Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Telegraph: Ο κόσμος όπου κερδίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Μπομπ Ντίλαν, είναι αυτός που κάνει τον Τραμπ πρόεδρο

Ένα σκληρό άρθρο φιλοξενεί η βρετανική εφημερίδα «Telegraph», μετά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον τραγουδοποιό Μπομπ Ντίλαν.


Γράφει αναλυτικά το άρθρο που υπογράφει ο Tim Stanley:
Στον Μπομπ Ντίλαν έχει απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γιατί όχι; Αν οι Επιτροπές μπορούν να δώσουν βραβείο Ειρήνης στον Χένρι Κίσινγκερ, τότε μπορεί να δώσει βραβείο Λογοτεχνίας σε έναν άνθρωπο που δεν έχει γράψει ποτέ του καμία λογοτεχνία.
Αυτό δεν είναι θέμα γούστου. Ο Μπομπ Ντίλαν είναι ένας μεγάλος λαϊκός καλλιτέχνης, ίσως ο μεγαλύτερος εν ζωή. Ωστόσο, το Νόμπελ δεν δίδεται με βάση τι κοινό τους θέλει (αν ήταν έτσι η Ντορίς Λέσινγκ δεν θα είχε κερδίσει), αλλά στην ικανότητα να συνδυάζεται με τον ιδεαλισμό. Ο Μπομπ Ντίλαν έχει και τα δύο, αλλά το περιεχόμενο του έργο του υπολείπεται κατά πολύ των νικητών στο πρόσφατο παρελθόν: Γέατς, Γκάιντ, Ο' Νιλ, η Σόλτζενιτσιν κλπ. Η κλίμακα παραγωγής και η θεματική πυκνότητα των κειμένων τους ξεπερνά τον Μπομπ Ντίλαν έτη φωτός. Ειναι ένα αμυδρό αστέρι που γρατζουνά μια κιθάρα;
Είναι ήλιοι γύρω από την οποία μπορούμε να βρισκόμαστε σε τροχιά. Είμαστε αρκετά τυχεροί να ζούμε ανάμεσά τους σήμερα.

Αν η επιτροπή ήθελε έναν Αμερικάνο, θα μπορούσε να επιλέξει τον Ντον ΝτεΛίλο, Φίλιπ Ροθ, ή ακόμη γιατί όχι και τον Τόμας Πάινκον.
Δεν έκαναν αυτή την επιλογή. Γιατί λοιπόν το έκαναν; Νοσταλγία, πολιτική, για να ευχαριστήσει το πλήθος.
Και αν η αναγνωρισιμότητα είναι ο στόχος, γιατί δεν το κέρδισαν ο Λέοναρντ Κόχεν ή ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ. Γιατί όχι ο Ντέμπι Χάρι, που οι τρελοί νομίζουν ότι εφηύρε την ραπ. Επιπλέον, γιατί να διαδώσουν έτσι ένα βραβείο στο οποίο δεν εκλέγεσαι, αλλά επιλέγεσαι για το επίτευγμα και το έργο σου. Αυτό είναι το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δεν είναι το Σουηδικό «Got Talent».
Ο καθένας μπορεί να γιορτάζει τον θάνατο της ποιότητας, ο καθένας φαντάζεται ότι η εξάλειψη του ελιτισμού οδηγεί στη δικαιοσύνη.
Η κουλτούρα που δίνει στον Μπομπ Ντίλαν ένα βραβείο λογοτεχνίας, είναι ένας πολιτισμός που κάνει τον Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρο των ΗΠΑ. Μια κουλτούρα που αδιαφορεί για τα προσόντα και ενδιαφέρεται για τις συναισθηματικές ανάγκες.
Δεν είναι τόσο μακριά από το «Ντίλαν γιατί μου αρέσει» και «Τραμπ, γιατί νιώθω σαν και αυτόν».
Θα με πουν εκκεντρικό, σνομπ, ελιτίστικο κλπ. Σε αυτό το σημείο, δεν με νοιάζει. Ο πολιτισμός είναι αποδεδειγμένα φτωχότερος από ότι πριν δεκαετίες και αυτό έχει αντίκτυπο στην πολιτική. Κάθε χρόνο, το πρότυπα φαίνεται να γλιστράνε προς τα κάτω και κάτι που κάποτε θεωρούνταν παράλογο, τώρα είναι απολύτως φυσιολογικό. Δεν ξέρω που θα σταματήσει όλο αυτό. Ισως το 2025 με ένα βραβείο Νόμπελ στον Ντόναλντ Τραμπ για τα λυρικά tweet του.
Τα βραβεία Νόμπελ από το 1980:
·                                 1980: Τσέσλαφ Μίλος (Πολωνία-ΗΠΑ)
·                                 1981: Ελίας Κανέττι (Βρετανία)
·                                 1982: Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Κολομβία)
·                                 1983: Ουίλιαμ Γκόλντινγκ (Βρετανία)
·                                 1984: Γιάροσλαβ Σάιφερ (Τσεχία)
·                                 1985: Κλοντ Σίμον (Γαλλία)
·                                 1986: Ουόλε Σογίνκα (Νιγηρία)
·                                 1987: Γιόσεφ Μπρόντσκι (Ρωσία-ΗΠΑ)
·                                 1998: Ναγκίμπ Μαχφούζ (Αίγυπτος)
·                                 1989: Καμίλο Χοσέ Θέλα (Ισπανία)
·                                 1990: Οκτάβιο Πας (Μεξικό)
·                                 1991: Ναντίν Γκόρντιμερ (Νότια Αφρική)
·                                 1992: Ντέρεκ Γουόλκοτ (Αγία Λουκία)
·                                 1993: Τόνι Μόρισον (ΗΠΑ)
·                                 1994: Κενζαμπούρο Οε (Ιαπωνία)
·                                 1995: Σέιμους Χίνι (Ιρλανδία)
·                                 1996: Βισλάβα Σιμπόρσκα (Πολωνία)
·                                 1997: Ντάριο Φο (Ιταλία)
·                                 1998: Ζουζέ Σαραμάγκου (Πορτογαλία)
·                                 1999: Γκίντερ Γκρας (Γερμανία)
·                                 2000: Γκάο Ζινγιάν (Κίνα-Γαλλία)
·                                 2001: Βιντιαντάρ Σουράτζπρασάντ Νάιπολ (Τρίνινταντ & Τομπάγκο-Βρετανία)
·                                 2002: Ιμρέ Κέρτες (Ουγγαρία)
·                                 2003: Τζον Μάξγουελ Κούτσι (Νότια Αφρική-Αυστραλία)
·                                 2004: Ελφρίντε Γέλινεκ (Αυστρία)
·                                 2005: Χάρολντ Πίντερ (Βρετανία)
·                                 2006: Ορχάν Παμούκ (Τουρκία)
·                                 2007: Ντόρις Λέσινγκ (Βρετανία)
·                                 2008: Ζαν-Μαρί Γκιστάβ Λε Κλεζιό (Γαλλία-Μαυρίκιος)
·                                 2009: Χέρτα Μίλερ (Γερμανία)
·                                 2010: Μάριο Βάργκας Γιόσα (Περού)
·                                 2011: Τούμας Τράνστρεμέρ (Σουηδία)
·                                 2012: Μο Γιαν (Κίνα)
·                                 2013: Αλις Μονρό (Καναδάς)
·                                 2014: Πατρίκ Μοντιανό (Γαλλία)
·                                 2015: Ζβετλάνα Αλεξίεβιτς (Λευκορωσία)
·                                 2016: Μπομπ Ντίλαν (ΗΠΑ)


