Η λανθασμένη εκτίμηση του κλειστού προϋπολογισμού για το νοσοκομειακό φάρμακο αποτελεί απειλή τόσο για την πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες όσο και για τη βιωσιμότητα των παρόχων υγείας”. Η εταιρεία Roche Hellas κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου σε ειδική εκδήλωση κατέστησε σαφές παρουσιάζοντας στοιχεία και αριθμούς ότι εάν δε ληφθούν συγκεκριμένα και απαραίτητα μέτρα, τίθεται εν αμφιβόλω τόσο η βιωσιμότητα των παρόχων όσο και η πρόσβαση των ασθενών στις νέες θεραπείες που μπορούν να σώσουν τη ζωή τους.
Η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Roche Hellas κα Anne Nijs που πρώτη
φορά τοποθετήθηκε δημόσια κάλεσε την Πολιτεία να υιοθετήσει άμεσα μια
σειρά από μέτρα – μεταξύ των οποίων η εξαίρεση φάρμακων όπως τα αντιρετροϊκά,
οι αυξητικές ορμόνες και οι αιμοποιητικοί παράγοντες από το προϋπολογισθέν όριο
αποζημίωσης για νοσοκομειακά φάρμακα (570εκ), καθώς ο νοσοκομειακός
προϋπολογισμός, οφείλει να περιλαμβάνει αμιγώς νοσοκομειακά φάρμακα και φάρμακα
για νοσηλευόμενους και όχι για περιπατητικούς ασθενείς. Επί πλέον η κα Νijs
ανέφερε τα παραδείγματα άλλων χώρων που μπόρεσαν να βρουν τρόπους να
αποζημιώνονται οι θεραπείες βάσει της αποτελεσματικότητας τους. Δηλαδή το
κράτος αποζημιώνει το φάρμακο όταν ο ασθενής γίνεται καλά και έτσι τα χρήματα
πιάνουν τόπο. Η Roche έχει ήδη κάνει τέτοιες συμφωνίες σε άλλες χώρες και
δηλώνει έτοιμη να το κάνει και στην Ελλάδα.
Το ότι έπεσαν έξω όλες οι εκτιμήσεις για τον κλειστό προϋπολογισμό φαρμάκων
στα νοσοκομεία το απέδειξε η Διευθύντρια Εταιρικών Υποθέσεων της Roche
Hellas κα Ξένια Καπόρη, «μιλώντας τη γλώσσα των αριθμών» . Και τα
νούμερα είναι «εύγλωττα»:
- Η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη το 2015 ήταν 734 εκ. καλύπτοντας τη
συνολική και πραγματική ανάγκη του έτους.
-Το 2016 αυθαίρετα και χωρίς κάποια τεκμηρίωση ορίστηκε ο κλειστός προϋπολογισμός
στα 570 εκ. - ως εκ τούτου μειώθηκε κατά 22,3% (164 εκ.) από τη δαπάνη του
2015.
-Συνολικά για το 2016 εκτιμάται ότι η πραγματική δαπάνη θα ανέλθει σε
περίπου 853 εκ., δηλαδή 49,6% (283 εκ.) υψηλότερα από το όριο του κλειστού
προϋπολογισμού και 16,2% υψηλότερα από την δαπάνη του 2015.
Βάσει λοιπόν της προσδιοριζόμενης από το υπουργείο φαρμακευτικής δαπάνης
για το 2016 (853 εκ. €), η μηνιαία φαρμακευτική δαπάνη και ζήτηση εκτιμάται
περίπου 71 εκ. Ως εκ τούτου, ο κλειστός προϋπολογισμός των 570 εκ. επαρκεί για
την κάλυψη της ανάγκης των 8 πρώτων μηνών του έτους. Τι συμβαίνει λοιπόν;
Εάν σωστά διαμορφώθηκε ο προϋπολογισμός, μένουν ακάλυπτα τα νοσοκομεία μας 4
ολόκληρους μήνες και οι εξηγήσεις οι προφανείς για αυτό δεν δίνουν
λογικές απαντήσεις. Η κα Καπόρη τις παρουσίασε συνοπτικά:
α)υπερσυνταγογράφηση (γιατί; Αφού με δεδομένο το clawback και το
rebate δεν υπάρχει κίνητρο για τις φαρμακευτικές)
β) απροσδόκητα σημαντική αύξηση των εισαγωγών ασθενών στα νοσοκομεία
(δύσκολα τεκμηριώνεται επιδημιολογικά η αύξηση κατά 33% των εισαγωγών μέσα σ’
ένα χρόνο)
γ) εισαγωγή νέων φαρμακευτικών αγωγών. (από τα μέσα του 2015, 34 νέες
δραστικές ουσίες εισήχθησαν στα νοσοκομεία η επίδραση των οποίων στον
προϋπολογισμό δεν λήφθηκε υπόψη).
