Το χρέος δεν
είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Χρέος ανέκαθεν υπήρχε. Οι
ηγεμόνες της Μεσοποταμίας λόγου χάρη, 5.000 χρόνια πριν, με την ευκαιρία της
ενθρόνισής τους συχνά διέγραφαν τα χρέη, κρατικά και ιδιωτικά.
Η διαγραφή όλου
ή, συνηθέστερα, μέρους του χρέους εφαρμόστηκε και στον αρχαιοελληνικό κόσμο:
πρόκειται για την περιώνυμη σεισάχθεια.
Φυσικά, στον καπιταλισμό η σημασία του
χρέους –και πολύ περισσότερο του κρατικού χρέους– αυξήθηκε και άλλαξε.
Το χρέος
είναι πλέον άμεσα συνδεμένο με τη χρηματική μορφή, την καρδιά δηλαδή του
καπιταλισμού. Το κρατικό χρέος των μεγάλων χωρών είναι ουσιαστικά ο τρόπος που
διαθέτει το κράτος να ρυθμίζει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αφού βασική
ενασχόληση (και τομέας κερδοφορίας) του τελευταίου, περισσότερο και από τη
χρηματοδότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου, είναι εδώ και δεκαετίες η διαχείριση
και η ανακύκλωση κρατικών τίτλων.
Οι κύκλοι κρίσης-ανάπτυξης του καπιταλισμού χαρακτηρίζονται από το
σταδιακό φούσκωμα χρέους στην αρχική ανοδική πορεία, στη συνέχεια από τη
μεταφόρτωση του ιδιωτικού χρέους στον κρατικό τομέα όταν ξεσπάσει η κρίση και
στο τέλος, ως μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίλυση της κρίσης και
την έναρξη ενός νέου «ενάρετου» κύκλου καπιταλιστικής ανάπτυξης, από τη με
κάποιον τρόπο μείωση ή διαγραφή του χρέους, ιδιωτικού και κρατικού.
Δεν πρέπει
να μπερδευόμαστε εδώ: ο καπιταλισμός δεν φοβάται τη διαγραφή του χρέους:
αντίθετα, είναι τμήμα του οπλοστασίου του.
Απλώς όσο γρήγορος είναι στο να
χαρίσει χρέη σε αυτούς που δεν χρειάζεται να τους χαριστούν (π.χ. τον τραπεζικό
τομέα) τόσο αργεί να τα διαγράψει σε αυτούς που δεν μπορούν να τα ξοφλήσουν.
Και όταν το κάνει, το κάνει με τρόπους και σε χρόνο που να βολεύουν τον ίδιο
και όχι τις λαϊκές τάξεις.
Για την καπιταλιστικού τύπου μείωση του
χρέους
Η μείωση του χρέους επομένως είναι αναγκαία. Όσο για τον τρόπο που
θα γίνει αυτή, τρεις μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά: ο πληθωρισμός, η
διαγραφή, μονομερής ή συμφωνημένη, και ο πόλεμος.
Ως προς τον πόλεμο πρώτα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αν είναι
να έχει οποιαδήποτε συνέπεια στο χρέος των μεγάλων δυνάμεων, θα πρέπει να τις
περιλαμβάνει και να μην είναι απλώς μια σειρά από (καταστροφικές, πολυαίμακτες
και αποσταθεροποιητικές βέβαια, αλλά) απλές επεμβάσεις στην περιφέρεια, στο
πρότυπο των επεμβάσεων των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή.
Για παράδειγμα, ο Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αποτέλεσμα τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους της Γερμανίας
– αλλά πρώτα έπρεπε να καταστραφεί ολικά η Γερμανία.
Η ιστορική πρωτοτυπία σε
σημερινές συνθήκες όμως έγκειται στο ότι (ευτυχώς) είναι αδύνατος ένας τέτοιος
παγκόσμιος πόλεμος από τη στιγμή που υπάρχουν πυρηνικά που εξασφαλίζουν την
αμοιβαία ολική καταστροφή όλων των συμμετεχόντων.[1] Επομένως, το ενδεχόμενο αυτό μπορούμε
με ασφάλεια να το αγνοήσουμε.