Πηγή: Telegraph

Για γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ προορίζει την Ξενογιανακοπούλου (με ένα Ν) ο Τσίπρας.



Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ειπώθηκε το αναγκαίο μπλά μπλά για να εκτονωθούν διάφορα μπαγλαμαδάκια αλλά κυριάρχησε η …ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ!!!


Ο Τσίπρας έχει ξεκαθαρίσει μέσα στο κλούβιο του κεφάλι, ότι για να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ χρειάζεται τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ και στο συνέδριο δεν άφησε την ευκαιρία  να πάει χαμένη.
Βλέπει με καλό μάτι ότι έχει σχέση με όλους αυτούς που «κατέρρευσαν» το ΠΑΣΟΚ γιατί γνωρίζει ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ανάλογη τύχη και επόμενο είναι να θέλει να εξασφαλίσει το μέλλον του , πράγμα που μπορεί να το πετύχει αξιοποιώντας τους «ειδικούς» του ΠΑΣΟΚ.
Απολαύστε τις φωτογραφίες.

Μόνο ο Σημίτης και ο Ακης έλλειπαν για να συμπληρωθεί το καρέ.   




Άντε και του χρόνου με την Χρυσή Αυγή. 

Τι σημαίνει να «εύχεσαι την ήττα της κυβέρνησής σου» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο;


Το κείμενο που ακολουθεί εγκαινιάζει μια σειρά παρεμβάσεων που προγραμματίζει η ομάδα Στάσις με πυρήνα το ζήτημα του ιμπεριαλισμού.

Θα ασχοληθούμε, πιο συγκεκριμένα: 

α) με την περιοδοποίηση της εξέλιξης του ιμπεριαλισμού από την εμφάνισή του στην σύγχρονη μορφή στα τέλη του 19ου αιώνα·
β) με τη σχέση του, στα πλαίσια αυτής της περιοδοποίησης, με την αποικιοκρατία, τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα, τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις και τη φασιστική αντεπανάσταση·
γ) με την τυπολογία των πολέμων, ιμπεριαλιστικών και μη, κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο·
 δ) με τα κομμουνιστικά καθήκοντα απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εντός και εκτός της χώρας όπου επιχειρείται η (ανα)συγκρότηση του εργατικού κινήματος, και σε συνάρτηση με τον χαρακτήρα του (το αν είναι πόλεμος ιμπεριαλιστών σε βάρος της εθνικής ανεξαρτησίας ή πόλεμος μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ή συνδυασμός των δύο, με εμπλεκόμενα πάνω από δύο γενικά στρατόπεδα). 

Η πρώτη παρέμβαση της ομάδας αφορά στο τελευταίο από αυτά τα ζητήματα, και συγκεκριμένα τη στάση των κομμουνιστών που θεμελίωσε το ΣΔΕΚΡ κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, δηλαδή την στάση του επαναστατικού ντεφαϊτισμού εντός χώρας που διεξάγει, κατά την κρίση του ίδιου του ΣΔΕΚΡ, ιμπεριαλιστικό πόλεμο με άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Σε επόμενα κείμενα, θα διερευνήσουμε τα ζητήματα που τέθηκαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο, πρώτα με την εμφάνιση του φασισμού και κατόπιν με την έκρηξη των σοσιαλιστικών, αντι-αποικιακών κι αντι-ιμπεριαλιστικών εξεγέρσεων και πολέμων, σε πρώτη φάση (1940-1975), και κατόπιν, με την ιμπεριαλιστική απάντηση που πρωτοδόθηκε στον αντισοβιετικό πόλεμο του Αφγανιστάν (1978-1992). 

Παράλληλα, θα διερευνήσουμε τόσο θεωρητικά όσο και στη βάση των διαθέσιμων οικονομικών στοιχείων, το ζήτημα της ουσίας του ιμπεριαλισμού, της σχέσης του με τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, της διαλεκτικής πολιτικής και οικονομίας εντός του ιμπεριαλιστικού φαινομένου και της εξέλιξής της παγκόσμιας δομής του ιμπεριαλιστικού συστήματος μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου, σε πρώτο στάδιο, και μετά την ήττα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου σε δεύτερο. 

