«Όταν κατηγορούμε τη γεωργική παραγωγή στην πατρίδα μας (190 € ανά στρέμμα), συγκρίνοντας την με αυτή της Ολλανδίας (1.700 € ανά στρέμμα) ή του Ισραήλ (1.290 € ανά στρέμμα), καθώς επίσης τις υψηλές τιμές των εγχωρίων γεωργικών ειδών, συχνά δεν λαμβάνουμε καθόλου υπ’ όψιν την ασύγκριτη ποιότητα των ελληνικών προϊόντων – χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως αιτιολογείται απόλυτα η χαμηλή στρεμματική απόδοση.
Επίσης δεν δίνουμε σημασία στο γεγονός ότι, δεν επιδοτείται η γεωργία μας από το κράτος με τους ύπουλους τρόπους άλλων χωρών, όπως η Γερμανία, αφού μας απαγορεύεται από την ΕΕ – ούτε στον ανταγωνισμό των τιμών των γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων.
Ως εκ τούτου οδηγούμαστε σε λανθασμένα συμπεράσματα, όπως συμβαίνει επίσης σε διαφορετικούς τομείς – μεταξύ άλλων όσον αφορά τη φοροδιαφυγή, στην οποία δεν λαμβάνουμε καθόλου υπ’ όψιν τη νόμιμη φοροδιαφυγή των πολυεθνικών, τα τεχνάσματα άλλων κρατών κοκ.«.
Άποψη
Η γερμανική κυβέρνηση, μέσω των υπουργείων Διατροφής & Γεωργίας, καθώς επίσης Παιδείας & Έρευνας, στηρίζει και επιδοτεί την παραγωγή σπόρων από ακατάλληλα σιτηρά, με πολλά εκατομμύρια – τα οποία οδηγούνται, μεταξύ άλλων, στο χημικό της γίγαντα, στη Bayer, η οποία θέλει να απορροφήσει την ανταγωνιστική της αμερικανική εταιρεία Monsanto.
Ήδη πάντως διενεργούνται έρευνες εκ μέρους της Bayer, από πολλά χρόνια τώρα, όσον αφορά την παραγωγή των ονομαζόμενων «υβριδικών σιτηρών» – τα οποία, από την πλευρά του ομίλου έχουν το πλεονέκτημα να εμφανίζουν ανεπιθύμητες ιδιότητες στη δεύτερη γενιά τους, με αποτέλεσμα οι αγρότες να είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν ξανά και ξανά σπόρους, αποκλειστικά από τη Bayer.
Εάν καταφέρει τώρα η Bayer να «εφοδιάσει» τα συγκεκριμένα είδη σιτηρών με «αντισώματα», έτσι ώστε να είναι ανθεκτικά στα ζιζανιοκτόνα και στα φυτοφάρμακα που η ίδια παράγει, τότε θα είναι εγγυημένη η υψηλή κερδοφορία της – επειδή οι αγοραστές των σπόρων της θα είναι επί πλέον υποχρεωμένοι να αγοράζουν τα υπόλοιπα αγροτικά χημικά τους επίσης από την ίδια.
Στην περίπτωση βέβαια των κακών σοδειών, θα ήταν καταστροφικές για τους πληγέντες γεωργούς – αφού η εξάρτηση τους από τα προϊόντα της εταιρείας θα τους οδηγούσε πρώτα στην υπερχρέωση και μετά στη χρεοκοπία.
Περαιτέρω, στα προγράμματα αυτού του είδους που χρηματοδοτεί αδρά η γερμανική κυβέρνηση, ανήκει επίσης το επονομαζόμενο «γενετικής ή αναπαραγωγικής αξίας» – για το οποίο έχουν διατεθεί 5.000.000 €. Εν προκειμένω, πρόκειται για το μεγαλύτερο εγχείρημα «αναπαραγωγής σιταριού», το οποίο έχει διενεργηθεί ποτέ στη Γερμανία – όπου 8.400 «σειρές σιτηρών» δοκιμάσθηκαν, όσον αφορά τα συστατικά τους, έτσι ώστε να παραχθούν 7.920 υβριδικοί συνδυασμοί.