Ως προς τον πληθωρισμό τώρα. Ο πληθωρισμός είναι η μείωση της
αξίας του χρήματος. Άρα όταν ένα νόμισμα βρίσκεται σε πληθωρισμό, όλα τα χρέη σε αυτό
το νόμισμα μικραίνουν
(όπως αντίστοιχα μικραίνει όμως και η αξία των καταθέσεων).
Με άλλα λόγια, ο
πληθωρισμός είναι πρόβλημα για όσους έχουν καταθέσεις και είναι και δανειστές,
ενώ αντίστροφα δεν είναι πρόβλημα για όσους δεν έχουν καταθέσεις και χρωστάνε.
Αυτός, ειρήσθω εν παρόδω, είναι και ο λόγος που ο πληθωρισμός θεωρείται
τεράστιο πρόβλημα: οι κυβερνήσεις, τα ΜΜΕ και τα φερέφωνα των αστικών τάξεων
(ειδικά της χαρακτηριζόμενης από φοβία για τον πληθωρισμό Γερμανίας), όταν
ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, αντανακλούν τα συμφέροντα και τους φόβους των
δανειστών, του τραπεζικού δηλαδή και χρηματιστικού κεφαλαίου.
Οι δανειζόμενοι
αντίθετα δεν έχουν να φοβηθούν πολλά από τον πληθωρισμό, ο οποίος όσον αφορά
τους μισθούς εύκολα αντιμετωπίζεται με αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή.
Πέρα από το ποιον συμφέρει ο πληθωρισμός, είναι σημαντικό να
παρατηρήσουμε ότι αντίθετα με τους κυρίαρχους μονεταριστικούς, νεοφιλελεύθερους
μύθους, η κίνηση της τιμής του χρήματος, ο πληθωρισμός ή ο αποπληθωρισμός, όταν
δηλαδή η τιμή πέφτει ή ανεβαίνει και το χρήμα φτηναίνει ή ακριβαίνει, δεν είναι
ζήτημα επιλογής τής εκάστοτε κυβέρνησης.
Ειδικά στη χώρα μας, η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο
από το ευρώ: το κοινό νόμισμα είναι εγκλωβισμένο σε βαθιά αποπληθωριστική κρίση
περισσότερο από τα άλλα διεθνή νομίσματα.
Ο σχετιζόμενος με το ευρώ
αποπληθωρισμός έχει καταστρέψει και συνεχίζει να καταστρέφει το παραγωγικό
δυναμικό της χώρας.
Επειδή επίσης το χρέος μας είναι σχεδόν όλο σε ευρώ, ο
αποπληθωρισμός του νομίσματος βοηθάει στην αύξηση του χρέους, κάνοντάς το έτσι
ακόμα πιο «μη βιώσιμο».
Εδώ θα μπορούσε να βγάλει κανείς το βιαστικό συμπέρασμα ότι
επομένως αρκεί να υποστηριχτούν διεθνώς πληθωριστικές πολιτικές και το χρέος σε
λίγα χρόνια θα πληθωριστεί και θα εξαφανιστεί.
Ατυχώς, κάτι τέτοιο είναι αυτή
τη στιγμή αδύνατο. Ακόμα και αν το χρηματιστικό κεφάλαιο συναινούσε σε ελαφρά
πληθωριστικές πολιτικές, θα αποτύγχανε.
Η κίνηση των τιμών εξαρτάται από τη
συνολική κατάσταση της οικονομίας, της κερδοφορίας των κεφαλαίων, την
αξιοποίηση του μεταβλητού κεφαλαίου (δηλαδή την ανεργία), τελικά από την ταξική
πάλη.
Ο πληθωρισμός δεν είναι απλώς ζήτημα επιλογής της μίας ή της άλλης
νομισματικής κυβερνητικής πολιτικής, όσο είναι ζήτημα αντικειμενικής
οικονομικής πραγματικότητας.
