Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Νανόπουλος: Είναι γεγονός, Αθήνα - Ν. Υόρκη σε 1sec.


Ο Δημήτρης Νανόπουλος είναι φυσικός και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. 


Διετέλεσε ερευνητής στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών Ευρώπης (CERN) στη Γενεύη της Ελβετίας και επί σειρά ετών ανήκε στο ανώτερο ερευνητικό προσωπικό του Κέντρου. 

Διετέλεσε επίσης ερευνητής στην École Normale Supérieure, στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ όπως και στο Cambridge. 
Είναι διευθυντής του Κέντρου Αστροσωματιδιακής Φυσικής του Κέντρου Προχωρημένων Ερευνών (HARC), στο Χιούστον του Τέξας, όπου διευθύνει ερευνητικό τμήμα του World Laboratory, που εδρεύει στη Λωζάνη. 
Το κύριο ερευνητικό του έργο ανήκει στο πεδίο της σωματιδιακής φυσικής και της κοσμολογίας. Από τον Ιανουάριο του 2015 είναι πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Η πορεία του κ. Νανόπουλο και η επιστημονική του κατάρτηση είναι βέβαιο ότι αποκλείουν να λέει ανακριβειες. 
Ο κ. Νανόπουλος λοιπόν δήλωσε ότι η τηλεμεταφορά είναι σήμερα γεγονός. 
«Θα γίνει. Θα μπαίνουμε σε ένα σωλήνα, φαντάζομαι, δεν ξέρω πώς θα το κάνουν, και μετά θα βγαίνουμε στη Νέα Υόρκη κατευθείαν και θα μας ξαναφτιάχνουν. Θα γίνει, είμαι σίγουρος, ήδη το κάνουν» αποκάλυψε μιλώντας στον Vima fm.
Η επιστημονική φαντασία ...παύει να είναι φαντασία. 

Μια επιχείρηση εμπορίου ανθρώπινης σάρκας… με κέρδη δισεκατομμυρίων!


Τραπεζίτες και πολυεθνικές, αυτοί που κυβερνούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΔΝΤ και το ΝΑΤΟ, αυτοί που κάνουν τους πολιτικούς, οικονομικούς, κλιματικούς πολέμους, αλλά κυρίως τους πολέμους σε πεδία μαχών, μάλιστα χρησιμοποιώντας «τρομοκράτες», τώρα παράγουν εκατομμύρια «πρόσφυγες-μετανάστες» προς την Ευρώπη.


  • Μια εμπορική επιχείρηση ανθρώπινης σάρκας με κέρδη δισεκατομμυρίων…

Χιλιάδες οι νεκροί, αλλά όχι όλοι οι «μετανάστες-πρόσφυγες», γιατί είναι χρήσιμοι… Χρειάζονται ως φθηνοί επιστήμονες, φθηνά εργατικά χέρια, βαποράκια ναρκωτικών, όμορφες κοπέλες για το εργοστάσιο της πορνείας, εγκληματίες για το οργανωμένο έγκλημα, μικρά παιδιά για να ικανοποιηθούν οι ορέξεις των παιδόφιλων (σε λίγο θα μας κάνουν να νοιώθουμε ενοχές για τη χρήση του όρου παιδόφιλος και θα μας χαρακτηρίζουν «παιδόφοβους«, κατά το «ομόφοβος»). Κι οι παιδόφιλοι αφθονούν στις πολιτικές, οικονομικές, στρατιωτικές κάστες)…

Ταυτόχρονα, με την ευγενή συνεισφορά των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων της νέας εποχής των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δημιουργούν το αναγκαίο ΣΟΚ, για το συνεχές και διαρκές ψαλίδισμα των ελευθεριών και εργασιακών δικαιωμάτων των Ευρωπαϊκών λαών.

Σήμερα, κατασκευάζουν «τρομοκράτες» (ποιος άραγε μπορεί να ερμηνεύει, να εξηγήσει τη σημαίνει ο έντεχνα εισαγόμενος όρος «τρομοκρατία», που επέβαλαν παντού;)… πολέμους… τη νέα κερδοφόρα μπίζνα: «πρόσφυγες»!

Βρίσκουν «συμμάχους» σε ευαίσθητους ανθρώπους, εμφανίζοντας στην κοινή γνώμη το «ανθρωπιστικό» ζήτημα, τη «φιλανθρωπία», την φιλοξενία… έμφυτη από αρχαιοτάτων χρόνων στον λαό μας και από το δικό μας δράμα της «μετανάστευσης», σε πολλές περιόδους τον περασμένο αιώνα κι ειδικότερα μετά το τέλος της ναζιστικής κατοχής, τη νίκη της Εθνικής Αντίστασης, αλλά την επικράτηση των δωσίλογων και ταγματασφαλιτών στην πατρίδα μας.

Βρίσκουν «συμμάχους» -σίγουρα με το αζημίωτο;- και σ’ αυτό που έχει ονομασθεί «νέα σύγχρονη αριστερά» και παλιότερα «ανανεωτική αριστερά», αλλά και σε περιθωριακές «αριστερές» ομάδες, που όμως έχουν μια καλή χρηματοδοτική δυνατότητα να προβάλουν τις «απόψεις» τους.

Όλοι αυτοί δεν υψώνουν ούτε έναν ψίθυρο για την «επιχείρηση εμπορίου ανθρώπινης σάρκας», που προκαλεί η ιμπεριαλιστική επίθεση στις χώρες προέλευσης των «προσφύγων», με όχημα την «αραβική άνοιξη», που η «σύγχρονη αριστερά» εκθείαζε και χειροκροτούσε.

Όλοι αυτοί αποσιωπούν πως η πατρίδα μας συμμετέχει ενεργά σ’ αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Δεν χρειάζονται τώρα τη στρατιωτική μας συμμετοχή (όπως στην Κορέα ή στις «ανθρωπιστικές» στρατιωτικές αποστολές σε Κόσοβο, Αφγανιστάν…) -που δεν πρέπει να την αποκλείουμε σε περίπτωση συνδρομής της «φίλης και σύμμαχης» Τουρκίας-, αλλά συμμετέχουμε ενεργά σ’ αυτόν τον πόλεμο.

Άκουσε ποτέ κανείς έναν υπουργό, έναν πολιτικό, έναν δημοσιογράφο, ένα τηλεοπτικό σταθμό να μιλάει για το φονικό εμπάργκο της Ελλάδας εναντίον της Συρίας;
Άκουσε ποτέ κανείς έναν υπουργό, έναν πολιτικό, έναν δημοσιογράφο, ένα τηλεοπτικό σταθμό να αναφέρει πως η Ελλάδα (κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και κυβέρνηση Τσίπραέχει διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με τη Συρία και πως έχει απελαθεί -ως ανεπιθύμητο πρόσωπο- από την Ελλάδα η πρέσβειρα της Συρίας, μέχρι τον «εκδημοκρατισμό» αυτής της χώρας, από τους μισθοφόρους της «πολιτισμένης» δύσης;

Νομίζετε ότι πρόκειται για κρυφές, εμπιστευτικές αποφάσεις κι ενέργειες, που δεν γνωρίζουν, έστω οι δημοσιογράφοι; Γνωρίζουν και σιωπούν ένοχα!


Από τη σημερινή βομβιστική επίθεση στη Δαμασκό από τους «μετριοπαθείς» φονιάδες, που στηρίζει η «πολιτισμένη» δύση…

Έχετε την εντύπωση πως τα σημερινά θύματα των φονιάδων στη Συρία, θα είναι στην ίδια «θέση» αντιμετώπισης από τα ΜΜΕ, με εκείνα τα θύματα στο Παρίσι; Τυφλή βομβιστική επίθεση στη Δαμασκό με 50 νεκρούς ως την ώρα και πολλούς τραυματίες… Τα αθώα θύματα δεν έχουν την ίδια «αξία» με τους νεκρούς στο Παρίσι.

Να αναλογιστούμε πως η συμπαράσταση κι η βοήθεια της φίλης Συρίας προς την Ελλάδα –που η μνημονιακή Ελλάδα πούλησε χυδαία-, δεν έχει συγκρίσιμη «τιμή», αλλά εδώ σιωπούν όλοι στο βωμό του διευθυντηρίου της Ε.Ε.: Hafez Al Assad: «Τούρκος στρατιώτης σε ελληνικό έδαφος, σημαίνει επίθεση εναντίον της Συρίας»!