Στόχος είναι να αναπτυχθούν ποικιλίες υψηλής απόδοσης, οι οποίες να είναι ταυτόχρονα ανθεκτικές απέναντι στις σημαντικότερες μυκητολογικές ασθένειες. Το γεγονός βέβαια ότι, το αναζητούμενο «σούπερ σιτάρι» δεν θα είναι κατάλληλο για την παραγωγή σπόρων, οπότε θα πρέπει να τους αγοράζουν κάθε χρόνο οι γεωργοί από τη Bayer ή από τις άλλες χημικές βιομηχανίες, δεν αναφέρεται πουθενά – αφού καμία εταιρεία δεν θέλει να μαθευτεί.
Συνεχίζοντας, γίνεται ταυτόχρονα προσπάθεια γενετικής αποκρυπτογράφησης του σιταριού από διάφορα ερευνητικά ινστιτούτα – τα οποία έχουν λάβει επιδοτήσεις από την κυβέρνηση ύψους 1.500.000 €. Ο βασικός στόχος τους είναι να επιταχύνουν όσο το δυνατόν περισσότερο την αναπαραγωγή των σιτηρών, η οποία θα αύξανε σε μεγάλο βαθμό τα κέρδη των χημικών βιομηχανιών – αν και σύμφωνα με τις δηλώσεις του γερμανικού υπουργείου Παιδείας & Έρευνας, η προσπάθεια θα ωφελήσει ιδιαίτερα τις αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες τα σιτηρά είναι το σημαντικότερο βασικό είδος διατροφής!
Υπέρ του σιταριού
Ο συντονισμός των παραπάνω ερευνητικών εγχειρημάτων γίνεται από την «Εταιρεία για την απόκτηση και εκμετάλλευση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας» (GVS), με έδρα τη Βόννη – η οποία, κάτω από τον τίτλο «Υπέρ του σιταριού», έχει κατά την ίδια στόχο να συγκεντρώσει τους άριστούς ερευνητές σιταριού, συνδέοντας τους με την τεχνογνωσία της διατροφής.
Σε αυτούς τοποθετείται επίσης ο όμιλος σπόρων και αγροτικών χημικών της Bayer – η οποία, μέσω της συμμετοχής της στο εγχείρημα «Υπέρ του σιταριού», αφενός μεν εξασφαλίζει την πρόσβαση της στην πλούσια χρηματοδοτημένη έρευνα, αφετέρου τα πνευματικά δικαιώματα για τα υβριδικά σιτηρά. Έτσι αποκτά μία ανεξάντλητη πηγή πρόσθετων κερδών – επειδή ο εκάστοτε πελάτης της θα πρέπει να πληρώνει τακτικά τα τέλη αδειών και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, για την απόκτηση των κατάλληλων σπόρων για την καλλιέργεια των σιτηρών.
Περαιτέρω, η όλη διαδικασία ταιριάζει απόλυτα με τη στρατηγική που ακολουθεί η Bayer, ειδικά όσον αφορά τα σιτάρια – όπου σχεδιάζει τη μεγαλύτερη δυνατή επέκταση της στον τομέα των σπόρων, μεταξύ άλλων με την εξαγορά των ανταγωνιστών της, όπως της Monsanto.
Λογικά λοιπόν προωθεί μαζικά τις δικές της έρευνες, διατηρώντας μονάδες αναπαραγωγής σιτηρών στις περιοχές καλλιέργειας σταριού της Αυστραλίας, του Βελγίου, της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Καναδά, της Ουκρανίας και των Η.Π.Α. – αφού θέλει να δώσει ένα «ολοκληρωμένο πακέτο λύσεων» στους πελάτες της, αποτελούμενο από σπόρους, καθώς επίσης από τα απαραίτητα φυτοφάρμακα.