Συμπερασματικά, η κα Καπόρη κατέληξε ότι ο κλειστός προϋπολογισμός
για το νοσοκομειακό φάρμακο δεν υπολογίστηκε λαμβάνοντας υπόψη όλες τις
παραμέτρους, γεγονός το οποίο οδήγησε σε υπέρβαση του προϋπολογισμού κατά 283
εκ. και τώρα η φαρμακοβιομηχανία είναι που καλείται να καλύψει αυτό το ποσό. Τι
μπορεί να γίνει; Η κα Καπόρη ζητάει να ληφθούν μέτρα χωρίς
περαιτέρω καθυστερήσεις όπως:
·
Ο
νοσοκομειακός προϋπολογισμός να περιλαμβάνει αμιγώς νοσοκομειακά φάρμακα και
φάρμακα για νοσηλευόμενους. Φάρμακα όπως τα αντιρετροϊκά, οι αυξητικές ορμόνες
και οι αιμοποιητικοί παράγοντες οφείλουν να εξαιρεθούν από το προϋπολογισθέν
όριο αποζημίωσης για νοσοκομειακά φάρμακα (570εκ). Η υιοθέτηση της πρότασης
αυτής θα μειώσει την υπερβάλλουσα δαπάνη και το clawback για τα προϊόντα με
υψηλά ανελαστική ζήτηση.
·
Η υπέρβαση
και το clawback να υπολογίζεται στο σύνολο της αποζημιούμενης και πραγματικής
δαπάνης (570 και 853 εκ αντίστοιχα) και όχι σε κάθε κανάλι διανομής χωριστά
(νοσοκομεία και ΕΟΠΥΥ).
·
Να υπάρξει
πρόβλεψη και δημιουργία χωριστού και επιπρόσθετου προϋπολογισμού για τους
πρόσφυγες και αύξηση του προϋπολογισμού για την κάλυψη των ανασφάλιστων
πολιτών.
·
Να εξαιρεθεί
η νοσοκομειακή δαπάνη από το καθεστώς ΦΠΑ, όπως έχει θεσπιστεί για το
εξωνοσοκομειακό clawback και έχει αποφανθεί το ΣτΕ.
Παίρνοντας το λόγο ο καθηγητής του Τομέα Οργάνωσης και Διοίκησης
Υπηρεσιών Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας κ. Νίκος Μανιαδάκης
απέδωσε τις αρρυθμίες και τις κακοδαιμονίες του συστήματος Υγείας στις
οριζόντιες περικοπές αλλά και στο λανθασμένο υπολογισμό των δαπανών για την
Υγεία βάσει του ΑΕΠ. Πηγαίνοντας από τη μια άκρη στην άλλη, το κράτος όταν
έπρεπε να περικοπούν οι δαπάνες που αλόγιστα έκανε πριν από τη κρίση, επέλεξε
τον εύκολο δρόμο των οριζόντιων περικοπών ενώ η απόφαση ώστε οι δαπάνες
για την υγεία να αντιστοιχούν στο 1% του ΑΕΠ απεδείχθη παράλογη αφού η πτώση
του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος δε σήμαινε και μείωση των αναγκών στην Υγεία
κάποιες εκ των οποίων είναι ανελαστικές.