Αυτή η «επιχείρηση εμπορίου ανθρώπινης σάρκας» έχει «πέρασμα» την πατρίδα μας… και δεν ξεκίνησε από την έναρξη της επίθεσης εναντίον της Συρίας -πριν 5 χρόνια-, αλλά όταν ο «δικτάτορας» Άσαντ δεν υπέκυψε στα κελεύσματα των ιμπεριαλιστών και των λακέδων τους… όταν ο λαός της Συρίας, με τίμημα 250.000 νεκρούς, ισοπέδωσε τους εισβολείς και ξεκίνησε η αντεπίθεση απελευθέρωσης περιοχών που ελέγχει το χαλιφάτο. Να μην παραγνωρίζουμε και το αίτημα της Συρίας για συνδρομή της Ρωσίας, που τελείωσε το χαλιφάτο και την Τουρκία, τη χώρα που μαζί με Σαουδική Αραβία και Ισραήλ, αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα εξοπλισμού, ενίσχυσης και βοήθειας προς τους φονιάδες τζιχαντιστές.

Η επιχείρηση ξεκίνησε όταν αποφασίστηκε από το διευθυντήριο!

Η «πύλη εισόδου» του κερδοφόρου εμπορίου ανθρώπινης σάρκας: η Ελλάδα των «δανειστών» και του μνημονιακού Τσίπρα…

Λες και δεν διαβάζει διεθνή τύπο η κυβέρνηση Τσίπρα, αποκρύπτει και δεν αγνοεί, πως το διευθυντήριο θέλει μια χώρα-αποθήκη, ώστε να γίνεται η διαλογή και κατόπιν, πάντα σύμφωνα με τις ανάγκες του νέου καταμερισμού της εργασίας στις «αναπτυγμένες» χώρες της Ευρώπης, να επιλέγουν τη σάρκα που ικανοποιεί το δικό της κρεοπωλείο, το δικό της σφαγείο…


Στην Ελλάδα το ίδιο σενάριο κρατικού φόβου (εδώ θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την δική τους ολολογία… το κράτος επιβάλλει τον τρόμο): μαζική τρομοκρατία του λαού.

Στο γνωστό μοτίβο της εξόδου από την Ε.Ε., από την ευρωζώνη, την «απώλεια» του ευρώ, από τον εξαθλιωμένο και χειμαζόμενο Έλληνα πολίτη: έξοδος από τη «Σένγκεν«!
Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι… αν έχουμε έξοδο από τη «Σένγκεν«. Έχουμε ένα λαό σε λιμοκτονία, με συνεχή νέα μέτρα εξόντωσης (λιτότητας τα έχουν βαπτίσει) και μας βομβαρδίζουν από τη «μεγάλη εθνική ήττα», την έξοδο από μια συνθήκη που εξυπηρετεί αποκλειστικά το κεφάλαιο. «Αριστεροί» και «δεξιοί» βουλευτές, μας προειδοποιούν στα τηλεπαράθυρα, συμφωνώντας: «Πρέπει ν’ αποφευχθεί η έξοδος από τη «Σένγκεν«!

Πως το έλεγε ο Γεωργιάδης, του Λάος και σήμερα αντιπρόεδρος της ΝΔ και σήμερα οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, της «ριζοσπαστικής αριστεράς»; Αν δεν υπήρχε μνημόνιο θα έπρεπε να το εφεύρουμε!

Οι αρμόδιοι για την αντιμετώπιση του προβλήματος υπουργοί τη: η Ελλάδας της «πρώτη φορά αριστερά» Κοτζιάς-Μουζάλας, με μαρξιστική πολιτική παιδεία –όπως οι ίδιοι θυμίζουν κάθε τόσο στα βιογραφικά τους κι ακόμη σε δικαστικές αίθουσες-, διότι ένα φεγγάρι πέρασαν από το ΚΚΕ, συν τοις άλλοις Πανεπιστημιακοί, μαζί με τον πρωθυπουργό, θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι δίνουν «λαϊκούς αγώνες» κι μάχες εναντίον της τρόικας για το μεταναστευτικό.

Υποκρισία…


Έχουν αποδεχτεί αυτό το ρόλο που αποφάσισε το διευθυντήριο για την «αποικία Ελλάδα«, όπως αποκαλούσε την Ελλάδα των μνημονιακών κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ-ΛάΟΣ, ο τότε αντιμνημονιακός Ν. Κοτζιάς.

Μάλιστα, αυτοί οι «αριστεροί» Πανεπιστημιακοί, «τεχνοκράτες», «αριστεροί» υπουργοί, κάθε τόσο εκτοξεύουν και μια ρουκέτα εναντίον του Π. Καμμένου, που λόγω του αυθόρμητου, αλλά γνήσιου χαρακτήρα του, λέει ότι πιστεύει για το «μεταναστευτικό»…

Μία απλή ανάγνωση της συζήτησης στην ιταλική βουλή, θα γνώριζαν την πραγματικότητα. Όμως, όπως επισημαίνει στη γείτονα χώρα το Κίνημα 5 Αστέρων, του Beppe Grillo, είναι πολλά τα λεφτά!

35 ευρώ το κεφάλι ημερησίως, 1050 ευρώ τον μήνα για κάθε κομμάτι «κρέατος» που εισέρχεται σε χώρα της Ε.Ε., πληρώνουν οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι πολίτες… και ειδικά κονδύλια για υποδομές υποδοχής προσφύγων…


Ο Beppe Grillo στην Ιταλία, μιλάει ανοιχτά για χρήματα που μετατρέπονται σε μαύρο πολιτικό χρήμα, αφού ανεξέλεγκτα η κυβέρνηση τα διοχετεύει στις Μ.Κ.Ο. υμετέρων, σε Δήμους, Επαρχίες (εκεί έχουν και θεσμό Αυτοδιοίκησης την Επαρχία), Περιφέρειες και εργολάβους (έργα, έτοιμα φαγητά, ασφάλεια, διαμονή κ.λ.π.) που εμπλέκονται με το «μαύρο πολιτικό χρήμα» της «αριστερής» (κι εκεί) κυβέρνησης Ρέντζι.

Εδώ δεν γνωρίζουμε ακόμη, τι κονδύλια φθάνουν, ποιοι και πως τα διαχειρίζονται…

Όμως, όταν οι αρμόδιοι «αριστεροί» υπουργοί μας κι ο πρωθυπουργός μας δίνουν αυτούς τους «αγώνες» κι ειδικά ο Τσίπρας, όταν χαριεντίζεται με τον φασίστα Ερντογάν, ή με τους Ρέντζι και Μέρκελ, αν δεν έχουν αποδεχτεί τον ρόλο της Ελλάδας ως αποθήκη διαλογής της «ανθρώπινης σάρκας» και μας δουλεύουν αγρίως, θέλουν να μας πουν ότι δεν γνωρίζουν την «κατάργηση βίζας» από μέρους της Τουρκίας, για τις λεγόμενες μουσουλμανικές χώρες;

Είναι δηλαδή τόσο άσχετοι, ας μου επιτραπεί ανόητοι και δεν γνωρίζουν πως ένας ταλαίπωρος από την Τυνησία, το Μαρόκο, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη που έγινε 4, 5 χαλιφάτα, με μια αεροπορική εταιρία -τις λεγόμενες low cost, αλλά και τη νέα παγκόσμια δύναμη στο χώρο «Turkish Airlines» (εμείς ξεπουλήσαμε την Ολυμπιακή για να διατηρήσουμε το ευρώ) -, με την ταυτότητά του -ούτε καν διαβατήριο-, μπαίνει στο αεροπλάνο και σε δύο ώρες φθάνει Τουρκία, για να περάσει το Αιγαίο;

Δεν γνωρίζουν πως η Τουρκία είναι βάση στρατολόγησης, εκπαίδευσης των φονιάδων-μισθοφόρων που παράγουν «πρόσφυγες» σε διατεταγμένη υπηρεσία στη Συρία;

Μήπως μας θεωρούν ιθαγενείς και τα καθρεφτάκια -μέσω ΜΜΕ- για διεκδικήσεις από τους «θεσμούς», εξαντλούνται στην υλοποίηση της απόφασης του διευθυντηρίου για τα σύμφωνα συμβίωσης των γκέι και λεσβιών;

Γνωρίζουν πολύ καλά το ρόλο τους, τι τους έχει ανατεθεί έναντι πινακίου φακής και τι πρέπει να υλοποιήσουν στο λεγόμενο «μεταναστευτικό» κι απλώς αναζητούν «επικοινωνιακούς» διαύλους παραπληροφόρησης της κοινής γνώμης.

Ο βασιλιάς είναι γυμνός και οι ράφτες του είναι ψεύτες!