Το σύνολο των παρεμβάσεων θα επιχειρήσει να φωτίσει ιδιαίτερα τη φύση και τα διακυβεύματα πολέμων που έχουν ήδη ξεσπάσει μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης (Συρία, Ουκρανία, Υεμένη), καθώς και τη θέση και τις προοπτικές χωρών της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και των εργατικών κινημάτων τους. 

Τι σημαίνει να «εύχεσαι την ήττα της κυβέρνησής σου» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο; 

Καθώς το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης δεν μπορεί να έχει πραγματική επίλυση, αναπόφευκτα εισερχόμαστε σε μια αιματηρή εποχή έκτασης και έντασης των πολεμικών συγκρούσεων. 

Kαθώς η προοπτική της εμπλοκής σε πόλεμο αρχίζει να εμφανίζεται ως όλο και πιο πιθανή —αν και όχι πολύ ξεκαθαρισμένη στη μορφή της— ακόμα και στις πλατιές μάζες των λαών και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, είναι φυσικό και επόμενο οι κομμουνιστές, ιδιαίτερα στην περιοχή αυτή, να βρίσκονται για μία ακόμα φορά απέναντι από το ερώτημα της στάσης τους απέναντι στον πόλεμο. 

Το ερώτημα τούτο έχει πολλές διαστάσεις, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, τόσο σε γενικό επίπεδο αρχών όσο και στο επίπεδο της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης. 

Εδώ θα ασχοληθούμε με ένα πρώτο ερώτημα που απορρέει από την ιστορική στάση του Λένιν και του κόμματος των Μπολσεβίκων απέναντι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ερώτημα του τι σημαίνει το σύνθημα ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να “εύχονται την ήττα της κυβέρνησής τους” στον πόλεμο. Το ζήτημα αυτό θα το αναλύσουμε βασιζόμενοι στο άρθρο του Λένιν “Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο”, που δημοσιεύτηκε αρχικά κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ιούλη του 1915. 



Πριν πούμε οτιδήποτε όμως για το ζήτημα και για τον τρόπο που απαντιέται από τον Λένιν, και για να αποφύγουμε τις θολής λογικής αναλύσεις και τις μηχανιστικές αναγωγές, θα πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι ουσιώδες: όπως δείχνει ο τίτλος, ο Λένιν αναλύει το ζήτημα συγκεκριμένα για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και, επειδή ο πόλεμος στον οποίο αναφέρεται είναι ο Α’ Παγκόσμιος, αυτό σημαίνει ότι το αναλύει σε σχέση με έναν πόλεμο που τον περιέγραψε ο ίδιος ως “και από τις δύο πλευρές” ιμπεριαλιστικό, δηλαδή “κατακτητικό, αρπακτικό, ληστρικό” πόλεμο, πόλεμο “για το μοίρασμα του κόσμου, για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αποικιών, των ‘σφαιρών επιρροής’ του χρηματιστικού κεφαλαίου κλπ” (Ιμπεριαλισμός: Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, 1916, Πρόλογος στη Γαλλική και τη Γερμανική έκδοση, Ιούλης 1920, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 9-10). 

Ό,τι λοιπόν αναλύεται στο άρθρο που θα συζητήσουμε εδώ, αφορά τη σωστή στάση των κομμουνιστών όχι γενικά στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά συγκεκριμένα στον ενδο-ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και ακόμα πιο συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις όπου η χώρα των εμπλεκομένων κομμουνιστών συμμετέχει στον πόλεμο ως ιμπεριαλιστική δύναμη, δηλαδή για τους στόχους που προαναφέρθηκαν (“μοίρασμα του κόσμου”, κλπ). Λογική συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι για να αφορούν τα καθήκοντα που αναλύονται στο άρθρο μας τους κομμουνιστές μιας χώρας, θα πρέπει η χώρα αυτή να έχει κριθεί, και πρώτα απ’ όλα απ’ τους ίδιους, ιμπεριαλιστική, και τα κίνητρά της για την εμπλοκή σε πόλεμο να κρίνεται πως συνάδουν με όσα προαναφέρθηκαν. 

Σε μια τέτοια περίπτωση, λέει ο Λένιν, ο πόλεμος είναι αντιδραστικός, και σε αυτό τον πόλεμο “μια επαναστατική τάξη δε μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της” (“Για την ήττα”, στο Β.Ι. Λένιν, Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 82). 

Το ζήτημα γίνεται αμέσως όμως το τι σημαίνει στην πράξη το “εύχομαι την ήττα της κυβέρνησής μου”. Εδώ ο Λένιν ξεκινά με μια επίθεση στον Τρότσκι, που απέρριπτε το σύνθημα αυτό και αντιπρότεινε τη γραμμή του “επαναστατικού αγώνα ενάντια στον πόλεμο”, γραμμή που ο Λένιν με τη σειρά του κριτικάρει για έναν βασικότατο λόγο: δεν προβλέπει τίποτε συγκεκριμένο για την στάση των κομμουνιστών απέναντι στη δική τους χώρα ως πολεμικά εμπλεκόμενη (ό.π., σελ. 82). 

