Μία συνέπεια της δομής των παραγωγικών σχέσεων στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, όπως την παρουσίασα στο προηγούμενο άρθρο μου, είναι η παράλληλη ύπαρξη λιμναζόντων κεφαλαίων, από τη μία πλευρά, και τεράστιου όγκου αχρησιμοποίητης εργασίας (που πρακτικά μεταφράζεται σε ανεργία), από την άλλη.
Γιατί τα δύο αυτά δεν μπορούν να συναντηθούν για την παραγωγή αληθινού πλούτου, και μάλιστα με ελάχιστο χρόνο εργασίας, για τις κοινωνίες; Όσο παράλογο κι αν ακούγεται, επειδή, από την άποψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, δεν συμφέρει πλέον.
Καμία παραγωγική επένδυση «δεν συμφέρει» επειδή το μειούμενο ποσοστό κέρδους από την εκμετάλλευση της εργασίας (μειούμενο για τους λόγους που εξήγησα στα προηγούμενα άρθρα, κι εφόσον η εργασία αυτή δεν είναι ευτελισμένη σε βαθμό που, μέχρι προσφάτως τουλάχιστον, ήταν αδιανόητος σε «ανεπτυγμένες» χώρες) κρίνεται ως ανεπαρκές για τις υπέρογκες αξιώσεις κερδοφορίας των διαχειριστών του κεφαλαίου· οπότε η στρατηγική που επιλέγεται είναι η χρηματοπιστωτική αξιοποίηση.
Αν η χρηματοπιστωτική αξιοποίηση ισοδυναμεί, όπως είπα, με «κεφαλαιοποίηση του χρόνου», μένει να δούμε πώς μεταφράζεται αυτό στην πράξη.
Ο χρόνος δεν έχει υλική υπόσταση· είναι μια υποστασιοποιημένη αφαίρεση που ανάγεται σε μια μήτρα υπολογισμών. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι προσομοιώνεται μια δυνητικήπαραγωγή και δυνητικήαπόδοση, ως εάν είχαν λάβει χώρα, και προεισπράττεται ένα δυνητικό κέρδος.
Είναι σαν να λέμε ότι η ανταλλακτική αξία αυτοαναπαράγεται εκθετικά χωρίς να εμπλέκεται καμία αξία χρήσης. Αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «φούσκα»(κυριολεκτικά, για τη σφαίρα της κοινωνικής ζωής ό,τι για τη βιολογική ζωή ο καρκίνος).
Επειδή όμως η προείσπραξη είναι πράξη που πρέπει να μεταφραστεί σε πραγματικούς υλικούς πόρους, προκύπτει μόνο από την αρνητική αναπαράσταση της υλικής παραγωγής, υπό τη μορφή διευρυνόμενου χρέους των παραγωγών: χρωστούν αυτά τα οποία δεν έχουν παραγάγει, σε αυτούς οι οποίοι δεν έχουν επιτρέψει, ως κάτοχοι των πραγματικών μέσων παραγωγής, την παραγωγική αξιοποίηση της εργατικής τους δύναμης.
Είναι το κυριολεκτικά σχιζοφρενικό «διπλό αδιέξοδο» στο οποίο οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ έχουν εγκλωβίσει τις ανθρώπινες συλλογικότητες στις ημέρες μας.***Από την άποψη των ζωτικών συμφερόντων της ανθρωπότητας μιλάμε χωρίς αμφιβολία για ειδεχθές έγκλημα. Επειδή όμως το νομικό εποικοδόμημα του κεφαλαιοκρατικού κόσμου εξακολουθεί να βασίζει στην αντεστραμμένη αναπαράσταση των κοινωνικών σχέσεων ωςσχέσεων ιδιοκτησίας, αντιστρέφονται επίσης τα κριτήρια του εγκλήματος: από τη σκοπιά των κεφαλαιοκρατικών τάξεων και του νομικού τους οπλοστασίου, έγκλημα είναι το ίδιο το (με τους παραπάνω χειρισμούς παραγόμενο) χρέος, και ο οφειλέτης απογυμνώνεται σταδιακά από όλα τα αστικά του δικαιώματα υποβιβαζόμενος σε παρία ή οικονομικό σκλάβο.
Το δίκαιο αυτό δεν έχει βεβαίως άλλη νομιμοποίηση από τους μηχανισμούς ωμής βίας που κινητοποιούνται για την επιβολή του – και αυτό εξηγεί την παροξυσμική αυταρχικοποίηση του παγκόσμιου νομοθετικού πλαισίου και των κατασταλτικών του μηχανισμών τις τελευταίες δεκαετίες.
Αυτό το στοιχείο ωμής βίας μού φαίνεται ότι είναι το πιο παραγνωρισμένο συστατικό τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Ένα μεγάλο μέρος των εικονικά παραγόμενων «κερδών», βέβαια, ως πλασματικό εξαρχής καταλήγει να εξαερώνεται στην πράξη (εξ ου και οι αλυσιδωτές χρεωκοπίες γιγάντιων χρηματοπιστωτικών οργανισμών)· το υπόλοιπο όμως που όντως υλοποιείται, αν το παρακολουθήσουμε ως την άλλη του άκρη, παράγεται από τη σύνθλιψη μυριάδων υπάρξεων στον πλανήτη, ανθρώπινων και μη ανθρώπινων, υπό όρους που σε τίποτα δεν διαφέρουν από αυτό που καλούμε «οργανωμένο έγκλημα»: δουλική εργασία, μαστροπεία, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, ληστρικούς εκβιασμούς και μεθοδευμένες οικοκτονίες.