Απόρρητη έκθεση της CIA: Τι λένε οι Αμερικάνοι για την Ελλάδα και το Δίκαιο της Θάλασσας



Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όταν άρχισε η Τρίτη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο τη Θάλασσας, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αποφάσισαν να ασχοληθούν με την δημιουργία του νέου Συντάγματος των Θαλασσών και των Ωκεανών αφού το νερό καλύπτει το 71% του πλανήτη Γη. 


Έτσι άρχισαν να μελετούν όχι μόνο τις επιπτώσεις για την Αμερική αλλά και για άλλα παράκτια κράτη. Έτσι, το 1974 η CIA εκπόνησε μελέτες για την τότε Σοβιετική Ένωση, την Μεγάλη Βρετανία, την Ρουμανία, την Αργεντινή, την Κίνα, την Ταϊλάνδη, και την Ελλάδα. Δεν έπεσε στην αντίληψή μου κάποια μελέτη για την Τουρκία ή την Κύπρο. 

Η απόρρητη μελέτη για την Ελλάδα συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1974, έφερε τον τίτλο «Law of the Sea Country Study – Greece” και αποχαρακτηρίστηκε το 2001. Η έκθεση ασχολείται με τις γενικές θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης (περίοδος χούντας),  που αφορούσαν το Καθεστώς των Νήσων, τα Όρια της Αιγιαλίτιδας Ζώνης, τα Στενά Διεθνούς Ναυσιπλοΐας, το Αρχιπέλαγος, και την υφαλοκρηπίδα. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ΑΟΖ , γιατί το θέμα αυτό δεν είχε ακόμα συζητηθεί στη Διάσκεψη.

Η έκθεση, στην αρχή, ασχολείται με γενικά θέματα αναφέροντας ότι δεν υπάρχει καμία περιοχή της Ελλάδας που να απέχει περισσότερα από 50 μίλια από την θάλασσα. Η τοπογραφία του βυθού του Ιονίου Πελάγους είναι πιο βαθιά αλλά και πιο κανονική από του Αιγαίου Πελάγους. Το βάθος σε απόσταση 6 ν.μ. από την ακτή δεν ξεπερνά τα 360 μέτρα. Η βόρεια πλευρά του Ιονίου έχει βάθος από 720 μέχρι 1260 μέτρα, ενώ η νοτιοδυτική πλευρά φτάνει, σε ορισμένα σημεία, σε βάθος 3,600 μέτρων. 

Το Αιγαίο Πέλαγος έχει έναν ακανόνιστο βυθό στα περισσότερα σημεία γύρω στα 180 μέτρα. Διαθέτει τρεις μεγάλες λεκάνες, την περιοχή βόρεια της Κρήτης με βάθος 1,800 μέτρα, την περιοχή του Θερμαϊκού Κόλπου και την περιοχή ανάμεσα στην Τήνο και την Σάμο που φτάνει σε βάθος 3,600 μέτρων. Ακολουθεί μια αναφορά στους ορυκτούς πόρους επισημαινοντας ότι από το 1968 δόθηκαν άδειες για έρευνες σε μια δωδεκάδα εταιριών και η πρώτη ανακάλυψη έγινε έξω από την Θάσο με τις τότε εκτιμήσεις για αποθέματα πετρελαίου 2,5 εκατ. τόνων και φυσικού αερίου 50 εκατ. κυβικών ποδιών.

Για την αλιεία αναφέρουν ότι οι Ελληνες δεν έχουν δείξει την κατάλληλη φροντίδα και εισάγουν το ένα τέταρτο της ζήτησης από εισαγωγές. Η υπερεκμετάλλευση έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στον κλάδο και η πτώση της παραγωγής έχει αναγκάσει τους Έλληνες αλιείς να στραφούν για αλιεύματα στον κεντρικό και βόρειο Ατλαντικό. Η Ελλάδα δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για άλλα μεταλλεύματα,  που μπορεί να υπάρχουν στους βυθούς των θαλασσών της αλλά δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την προστασία των εναλίων αρχαιολογικών θησαυρών της.

Ο πατέρας της ΑΟΖ Θεόδωρος Καρυώτης
Αναφερόμενοι στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό οι αναλυτές της CIA είχαν την γνώμη ότι διέθετε τον μικρότερο στόλο από όλα τα κράτη του ΝΑΤΟ και ήταν προσανατολισμένο στην προστασία της ηπειρωτικής χώρας. Κάνουν, επίσης, μνεία στα αμερικανικά αντιτορπιλικά, που είχαν χρησιμοποιηθεί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και τότε είχαν δοθεί στην Ελλάδα με αποτέλεσμα το ελληνικό ναυτικό να  διαθέτει καλύτερες δυνατότητες για να υπερασπιστεί τις ακτές και καλύτερη επιμελητεία υποστήριξης για την μεταφορά στρατευμάτων ανάμεσα στην ηπειρωτική χώρα και στα νησιά. Το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας είχε αναπτύξει μια καλή συνεργασία με το ιταλικό ναυτικό αλλά σχεδόν μηδενική συνεργασία με το τουρκικό ναυτικό, που θεωρείται μια δυνητική εχθρική δύναμη.

Για την πολιτική που σκεφτόταν να ακολουθήσει η ελληνική κυβέρνηση, σχετικά με τις συζητήσεις που διεξάγονταν στον ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, οι αναλυτές της CIA πίστευαν ότι οι δικτάτορες στην Αθήνα δεν είχαν τα προσόντα να ασχοληθουν με θεματα διεθνούς δικαιου. Στην έκθεση αυτή εκθειάζουν μόνο τον Νομικό Σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών κ. Γεώργιο Ζωτιάδη. 

Βέβαια, ο Ζωτιάδης, τον Απρίλιο του 1973, ήταν της γνώμης ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να υποστηρίξει την δημιουργία ενός συστήματος, στο οποίο τα χωρικά ύδατα θα είχαν το ίδιο μήκος σε όλη την έκταση των ακτών και ιδιαίτερα των ακτών των νήσων. Επρόκειτο για τραγικό λάθος που, αργότερα, διόρθωσε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. 

Στην Έκθεση οι Αμερικανοί αναφέρουν ότι ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της χούντας του Ιωαννίδη, Σπυρίδων Τετενές είχε προτείνει την ιδέα συνεκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων του Αιγαίου με την Τουρκία πέραν των 12 ν.μ. (Εδώ πρέπει να απολογηθώ στους Αμερικανούς διότι πάντα ανέφερα ότι οι πρώτοι διδάξαντες την ιδέα της συνεκμετάλλευσης ήταν οι ΗΠΑ).










Ζητείται Ηλίθιος



Πολυμήχανοι σαν τον Οδυσσέα, ακούμε συχνά το στερεότυπο να εκστομίζεται με περηφάνια, ενώ η μεγάλη εικόνα πως αυτό ακριβώς είναι και η καταδίκη μας φαίνεται να χάνεται στα ψιλά γράμματα της Ιστορίας.

Θυμίζουμε κατά κάποιον συλλογικό τρόπο τον μαθητή με τις κακές επιδόσεις που όλοι οι δάσκαλοι στο σχολείο τον επαινούν για την ευφυΐα του παρότι οι βαθμοί του είναι χαμηλοί, καθώς είναι απείθαρχος και δε διαβάζει με σύστημα.

Περίσσεψε, λοιπόν, η εξυπνάδα των τακτικισμών, των ευέλικτων επιλογών, των “έξυπνων” λύσεων και της πρακτικής μαγκιάς στη Δημόσια ζωή.

(…για όσους αμφιβάλλουν προτείνουμε και το περίφημο ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Βιβλίο 3, Κεφάλαιο 82, για να απολαύσουν εξυπνάδες 2μιση χιλιάδων ετών, σαν το παλιό καλό κρασί…)

Πόσους πραγματικά ευφυέστατους ανθρώπους δεν έχουμε δει όλα αυτά τα χρόνια να παίρνουν αποφάσεις που αποδείχτηκαν τραγικές για τη χώρα?

Πόσα “μεγάλα κεφάλια” δεν είδαμε να τα κάνουν θάλασσα?

Πόσα “τέρατα μορφώσεως” ή “κοφτερά μυαλά” είδαμε να κάνουν ‘ευέλικτες’ κινήσεις που μετά από άπειρους τακτικούς ελιγμούς να μας οδηγούν σε αδιέξοδα?

Η εξυπνάδα αποτελεί πλέον κριτήριο απόρριψης για τις θέσεις εξουσίας. Η Ελλάδα χρειάζεται έναν Ηλίθιο για να σωθεί ή ακόμα καλύτερα ολόκληρη ομάδα από δαύτους.