Διαδοχικές ιαπωνικές κυβερνήσεις τα τελευταία
χρόνια, έχοντας την πλήρη υποστήριξη των πολυεθνικών ομίλων, έχουν επιχειρήσει
να πληθωρίσουν ελαφρά την ιαπωνική οικονομία, με αξιοσημείωτη αποτυχία.
Ενώ και
η αμερικανική παρόμοια κίνηση με την «ποσοτική χαλάρωση», μηδαμινές συνέπειες
είχε στην πραγματικότητα. Για την Ε.Ε. τέλος ούτε κουβέντα: η ποσοτική χαλάρωση
αντί να αυξήσει ελαφρά τον πληθωρισμό και να φέρει την ανάπτυξη συνέπεσε με μεγάλες
πτώσεις τιμών και ισχυρό αποπληθωρισμό.
Αυτή τη στιγμή ζούμε ακόμη στο
επίκεντρο μιας μακρόχρονης διεθνούς αποπληθωριστικής συνθήκης, η οποία δεν
φαίνεται να τελειώνει σύντομα.
Κι όμως, πριν από την εφαρμογή των μέτρων αυτών,
δεν ήταν λίγα τα διεθνή κέντρα που τα είχαν χαρακτηρίσει επικίνδυνα και
πληθωριστικά.
Η πραγματικότητα έδειξε ότι παρά το διαρκές «τύπωμα» χρήματος εδώ
και χρόνια από Ιαπωνία, ΗΠΑ και Ε.Ε. πληθωρισμός δεν ήρθε.
Κάποια σχόλια για τη διαγραφή του
χρέους.
Το χρέος είναι ένα δυναμικό, εξόχως πολιτικό μέγεθος. Συνήθως η
εικόνα που έχουμε γι’ αυτό είναι η εικόνα της οικονομίας του Σκρουτζ ΜακΝτάκ.
Δανειζόμαστε ως κράτος μια ποσότητα χρήματος την οποία την βλέπουμε ως απτό
πλούτο (π.χ. 10 φορτηγά χρήμα σε μεταλλική μορφή). Το χρήμα αυτό βγαίνει από
κάποιο θησαυροφυλάκιο και έρχεται εδώ. Στο τέλος οφείλουμε να επιστρέψουμε τη
συγκεκριμένη ποσότητα μαζί με τόκο (π.χ. 11 φορτηγά χρήμα) πίσω στο
θησαυροφυλάκιο.
Η εικόνα αυτή είναι λανθασμένη σε κάθε επίπεδο. Το δάνειο δεν
είναι συσσωρευμένος πλούτος – αν και το χρήμα εν γένει μπορεί φυσικά να παίζει
και αυτόν τον ρόλο.
Το χρήμα, όταν το δανειζόμαστε, είναι κεφάλαιο, δηλαδή μια
κοινωνική σχέση και μάλιστα είναι προτιμότερο η συγκεκριμένη του μορφή να είναι
«άυλη», ηλεκτρονική, παρά «υλική», κάποιο εμπόρευμα δηλαδή (π.χ. χρυσός, όπως
μπορούσε να είναι μέχρι πριν από εκατό χρόνια).
Ως τέτοια, και στη μορφή του ως
διακρατικού χρέους, συμπυκνώνει τις σχέσεις στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής
αλυσίδας. Ο τρόπος υπολογισμού και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την
αποπληρωμή του υπόκεινται ακριβώς στις σχέσεις εξουσίας που διαπερνούν την
αλυσίδα και οι οποίες είναι δυναμικές, αλλάζουν ανάλογα με την ευρύτερη
συγκυρία.
Το χρέος δηλαδή δεν είναι μια σταθερή ποσότητα εμπορευμάτων (λ.χ.