Αμέσως μετά απ’ αυτή την κριτική στην στάση του Τρότσκι, ο Λένιν διευκρινίζει ότι το “εύχομαι” δεν είναι βέβαια κάποιου είδους νοητική ή συναισθηματική στάση, πράγμα που θα καθιστούσε το σύνθημα εντελώς αναντίστοιχο με τις συνθήκες πολέμου: “επαναστατική δράση, όμως, ενάντια στην κυβέρνησή σου στη διάρκεια του πολέμου σημαίνει, αναμφισβήτητα, όχι μόνο να εύχεσαι να ηττηθεί η κυβέρνησή σου αλλά και να συμβάλλεις έμπρακτα σ’ αυτήν την ήττα” (ό.π., σελ. 82-83, εμφάσεις με έντονα δικές μας). Τι σημαίνει όμως “συμβάλλω έμπρακτα”; 

Σημαίνει, εξηγεί ο Λένιν (βασιζόμενος στο ιστορικό παράδειγμα της Γαλλικής Κομμούνας του 1871), μια διαλεκτική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην υπονόμευση της προσπάθειας της κυβέρνησης της χώρας μας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και στη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο: 

Επανάσταση σε καιρό πολέμου σημαίνει εμφύλιος πόλεμος, η μετατροπή, όμως, του πολέμου των κυβερνήσεων σε εμφύλιο πόλεμο, από το ένα μέρος, διευκολύνεται από τις στρατιωτικές αποτυχίες (από την ‘ήττα’) των κυβερνήσεων, ενώ, από το άλλο μέρος, είναι αδύνατο, τείνοντας στην πράξη προς μια τέτοια μετατροπή, να μη συμβάλλεις έτσι στην ήττα (“Για την ήττα”, σελ. 84, εμφάσεις με έντονα δικές μας). 

Με άλλα λόγια: “εύχομαι την ήττα της κυβέρνησής μου” σημαίνει αφενός εκμεταλλεύομαι την στρατιωτική ήττα για να οργανώσω τον εμφύλιο, επαναστατικό πόλεμο, και αφετέρου, έχοντας οργανώσει αυτόν τον πόλεμο, δηλαδή, έχοντας προσθέσει έναν εσωτερικό εχθρό στον εξωτερικό, συμβάλλω ενεργά στην ήττα της κυβέρνησής μου.Χωρίς τέτοια δράση, λέει ο Λένιν, Οι “πιο υπερ…επαναστατικές φράσεις […] δεν αξίζουν πεντάρα τσακιστή” (σελ. 84). Αυτή είναι η περίφημη γραμμή του “επαναστατικού ντεφαϊτισμού”, και βεβαίως, είναι μια γραμμή που διακηρύσσεται ανοιχτά προς το λαό, και αψηφώντας τις συνέπειες που έχει αυτό απ’ την πλευρά του αστικού κράτους: 

Ο προλετάριος δεν μπορεί ούτε να καταφέρει ταξικό χτύπημα στην κυβέρνησή του, ούτε να δώσει (στην πράξη) το χέρι στον αδελφό του, τον ‘ξένο’ προλετάριο, τον προλετάριο της χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί ‘μας’, χωρίς να διαπράττει ‘εσχάτη προδοσία’, χωρίς να συμβάλλει στην ήττα, χωρίς να βοηθάει στη διάλυση της ‘δικής του’ ιμπεριαλιστικής ‘μεγάλης’ Δύναμης (ό.π., σελ. 88, εμφάσεις με έντονα δικές μας). 

Συνειδητοποιούμε έτσι πολύ γρήγορα ότι από τη στιγμή που οι κομμουνιστές μιας χώρας προσδιορίζουν τον χαρακτήρα της χώρας τους ως ιμπεριαλιστικό, δεν δικαιούνται να υπεκφεύγουν, όταν θέτουν το ζήτημα της στάσης απέναντι στον πόλεμο, για τις συνέπειες αυτού του προσδιορισμού: δεν μπορεί και να μιλάς για τον ιμπεριαλισμό της χώρας σου και να αρνείσαι να προπαγανδίσεις τον επαναστατικό ντεφαϊτισμό και να παραμένεις “λενινιστής.” Μια ιμπεριαλιστική χώρα δεν μπορεί να διεξάγει μη ιμπεριαλιστικό πόλεμο: είτε ο πόλεμος αυτός είναι ενδεχόμενος, είτε έχει ξεκινήσει, είσαι υποχρεωμένος, αν θέλεις να λέγεσαι “λενινιστής”, να εγκαταλείψεις κάθε σύνθημα για “υπεράσπιση των συνόρων” και της “εθνικής κυριαρχίας”, εφόσον έχεις προσδιορίσει τη φύση της χώρας σου ως ιμπεριαλιστική, και στη θέση τους να προπαγανδίσεις ακριβώς την “έσχατη προδοσία”. Παιχνίδια επαμφοτερισμού και “δημιουργικής ασάφειας” και λενινιστική στάση στον πόλεμο είναι πράγματα εντελώς ασύμβατα, και η στοιχειώδης πολιτική εντιμότητα επιβάλλει να παραιτηθείς είτε από το ένα, είτε από το άλλο. 

Βεβαίως, επειδή ο Λένιν γνωρίζει πολύ καλά πόσο σοβαρό πράγμα είναι ο επαναστατικός ντεφαϊτισμός, πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη που απορρέει απ’το να διαπιστώσεις την ιμπεριαλιστική φύση της χώρας σου σε καιρό επικείμενου ή εξελισσόμενου πολέμου, εξετάζει και όλα τα λογικά ενδεχόμενα να μην ισχύει η γραμμή του επαναστατικού ντεφαϊτισμού.Αυτά είναι τα εξής: 


1. Ο πόλεμος να μην είναι αντιδραστικός, δηλαδή, για τα συμφραζόμενα του Λένιν, ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές. 
2. Να είναι συνειδητή εκτίμηση των κομμουνιστών ότι δεν μπορεί να γίνει σύνδεση του πολέμου με τη σοσιαλιστική επανάσταση. 
3. Να είναι συνειδητή τους εκτίμηση ότι είναι αδύνατη η συνάντηση και αλληλοϋποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων σε όλες τις εμπόλεμες χώρες (ό.π., σελ. 84, εμφάσεις με έντονα δικές μας).