Έναν τουλάχιστον Ηλίθιο που δε θα επιδεικνύει ευελιξία για να διασώσει το προσωπικό του συμφέρον. Κάποιον που δε θα έχει προσμονή αμοιβής. Κάποιον που θα επιμένει με μονολιθικό τρόπο σε όσα διακήρυξε προεκλογικά και δε θα αναζητεί πολιτικές ισορροπίες.

Η Ελλάδα χρειάζεται έναν άνθρωπο που ενώ θα ξέρει ότι οι πολιτικές του αποφάσεις θα τον καταστρέψουν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, θα επιμένει να επιδιώκει το καλό των άλλων, το καλό του συνόλου, ακόμα και εις βάρος του προσωπικού του οφέλους.

Η Ανιδιοτέλεια έχει σαφώς φτάσει να θεωρείται ηλιθιότητα σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, όπως η Νεοελληνική. Όλοι μέσα τους αναρωτιούνται συχνά “…μα ηλίθιος είμαι να μείνω απ' την απ' έξω?...”

Η Συνέπεια, η Αρετή, η Τιμιότητα και το φυσικό αίσθημα ντροπής καταδικάζονται ως ξεκάθαρα συμπτώματα ανοησίας και απόδειξη ηλιθιότητας.

Τα έφερε έτσι, όμως, η ζωή που οι ορδές των ευφυών διέλυσαν τη χώρα,

Οι έξυπνες κινήσεις τους γύρισαν όλες μπούμερανγκ, οι τακτικές τους μαγκιές πληρώθηκαν ακριβά από το κοινωνικό σύνολο και η όποια μόρφωσή τους κατέληξε η στάχτη στα δικά τους μάτια με το γύρισμα του αέρα! 

Η εξυπνάδα μας έγινε εξυπνακισμός και η μαγκιά ταπείνωση. Σαν σκιά της αποτυχίας μας κατατρέχει η ιδιοτέλειά μας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και καταδικάζει κάθε ευφυή επιλογή στην αποτυχία για το συλλογικό μας γίγνεσθαι.

Συμβαίνει και το εξής τραγελαφικό στη διαχείριση της Εξουσίας. Ο λαός συχνά χαρακτηρίζει ανίκανους και ηλίθιους τους κυβερνώντες όταν υπόκειται τις επιπτώσεις των αποφάσεών τους, ΕΝΩ όσοι πήραν τις αποφάσεις ήταν με αντικειμενικά κριτήρια άνθρωποι πανέξυπνοι αυταπόδεικτα, καθώς κατάφεραν να αναδειχτούν στο Δημόσιο βίο.

Πώς να γυρίσεις και να πεις σε έναν ολόκληρο λαό την πικρή αλήθεια;: 
Έξυπνοι και μάγκες επέλεξαν τους ευφυείς και καταρτισμένους με κριτήρια ιδιοτέλειας και τώρα απολαμβάνουν – λούζονται κατά το λαϊκότερον – τις επιπτώσεις του συμφεροντολογικού τρόπου σκέψης τους!

Ζητείται Ηλίθιος, λοιπόν, για να κάνει τα αυτονόητα.

Ζητείται Ηλίθιος για να φέρει την επανάσταση της Κοινής Λογικής που τόσο έχουμε στερηθεί.

ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΔΕΝ ΧΟΡΤΑΙΝΕΙ ΠΟΤΕ



Η καθημερινή «διαπραγμάτευση» κι όλοι μαζί οι κυβερνητικοί «διαπραγματευτές» και καρεκλοκένταυροι της εξουσίας που παρελαύνουν καθημερινά στα ΜΜΕ γνωρίζουν πολύ καλά ότι έχει ξεκινήσει η προώθηση του 4ου μνημόνιου – και την οποία έχουν προ πολλού αποδεχτεί – αλλά ροκανίζουν το χρόνο προκειμένου να επιβάλλουν, χωρίς αντιδράσεις, την αποδοχή του στους ήδη αποκαμωμένους εργαζόμενους και τους εξαθλιωμένους συνταξιούχους.  Όσοι ζουν τον εφιάλτη της ανεργίας τα τελευταία χρόνια πρέπει να πεισθούν ότι η «ανταγωνιστικότητα», βλέπε κινεζοποίηση, είναι η μόνη οδός για να βρεθεί μεροκάματο, αποδεχόμενοι στην πραγματικότητα να μετατραπούν σε σύγχρονους δουλοπάροικους.
Η μείωση του αφορολόγητου θα ανεβάσει ακόμη περισσότερο την ήδη βαριά φορολογία που επιβάλλει «η κυβέρνηση των αδυνάτων», επιβαλλόμενη οριζόντια, ενώ για τις επιχειρήσεις προβλέπονται φορολογικές ελαφρύνσεις, αφού αυτές θεωρούνται οι πυλώνες της επαγγελλόμενης ανάπτυξης.
Οι συνταξιούχοι, άμεσα ή σε μικρό χρονικό διάστημα, ή κατά διαστήματα, θα αντιμετωπίζουν τον πέλεκυ της «προσωπικής διαφοράς» βλέποντας τις  συνταξούλες να εξανεμίζονται.
Το θηρίο δεν χορταίνει. Τα μέτρα θα συνεχίζονται μέχρι να ρουφήξει ο καπιταλισμός και την τελευταία ρανίδα αίματος.
Ο Ελληνικός καπιταλισμός προετοιμάζεται για τα καλύτερά του. Τα ξένο κεφάλαιο παίρνει τη μερίδα του λέοντος από την άλλη κι όλοι τους μαζί πλέουν σε πελάγη ευτυχίας. Εάν δεν υπήρχαν οι Συριζανελαίοι θα έπρεπε να τους έχουν εφεύρει. Τέτοιος διαχειριστικός παπατζηδοτισμός, τόση ξετσιπωσιά και μαεστρία μαζί δεν χωρούσε σε καμία φαντασία, αυτό είναι αλήθεια. Δεν προέκυψε απλώς. Τώρα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είχε σχεδιαστεί.
Τα «πρωτογενή πλεονάσματα» ύψους 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, θεωρούνται αδύνατα από τους ξένους τοποτηρητές. Εξ’ ου και η θέσπιση των «προληπτικών» μέτρων για μετά το 2019. Δίνουν απλώς παράταση των Συριζανελαίων στην εξουσία προκειμένου να εκτελέσουν την αποστολή τους. Τα μέτρα είναι απολύτως συγκεκριμένα και αφορούν αποκλειστικά μισθωτούς συνταξιούχους, ενώ οι δήθεν ελαφρύνσεις και το μοίρασμα του μελλοντικά υποθετικού 70% του πλεονάσματος είναι καθαρή εξαπάτηση.  Μπορεί να γελάει ο κόσμος, αλλά αυτό δεν πρόκειται να τον ανακουφίσει.
Υπάρχει ελπίδα; Η μοναδική διέξοδος της κοινωνίας, το έχουμε ξαναγράψει βρίσκεται στους δρόμους. Δυστυχώς μετά από εφτά χρόνια μνημόνια με τη λογική της ανάθεσης που υπερίσχυσε, της αναμονής που αποδεικνύεται αυτοκτονική και της εξαιρετικής διαχείρισης των Συριζανελαίων,  έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση κοινωνικής παράδοσης χωρίς όρους.

Υπάρχει λοιπόν ελπίδα; Υπάρχει μόνο και εάν αποφασίσει η κοινωνία να θέσει από τα κάτω και στους δρόμους τους όρους. Να διακόψει την ανακωχή που απολαμβάνει το κεφάλαιο και η εξουσία και να αντεπιτεθεί. Εάν αυτό δε γίνει εφικτό, τα χειρότερα είναι δεδομένα και αναπότρεπτα. Στο παρόν τουλάχιστον. –  Β.Σ

Τι είπε ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ε.Ε για Grexit, Βαρουφάκη και Τραμπ



Ποταμός ήταν σε συνέντευξη  του  ο πρώην πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρωπαϊκή Ένωση  καθώς δεν άφησε τίποτα ασχολίαστο ακόμη και τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Το 2015 η Ελλάδα έφτασε πολύ κοντά στην έξοδο από το ευρώ, αποκαλύπτει στην «Καθημερινή» ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Άντονι Γκάρντνερ.
Όπως είπε, ο φόβος της κυβέρνησης Ομπάμα ήταν πως αν έβγαινε η Ελλάδα από την ευρωζώνη θα έβγαινε και από την Ε.Ε.
Ο κ. Γκάρντνερ αποκαλύπτει μάλιστα ότι το 2015, μετά την πρώτη εκλογική νίκη ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξαν επανειλημμένες προσπάθειες της Ελλάδας να έχει στενές σχέσεις με τη Ρωσία στον τομέα της ενέργειας και της ασφάλειας, κάτι που ήταν ανησυχητικό για τη σταθερότητα της Ευρώπης αλλά και της Ελλάδας ως μέλος του ΝΑΤΟ.
Αναφερόμενος στα κράτη-μέλη, ανέφερε ότι όσοι θέλουν να έχουν επιρροή στην ευρωπαϊκή σκακιέρα, πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένοι και να έχουν στρατηγική, όπως οι Σκανδιναβοί, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Ισπανοί. Στον αντίποδα, η ιδεολογία και η δημαγωγία έχουν κόστος.
Ως παράδειγμα ανέφερε τον Γιάνη Βαρουφάκη, σημειώνοντας ότι μερικά από τα επιχειρήματα του ήταν ενδιαφέροντα και θεμιτά, αλλά η επίθεσή του στους θεσμούς και στις ηγεσίες τους είχε κόστος, που πλήρωσαν τελικά οι πιο αδύναμοι.