χρυσός) αλλά μια σειρά αλλαγές (λ.χ. «διαρθρωτικές αλλαγές») που οφείλουν να
εφαρμοστούν: η πειθαρχία των κατώτερων τάξεων είναι ο τελικός σκοπός της
διαδικασίας αναδιάρθρωσης και αποπληρωμής του χρέους και όχι κάποια φορτηγά με
κέρματα που πρέπει να επιστραφούν στο θησαυροφυλάκιο.
Εάν ο στόχος πειθάρχησης
έχει επιτευχθεί, τότε φυσικά ένα γενναίο τμήμα του χρέους μπορεί πλέον να
διαγραφεί. Επιπροσθέτως, η ανατίμηση ή η υποτίμηση του συγκεκριμένου νομίσματος
στο οποίο έχει συναφθεί ένα δάνειο (ο πληθωρισμός) μπορεί να παίξει
σημαντικότατο ρόλο.
Η Ελλάδα επί κρίσης έχει υποστεί σοβαρή υποβάθμιση στην
ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Αυτή η υποβάθμιση υλοποιείται μεταξύ άλλων και με τη
σοβαρή υποβάθμιση του χρέους της, με την παραδοχή, για παράδειγμα, ότι αυτό
είναι μη βιώσιμο, τον διαρρήδην αποκλεισμό του κουρέματός του, τη διαφορετική
πολιτική μεταχείριση του χρέους για την Ελλάδα και άλλες χώρες με παρόμοια
χαρακτηριστικά οι οποίες όμως διατηρούν μια σχετικά καλύτερη θέση στην
ιεραρχία.
Επίσης η αδύναμη θέση της χώρας σημαίνει ότι στην πραγματικότητα ο
χειρισμός του χρέους της είναι μια μετωνυμία και όχι ένα πραγματικό μέγεθος: οι
υπόλοιπες χώρες που χρωστούν ή που κινδυνεύουν να υποβιβαστούν καλά θα κάνουν
να παραδειγματιστούν και να «αναμορφωθούν» αν δεν θέλουν να έχουν την κατάντια
της Ελλάδας.
Με αυτή την έννοια, η αποπομπή της χώρας από το ευρώ, αν και
αναγκαστικά πλέον στο τραπέζι, δεν θα είναι η πρώτη επιλογή για το γερμανικό
κέντρο: η Ελλάδα θα ήταν καλό, για όσο αυτό είναι αντικειμενικά δυνατό, να μένει
στην ευρωζώνη αλλά να βρίσκεται διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού και με όλο και
πιο δύσκολα μνημόνια, προκειμένου να πειθαρχούν στο διηνεκές οι χώρες που είναι
τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα, η Ιταλία, η Ισπανία, ακόμα και η ίδια η
Γαλλία. (Φυσικά μια τέτοια οπτική αδιαφορεί για το γεγονός ότι το μέγιστο των
προβλημάτων της ευρωζώνης είναι ή ίδια η Γερμανία· τούτο όμως είναι μια άλλη
συζήτηση.)
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η μονομερής άρνηση αποπληρωμής του χρέους
είναι μια εξόχως πολιτική κίνηση και όχι υπαγορευόμενη από οικονομικό
ντετερμινισμό. Μια κίνηση πέρα από τα όρια της ιμπεριαλιστικής «νομιμότητας»,
που γι’ αυτόν τον λόγο θα αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες· όχι επειδή κάποιος
δήθεν θα φτωχύνει αν δεν τον πληρώσουμε, αλλά επειδή θα είναι η ύψιστη πράξη απείθειας.
Το δανειζόμενο κεφάλαιο, όντας το ίδιο νεκρό κεφάλαιο, κεφάλαιο
που δεν μπορεί να κερδοφορήσει πλέον και που γι’ αυτό ψάχνει χώρα να δανείσει,
είναι βάρος για την παραγωγή, ένας βρικόλακας (όπως έλεγε και ο Μαρξ) που
επιβιώνει μόνο ρουφώντας το αίμα της ζωντανής εργασίας.