Αν συντρέχουν όλα αυτά τα ενδεχόμενα είναι βέβαια είτε λαθεμένο είτε ακόμα και καταστροφικό να υιοθετηθεί η γραμμή του επαναστατικού ντεφαϊτισμού. Τι γίνεται όμως αν και όταν δεν συντρέχουν όλα μαζί; Αυτήν ακριβώς την περίπτωση εξετάζει ο Λένιν.Απ’ τη μία, ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει το 1914 κρίνεται χωρίς αμφιβολία αντιδραστικός, δηλαδή ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές (προσοχή: κάθε ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές πόλεμος είναι αντιδραστικός ή άδικος, δεν είναι όμως κάθε αντιδραστικός ή άδικος πόλεμος στην ανθρώπινη ιστορία ιμπεριαλιστικός—η ισπανική Καθολική απολυταρχία διεξήγαγε καθαρά αντιδραστικό αγώνα στον Τριαντακονταετή πόλεμο του 17ου αιώνα, όχι όμως και ιμπεριαλιστικό). Απ’ την άλλη, οι κομμουνιστές διαπιστώνουν ότι η χώρα τους δεν είναι, παρ’ όλα αυτά, αρκετά αναπτυγμένη για να μπορεί να περάσει σε άμεση σοσιαλιστική επανάσταση. Ο ένας δηλαδή παράγοντας ευνοεί τον επαναστατικό ντεφαϊτισμό, ο άλλος τον παρεμποδίζει. Τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση; Ο Λένιν απαντά: 

Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο [επειδή κρινόταν ανέφικτο ακόμα να γίνει άμεσα σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία] οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες [ενν. Μπολσεβίκοι] ήταν αναγκαστικά οι πρώτοι που διατύπωσαν ‘θεωρητικά και πρακτικά’ το ‘σύνθημα’ της ήττας. Και η τσαρική κυβέρνηση είχε απόλυτο δίκιο που θεωρούσε τη ζύμωση της ΡΣΔΕ κοινοβουλευτικής ομάδας —μοναδικό παράδειγμα μέσα στη Διεθνή όχι μόνο κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, αλλά και πραγματικά επαναστατικής ζύμωσης μέσα στις μάζες ενάντια στην κυβέρνησή τους— που θεωρούσε ότι η ζύμωση αυτή αδυνάτιζε τη ‘στρατιωτική ισχύ’ της Ρωσίας και συντελούσε στην ήττα της. Αυτό είναι γεγονός. Και δεν είναι έξυπνο να κρύβεται κανείς απ’ αυτό (ό.π., σελ. 84-85). 

Σε μια περίπτωση δηλαδή, αυτή της Ρωσίας πριν τον Α’ Παγκόσμιο, η αλληλοαναίρεση της πρώτης από τη δεύτερη συνθήκη επιλύθηκε με την ενεργό δράση σε ντεφαϊστική κατεύθυνση, μοναδικό παράδειγμα τέτοιας σε όλα τα εργατικά κόμματα της Διεθνούς: οι Μπολσεβίκοι αντιπαρήλθαν τη δυσκολία άμεσου περάσματος στη σοσιαλιστική επανάσταση στη χώρα τους εκβιάζοντάς την, και την εκβίασαν αδυνατίζοντας την “δική τους κυβέρνηση” ήδη πριν ξεκινήσει ο πόλεμος — ακριβέστερα, επιτείνοντας με κάθε τρόπο τις αδυναμίες μιας ήδη αδύναμης συγκριτικά “μεγάλης Δύναμης”. 

Ήταν αυτή η τακτική, η τακτική του προδραστικού ντεφαϊτισμού (και όχι η κλασική οπορτουνιστική επίκληση των “ανώριμων συνθηκών” για να δικαιολογηθεί η αδράνεια και η απραγία που απορρέουν από τον αδήλωτο στόχο της ταξικής ειρήνης με τα αφεντικά) που “έλυσε” επίσης και το φαινομενικά άλυτο πρόβλημα της ταυτοχρονίας, του ότι δηλαδή, αν διακηρύξεις μόνο εσύ τον ντεφαϊτισμό, αν δεν γίνει ταυτόχρονα και από τα άλλα εργατικά κόμματα το ίδιο, κινδυνεύεις να βοηθήσεις απλώς τον αντίπαλο ιμπεριαλιστή: 

Μια συνεννόηση για επαναστατική δράση, έστω σε μία μόνη χώρα, χωρίς να μιλάμε για μια σειρά χώρες, είναι πραγματοποιήσιμη μόνο με τη δύναμη του παραδείγματος ορισμένων σοβαρών επαναστατικών εκδηλώσεων […] Μα ένα τέτοιο ξεκίνημα δεν είναι πάλι κατορθωτό χωρίς να εύχεται κανείς την ήττα και χωρίς να συμβάλει σ’ αυτή την ήττα. […] μια τέτοια ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχτεί χωρίς μια σειρά στρατιωτικές αποτυχίες και ήττες εκείνων των κυβερνήσεων που τους καταφέρουν χτυπήματα οι ίδιες οι καταπιεζόμενες τάξεις τους (ό.π., σελ. 86). 

Στην κατακλείδα της παρέμβασής του, ο Λένιν κάνει ακόμα πιο σαφές το γεγονός ότι ο “επαναστατικός ντεφαϊτισμός” δεν είναι καθόλου μια γραμμή που “αναμένει” να υιοθετηθεί από όλους—από όλα τα εργατικά κινήματα της περιοχής. Αντίθετα, κι αυτό είναι κρίσιμο, ο ντεφαϊτισμός ήταν η απάντηση των Μπολσεβίκων στην σωβινιστική προδοσία των σοσιαλδημοκρατών της “αντίπαλης” στον πόλεμο χώρας, της Γερμανίας. Αντί να αγκαλιάσουν και αυτοί τον σοσιαλσωβινισμό και σοσιαλπατριωτισμό όπως έκανε το γερμανικό SPD, οι Μπολσεβίκοι απάντησαν στην προδοσία των γερμανών σοσιαλδημοκρατών σε βάρος τους με “προδοσία” σε βάρος της αστικής τάξης της χώρας τους! Και ήταν ακριβώς αυτή η απόλυτη ασυμμετρία στην απάντηση που τους έφερε στην πρώτη και νικηφόρα γραμμή του παγκόσμιου εργατικού κινήματος και καταδίκασε το πάλαι ποτέ κραταιό και αξιοσέβαστο SPD στο διηνεκές στίγμα της ανυποληψίας στις εργατικές μάζες του κόσμου: 

