Η κρίση του ευρώ που ξέσπασε στα τέλη του 2009 αποκάλυψε βαθιές ατέλειες στον σχεδιασμό του κοινού νομίσματος. Ωστόσο, εν μέρει επειδή ξεκίνησε με τη διάσωση της Ελλάδας, πολλοί πολιτικοί, ιδιαίτερα γερμανοί, πιστεύουν πως βασικοί υπεύθυνοι δεν ήταν αυτά τα σχεδιαστικά λάθη αλλά η δημοσιονομική σπατάλη και το υπερβολικό δημόσιο χρέος.
Αυτό σήμαινε
πως η μόνη λύση ήταν η δημοσιονομική λιτότητα. Μάλιστα, αυτό έχει πολλές φορές
παρατείνει αχρείαστα τον πόνο. Μετέπειτα διασώσεις χωρών όπως η Ιρλανδία και η
Ισπανία έδειξαν πως το υπερβολικό ιδιωτικό χρέος, οι στεγαστικές φούσκες και οι
υπερ-πληθωρικές τράπεζες μπορούν να δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα
για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Αυτό είναι
ένα πρώιμο συμπέρασμα του «Το ευρώ και η Μάχη των Ιδεών», από τρεις
ακαδημαϊκούς από τη Γερμανία, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Περιγράφουν λεπτομερώς
τις στιγμές-ορόσημα της κρίσης, πώς η εξουσία μεταφέρθηκε στις εθνικές
κυβερνήσεις (ιδιαίτερα στο Βερολίνο) και τους ρόλους που έπαιξαν το ΔΝΤ και η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Κατηγορούν τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης που δεν
κατάφεραν να στηρίξουν τις προβληματικές τράπεζες πιο γρήγορα, που δεν
κατάλαβαν πως τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών έχουν σημασία όταν τα δημόσια
χρέη εκφράζονται σε ξένο συνάλλαγμα, που δε μετέτρεψαν την ΕΚΤ σε δανειστή
ύστατης ανάγκης και που δεν πίεσαν με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε καλύτερους
καιρούς.
Τέτοιου
είδους παράπονα ακούγονται συχνά, μεταξύ άλλων από τη Βρετανία και την Αμερική.
Όμως πιο πρωτότυπα, οι συντάκτες βρίσκουν τις ρίζες αυτών των αποτυχιών όχι
στην ανοησία αλλά στην επιδίωξη οικονομικών ιδεών. Απλοποιώντας λίγο, εστιάζουν
στη Γερμανία και τη Γαλλία. Στους γερμανούς αρέσουν οι κανόνες και η πειθαρχία,
και φοβούνται το υπερβολικό χρέος και τον ηθικό κίνδυνο που δημιουργούν οι
διασώσεις. Οι γάλλοι προτιμούν την ευελιξία και τη διακριτικότητα, και
ανησυχούν για τα μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών και την απουσία κοινών
εργαλείων για το χρέος. Οι γερμανοί προτιμούν τη δημοσιονομική λιτότητα ακόμη
και σε δύσκολους καιρούς, ενώ οι γάλλοι προτιμούν τη δημοσιονομική ενίσχυση
σύμφωνα με τις κεϋνσιανές γραμμές. Οι γερμανοί πολιτικοί παράγοντες είναι συχνά
δικηγόροι, ενώ οι γάλλοι είναι περισσότερες φορές οικονομολόγοι.
Παραδείγματα
τέτοιου είδους ιδεολογικών συγκρούσεων είναι παρόντα παντού. Ξεκινούν από τον
σχεδιασμό της Συνθήκης του Μάαστριχ και τη μετέπειτα συμφωνία σταθερότητας και
ανάπτυξης και φτάνουν στη σύσταση της ΕΚΤ και την εφαρμογή του δημοσιονομικού
συμφώνου. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι γάλλοι είχαν την τάση να βλέπουν τα
προβλήματα των τραπεζών ή του δημόσιου χρέους ως περιπτώσεις έλλειψης
ρευστότητας, ενώ οι γερμανοί τις έβλεπαν συνήθως ως ενδείξεις αφερεγγυότητας.
Παρόμοιοι διαχωρισμοί έχουν προκύψει στις διαφωνίες για τα Ευρωομόλογα (τα
οποία υποστηρίζει η Γαλλία, αλλά αντιτίθεται η Γερμανία) και την ανάληψη
ευθυνών και δημοκρατικού ελέγχου σε υπερεθνικό επίπεδο (που στηρίζει η
ομοσπονδιακή Γερμανία αλλά αντιτίθεται η κεντροποιημένη Γαλλία).
Όπως
επισημαίνουν οι συντάκτες, αυτές οι διαφορές ιδεών δε σχετίζονται με την
κομματική πολιτική (επιμένουν ασχέτως εάν οι δύο χώρες έχουν κεντροαριστερές ή
κεντροδεξιές κυβερνήσεις). Ούτε και είναι, περιέργως, σταθερές μονίμως στην
ιστορία: κατά τον 19ο αιώνα, και ακόμη περισσότερο τη δεκαετία του 1930, ήταν η
Γαλλία και όχι η Γερμανία αυτή που στήριζε τους άκαμπτους κανόνες, τα μεγάλα
πλεονάσματα και την πειθαρχία του κανόνα του χρυσού. Μόνο μετά το 1945 άλλαξε
αυτό.
Οι συντάκτες
κλείνουν σε μια αισιόδοξη νότα, με προτάσεις για έναν πανευρωπαϊκό μηχανισμό
ασφάλισης, βασισμένο σε μια μορφή Ευρωομολόγων που θα σχεδιαστούν για να
ικανοποιήσουν τόσο τη Γαλλία όσο και τη Γερμανία. Όμως η ανάλυσή τους μπορεί το
ίδιο εύκολα να οδηγήσει σε απαισιοδοξία. Η κρίση του ευρώ είναι μακριά ακόμη
από το τέλος της, με την Ελλάδα να χρειάζεται περισσότερη ελάφρυνση χρέους, την
Ιταλία βυθισμένη σε τραπεζικά προβλήματα και χρόνια αργή ανάπτυξη και με υψηλή
ανεργία σχεδόν παντού. Η βρετανική ψήφος υπέρ του Brexit δε θα βελτιώσει τη
διάθεση, ακόμη κι αν κάποιοι την υποδέχονται ως έναν ακόμη λόγο να πιέσουν για
βαθύτερη δημοσιονομική και πολιτική ένωση στην ευρωζώνη.
Το πρόβλημα
είναι, όπως δείχνει το βιβλίο, η Γαλλία και η Γερμανία συνεχίζουν να έχουν
τεράστιες διαφορές για την κατεύθυνση στην οποία θέλουν να κινηθούν. Οι γάλλοι
θέλουν κοινοποίηση χρέους και περισσότερη δημοσιονομική ευελιξία πρώτα, και
μόνο μετά θα είναι πρόθυμοι να συζητήσεις για περισσότερη πειθαρχία και
βαθύτερη ενοποίηση. Οι γερμανοί θέλουν το αντίθετο, πιέζοντας για πειθαρχία και
ενοποίηση προτού να είναι έτοιμοι έστω να σκεφτούν την κοινοποίηση του χρέους.
Ύστερα από τις εκλογές του επόμενου έτους και στις δύο χώρες, αυτές οι βαθιές
διαφορές είναι πιθανό να προκαλέσουν συνεχή προβλήματα στο κοινό
νόμισμα.