Η διαγραφή του χρέους
δεν έχει άλλες συνέπειες για τον δανειστή από την απώλεια της εξουσίας του στον
δανειζόμενο, στο μέτρο της αξίας του δανείου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από την
πλευρά της παραγωγικότητας της εργασίας, η αποπληρωμή δανείων στην
πραγματικότητα είναι μακροπρόθεσμο βάρος για την ίδια την καπιταλιστική
παραγωγή και όχι κάποιο προχώρημά της.
Πράγματι, κάποιος δανείζει αν έχει
περίσσευμα, χρήμα δηλαδή που δεν έχει τι να το κάνει, που δεν συμφέρει να το
επενδύσει σε παραγωγικό κεφάλαιο.
Τα αποπληρωμένα λοιπόν δάνεια είναι άχρηστα
κεφάλαια που προστίθενται στα ήδη σωρευμένα νεκρά κεφάλαια των δανειστών, μην
μπορώντας να μπουν στον παραγωγικό κύκλο υπεραξίωσης του κεφαλαίου και
δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο μια ήδη δυσχερή κατάσταση.
Τα νεκρά αυτά λοιπόν κεφάλαια πρέπει για άλλη μια φορά να βγουν
στο κουρμπέτι για να γίνουν δημόσιο χρέος, σε έναν ακόμα αντιπαραγωγικό φαύλο
κύκλο.
Σε όλες τις περιπτώσεις στην ιστορία που έχει γίνει διαγραφή χρέους,
αυτή έγινε επειδή το χρέος ήταν πολύ μεγάλο βάρος για την καπιταλιστική
παραγωγή και η διαγραφή σηματοδότησε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη περίοδο
ανάπτυξης στις χώρες που επωφελήθηκαν από ένα τέτοιο μέτρο (ανάμεσά τους πρώτη
φυσικά η Γερμανία) για να εκμεταλλευτούν πιο αποτελεσματικά τις εργατικές τους
τάξεις.
Το τέλος του ελληνικού χρέους
Ανεξάρτητα από τη δική μας στάση, είναι απλό γεγονός ότι τελικά το
χρέος, ή ένα πολύ μεγάλο μέρος του, θα διαγραφεί: χρέη που δεν μπορούν να
πληρωθούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν πληρώνονται. Η διαδρομή μέχρι εκεί
όμως μπορεί, αν αφεθεί στα χέρια του αντιπάλου, να είναι μακρά και πολύ επώδυνη
έως καταστροφική.
Η διεθνής συγκυρία είναι δύσκολη. Παντού στον πλανήτη η ανεργία
αυξάνεται (συνδυασμένη με αποπληθωριστικές και κρισιακές τάσεις), οι διακυμάνσεις
στις τιμές γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτες, όλο και πιο άγριες. Πολιτικά
μάλιστα η απάντηση και στην Ευρώπη και στην Αμερική φαίνεται να είναι η
αντιμεταναστευτική πολιτική και η όξυνση της σχετικής ρητορείας. Είναι πολύ
πιθανό επομένως, η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης συνδυασμένη με τον
αντίκτυπο των πολιτικών αυτών να δώσει πολιτική κρίση στο κέντρο και ειδικά στη
Γερμανία, η οποία είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο ασθενής απ’ όσο φαίνεται.
Το κίνημα θα πρέπει πολύ σύντομα να ξεπεράσει τη δική του βαθιά
κρίση, να βρεθεί σε θέση να αρπάξει την ευκαιρία και να επιβάλει λύσεις που να
είναι προς το συμφέρον των λαϊκών τάξεων, πριν προλάβουν να εφαρμοστούν οι
λύσεις του αντιπάλου.
[1] Να
σημειώσουμε απλώς ότι η πρόβλεψη περί
αδυναμίας παγκοσμίου πολέμου είναι απολύτως
βέβαιη. Αν τελικά αποδειχτεί ότι παγκόσμιος
πόλεμος είναι δυνατός παρά τα πυρηνικά,
δεν θα έχει μείνει και κανείς να
δείξει το λάθος...