Ακριβώς το προλεταριάτο της πιο καθυστερημένης από τις εμπόλεμες μεγάλες Δυνάμεις ήταν εκείνο που υποχρεώθηκε, ιδιαίτερα μπροστά στην επαίσχυντη προδοσία των Γερμανών και των Γάλλων σοσιαλιστών, να ακολουθήσει με το Κόμμα του μια επαναστατική τακτική, που είναι εντελώς αδύνατη χωρίς τη ‘συμβολή στην ήττα’ της κυβέρνησής του, μα που είναι η μοναδική που οδηγεί στην ευρωπαϊκή επανάσταση,στη σταθερή ειρήνη του σοσιαλισμού, στην απολύτρωση της ανθρωπότητας από τις φρίκες, τα βάσανα, την αγριότητα και τις θηριωδίες που κυριαρχούν σήμερα (ό.π., σελ. 90). 

Όχι μόνο λοιπόν δεν είναι δικαιολογία για την απόρριψη του επαναστατικού ντεφαϊτισμού ως τακτικής είτε η συγκριτική αδυναμία μιας ιμπεριαλιστικής χώρας, είτε το ότι δεν έχουν πάρει ανάλογες πρωτοβουλίες τα άλλα εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα· είναι, εφόσον μια χώρα κρίνεται ιμπεριαλιστική και η συμμετοχή της σε πόλεμο συμμετοχή σε άδικο πόλεμο, ακριβώς στις συγκριτικά πιο αδύναμες και καπιταλιστικά πιο καθυστερημένες χώρες που η ήττα της “δικής σου” κυβέρνησης, συνοδευόμενη από τη δική σου ένοπλη και μαζική επαναστατική οργάνωση, αποτελεί πολυτιμότατο εργαλείο “που οδηγεί στην επανάσταση”· το μόνο, υπό τις περιστάσεις του άδικου, ιμπεριαλιστικού πολέμου και από τις δύο πλευρές, τέτοιο εργαλείο επαναστατικής τακτικής. Ακριβώς όμως επειδή ισχύει αυτό, οι οπορτουνιστικές δυνάμεις, είτε εμφανίζονται είτε όχι με το προσωπείο του “σοσιαλισμού-κομμουνισμού”, θα εφευρίσκουν πάντα δικαιολογίες για να νερώνουν τον ορκισμένο “λενινισμό” τους με μια γενναία δόση από τη χυδαία πονηριά των γαλλογερμανών σοσιαλδημοκρατών, είτε γιατί “δεν επιτρέπουν οι συνθήκες”, είτε γιατί “δεν ακολουθούν οι άλλοι”, συσκοτίζοντας ένα καθήκον που ο Λένιν ονομάζει “αναμφισβήτητα όχι εύκολο, μα μοναδικά άξιο του προλεταριάτου” (ό.π., σελ. 89-90): μιας τάξης δηλαδή που δεν πιθικήζει απλώς την αρπαχτικά συμφεροντολογική “ηθική” των αφεντικών της αλλά παλεύει για την χειραφέτηση της ανθρωπότητας στο σύνολό της, για να βάλει τέλος στις “θηριωδίες που κυριαρχούν σήμερα”.

Η πολυπολιτισμική Βαβέλ: Αλλοτρίωση και Ιδιώτευση.

του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Τα καταστροφολογικά σενάρια στην λογοτεχνία και τον κινηματογράφο περιλαμβάνουν, συνήθως, μια σαρωτική έκρηξη ως αποτέλεσμα πυρηνικού πολέμου, μια φυσική καταστροφή, από πτώση μεγάλου αστεροειδούς στην Γη, π.χ., ή μια θανατηφόρα πανδημία.
Αρκετοί, όμως, ερευνητές αναρωτιούνται τα τελευταία χρόνια για μια άλλη, τρομακτική πιθανότητα: αν μέσα στην ίδια την φύση του σημερινού πολιτισμού ενυπάρχει το πεπρωμένο να καταρρεύσει αργά ή γρήγορα; Αν η απώλεια της αλληλεγγύης και της αίσθησης του “ανήκειν” σε μια κοινότητα, δηλαδή ο “πολυπολιτισμός”, νεκρώσει τον πολιτισμό; Τότε, μπορεί να εξαφανισθεί και μεγάλο μέρος της ανθρώπινης γνώσης που αποκτήθηκε με σκληρές προσπάθειες και αγώνες!
Ένας πρώτος υπέρμαχος του ρόλου της συνοχής στους κύκλους της ιστορίας ήταν ο Άραβας πολιτικός και λόγιος του 14ου αιώνα Ιμπν Καλντούν, ο οποίος τεκμηρίωσε ότι οι βορειοαφρικανικές δυναστείες ξεκίνησαν ως φυλές της ερήμου καθ’ όλα φτωχές, μη έχοντας τίποτα άλλο εκτός από αυτό που όρισε ωςasabiya, δηλαδή αλληλεγγύη. Η προθυμία τους να θυσιασθούν ο ένας για τον άλλον τους έκανε φοβερούς πολεμιστές στην μάχη. Αλλά μόλις κατακτούσαν ένα πολιτισμένο κράτος στα παράλια, η αναπόφευκτη αύξηση των ανισοτήτων άρχιζε να φθείρει την asabiya τους, μέχρι που μετά από μερικές γενηές οι αυξανόμενες έριδες μεταξύ τους είχαν σαν αποτέλεσμα να εμφανισθεί μια νέα φυλή με αλληλεγγύη από την έρημο και να τους ανατρέψει.


Τυνησιακό χαρτονόμισμα με την μορφή του Ιμπν Καλντούν
Τα τελευταία χρόνια, ο βιολόγος του Πρίνστον Peter Turchin προέκτεινε την ανάλυση του Ιμπν Καλντούν λέγοντας ότι τίποτα δεν κινητοποιεί την asabiya όσο ένας κοινός εχθρός. Ο Turchin προσπάθησε να αποδείξει ότι τα ισχυρά κράτη διαμορφώνονται κυρίως στα εθνικά σύνορα, εκεί όπου οι συγκρούσεις με πολύ διαφορετικούς ανθρώπους πείθουν τους ομοεθνείς να ξεπεράσουν τις δευτερεύουσες διαφορές τους και να συσπειρωθούν, αλλιώς θα χαθούν. Έτσι η «καρδιά» της Γερμανίας παρέμενε διαιρεμένη σε πολυάριθμες αντιμαχόμενες ηγεμονίες μέχρι το 1870, ενώ στα σύνορα της Πρωσσίας με τις Βαλτικές χώρες και τους Σλάβους και στα σύνορα της Αυστρίας με τους Μαγυάρους αναδύθηκαν τα ισχυρά γερμανικά βασίλεια.
Παρομοίως, οι 13 αμερικανικές αποικίες συνενώθηκαν πολεμώντας αρχικά τους Γάλλους και τους Ινδιάνους και στην συνέχεια τους Βρετανούς. Τον 20ο αιώνα χρειάστηκαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι για να σφυρηλατηθεί, μετά την έντονη μετανάστευση μεταξύ 1890 και 1924 στις ΗΠΑ, αυτό που ο Πάτναμ αποκαλεί ως «μεγα-αστική γενηά» που έφθασε στην ακμή της την δεκαετία του ’40 και του ’50.
Μισή χιλιετία μετά τον Ιμπν Καλντούν, ο Αλέξις ντε Τοκβίλ απέδωσε μεγάλο μέρος της επιτυχίας της Αμερικής στις «αενάως σχηματιζόμενες ενώσεις της». Δεν εννοούσε μόνο τις εμπορικές και βιομηχανικές ενώσεις στις οποίες όλοι συμμετέχουν, αλλά και τις χιλιάδες άλλες θρησκευτικές, ηθικές, πολύ γενικές και πολύ περιορισμένες, πολυπληθείς και ολιγομελείς. «Τίποτα, κατά την άποψή μου, δεν είναι περισσότερο ενδιαφέρον από τις πνευματικές και ηθικές ενώσεις της Αμερικής», έλεγε ο Τοκβίλ.
Μια νεώτερη, πολύ σοβαρή μελέτη, που βασίστηκε σε λεπτομερείς συνεντεύξεις με 30.000 άτομα σε ολόκληρες τις ΗΠΑ, πάνω στην «κοινωνική συμμετοχή» κατέληξε στο συμπέρασμα πως όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της πολυπολιτισμικότητας, στις κοινότητες, τόσο εντονότερη είναι η έλλειψη κοινωνικής συνοχής, η οποία επηρεάζει τα πάντα από το ενδιαφέρον για την πολιτική μέχρι τους κοινωνικούς και φιλικούς δεσμούς.

Τα συμπεράσματα της έρευνας έδωσαν μια τέτοια μαύρη εικόνα για την πολυπολιτισμικότητα, που έφεραν σε δύσκολη θέση τον ίδιο τον ακαδημαϊκό Ρόμπερτ Πάτναμ (Robert D. Putnam), γνωστό καθηγητή του Χάρβαρντ, που την διεξήγαγε. Ο Πάτναμ δυσκολεύτηκε να παρουσιάσει τα αποτελέσματα της εργασίας του. Για πέντε χρόνια, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος στον αρθρογράφο των Financial Times, John Lloyd, ένοιωθε ότι η ανακάλυψή του ήταν τόσο εκρηκτική που δεν τολμούσε να την ανακοινώσει δημοσίως.
Ο Ρόμπερτ Πάτναμ έγινε αρχικά γνωστός με τις θεωρίες του σχετικά με το «κοινωνικό κεφάλαιο», οι οποίες κατέχουν σημαντική θέση στο έργο του «Bowling Alone: Americas Declining Social Capital».
Ο ορισμός του κοινωνικού κεφαλαίου κατά τον ΟΟΣΑ επικεντρώνεται στα κοινωνικά δίκτυα, στην εμπιστοσύνη και στους κοινωνικούς κώδικες και αξίες που αναπτύσσονται στην κοινωνία και διευκολύνουν τη συλλογική δραστηριότητα, με απώτερο στόχο τη μεγιστοποίηση του κοινωνικού οφέλους. (βλ. Wikipedia.org). Με δεδομένο ότι η ανθρώπινη φύση τείνει προς την ολοκλήρωση μέσω της δημιουργικότητας και της προσφοράς, κάθε πολίτης είναι εν δυνάμει συμμέτοχος στη δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου. Το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί μια αέναη πηγή κοινωνικής ενέργειας, η οποία συχνά παραμένει ανεκμετάλλευτη. Η ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου όταν δημιουργεί θετικές εξωτερικότητες συμβάλλει στη ανάπτυξη της κοινωνίας ενώ και η ανάπτυξη της κοινωνίας συμβάλλει στη ποιότητα και στο εύρος των κοινωνικών επαφών σε μια αμφίδρομη σχέση.

