Κάθε μήνα ελπίζεις ότι κάτι θα αλλάξει. Παλεύεις με όλες σου τις δυνάμεις για να το δεις να συμβαίνει, και κάθε μήνα διαψεύδεσαι. Έχει εισβάλει το συλλογικό στο ατομικό με εξαιρετικά βίαιο τρόπο — τίποτε πια δεν εξαρτάται μόνο από τις δυνάμεις σου, από τον προγραμματισμό σου, από τον κόπο σου.
Σχεδόν καταρρίπτεται κάθε αρχή στην οποία βασίστηκε η ζωή σου ως τώρα. Μοχθείς ελπίζοντας σε περισσότερα έσοδα, μα δεν αγοράζει κανείς τις υπηρεσίες σου — σωστότερα: δεν τις χρειάζεται καν, γιατί δεν έχει να τις πληρώσει και, κακά τα ψέματα, η ανάγκη υφίσταται όταν έχεις τους πόρους για να την καλύψεις. Η ικανότητα δεν έχει πια καμιά αξία. Ζεις με υποσχέσεις και υποσχετικές, όπως και οι υποψήφιοι «αγοραστές» των υπηρεσιών σου.
Για όσους εργάζονται στον ιδιωτικό
τομέα, καιρό τώρα συμβαίνει κάτι που δεν μπορεί να αποσιωπηθεί: τα λεφτά
τελειώνουν. Επιχειρήσεις που δίνουν έναντι μισθού στους εργαζόμενους, εργοδότες
που πρέπει να αποφασίσουν αν θα αγοράσουν εμπόρευμα ή αν θα πληρώσουν τις
ασφαλιστικές εισφορές, ελεύθεροι επαγγελματίες που κάνουν τον γύρο της πόλης
κάθε μήνα για να μαζέψουν κάτι από τα χρωστούμενα ώστε να πληρώσουν τις
στοιχειώδεις δαπάνες διαβίωσης της οικογένειάς τους — για πληρωμή λογαριασμών
ΔΕΚΟ, ΟΑΕΕ και υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, ούτε λόγος! Δεν φτάνουν τα χρήματα.
Εκτός από την κατάσταση της
στασιμοχρεοκοπίας που βιώνουμε πλέον οι περισσότεροι και έχει αποκτήσει εντελώς
προσωπική χροιά, έχουμε βέβαια και την πτωχευμένη πολιτική ρητορική. Διαβάζουμε
για διαπραγματεύσεις, νούμερα που απεικονίζουν χρέος, έλλειμμα, δαπάνες, χωρίς
να μπορούμε να μεταφράσουμε τίποτε από όλα αυτά σε προσωπικό επίπεδο.
Καταλαβαίνουμε κάποιες γενικές παραμέτρους, όπως για παράδειγμα το ότι τα μέτρα
ύψους 9 δισ. τα οποία στην πλειοψηφία τους αφορούν φορολόγηση θα μας
επιβαρύνουν επιπλέον, όμως το ζήτημα καθαυτό δεν μας αφορά — το συλλογικό,
ήγουν η οικονομική κατάσταση της χώρας στον βαθμό που εξαρτάται από τα δημόσια
έσοδα, έχει αποσυνδεθεί από το ατομικό. Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται ο πολίτης
όταν ακούει για επιπλέον φορολογία είναι, «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».
Υπάρχει δηλαδή μια κορυφαία αντίφαση: από τη μία, η κατάσταση στη χώρα μας έχει
επηρεάσει με σφοδρό τρόπο καταλύοντας τις ατομικές δυνατότητες επιδίωξης
επιπλέον εισοδήματος, και, από την άλλη, η ίδια αυτή οικονομική κατάσταση δεν
μας αφορά γιατί αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε σε θέση να την αντιμετωπίσουμε.
Το πρωτογενές πλεόνασμα καχυποψίας,
που αυξήθηκε αλματωδώς τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ανάμεσα στους πολίτες, σε
συνδυασμό με το βαθύ έλλειμμα ενημέρωσης ως προς τις βασικές οικονομικές
παραμέτρους, καλλιεργεί το έδαφος για να ανθήσει η συνωμοσιολογία, η αδιαφορία
και η απάθεια. Αν υπάρχει τίμημα για τις πελατειακές σχέσεις, είναι αυτό
ακριβώς — και το πληρώνουμε τώρα. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι, σε
οικονομικό επίπεδο, λύσεις υπάρχουν, και μάλιστα, βιώσιμες. Το δύσκολο είναι να
παρουσιαστούν μέσω ενός κοστολογημένου, αξιόπιστου και συγκεκριμένου
προγράμματος τόσο στους πολίτες όσο και στους δανειστές. Είναι απαραίτητο να
υπάρξει ένα κοστολογημένο πρόγραμμα που να δίνει προοπτική και να επανασυνδέει
την τύχη της χώρας με τη ζωή των πολιτών.
Η διατήρηση της αντίφασης που
περιγράφηκε νωρίτερα εξυπηρετεί την κυβέρνηση, καθώς ποντάρει στο «σημείο
μηδέν», που πλησιάζει επικίνδυνα: τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει ότι
καταστράφηκε και δεν έχει νόημα πλέον να παλέψει για τίποτε. Αν η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καταφέρει να κρατηθεί στην εξουσία, η αντίφαση θα λυθεί με την
επικράτηση του δεύτερου σκέλους. Ο πολίτης θα αποσυνδέσει οριστικά την τύχη του
από την πορεία της χώρας και θα υπομείνει οτιδήποτε. Η στέρηση, από ένα σημείο
και έπειτα, δεν κινητοποιεί τους ανθρώπους για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής
τους: αντίθετα, τους εξαθλιώνει και τους ακινητοποιεί, σαν τα αγάλματα που
κάποιος τα μουτζουρώνει με σπρέι και δεν έχουν καμία δυνατότητα αντίδρασης.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Λύσεις υπάρχουν, αλλά δεν αρέσουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα απεχθάνεται την πολιτική και τον πολιτικό λόγο. Ίσως μάλιστα να τιμωρεί την πολιτική σκέψη και τους φορείς της, μετατρέποντας την ελληνική κοινωνία σε προ-πολιτική.
Σε
αυτό το πλαίσιο, η διαχείριση της οικονομίας δεν έχει καμία απολύτως ρεαλιστική
βάση και κανένα πολιτικό νόημα. Ο στόχος της κυβέρνησης δεν είναι στόχος των
πολιτών. Το συμφέρον της κυβέρνησης δεν ταυτίζεται με το συμφέρον της χώρας.
Ωστόσο, με την επίταση της αντίφασης, στο τέλος θα πιστέψουμε πως ήταν επιλογή
μας να καταστραφούμε, θα φορτωθούμε ατόφια και αυτή την ενοχή και θα
ξημερώσουμε σε μια χώρα όπου η πολιτική συζήτηση θα αποτελεί «ταμπού»,
στοχοποιώντας αυτομάτως όποιον τολμήσει να την επιδιώξει και επιφέροντας του δυσβάσταχτες συνέπειες.
Γράφει η Ειρήνη Αγαπηδάκη