Στην περίπτωση άλλωστε του ρυζιού, το οποίο αποτελεί ένα βασικό είδος διατροφής για πολλά εκατομμύρια ανθρώπων, τα έχει ήδη καταφέρει – διακινώντας με την ονομασία «ARIZE», μεταξύ άλλων στην Ινδία, στις Φιλιππίνες και στο Βιετνάμ, ένα σπόρο ρυζιού, ο οποίος είναι ανθεκτικός σε ένα μεγάλο εύρος ζιζανιοκτόνων, εντομοκτόνων και μυκητοκτόνων δικής της παραγωγής. Το ίδιο λοιπόν σχεδιάζει και για το σιτάρι, προσδοκώντας τεράστια κέρδη – με τη χρήση της «πράσινης γενετικής τεχνικής», όπως η ίδια την αποκαλεί για να θολώνει τα νερά.
Επίλογος
Η πολιτική του γερμανικού χημικού ομίλου, με την «πράσινη» γενετική τεχνική, έχει καταστροφικές συνέπειες για εκατομμύρια μικρών γεωργών στις χώρες του παγκοσμίου Νότου – μεταξύ άλλων επειδή τα παραδοσιακά ποιοτικά είδη, τα οποία είναι προσαρμοσμένα στις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες, αντικαθίστανται συστηματικά από μεταλλαγμένες ποικιλίες υψηλής απόδοσης και υπέρογκων κερδών για τον όμιλο.
Με δεδομένο δε το ότι, τα προϊόντα αυτά είναι εντελώς ακατάλληλα για σπορά, ενώ προστατεύονται από πολλές διατάξεις και δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, τα οποία απαγορεύουν αυστηρά την αναπαραγωγή τους, οι γεωργοί είναι υποχρεωμένοι κάθε χρόνο να αγοράζουν τους σπόρους τους από τη Bayer – ενώ, λόγω της επικέντρωσης της στις υβριδικές ποικιλίες, είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν ταυτόχρονα τα αγροτικά χημικά του ομίλου, επειδή μόνο μέσω αυτών εξασφαλίζεται μία καλή σοδειά.
Έτσι η εξάρτηση τους είναι τεράστια, χωρίς καμία δυνατότητα αποφυγής της, από εκείνη τη στιγμή και μετά που αγοράζουν τα προϊόντα του ομίλου – ενώ, εάν δεν τα αγοράσουν, καταστρέφονται από τον ανταγωνισμό εκείνων που τα επιλέγουν, αφού παράγουν πολύ περισσότερα σιτηρά, για παράδειγμα, με χαμηλότερο κόστος, πουλώντας τα έτσι πολύ φθηνότερα. Στην περίπτωση δε που η σοδειά δεν είναι αρκετή, υπερχρεώνονται και οδεύουν προς την οικονομική καταστροφή – μη έχοντας τότε τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, χωρίς τους συγκεκριμένους σπόρους.
Στα πλαίσια αυτά, με στόχο να εμποδίσουν την επέκταση των χημικών τεράτων στο σιτάρι, δημιουργούνται στη Γερμανία ομάδες διαμαρτυρίας – όπως η «AGRAR», η οποία κατηγορεί τη γερμανική κυβέρνηση ότι, μέσω της προώθησης της τεχνολογίας δυσκολεύει την πρόσβαση των ανθρώπων στους σπόρους, με αποτέλεσμα να εντείνεται η πείνα στον πλανήτη. Η οργάνωση αυτή θεωρεί σκανδαλώδη τη συμπεριφορά της κυβέρνησης – αν και ορισμένα έμμισθα γερμανικά ΜΜΕ, τα οποία φυσικά χειραγωγούνται, διακωμωδούν τους ακτιβιστές, ισχυριζόμενα ότι φοβούνται την τεχνολογική πρόοδο, όπως έχει συμβεί σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν.
Πηγή: Γερμανική εξωτερική πολιτική.com