Ο Πάτναμ κάνει έναν διαχωρισμό μεταξύ δύο τύπων κοινωνικού κεφαλαίου: α) το bonding capital(«αποκλειστικό» κοινωνικό κεφάλαιο), που έχει να κάνει με τους στενούς δεσμούς που συνδέουν κάποιες κοινωνικές ομάδες και που μπορούν να γίνουν εφαλτήριο κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, και β) το bridging capital («έμμεσο/γεφυροποιό» κοινωνικό κεφάλαιο), που είναι αυτό που θα βοηθήσει στην επαφή με άλλες κοινωνικές ομάδες (οι οποίες μπορεί να δομούνται εθνικά, οικονομικά, φυλετικά, λόγω θρησκείας κ.α.) και θα βοηθήσει όσους ανήκουν σε μία ομάδα να υπερπηδήσουν την τροχοπέδη των στενών δεσμών με την ομάδα τους. Η «αποκλειστικότητα» συμβαίνει όταν σχετίζεσαι με ανθρώπους που είναι σαν και σένα: ίδιας ηλικίας, ίδιας φυλής, ίδιας θρησκείας κ.ο.κ. Αλλά προκειμένου να δημιουργηθούν ειρηνικές κοινωνίες μέσα σε μια πολυεθνική χώρα, χρειάζεται να υπάρχει ένας δεύτερος τύπος κοινωνικού κεφαλαίου: το «έμμεσο/γεφυροποιό». Η «γεφύρωση» συμβαίνει όταν κάνεις φιλίες με ανθρώπους που δεν είναι σαν και σένα, όπως π.χ. οι οπαδοί μιας άλλης ομάδας.
Ο Πάτναμ ισχυρίζεται ότι αυτοί οι δύο τύποι κοινωνικού κεφαλαίου, το «αποκλειστικό» και το «γεφυροποιό», αλληλοενισχύονται. Συνεπώς, με την ελάττωση του «αποκλειστικού» κοινωνικού κεφαλαίου αποδυναμώνεται και το «γεφυροποιό», πράγμα που οδηγεί σε μείζονες εθνικές εντάσεις.
Αναλύοντας τα δεδομένα, διαπιστώθηκε αμέσως ότι τα μέρη στα οποία η κοινωνική αλληλεγγύη ήταν μεγαλύτερη είναι τα πιο ομοιογενή από εθνική άποψη.
Η χαμηλή εμπιστοσύνη σε περιβάλλον μεγάλης διαφορετικότητας όχι μόνο επηρεάζει τις εθνικές ομάδες, αλλά συνδέεται επίσης με:
 Χαμηλότερη εμπιστοσύνη στην τοπική κυβέρνηση, τους εθνικούς ηγέτες και τα μαζικά μέσα ενημέρωσης Χαμηλότερη πολιτική αποτελεσματικότητα –δηλαδή, εμπιστοσύνη στην ίδια του την επιρροή  Θεαματική κάμψη του ποσοστού αυτών που ασχολούνται με την πολιτική –περισσότερη ιδιώτευση, δηλαδή Λιγότερη προσδοκία ότι οι άλλοι θα συνεργασθούν για να επιλύσουν διλήμματα συλλογικής δράσης Λιγότερη προθυμία για εργασία σε ένα πρόγραμμα που αφορά την κοινότητα Λιγότερη προθυμία για φιλανθρωπική προσφορά ή εθελοντισμό Λιγότερους στενούς και έμπιστους φίλους Λιγότερη ευτυχία και αντίληψη για υποβαθμισμένο επίπεδο ζωής Περισσότερη ώρα για τηλεόραση και πεποίθηση ότι «η τηλεόραση είναι η πιο σημαντική μορφή διασκέδασής μου» Εγκατάλειψη κάθε μορφής συλλογικής δραστηριότητας, πολιτιστικής, θρησκευτικής, στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης κ.λπ.

Τα πορίσματα του Πάτναμ δεν φαίνεται να επιδέχονται αμφισβήτηση: η κοινωνία των πολιτών γίνεται, εξ αιτίας του πολυπολιτισμού, της μετανάστευσης και των σχετικών παραγόντων, όλο και πιο ατροφική. Οι άνθρωποι ωθούνται στον ατομικισμό και την ιδιώτευση.
Οι ανακαλύψεις του Πάτναμ έχουν προκαλέσει σοκ και ισχυρούς κραδασμούς στα νεοταξικά επιτελεία στις ΗΠΑ και σε ολόκληρη την Ενωμένη Ευρώπη όπου προηγουμένως υπήρχε η απόλυτη μονολιθική αποδοχή της αρχής ότι ο πολυπολιτισμός είναι καλός, ενώ το έθνος είναι κακό.
Ενώ ο αντίκτυπός τους ήταν ιδιαίτερα έντονος στο εξωτερικό, εδώ ελάχιστες δημοσιεύσεις έγιναν, κυρίως σε εξειδικευμένες στήλες ή έντυπα και το θέμα αποσιωπήθηκε προκλητικά από τις εκπομπές ενημέρωσης και τα «παραθυράκια» των δελτίων όλων των ηλεκτρονικών ΜΜΕ.
Έτσι, ενώ δεχόμαστε αλλεπάλληλα κύματα χιλιάδων μεταναστών και μουσουλμάνων, που παραμένουν αναφομοίωτοι, δεν πρέπει να ξέρουμε τίποτα.
Η επιδίωξη είναι σαφής: να επιβληθεί πάση θυσία η γενικευμένη απάθεια στην ελληνική κοινωνία. Και σε αυτό συμβάλλει το να μην αντιλαμβανόμαστε τι πραγματικά συμβαίνει έξω από τα σύνορα της χώρας. Να μην γνωρίζουν οι Έλληνες τους λόγους της αποτυχίας του πολυπολιτισμού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Να ακούν μόνο αυτά που θέλουν οι Ελλαδίτες «παγκοσμιοποιητές»: ότι «οι μετανάστες έχουν δικαίωμα να είναι στην Ελλάδα, και είναι καλοδεχούμενοι γι' αυτό»! Όμως, τέτοιο δικαίωμα υπάρχει μόνο στο μυαλό των «αποδομιστών» εκείνων που επιβουλεύονται την αυτοδιάθεση και την εθνική κυριαρχία των Ελλήνων στον τόπο τους. Αυτών που έχουν βάλει στοίχημα, φαίνεται, με τα υπερατλαντικά αφεντικά τους να μην μπορέσουμε να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια της ελληνικής ανεξαρτησίας το 2021!!!