Σχολιάζοντας την πολιτική Τραμπ σε σχέση με την Ε.Ε., αφού τονίζει ότι μια δυνατή και δημοκρατική Ευρώπη είναι ο καλύτερος σύμμαχος των ΗΠΑ, εκτιμά ότι ο νέος πρόεδρος έχει διαφορετική άποψη γιατί επηρεάζεται από ανθρώπους στο κλειστό περιβάλλον του που του λένε ότι η Ε.Ε. είναι δυσλειτουργική και θα ήταν καλύτερο να κάνει διμερείς συμφωνίες με τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γερμανία.

Βαθαίνοντας το αφήγημα της ρήξης: Σκέψεις με αφορμή την πρόσφατη μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ



Η μαζική προσέλευση στην κατάμεστη Αλκυονίδα για την παρουσίαση της μελέτης του ΕΔΕΚΟΠ για την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη ήταν σίγουρα ένδειξη ότι μεγάλο μέρος του κόσμου της αριστεράς και του κινήματος, αλλά ακόμα και απλοί πολίτες, ενδιαφέρεται για συζητήσεις που προσπαθούν να παρουσιάσουν μια τεκμηριωμένη πρόταση για έναν δρόμο εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, έξω και πέρα από την παραδοσιακά συνθηματολογική προσέγγιση που πολύ συχνά συναντάμε.
Από τη μεριά της, η μελέτη του Κώστα Λαπαβίτσα, του Θοδωρή Μαριόλη και του Κώστα Γαβριηλίδη είναι όντως μια σημαντική συνεισφορά. Αποτυπώνει μια εκτίμηση για τον ρόλο της αρχιτεκτονικής του ευρώ στην ελληνική κρίση αλλά και συνολικά στην κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και περιλαμβάνει μια μεθοδολογία για τη διαδικασία εξόδου από το ευρώ και τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη στη ριζοσπαστική αριστερά, με την πολιτική συζήτηση να ξεκινά από αυτή την αφετηρία και μετά. Με αυτό εννοούμε ότι ύστερα από όλη την ελληνική εμπειρία αλλά και την εμπειρία της κρίσης συνολικά στην Ε.Ε. έχει γίνει σαφές ότι παραμονή στην ευρωζώνη σημαίνει απλώς παράταση των μνημονίων και των πολιτικών λιτότητας.

Ένα σχέδιο για τη ρήξη
Η μεθοδολογία που προτείνει η μελέτη αυτή όντως προκύπτει μέσα από τις εμπειρίες των τελευταίων ετών και δεν αποσιωπά τις δυσκολίες. Υπογραμμίζει τις δυνατότητες που θα δώσει η μετατροπή σε δραχμές όλων των καταθέσεων και των υποχρεώσεων που καλύπτονται από το εθνικό δίκαιο όπως και των πληρωμών από το δημόσιο και προς το δημόσιο. Δεν υποτιμά τα προβλήματα ως προς τις συναλλαγές με το εξωτερικό και γι’ αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη να υπάρξει ιεράρχηση ως προς τη χρήση των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Τονίζει ότι η άμεση στάση πληρωμών στο χρέος είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ όπως και η προσπάθεια για τη διαγραφή του. Ορθά επισημαίνει ακόμα ότι ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και επιστροφή στη δραχμή θα σημάνει υποτίμηση εφόσον η παραμονή στο ευρώ θα ισοδυναμεί με συνέχιση μιας συνθήκης νομισματικής ανατίμησης έναντι χωρών με υπέρτερη παραγωγικότητα, τονίζοντας παράλληλα ότι μια τέτοια υποτίμηση δεν θα μετακυλιστεί στο εσωτερικό της χώρας εν συνόλω, ενώ θα έχει θετικά αποτελέσματα στη μείωση των εισαγωγών και την ενίσχυση των εξαγωγών.

Η ανάγκη κλαδικής και βιομηχανικής πολιτικής
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσδίδει στη μελέτη το γεγονός ότι περιλαμβάνει συγκεκριμένες θέσεις πάνω στο θέμα της κλαδικής και βιομηχανικής πολιτικής. Η κλαδική αυτή πολιτική στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας αφορά την κλαδική κατανομή μιας συνολικής αύξησης της ζήτησης, στον βαθμό που παρότι οι καπιταλιστικές κρίσεις δεν είναι κρίσεις υποκατανάλωσης χωρίς ένα σοκ ζήτησης για τόνωση απασχόλησης δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από τον φαύλο κύκλο της λιτότητας, της ύφεσης και της ανεργίας. Εδώ η μελέτη περιλαμβάνει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία καθώς στηρίζεται στις επεξεργασίες που έχει κάνει ο Θ. Μαριόλης, χρησιμοποιώντας ένα σραφιανό μοντέλο, για το πώς συμπεριφέρονται διαφορετικοί κλάδοι σε αυξήσεις της ζήτησης. Με αυτόν τον τρόπο εντοπίζουν κλάδους στους οποίους πρέπει να ενισχυθεί η κρατική δαπάνη, κλάδοι στους οποίους πρέπει να αυξηθούν οι εξαγωγές και κλάδοι στους οποίους πρέπει να τονωθούν οι επενδύσεις.
Ο δεύτερος άξονας με σαφήνεια αναφέρεται στην ανάγκη μιας βιομηχανικής πολιτικής με έμφαση στην υποκατάσταση εισαγωγών και την ανάπτυξη τόσο του πρωτογενούς τομέα όσο και κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτό προϋποθέτει κύρια δράση του δημόσιου τομέα, ξεκινώντας από τις δυνατότητες που δίνει το υπαρκτό σημερινό σύμπλεγμα «βαριάς βιομηχανίας» του δημοσίου, που περιλαμβάνει τα ναυπηγεία, την ΕΛΒΟ, τα ΕΑΣ και τη Λάρκο.
Από εκεί και πέρα, ορθά η μελέτη εντοπίζει και την ανάγκη να υπάρξει ως αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας εξόδου από την κρίση η πλήρης επαναφορά και ανάκτηση των βασικών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων που στην περίοδο της κρίσης πρακτικά απαξιώθηκαν.
Συνολικά, έχουμε να κάνουμε με μια σοβαρή πρόταση, που στηρίζεται σε μια σημαντική προεργασία την οποία έχει κάνει η ομάδα του ΕΔΕΚΟΠ (κάτι που μπορεί να δει κανείς και εάν μελετήσει τις επιμέρους επεξεργασίες διαφόρων μελών του) και που δεν διστάζει να μιλήσει για τους πραγματικούς κινδύνους. Δεν είναι απλώς μια τεχνική πρόταση αλλά κομμάτι ενός πολιτικού σχεδίου, ενώ σαφώς εντάσσεται σε μια λογική ταξικού ανταγωνισμού, καθώς, όπως έκανε σαφές και στην παρουσίαση ο Κώστας Λαπαβίτσας, είναι μια πρόταση που αφορά τις δυνάμεις της εργασίας ενάντια στις δυνάμεις του κεφαλαίου και προϋποθέτει τη συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου σε αυτή τη βάση που να διεκδικήσει και την κυβερνητική εξουσία στο όνομα της εκπροσώπησης ακριβώς αυτών των λαϊκών συμφερόντων.

Οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει μια πορεία ρήξης
Μελέτες σαν κι αυτή πρέπει να τις δούμε ως αφετηρίες και όχι ως ολοκληρωμένα προγράμματα. Όχι γιατί δεν είναι επαρκείς –κάθε άλλο– αλλά γιατί η διαδικασία της ρήξης θα είναι μια σύνθετη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση και όχι απλώς μια αλλαγή νομίσματος.
Η πρώτη πρόκληση είναι ότι η διαδικασία της νομισματικής αλλαγής θα απαιτήσει μια ισχυρή άσκηση δημόσιου και κρατικού ελέγχου σε πολύ σημαντικούς κλάδους. Από τον τραπεζικό κλάδο, που πρακτικά θα πρέπει να εθνικοποιηθεί, μέχρι κρίσιμες υποδομές (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, φαρμακοβιομηχανίες) τα μέτρα που θα ληφθούν αντικειμενικά θα έχουν χαρακτήρα μεγάλης σύγκρουσης με τα ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία δραστηριοποιούνται εκεί. Για παράδειγμα, εάν χρειάζεται να ασκηθεί ενεργειακή πολιτική, ο συντονισμός και η αξιοποίηση κάθε μέσου για να μειώνεται η ενεργειακή εξάρτηση δεν θα μπορεί να γίνει με τους σημερινούς όρους του άθλιου και προνομιακού για τους ιδιώτες συστήματος, αλλά με δημόσιο έλεγχο του συνόλου των ενεργειακών μονάδων (από τα διυλιστήρια μέχρι τα αιολικά πάρκα). Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί προετοιμασία, διαμόρφωση των κατάλληλων θεσμικών βημάτων και ετοιμότητα για αντιμετωπιστούν κάθε λογής προσπάθειες υπονόμευσης.
Η δεύτερη πρόκληση είναι ότι η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο νέο νόμισμα θα είναι μια πολιτική και όχι «οικονομική» μάχη. Η κλίμακα στην οποία θα έχουμε συνθήκη διπλής κυκλοφορίας, το εάν και το πώς θα επιβληθούν περιορισμοί στις αυξήσεις τιμών, το εάν θα γίνει γρήγορα η μαζική απόσυρση των κυκλοφορούντων με τη μορφή χαρτονομίσματος ευρώ, όλα αυτά θα απαιτήσουν όντως λαϊκή κινητοποίηση και μια κοινωνία που θα θεωρεί ότι η χρήση της δραχμής είναι κομμάτι μιας συλλογικής διαδικασίας ανατροπής και μετασχηματισμού στην οποία συμμετέχει.
Η τρίτη πρόκληση αφορά τις σχέσεις με την Ε.Ε. Η έξοδος από το ευρώ με όρους άσκησης κυριαρχίας θα σημαίνει εκ των πραγμάτων μια χωρίς προηγούμενο ρήξη με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, ξεκινώντας από την άρνηση όλου του πλαισίου επιτήρησης που συνδέεται με τη θεσμική υπόσταση του ευρωσυστήματος. Την ίδια στιγμή, η έξοδος σε συνδυασμό με την παύση πληρωμών στο χρέος προφανώς και θα σημάνει με σχεδόν αυτόματους όρους το τέλος όλων των μεταβιβάσεων προς την Ελλάδα, πράγμα που θα σημαίνει και τέλος στις εκταμιεύσεις για τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και τις επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Είναι επίσης πιθανό να υπάρξουν αξιώσεις από τη μεριά της Ε.Ε. ή της ΕΚΤ, όπως έδειξε και η φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το ευρωπαϊκό σύστημα εκκαθάρισης συναλλαγών TARGET2. Όλα αυτά, εκ των πραγμάτων θα επιταχύνουν και μια συνολικότερη διαδικασία εξόδου από την Ε.Ε., η οποία όσο πιο ξεκάθαρη είναι ως πολιτική βούληση εξαρχής τόσο το καλύτερο. Είναι σαφές ότι η έξοδος από το ευρώ είναι ένα άμεσο βήμα, ενώ η αποδέσμευση μια σύνθετη διαδικασία, ακόμα και εκεί όπου δεν τίθεται υπό αίρεση η απόφαση, όπως δείχνει το παράδειγμα της Βρετανίας. Περιλαμβάνει και την αποκρυστάλλωση των όρων της ρήξης και πολιτικές αποφάσεις και ξαναγράψιμο του ελληνικού θεσμικού πλαισίου σε όλο το ιδιαίτερα εκτεταμένο φάσμα πλευρών της ζωής μας που ρυθμίζονται από το ευρωπαϊκό δίκαιο και «κεκτημένο». Για όλα αυτά χρειάζεται έγκαιρη και σοβαρή προεργασία. Αλλά το σίγουρο είναι ότι μιλάμε για μια συνολική διαδικασία ρήξης και αποδέσμευσης από την Ε.Ε. Με αυτή την έννοια, είναι προτιμότερο να τίθεται το σύνολο της κατεύθυνσης, από την άμεση έξοδο από το ευρώ μέχρι την αποδέσμευση, εξαρχής ως πολιτική κατεύθυνση. Έξοδος από το ευρώ με παραμονή στην Ε.Ε. για την Ελλάδα δεν είναι εφικτή με όρους πραγματικά φιλολαϊκούς.
Η τέταρτη πρόκληση και ίσως από τις πιο κρίσιμες αφορά το παραγωγικό μοντέλο αλλά και την ταξική διαπάλη γύρω από αυτό. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την εγχώρια «επιχειρηματικότητα» να βάζει πλάτη σε αυτή την πολιτική. Το ακριβώς αντίθετο, έχει συνδέσει την αναπαραγωγή της με την πρόσδεση στο ευρώ και τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επομένως, θα είναι εχθρική και θα προσπαθήσει να υπονομεύσει αυτή τη διαδικασία, αξιοποιώντας και τις προσβάσεις της στον κρατικό μηχανισμό (π.χ. στο δικαστικό σώμα). Όμως πέραν αυτού, η ίδια η κλαδική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνει όλα τα αποτελέσματα της πρόσδεσης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Αυτό δεν πρέπει να το δούμε μόνο με όρους αποβιομηχάνισης ή πραγματικών ελλειμμάτων ανταγωνιστικότητας ή παραγωγικότητας ούτε μόνο ως επένδυση σε κλάδους που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Το ελληνικό κεφάλαιο κατεξοχήν εναρμονίστηκε με ένα μοντέλο προσαρμοσμένο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που μπορεί για το ίδιο να σήμαινε σχετική αναβάθμιση, όμως σήμαινε και όρους ένταξης εξαιρετικά άνισους σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε., καθώς και ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων και υποχώρηση άλλων. Στην πραγματικότητα, μαζί με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις είχαμε και ένα στοιχείο αποδιάρθρωσης της συλλογικής παραγωγικής ικανότητας, όχι μόνο με την έννοια των κλαδικών κατευθύνσεων αλλά και των δεξιοτήτων που σχετίζονται με κρίσιμες παραγωγικές δραστηριότητες. Μια οικονομία που στρέφεται πρωτίστως στις υπηρεσίες, που προσανατολίζει την οικονομική της δραστηριότητα με βάση τις διαθέσιμες δράσεις του ΕΣΠΑ, που στην καλύτερη περίπτωση παράγει εμπορεύσιμες ψηφιακές εφαρμογές τύπου Taxibeat δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση του άλλου δρόμου. Ακόμα χειρότερα, σε μια τέτοια οικονομία σύντομα τα αποτελέσματα οικονομικής μεγέθυνσης που θα φέρει ο συνδυασμός ανάμεσα στο εθνικό νόμισμα, την αύξηση της δημόσιας δαπάνης και την υποτίμηση θα εξαντληθούν, είτε μέσα από την πίεση για καταφυγή στις εισαγωγές είτε μέσα από τη διάχυτη αίσθηση ότι δεν μπορούν να καλυφθούν με προσιτούς όρους οι βασικές κοινωνικές ανάγκες.