Αν φράσεις όπως «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» και «νόμος είναι η θεσμοποιημένη βία» ηχούσαν στο παρελθόν ως προειδοποιητικές υπερβολές, στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό έχουν πραγματωθεί με την πιο κυριολεκτική σημασία. Διότι αν κάποτε ο καπιταλισμός μπορούσε να αποσπά νομιμοποίηση με το επιχείρημα ότι αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, ή ότι εξασφαλίζει συνθήκες υλικής ευημερίας για ολοένα διευρυνόμενα στρώματα του πληθυσμού (πράγματα που ήταν εν μέρει αλήθεια), σήμερα δεν μπορεί πια να το επικαλεστεί: ο καπιταλισμός μόνον ως παραγωγή καταστροφής μπορεί να διαιωνίζει την ύπαρξή του.1
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι, ενόψει όλων αυτών, ο καπιταλισμός μοιάζει να καταποντίζεται μέσα στις ίδιες του τις αντιφάσεις· και είναι από πολλές απόψεις σωστό.Το ότι όμως ο καταποντισμός του είναι σε θέση να συμπαρασύρειολόκληρο τον πλανήτη στην άβυσσο, κι εν πάση περιπτώσει το ότι, όσο διαρκεί, το κόστος σε ανθρώπινη οδύνη και αίμα είναι ανυπολόγιστο, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο με δραματική οξύτητα το παλιό επαναστατικό ερώτημα: ποια ανθρώπινη συλλογικότητα είναι εκείνη που, μη αρκούμενη στην αυτόματη δικαιοσύνη οιωνδήποτε «νόμων της ιστορίας», θα θέσει με τη δράση της τέλος στη δολοφονική επιβίωση τού καπιταλισμού;
Ποιες μορφές βίας πρέπει και μπορείνα μεταχειριστεί προκειμένου να εξουδετερώσει τις πανίσχυρες και αδίστακτες κεφαλαιοκρατικές ελίτ που κυβερνούν με ασύλληπτους μηχανισμούς ισχύος την οικουμένη; Και, πάνω απ’ όλα, πώς μπορεί να αποτρέψει το καθ’ υποτροπήν δράμα όλων των νεωτερικών επαναστάσεων – τη νεκρανάσταση του βαμπίρ ακόμη και όταν θα του έχει μπήξει την ξύλινη σφήνα στην καρδιά;
Όποιος νομίζει ότι αυτά είναι ερωτήματα του παρελθόντος, ξεπερασμένα πια σήμερα, κινδυνεύει να γίνει ο ίδιος ένα θλιβερό απολίθωμα του παρελθόντος.
Σημειώσεις
(1) Αυτό άλλωστε είναι εμφανές και στη γεωστρατηγική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σήμερα (εν πρώτοις του Ατλαντικού άξονα και των δορυφόρων του, που εξακολουθεί να δεσπόζει πολιτικοστρατιωτικά, και είναι μάλιστα αναγκαίος παράγων για την οικουμενική επιβολή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού). Ενώ άλλοτε η δράση τους χαρακτηριζόταν από τη θετική επιδίωξη μονοπωλιακής πρόσβασης σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους και αγορές, σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο αρνητική: στρατηγική της είναι πρωτίστως η αποτροπή ανάδυσης άλλων υπερδυνάμεων, ισχυρών ή έστω αξιόμαχων ανταγωνιστών σε οιαδήποτεκλίμακα, που στην πράξη σημαίνει μεθοδευμένη καταστροφή έστω και χωρίς άλλον διαφαινόμενοστόχο.Γιατί; Εύστοχη βρίσκω την εξήγηση της Έφης Κωτσάκη, σε πρόσφατο άρθρο της στον Δρόμο της Αριστεράς με τίτλο «Από το οικονομικό στο γεωπολιτικό χάος» (Σάββατο, 14-2-2015), απ’ όπου και παραθέτω: «Υποκείμενο λόγο αυτής της δραστικής μεταβολής παραδείγματος θεωρώ την οιονεί παγκόσμια μονοπώληση ισχύος και πλούτου εκ μέρους της δυτικής ελίτ (1%), συνδυασμένη με την αδυναμία της –αλλά και έλλειψη διάθεσης λόγω εξάντλησης σπανιζόντων πόρων, περιβαλλοντικής υποβάθμισης, κλπ.– να ανταγωνιστεί στο παραγωγικό επίπεδο σειρά σχετικά ανεξάρτητων και αναδυόμενων κέντρων συσσώρευσης και ισχύος (Κίνα, Ρωσία, λοιπές BRICS, κλπ.). Στην προσπάθειά της να διακόψει αυτή την ανταγωνιστική άνοδο, επιχειρεί με μαζική επιβολή πολιτικών “διαίρει και βασίλευε” και με εξαπάτηση, στηρίζοντας-κατασκευάζοντας-εξαπολύοντας-εξαπλώνοντας διάφορες «διαβολικές» δυνάμεις (ισλαμική και νεοφασιστική τρομοκρατία ιδίως), να προκαλέσει-ενισχύσει εμπρόθετα χαοτικές καταστάσεις, που εμμέσως στηρίζουν την ηγεμονία της και εμποδίζουν την ανάδυση των αντιπάλων της».
Του Φώτη Τερζάκη
e-dromos.gr