζημία του τόπου” ως μοι
είπεν."
Την 1η Ιουνίου του 1941, ο
δωσίλογος πρωθυπουργός Γεώργιος Τσολάκογλου, αφού ζήτησε συγγνώμη για το
περιστατικό, εξέδωσε δημόσια ανακοίνωση όπου τόνιζε την δικαιολογημένη
αγανάκτηση των Γερμανών:
"Παρετήρησα μετά
μεγάλης λύπης, ότι αι επανέιλλημέναι εκκλήσεις και λοιπαί συστάσεις μου πρός
τον Ελληνικόν λαόν, όπως χαλιναγωγηθού αι ανόηται εκδηλώσεις μερικών ατόμων,
παν άλλο ή το ελληνικόν συμφέρον εξυπηρετουσών, δεν έσχον το προσδοκώμενον
αποτέλεσμα. Ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς μετά καταπλήξεως επληροφορήθη
σήμερον τα δεδικαιολογημένα, όσον και αυστηρά μέτρα, ως και τας προειδοποιήσεις
των γερμανικών αρχών, αίτινες εξήντλησαν την υπομονήν των. Πρέπει ο Ελληνικός
λαός να προσγειωθή εις την σκληράν πραγματικότητα. Να εννοήση καλώς ότι έχει
υποχρέωσιν να εκφράση όλην του την ευγνωμοσύνην πρός τας Γερμανικάς Αρχάς της
Κατοχής, διότι ενώ τα αποθέματα τροφίμων θα εξήρκουν μόλις μέχρι της 15ης
Μαϊου, αι γερμανικαί αρχαί μας χορήγησαν τοιαύτα επαρκούντα μέχρις της 15ης
Ιουνίου. Παραλλήλως μας παρέχουν πάσαν διευκόλυνσιν δια την αποκατάστασιν των
συγκοινωνιών και την επάνοδον εις ομαλόν ρυθμόν της όλης κρατικής διοικήσεως.
Χάρις εις τον επιδειχθέντα ιπποτισμόν εκ μέρους των νικητών κατωρθώσαμεν να
ευρισκώμεθα σήμερον εις κάπως ευχάριστον σημείον από απόψεως επισιτισμού,
συγκοινωνιών και διοικήσεως. Και δια τούτο επαναλαμβάνω ότι έχομεν υποχρέωσιν
όλοι οι Έλληνες να επιλαμβανώμεθα της πρώτης διδομένης εις ημάς ευκαιρίας δια
να διατρανούμεν την ευγνωμοσύνην μας προς τους Γερμανούς, οι οποίοι
συμπεριφέρονται απέναντι μας ουχί ως νικηταί, αλλ’ ως φίλοι."
Τα αποτελέσματα της
“φιλίας” των κατακτητών σε κατά προσέγγιση αριθμούς άφησαν ανεξίτηλα σημάδια.
Σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο για τις γερμανικές αποζημιώσεις, προκλήθηκαν
771.845 θάνατοι αμάχων, οι 600.000 από τους οποίους οφείλονται σε ασιτία.
Ειδικά τον χειμώνα του 1941 - 1942, οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν νεκρούς. Το
συμβούλιο ισχυρίζεται, βάσει εμπεριστατωμένων στοιχείων, ότι υπήρξε μείωση των
γεννήσεων κατά 300.000, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των απωλειών σε
1.106.922 ζωές. Επίσης, τα γερμανικά στρατεύματα άδειασαν όλες τις αποθήκες
τροφίμων και αγαθών. Κατέστρεψαν αγροτικό εξοπλισμό και καλλιέργειες.
Πλιατσικολόγησαν περιουσίες. Διέλυσαν την ελληνική κτηνοτροφία με τη μεταφορά
των ζώων στην Γερμανία. Κατέστρεψαν τις μεταλλευτικές εγκαταστάσεις, ανατίναξαν
ορυχεία. Κατέστρεψαν το 75% του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου. Οι Γερμανοί
ισοπέδωσαν 400.000 κατοικίες και κτίσματα. Κατέστρεψαν τις μεγαλύτερες
λιμενικές εγκαταστάσεις της Ελλάδος, ακόμη και τη διώρυγα της Κορίνθου. Άρπαξαν
το 73% των πλοίων της εμπορικής και επιβατικής ναυτιλίας της χώρας. Και δεν
πρέπει να ξεχνά κανείς και το υπέρογκο κατοχικό δάνειο, το οποίο συνεπαγόταν
την πληρωμή του κατακτητή από την Ελλάδα, για τις… υπηρεσίες που παρείχε στην
κατακτημένη χώρα. Στο τέλος του πολέμου η καθίζηση της χώρας σε οικονομικό, και
όχι μόνο, επίπεδο ήταν ολική.
Η Νέα Τάξη Πραγμάτων που
ονειρεύονταν οι ναζί και τα αφεντικά τους δεν ολοκληρώθηκε, χάρη στην
σθεναρότητα της Εθνικής Αντίστασης και τους αγώνες του λαού. Σήμερα, που μια
νέα απόπειρα ολοκλήρωσης είναι ξανά προ των πυλών, με τους “θεσμούς” να
δρομολογούν την κατάλυση της εθνικής υπόστασης και των κρατικών δομών, ο μόνος
εγγυητής της εθνικής αυτοδιάθεσης είναι και πάλι ο λαός…
Κείμενο: Νίκος Μέντζας
"Πηγή:http://istorikesanadromes.blogspot.gr"