Στο σημείο αυτό ας σταθούμε λίγο περισσότερο. Μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη διαμόρφωση μιας καλύτερης μακροοικονομικής συνθήκης ή στην άμεση τόνωση της ζήτησης, όσο σημαντική κι αν είναι αυτή, ιδίως στην αρχική προσπάθεια γενναίας αύξησης της απασχόλησης. Χρειάζεται, και μάλιστα εξαρχής, τις παρεμβάσεις που αφορούν την ίδια την παραγωγική διαδικασία. Αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς σε στοχευμένες κλαδικές ενισχύσεις, ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τις δυνάμεις του κεφαλαίου ότι θα αναλάβουν το έργο της παραγωγικής ανασυγκρότησης, αλλά και γιατί κατά βάση και δεν μπορούν και δεν θέλουν να το κάνουν. Πολύ περισσότερο, από τη στιγμή που αυτό απαιτεί και ένα στοιχείο γνώσης, μελέτης, ανάλυσης των παραγωγικών δυνατοτήτων, εξέταση με ένα συνολικό τρόπο όχι μόνο της χρηματοδότησης αλλά και του παραγωγικού μοντέλου, της αναγκαίας τεχνολογίας, των δεξιοτήτων, της διάρθρωσης των ειδικοτήτων, των παραγωγικών σχέσεων.
Αν πάμε και ένα βήμα παραπέρα, εάν δούμε τη διαδικασία ρήξης με την Ε.Ε. ως μια αλλαγή δρόμου, είναι σαφές ότι αυτό θα απαιτήσει και πραγματικές τομές και ανατροπές στις καταναλωτικές πρακτικές, επαναπροσδιορισμό του τι αποτελεί όντως «κοινωνική ανάγκη» (η αλλαγή κινητού τηλεφώνου κάθε χρόνο ή το σύστημα υγείας;), θα οδηγήσει σε μια συζήτηση για το τι σημαίνει «βιωσιμότητα» και αναμφίβολα θα επαναφέρει διαρκώς την οικολογική διάσταση. Αντίστοιχα, θα σημάνει και διαφορετικούς τρόπους να βλέπουμε τομείς. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι σημαντική η επάρκεια σε φάρμακα ή σε εξοπλισμό, αλλά μεσοπρόθεσμα πολύ μεγαλύτερο όφελος θα φέρει η έμφαση στην πρόληψη, η επέκταση της πρωτοβάθμιας υγείας, η αλλαγή διατροφικού προτύπου και τρόπου ζωής, πράγματα δηλαδή που δεν έχουν να κάνουν με τις υποδομές αλλά πολύ περισσότερο με τον τρόπο που βλέπουμε την ίδια την υγεία.
Για να δώσουμε μερικά παραδείγματα: μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί παρά να έχει βασικούς πυλώνες τον δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις υπό εργατικό έλεγχο. Ειδικά οι τελευταίες θα είναι αναντικατάστατες και οι θεσμικές τομές που θα επιτρέπουν επιχειρήσεις υπερχρεωμένες ή που έχουν κλείσει να περνάνε στα χέρια των εργαζομένων θα πρέπει εξαρχής να τεθούν, εάν θέλουμε να υπάρξει επανεκκίνηση σημαντικών κλάδων που να μπορούν να συμβάλουν και στην υποκατάσταση εισαγωγών. Ούτε μπορεί να μπει μπροστά μια τέτοια διαδικασία χωρίς κατοχύρωση θεσμών δημοκρατικού συμμετοχικού σχεδιασμού. Η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, και ο στόχος της διατροφικής επάρκειας, δεν μπορεί να περιοριστεί στις εθνικά εγγυημένες τιμές και επιδοτήσεις, αλλά χρειάζεται και τη διαμόρφωση ενός νέου συνεταιριστικού προτύπου, που να επιτρέπει καλύτερη αξιοποίηση πόρων και γνώσεων, καθώς και νέες πρακτικές άμεσης πρόσβασης στους καταναλωτές.
Μια δημόσια ανώτατη εκπαίδευση που δεν θα εξαρτάται από τις ευρωπαϊκές ερευνητικές χρηματοδοτήσεις αλλά από τη δημόσια χρηματοδότηση θα μπορούσε να αποκτήσει πολύ πιο οργανικούς δεσμούς με το δημόσιο και τον αυτοδιαχειριζόμενο τομέα της οικονομίας, να προσανατολίσει προς τα εκεί την παραγωγή γνώσεων, να συμβάλει στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζομένου μέσα από διαδικασίες δημοκρατικές και συμμετοχικές ως προς τη συζήτηση και την ιεράρχηση. Όπως χρειαζόμαστε και πρωτότυπες μορφές έρευνας και κοινής δουλειάς αγωνιστών και ερευνητών για να αξιοποιηθεί η γνώση και ο πειραματισμός που συχνά αναδεικνύεται μέσα από τα ίδια τα κινήματα. Μια δημόσια διοίκηση που θα πρέπει να εγγυάται την οριοθέτηση των δημόσιων αγαθών και των «κοινών» αλλά και να λειτουργεί ως χώρος συλλογικής σκέψης και γνώσης για τον άλλο δρόμο.
Και προφανώς θα χρειαστούν, εξαρχής, εκτεταμένες εθνικοποιήσεις στο μεγαλύτερο μέρος των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, άρα και πολιτική και θεσμική προεργασία για το πώς μπορεί να γίνει αυτό. Ακόμα και τομείς που ήδη έχουν υποδομές και λειτουργούν θα χρειαστούν αναπροσαρμογή, όπως ο τουρισμός, εάν θέλουμε να αποφύγουμε την τουριστική μονοκαλλιέργεια και να έχουμε σταδιακό πέρασμα σε πολύ πιο ήπιες μορφές.
Τέλος, η οικολογική διάσταση σε όλα αυτά αποκτά κεντρική σημασία. Ο περιορισμός της ενεργειακής εξάρτησης δεν μπορεί να γίνει με την υπερεξάρτηση από τον λιγνίτη, με όλες τις επιπτώσεις που έχει αυτό. Ένα δημόσιο ενεργειακό σύστημα προφανώς και θα πρέπει κατεξοχήν να στραφεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας· αυτό χρειάζεται να γίνει σχεδιασμένα και χωρίς να υποβαθμίζονται περιοχές, αλλά προφανώς και τη συμμετοχή των ανανεώσιμων πρέπει να αυξήσουμε και τη συνολική ενεργειακή κατανάλωση να μειώσουμε. Το ίδιο ισχύει για την ανακύκλωση ή για ένα οικολογικά βιώσιμο σύστημα αγροτικής παραγωγής. Ούτε βεβαίως μπορούμε να φανταζόμαστε ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης με το ΙΧ να κυριαρχεί στις μετακινήσεις.
Όλα αυτά δεν πρέπει να τα δούμε μόνο ως «οικονομική πολιτική». Προϋποθέτουν και θεσμικές ανατροπές, αλλά απαιτούν και ένα ισχυρό και ρωμαλέο κίνημα, καθώς πολλά από αυτά τα μέτρα θα συναντήσουν λυσσαλέα αντίδραση από τη μεριά των περισσότερων μερίδων του κεφαλαίου, ενώ και η ίδια η εφαρμογή τους θα απαιτήσει έντονη συμμετοχή, στράτευση, πολιτική ενεργοποίηση, την ίδια στιγμή που θα προϋποθέτει και τη γνώση, τη συσσωρευμένη εμπειρία και τη συλλογική επινοητικότητα των ίδιων των αγωνιστών. Κοινώς, πρέπει να βλέπουμε μπροστά μας μια διαδικασία όξυνσης των ταξικών συγκρούσεων και όχι μια ανέφελη πορεία προς την ανάπτυξη.
Και αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους και με το πολιτικό ζήτημα. Από διάφορες πλευρές, τέτοιες κατευθύνσεις αντιμετωπίζονται ως ένα πλέγμα αιτημάτων που με κάποιον τρόπο θα επιβάλουμε σε μια αστική κατεύθυνση να τα εφαρμόσει. Πέραν του ότι είναι ένα ερώτημα ποια αστική κυβέρνηση θα θελήσει να τα εφαρμόσει αυτά, είναι προφανές ότι μια τέτοια αλλαγή πορείας και το φάσμα των ταξικών συγκρούσεων που συνεπάγεται απαιτούν να έχουν τα ηνία της χώρας οι δυνάμεις της εργασίας. Εάν ένα τέτοιο μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων, μέσα από ένα πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, δεν μπορεί να ασκήσει πολιτική εξουσία, αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Και για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: μέσα σε ένα τοπίο μεγάλων αλλαγών ως προς τις διεθνείς εξελίξεις και βαθιάς κρίσης της ευρωζώνης, όπου ενδεχόμενα που φαίνονταν απίθανα μπορεί να γίνουν εφικτά, όντως το ενδεχόμενο αστικές δυνάμεις να υποχρεώνονταν, από το βάθος της κρίσης, με μάλλον δυσμενείς όρους, να προχωρήσουν στην έξοδο από την ευρωζώνη, είτε προσωρινά είτε για βάθος χρόνου, είναι υπαρκτό και θα διαμόρφωνε νέα πεδία πρωτότυπων αντιφάσεων στα οποία θα μπορούσε να έχει σημαντική παρέμβαση η ριζοσπαστική αριστερά. Όμως, εάν μιλάμε για άλλο δρόμο και πραγματική εναλλακτική, αυτό απαιτεί να ασκούν την εξουσία οι κοινωνικές δυνάμεις που αυτός εκπροσωπεί.