Τώρα μάλιστα που τα χρήματα λείπουν από τη χώρα δυστυχώς, λείπει
και ένα πολύ σημαντικό εργαλείο που χώρες προηγμένες και χωρίς το δικό μας
οικονομικό αδιέξοδο έχουν βρει τρόπους να καθιερώσουν. Πρόκειται για
την αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας που όπως είπε ο κος
Μανιαδάκης (health technology assessment) θα μπορούσε να υλοποιηθεί εύκολα από
σχετικό φορέα κάτι εξάλλου που είναι εδώ 5 χρόνια και μνημονιακή μας
υποχρέωση, ώστε η αποζημίωση των δαπανών να βασίζεται στην «αξία» που
αποφέρουν, όπως αυτή μετριέται συνάρτηση του οφέλους για τον ασθενή, αλλά και
ευρύτερα για το σύστημα υγείας και για την κοινωνία.
Επίσης πρέπει να δοθεί έμφαση στην επέκταση του συστήματος
ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και στην εκπαίδευση του προσωπικού των δημόσιων
φορέων, (τα στελέχη των εταιρειών και η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι
εκπαιδευμένα), ώστε να συλλέγονται πραγματικά στοιχεία (real word
evidence) συγκριτικής αποτελεσματικότητας (relative effectiveness) και να είναι
εφικτές αποφάσεις και συμφωνίες ελεγχόμενης εισόδου φαρμάκων, (managed
entry agreements), επιμερισμού κινδύνου (risk sharing), ελεγχόμενης
αποζημίωσης (adaptive or conditional reimbursement) και τιμής όγκου (price
volume), αποζημίωσης με συλλογή δεδομένων, (reimbursement with evidence
generation) και προγράμματα πρώιμης πρόσβασης στην θεραπεία (early access
schemes). Επίσης, το πλαίσιο της αξιολόγησης, πρέπει να βασίζεται σε
καθορισμένα και πολλαπλά κριτήρια (multiple criteria decision analysis),
καθόσον η σύγχρονη πραγματικότητα έχει γίνει πολύ ποιο σύνθετη σε σχέση με το
παρελθόν.
Για τον μεγάλο όγκο των υφιστάμενων φαρμάκων (of patent
generics) στην αγορά θα πρέπει επίσης να εξασφαλιστεί ότι χρησιμοποιούνται ορθά
και στο σωστό μείγμα και τιμές. Η τιμολόγηση των off patent με βάση τις 3
χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη και των γενοσήμων στο 65% συμβάλει στην περαιτέρω
εξοικονόμηση. Οριζόντιες μειώσεις και υπερβολικά rebates, δεν ενδείκνυνται και
ενδέχεται να οδηγήσουν σε απόσυρση φθηνών φαρμάκων και σε αντίθετα από τα
επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αυτό που απαιτείται είναι η προαγωγή της ελευθερίας
της επιλογής (freedom of choice) και του ανταγωνισμού (competition) και η
ταυτόχρονη μετατροπή των οριζόντων rebates σε rebates όγκου τα οποία θα συνδέουν
τις εκπτώσεις στις τιμές με τον όγκο των πωλήσεων (price volume).»
Κλείνοντας, ο κ. Μανιαδάκης σημείωσε ότι «τα παραπάνω θα οδηγήσουν σε
συγκράτηση και εξ ορθολογισμό της δαπάνης και σε μείωση του claw back, το οποίο
δεδομένου του τρόπου λειτουργίας της φαρμακευτικής αγοράς θα πρέπει να αφορά το
σύνολο της δαπάνης (νοσοκομειακή και εξωνοσοκομειακή) και δεν πρέπει να αφορά
μη φαρμακευτικά προϊόντα, ενώ θα μπορούσε να περιλαμβάνει και μηχανισμούς
εξαιρέσεων ως κίνητρο.»
Στην παρουσίασή του και ο κ. Αθανάσιος Βοζίκης Επίκουρος Καθηγητής
Οικονομικών της Υγείας, του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Διευθυντής του
Εργαστηρίου "Οικονομικών και Διοίκησης της Υγείας", ανέφερε πως
οι περιοριστικές συνθήκες που διαμορφώνονται στη φαρμακευτική περίθαλψη από την
εφαρμογή οριζόντιων μέτρων, όπως το νοσοκομειακό clawback, και η απουσία
ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά οι οποίες
αναμένεται να δημιουργήσουν εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών σε φάρμακα τώρα
και στο μέλλον.