Σημαίνει αυτό απλώς διεκδίκηση, για άλλη μια φορά, «αριστερής κυβέρνησης»; Όχι, γιατί είδαμε τα όρια μιας τέτοιας κατεύθυνσης. Στην πραγματικότητα, χρειάζεται να ξαναπιάσουμε το νήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Όχι με την έννοια του να πούμε ότι η λύση θα είναι μια κλασική εξεγερσιακή ακολουθία που στοιχειώνει τη σκέψη της αριστεράς από τον Οκτώβρη του 1917. Αλλά με την έννοια ότι εξαρχής μια τέτοια κατεύθυνση, ακόμα και αν έχει εκκίνηση την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας μέσα από εκλογές, απαιτεί στην πραγματικότητα μια σύγχρονη εκδοχή δυαδικής εξουσίας που να περιλαμβάνει τις θεσμικές πρωτοβουλίες «από τα πάνω», συμπεριλαμβανομένης εξαρχής μιας «Συντακτικής Διαδικασίας» η οποία να επιτρέψει την άσκηση πολιτικής με όρους αμφισβήτησης πλευρών των καπιταλιστικών σχέσεων και να διαμορφώσει νέα εκτεταμένα και επεκτεινόμενα πεδία πολιτικής συμμετοχής και πολιτικοποίησης των εργατικών τάξεων, με την αυτόνομη ανάπτυξη κινημάτων, διεκδικήσεων, συγκρούσεων και πειραματισμών. Για να φέρουμε ένα παράδειγμα, το σύνταγμα που θα κατοχυρώνει νέες μορφές συμμετοχικής δημοκρατικής διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής και που θα διευρύνει την έννοια του δημόσιου συμφέροντας ως προς την απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων θα χρειάζεται και το ισχυρό κίνημα που θα πολλαπλασιάζει τα πειράματα τύπου ΒΙΟΜΕ για να μπορεί να έρθει ως επιστέγασμα των αγώνων και ως νόμος που θα διευκολύνει τον εργατικό έλεγχο στις επιχειρήσεις.
Μια τελευταία πρόκληση αφορά τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Η αποδέσμευση της χώρας από τον ευρωατλαντικό άξονα (συμπεριλαμβανομένου και του ΝΑΤΟ) θα δώσει άλλες δυνατότητες και στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων, ενώ θα ακυρώσει δεσμεύσεις που μας καθιστούσαν μέρος του προβλήματος σε αρκετές περιπτώσεις. Ακόμα και αν εκτιμήσει κανείς όξυνση «εντάσεων» ως αντίδραση των ιμπεριαλιστικών κέντρων σε μια άλλη, ανεξάρτητη πορεία της χώρας, ωστόσο σε έναν κόσμο περισσότερο πολυπολικό θα υπάρχουν δυνατότητες να αποφευχθεί η απομόνωση, την ίδια στιγμή που η ύπαρξη μιας κοινωνίας αγωνιζόμενης για τον μετασχηματισμό θα συνιστά και την καλύτερη απάντηση στις όποιες προκλήσεις.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά επαναφέρουν το ζήτημα μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής. Γιατί σε πείσμα μιας θεωρίας σταδίων που από διάφορες πλευρές επανέρχεται, ο σοσιαλισμός, ως διαδικασία μετάβασης, συγκρούσεων, πειραματισμών, δεν είναι κάτι από το μέλλον μετά την έλευση της ανάπτυξης, αλλά το συνεκτικό νήμα των ρήξεων, των μετασχηματισμών και του μεταβατικού προγράμματος εξαρχής.
Όλα αυτά απαιτούν να ξαναδούμε και το συλλογικό υποκείμενο του μετασχηματισμού. Η ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας απαιτεί και τον επαναπροσδιορισμό του λαού. Απέναντι στην ανύπαρκτη ευρωπαϊκή «κοινωνία των πολιτών» και τους κινδύνους από την παλινδρόμηση σε μια σύλληψη του έθνους με όρους κοινής καταγωγής ή κουλτούρας ή ακόμα χειρότερα θρησκείας, στην οποία επενδύει η ακροδεξιά, η έννοια του λαού που χρειαζόμαστε δεν μπορεί παρά να είναι μεταεθνική και μεταποικιακή, να λαμβάνει υπόψη ότι τα λαϊκά στρώματα περιλαμβάνουν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι που δεν ανήκει στο «ελληνικό έθνος», να οικοδομεί τις νέες μορφές αγωνιζόμενης λαϊκής ενότητας με όρους κοινού αγώνα και κοινών συμφερόντων, να προσαρμόζει τις δημοκρατικές πολιτικές μορφές σε αυτή την πραγματικότητα, να αντιπαλεύει τα διαλυτικά αποτελέσματα του ρατσισμού, αλλά και να οικοδομεί σε αυτή τη βάση τους όρους ενός ανώτερου διεθνισμού με αφετηρία τη ρήξη με την «παγκοσμιοποίηση».
Όλα αυτά όμως απαιτούν και μια άλλη κατάσταση στην κοινωνία και αυτό που τείνουμε να ονομάζουμε ριζοσπαστική αριστερά. Δεν αναφέρομαι μόνο στα χνάρια μιας ήττας που διαλύει την ελπίδα και αποδιαρθρώνει τη σκέψη των ανθρώπων (ιδίως όταν πρέπει να αντιπαλεύουν και την αποδιάρθρωση της σφραγισμένης από την επισφάλεια ζωής τους). Αναφέρομαι και σε όλες τις πολιτικές και θεωρητικές ευκολίες, όλη τη συλλογική απρονοησία για την επεξεργασία της εναλλακτικής, όλη τη σπατάλη χρόνου και δυνάμεων στη «διαμόρφωση μικροσυσχετισμών». Το ίδιο ισχύει και σε οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η ρήξη με το ευρώ ως «σημαία ευκαιρίας», χωρίς βάθος και χωρίς περιεχόμενο, όπως και σε κάθε προσπάθεια το αναγκαίο μέτωπο να οριστεί πρωτίστως με όρους εκλογικής επιβίωσης και όχι πολιτικού σχεδίου για τον άλλο δρόμο. Το μέτωπο ή θα είναι το εργαστήρι που θα αναλάβει –αποτελώντας το ίδιο ένα πείραμα δημοκρατικής συμμετοχής και συζήτησης και μάθησης από την καθημερινή αγωνιστική εμπειρία– να παραγάγει συλλογικά το σχέδιο του άλλου δρόμου ή θα παραμείνει εντός ενός τρόπου άσκησης πολιτικής που όχι μόνο φαλκιδεύει τη δυνατότητα να αναμετρηθεί η ριζοσπαστική αριστερά με το ερώτημα της εξουσίας αλλά και εγγυάται σε μεγάλο βαθμό και τον μετέπειτα συμβιβασμό και την καθυπόταξή της.
Ότι υπάρχουν πλήθος άνθρωποι, αγωνίστριες και αγωνιστές που έχουν και αγωνιστικότητα και κινηματική εμπειρία και πραγματική ιδεολογική αναζήτηση, άνθρωποι που η ζωή τους άλλαξε μέσα από την εμπλοκή τους στις τεράστιες μάχες μιας προηγούμενης περιόδου, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Όπως δυστυχώς αναμφισβήτητο είναι ότι αυτό το δυναμικό δυσπιστεί απέναντι στις προτάσεις κλασικής πολιτικής συγκρότησης, θεωρεί ότι όλες οι παραλλαγές ριζοσπαστικής αριστεράς αποτελούν μέρος του προβλήματος και παραμένει βαθιά απαισιόδοξο, προτιμώντας να γεμίσει την Αλκυονίδα αλλά όχι τη μία ή την άλλη «κομματική» εκδήλωση. Χωρίς μια τομή στο πώς αντιλαμβανόμαστε και το πώς συζητάμε, το πώς κάνουμε πολιτική, το πώς συγκροτούμαστε, η ρήξη θα παραμένει θεωρητική δυνατότητα αλλά όχι ενεργή ιστορική δυναμική.

Ευτυχώς, μελέτες σαν κι αυτές του ΕΔΕΚΟΠ, με όλα τα ελλείμματα που ενδέχεται να έχουν ή και με όλα τα ανοιχτά θεωρητικά ζητήματα που ανοίγουν, κινούνται στην αντίπαλη κατεύθυνση. Εμβαθύνουν, επεξεργάζονται, προτείνουν συγκεκριμένα βήματα, ανοίγουν τη συλλογική συζήτηση. Ως τέτοιες είναι παραπάνω από καλοδεχούμενες ακριβώς γιατί δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε.