Ο
Ερντογάν έρχεται στην εξουσία το 2002 ως αρχηγός των ισλαμιστών τη
στιγμή που η Τουρκία βρίσκεται μέσα σε μια τεράστια πολιτική και οικονομική
κρίση. Η πρώτη είχε να κάνει με την πλήρη κατάρρευση των παραδοσιακών
κομματικών σχηματισμών που ξεκίνησε με αφορμή ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Σε
αυτό το δυστύχημα, σαν σε σκηνικό από ταινία, έγινε εμφανής όλη η διαφθορά του
κρατικού μηχανισμού και της εμπλοκής του με το βαθύ κράτος και το στρατό.
Η κρίση που τον φέρνει στην
εξουσία
Με λίγα λόγια τίποτα καινούργιο που οι πιο οξυδερκείς Τούρκοι δεν γνώριζαν. Αυτό που μετατρέπει το δυστύχημα σε καταλυτικό γεγονός, είναι μια
τεραστίων διαστάσεων οικονομική κρίση που διαδραματίζεται την ίδια στιγμή.
Κρίση που περιγράφει τέλεια ο Henry C.K. Liu σε αυτό το κείμενο για όποιον ενδιαφέρεται.
Πέρα από τις οικονομικές λεπτομέρειες, η κρίση αυτή μαζί με την κάθετη πτώση
της τουρκικής λίρας που τη συνοδεύει, επηρέασε δραματικά τις ζωές των ανθρώπων
που ζούσαν στην Τουρκία. Η ελληνική κρίση σε αντιδιαστολή ήταν μια κρίση σε αργή κίνηση. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν
στους δρόμους λόγω της απότομης αύξησης της τιμής της βενζίνης και η κίνηση σε
έναν από τους ελάχιστους καινούργιους αυτοκινητόδρομους της Τουρκίας εκείνη την
εποχή (σμύρνη-τσεσμέ), έμοιαζε περισσότερο με σκηνή από ταινία καταστροφής· δεν
θυμάμαι να συναντήσαμε πάνω από 5-10 αυτοκίνητα σε όλη τη διαδρομή, μέρα
μεσημέρι, αλλά την ίδια στιγμή υπήρχε μια ατελείωτη σειρά από μισο-τελειωμένες
και εγκαταλελειμμένες παραθεριστικές κατοικίες.
Αυτά τα δύο γεγονότα -και ένας
εκλογικός νόμος που φτιάχθηκε από το παλιό καθεστώς για να απαγορεύσει στους Κούρδους την αυτόνομη είσοδο στο κοινοβούλιο- ήταν ικανά να φέρουν τους
ισλαμιστές στην εξουσία. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά. Ο Ερντογάν όμως, σε
αντίθεση με τον Ερμπακάν (που δεν κατάφερε ποτέ πραγματικά να κυβερνήσει παρά
την εκλογική του νίκη), έπαιξε το δημοκρατικό παιχνίδι πολύ πιο σωστά και
κατάφερε να κατσικωθεί. Η τακτική του ήταν να συμμαχήσει με δύο κοινωνικές
ομάδες που ήταν δυσαρεστημένες από την παλιά πολιτική συναίνεση. Η πρώτη ήταν
φυσικά οι Κούρδοι που θα συμμαχούσαν με οποιονδήποτε προκειμένου να ξεφορτωθούν
το στρατιωτικό κατεστημένο που τους καταδίωκε ασταμάτητα. Η δεύτερη ήταν οι
“εκσυγχρονιστές” που όχι μόνο χτυπήθηκαν σκληρά από την οικονομική κρίση, αλλά
έβλεπαν τις παλιές ελίτ να μην κινούνται αρκετά γρήγορα προς το ευρωπαϊκό
όνειρο. Ας μην ξεχνάμε πως οι γείτονες τους στην Ελλάδα την ίδια εποχή έπλεαν
μέσα στο ευρω-όνειρο, κάτι με το οποίο οι “εκσυγχρονιστές” Τούρκοι παρακολουθούσαν και ταυτίζονταν.
Σαν κοινός στόχος αυτών των τριών
φαινομενικά ετερόκλητων ομάδων, τέθηκε η είσοδος στην ευρωπαϊκή ένωση και ο
εκλογικός νόμος που δεν επέτρεπε εκπροσώπηση στη βουλή σε κόμματα που
συγκεντρώνουν λιγότερο από 10% στις εκλογές, έκανε σίγουρο πως η ετερόκλητη
συμμαχία θα κρατούσε· γι’ αυτό μεταξύ άλλων και αμιγώς εκσυγχρονιστικά
εγχειρήματα σαν τον παλιόφιλο του ΓΑΠ τον υπεξ τσέμ πήγαν εντελώς άπατα.
Το πως εδραιώθηκε ο Ερντογάν στην
εξουσία με τη βοήθεια των γκιουλενικών και της αστυνομίας, το πως έστειλε το
στρατό στο σπίτι του και ξεπέρασε την οικονομική κρίση, είναι κάτι που δεν θα
μας απασχολήσει σε αυτό το σημείο για λόγους συντομίας. Οικονομικά ο Ερντογάν
ήταν βέρος φιλελές παρά τις ισλαμιστικές του καταβολές. Αλλά και πολιτικά
πρόσφερε στους Κούρδους ελευθερίες που ούτε καν να ονειρευτούν δεν μπορούσαν με
το προηγούμενο καθεστώς. Μέχρι και τον διάβολο Οτσαλάν έθεσε σε ενός είδους
κατ’ οίκο περιορισμό. Αυτά τα στοιχεία χοντρικά κράτησαν την Τουρκία στον αφρό
και ήδη το 2010-2011 με την οικονομική κρίση στη δύση και τις αμερικάνικες
τράπεζες να θέλουν να στείλουν το φρεσκοτυπωμένο χρήμα εκτός ΗΠΑ, η Τουρκία
φιγουράρει ανάμεσα στις ανερχόμενες επιτυχημένες οικονομίες.
Η κατάρρευση του ευρωπαϊκού ονείρου
Αυτό που έχει χαθεί όμως μερικά
χρόνια πιο πριν, είναι η ευρωπαϊκή προοπτική. Ο Ερντογάν έκανε πραγματικά
φιλότιμες προσπάθειες προκειμένου να τηρήσει την υπόσχεσή του για είσοδο στην
ΕΕ, περνώντας νόμους που χωρίς αυτή την προοπτική δεν θα είχαν καμία τύχη.
Άλλωστε και για τις 3 ομάδες που συγκροτούσαν την πολιτική του συμμαχία, μια
τέτοια εξέλιξη θα σιγούρευε ότι ο στρατός θα παρέμενε για πάντα στους
στρατώνες.
Η εμπλοκή συνέβη από την ευρωπαϊκή
μεριά, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της χριστιανικής ένωσης που ονομάζεται ΕΕ δεν
ήθελε μια μουσουλμανική χώρα στους κόλπους της. Άλλωστε όπως φάνηκε ξεκάθαρα
την ίδια περίοδο η ΕΕ δεν είχε πρόβλημα να δεχθεί Εσθονούς και Κροάτες ναζί,
αλλά ήταν οι Τούρκοι που τους φαίνονταν ημιβάρβαροι. Γι’ αυτό και κρατούσαν τα
πάντα παγωμένα στο καθεστώς της τελωνειακής σύνδεσης. Η Τουρκία ήταν μια μεγάλη
αγορά που η ΕΕ ήθελε να κρατήσει κοντά της, αλλά δεν ήθελε να επιτρέψει την
ελεύθερη μετακίνηση ή τη συμμετοχή στις αποφάσεις σε μια χώρα που πληθυσμιακά
θα ήταν η τρίτη μεγαλύτερη μετά τη Γερμανία και την Ιταλία και δίπλα στην Γαλλία και την Ισπανία.
Αυτή η εξέλιξη παρότι συνέβη σε αργή
κίνηση, είχε σημαντικό αντίκτυπο στο εσωτερικό. Οι πρώτοι που κατάλαβαν ότι το
ευρωπαϊκό όνειρο δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί, ήταν οι ισλαμιστές που ήταν άλλωστε
και ιδεολογικά πιο έτοιμοι να παρατήσουν ένα τόσο δομικό στοιχείο της συμμαχίας
τους. Την ίδια στιγμή κέρδιζαν όλο και περισσότερο θάρρος καθώς έβλεπαν ότι ο
στρατός είχε υποχωρήσει στους στρατώνες, ή τέλοσπάντων θα μπορούσε συνεχώς να
βρίσκεται υπό την απειλή του εισαγγελέα για πραγματικά ή φανταστικά
πραξικοπήματα (τύπου εργκένεκον). Επιπλέον μετά από τόσα χρόνια στην εξουσία,
μια νέα γενιά γκιουλενικών κυρίως αξιωματικών είχε πάρει θέσεις κλειδιά στους
στρατώνες, κάτι που διασφάλιζε την πολιτική (και βιολογική) τους επιβίωση.
Οι άλλες δύο ομάδες της συμμαχίας
όμως δεν είχαν τα κατάλληλα ιδεολογικά και πολιτικά εργαλεία για να δεχθούν την
κατάρρευση του ευρωπαϊκού ονείρου και γιαυτό (όπως και οι Έλληνες) παρέμειναν
κρεμασμένοι επάνω του.
Το νέο όνειρο των ισλαμιστών
Εδώ λοιπόν βλέπουμε και την αρχή του
σπασίματος των συμμαχιών του Ερντογάν που νιώθει συνεχώς και πιο ισχυρός. Λίγο
πολύ θεωρεί πως ό,τι και να κάνει, οι άλλοι δύο σύμμαχοί του δεν θα τον
παρατήσουν γιατί δεν έχουν ούτε εναλλακτική πολιτική, ούτε εναλλακτική αφήγηση.
Μέσα σε αυτό το τουλρουμπούκι λοιπόν αρχίζει και δημιουργεί μια εναλλακτική
αφήγηση για την Τουρκία μακριά από το ευρωπαϊκό όνειρο και πιο κοντά στην
αναβίωση του οθωμανικού χαλιφάτου.
Ταυτόχρονα τα σπάει με τον γκιουλέν και τους
γκιουλενικούς (μια σύγκρουση που ομολογώ ότι δεν έχω κατανοήσει ιδιαίτερα),
υιοθετεί ένα πιο αυταρχικό προφίλ (αλά Ατατούρκ), ενώ την ίδια στιγμή
αποφασίζει να κάνει μια επενδυτική κίνηση μεγάλου ρίσκου. Να αναλάβει δηλαδή
όλο το λογιστικό κομμάτι του πρότζεκτ αραβική άνοιξη/τζιχάντ στη Συρία.
Η κίνηση αυτή μπορεί να εκληφθεί και
ως παραλογισμός, αν δεν συμπεριλάβουμε στους υπολογισμούς των Τούρκων, τον νέο
τους ρόλο στον κόσμο, ως αναβίωση του οθωμανικού χαλιφάτου. Σύμφωνα με αυτή την
αφήγηση, το Χαλέπι και η Μοσούλη ήταν τουρκική επικράτεια μόλις πριν από 100
χρόνια και τώρα ήρθε η ώρα να επιστρέψουν. Αυτό το όνειρο δεν θα ήταν δυνατό
μέχρι το 2010 ακόμα κι αν οι Τούρκοι το αποφάσιζαν.
Προς καλή τους τύχη λοιπόν, την ίδια
στιγμή το 2012 με τον συριακό εμφύλιο στα σπάργανα, η CIA από τη Λιβύη, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί προσφέρουν στους Τούρκους
καραβιές από χρήματα και όπλα προκειμένου να κάνουν το όνειρο τους
πραγματικότητα. Υπό μια έννοια ένα παρανοϊκό σχέδιο που μετατρέπει την Τουρκία
στο νέο Πακιστάν (όχι ακριβώς ένα παράδειγμα προς μίμηση). Υπό μια άλλη έννοια
όμως, μια καταπληκτική ευκαιρία να αλλάξουν τον χάρτη που δεν έρχεται παρά μία
φορά στα 100 χρόνια.
Οι ισλαμιστές του Ερντογάν έχουν βρει
έναν νέο στόχο, την ίδια στιγμή που οι Κούρδοι και οι “εκσυγχρονιστές” νιώθουν
ολοένα και πιο αποξενωμένοι. Οι μεν πρώτοι γιατί βλέπουν την ευρωπαϊκή
προοπτική να απομακρύνεται και το χαλιφάτο δεν τους ικανοποιεί, οι δε δεύτεροι
γιατί κατάλαβαν πως το τουρκικό κράτος συνεχίζει την πολιτική της καταστροφής
τους. Σε αυτή την αποξένωση των πρώην συμμάχων, μπορούμε να δώσουμε δύο
ξεκάθαρα παραδείγματα.
Για τους μεν πρώτους ήταν η εξέγερση
στο Γκεζί και η σκληρή απάντηση του Ερντογάν που όχι μόνο τους έλιωσε με των
αστυνομία, αλλά ταυτόχρονα τους έδειξε με τις αντίστοιχες αντι-διαδηλώσεις πόσο
πολιτικά ασήμαντοι είναι. Για τους Κούρδους νομίζω αυτό το ξεκάθαρο σημείο ήταν
η πολιορκία του Κομπάνι από την Ίσιδα και η συμπεριφορά του τουρκικού κράτους
απέναντι στην απειλή να γίνουν οι Κούρδοι της Συρίας οι νέοι γιαζίντι της Ίσιδας.
Η αρχή του παραλογισμού
Η πολιτική απάντηση αυτών των δύο
κοινωνικών ομάδων μέσα στην Τουρκία είναι η ίδρυση του HDP, ενός
κουρδο-εκσυγχρονιστικού κόμματος που επιμένει στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Στην ουσία ένα κόμμα χωρίς ιδιαίτερο στόχο, όπως ακριβώς και η
εξέγερση του Γκεζί, αλλά ένα κόμμα που είναι ικανό να εκφράσει τις δύο αυτές
κοινωνικές ομάδες έξω από το ΤΙΝΑ του AKP.
Αυτή η συμμαχία έδωσε καρπούς στις
προτελευταίες εκλογές και στην ουσία στέρησε στο AKP του Ερντογάν την
αυτοδυναμία. Κι εδώ είναι που τα πράγματα αρχίζουν να ξεφεύγουν. Μέχρι στιγμής
η πολιτική της Τουρκίας στη Συρία, το εμπόριο πετρελαίου με την ίσιδα, η
απευθείας δημιουργία τζιχαντιών μέσω της αχράρ αλ σάμ, είναι μια πολιτική που
συνάδει με τη νέα αφήγηση των ισλαμιστών ως συνεχιστών της οθωμανικής
αυτοκρατορίας. Αλλά η απάντηση που δίνει ο Ερντογάν στο πολιτικό πρόβλημα που
του δημιούργησαν οι πρώην σύμμαχοί του με το HDP, δείχνει πως πια έχει χάσει τη
μπάλα.
Διότι αποφασίζει, συμμαχώντας με τους
εθνικιστές στην Τουρκία να ξεκινήσει έναν εμφύλιο, προκειμένου να τιμωρήσει
τους αχάριστους Κούρδους για την “προδοσία” τους. Μάλιστα όπως έδειξαν και οι
βομβιστικές επιθέσεις κατά του HDP, ο Ερντογάν δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει
τα τζιχάντια για να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Αυτός ο εμφύλιος βυθίζει την Τουρκία σε μια αβεβαιότητα, την ίδια στιγμή που η εμπλοκή των Ρώσων στη Συρία
δείχνει να αλλάζει τα δεδομένα με πρώτο και βασικό για τους Τούρκους την
καταστροφή του κονβόι πετρελαίου μεταξύ ίσιδας και τουρκίας. Δεν υπάρχει πιο
χαρακτηριστικό γεγονός από την κατάρρευση του ρωσικού SU-24 από ένα τουρκικό
F16, που να δείχνει ότι ο Ερντογάν κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο. Με την
κατάρριψη υπολογίζει να σύρει το ρωσοφοβικό νάτο σ’ έναν πόλεμο με την Ρωσία·
δεν καταλαβαίνει φυσικά πως το ΝΑΤΟ θέλει τον μπαμπούλα, αλλά όχι και τους
νεκρούς αυτής της σύγκρουσης. Με λίγα λόγια δεν είναι έτοιμο για ένα θερμό
πόλεμο με την Ρωσία· αλλιώς θα τον είχε ήδη ξεκινήσει στην Ουκρανία.
Αυτός ο παραλογισμός νομίζω δείχνει
το πόσο σημαντική είναι για τους ισλαμιστές του Ερντογάν η αφήγηση περί του
νέου χαλιφάτου, άρα η πιθανότητα να χάσουν το Χαλέπι και την ορεινή Λατάκια που
θεωρούν δικαιωματικά δικά τους, τους κάνει να αντιδρούν σπασμωδικά. Αλλά ως
αντίδραση δεν είναι παρά ένα αθώο καπρίτσιο μπροστά στην έναρξη ενός εμφυλίου
στο εσωτερικό της Τουρκίας προκειμένου ο Ερντογάν να κερδίσει τις επαναληπτικές
εκλογές που έγιναν ένα χρόνο αργότερα. Και τα δύο, είναι εντελώς ασύμμετρα
υπερβολικές αντιδράσεις σε προβλήματα που θα μπορούσαν να λυθούν διαφορετικά.
Το πραξικόπημα και η συνέχιση της
περιδίνησης
Νομίζω πως αυτός ακριβώς ο
παραλογισμός του Ερντογάν και η βύθιση της Τουρκίας σε μια κατάσταση ημι-failed
state (αλά Πακιστάν) είναι που κάνει τους στρατιωτικούς να αποφασίσουν το
πραξικόπημα θεωρώντας εαυτούς ως τους μοναδικούς που μπορούν να αποτρέψουν την
καταστροφή. Την πεποίθησή τους αυτή την ενισχύει το γεγονός πως από τη μία ο Ερντογάν τους χρειάζεται για να διεξάγει τον εμφύλιο, αλλά από την άλλη τους
έχει μονίμως στη μπούκα ως αναλώσιμους. Μερικά φιλικά χτυπηματάκια στην πλάτη
από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ νομίζω ήταν αρκετά για να τους θέσει σε κίνηση· ως
προστάτες της τουρκικής ανεξαρτησίας βεβαίως βεβαίως.
Ο Ερντογάν φαίνεται τυχερός, ή
καλύτερα διαβασμένος, το πραξικόπημα αποτυγχάνει και ταυτόχρονα τον
απελευθερώνει να καταφερθεί εναντίων των υπόλοιπων πρώην συμμάχων και νυν
αντιπάλων του με τον ίδιο τρόπο που καταφέρθηκε ενάντια στους Κούρδους.
Οποιοσδήποτε δεν του γυαλίσει κατηγορείται ως γκιουλενικός ή προδότης, το HDP
-παρότι δεν είχε καμία σχέση με το πραξικόπημα- γίνεται και επίσημα στόχος· την
ίδια στιγμή ο Ερντογάν προβαίνει σε δύο ακόμα κινήσεις: μία που ταιριάζει με το
νέο όνειρο των ισλαμιστών και μία που είναι “κουλή” και τον χώνει πιο βαθιά στα
σκατά. Η πρώτη είναι να “διεκδικήσει” τον οθωμανικό του χώρο, χτυπώντας
ταυτόχρονα και τον Ατατούρκ ως προδότη. Η συνθήκη της Λωζάνης ήταν μια
απαράδεκτη συνθήκη διότι παραδίδει τα νησιά μας στους Έλληνες και τη Μοσούλη
στους ιρακινούς, λέει. Η δεύτερη κίνηση είναι να έρθει σε συνεννόηση με τους Ρώσους, ένα μόλις χρόνο από την ημέρα που προσπάθησε να αναγκάσει το ΝΑΤΟ να
ξεκινήσει έναν πόλεμο μαζί τους· κι αυτή ήταν μια κίνηση απελπισίας που δείχνει
την κλασική day by day διαχείριση της πολιτικής που είναι τόσο γνώριμη και σε
πολλές άλλες χώρες.
Το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν το
ξέρουμε, αλλά από τα αποτελέσματα μπορούμε να υποθέσουμε τα εξής: Οι Τούρκοι
αποδέχονται πως η β. Λατάκια και το Χαλέπι δεν θα γίνουν δικά τους, σταματάνε
την τροφοδοσία των τζιχαντιών και αποσύρουν τους δικούς τους από τα δύο αυτά
μέτωπα. Ως αντάλλαγμα παίρνουν την περιοχή που ανήκει στην Ίσιδα ανάμεσα στους
κουρδικούς θύλακες του Κομπάνι και του Αφριν, με λίγα λόγια την περιοχή ανάμεσα
στην τζαραμπλούς και την αλ-μπάμπ. Λίγο πολύ διάφορα κωλοχώρια (σε σχέση με το
διαμάντι που αποτελεί το χαλέπι), αλλά ταυτόχρονα ως δωράκι κρατάνε τις δύο
περιοχές των σύριων Κούρδων διασπασμένες· κάτι που βολεύει και τους ασαντικούς
που δεν θέλουν τους Κούρδους να αποκτήσουν ερείσματα ανεξαρτησίας.
Και τα προβλήματα της
πακιστανοποίησης.
Το Πακιστάν ήταν η βάση των Αμερικάνων στην προσπάθειά τους να συμβάλλουν στην καταστροφή των Ρώσων στο Αφγανιστάν. Αυτή η μπίζνα που περιλάμβανε μεταξύ άλλων, το εμπόριο ηρωϊνής,
μεγάλες ποσότητες όπλων, και διάφορους φιλάνθρωπους σαουδάραβες φίλους της CIA
(σαν τον Οσάμα), δημιούργησε μια βιομηχανία στο Πακιστάν, που σαν τελείωσε ο
ψυχρός πόλεμος, ήθελε να βρει καινούργιους στόχους. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Ταλιμπάν προκειμένου να μετατρέψουν το Αφγανιστάν σε δορυφόρο του Πακιστάν·
αντί όμως να γίνει αυτό, στην ουσία ο πόλεμος του Αφγανιστάν παρέσυρε και το Πακιστάν στην κατάρρευση. Το ίδιο λίγο πολύ βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και
στην Τουρκία.
Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τα τζιχάντια
στην προσπάθεια να τιμωρήσει τους αχάριστους Κούρδους, αλλά τα τζιχάντια έχουν
τη δική τους ατζέντα πέρα από το να εκτελούν τα θελήματα του Ενρτογάν· και η
απάντησή τους στην ολοένα και μεγαλύτερη εγκατάλειψη που νιώθουν από την Τουρκία είναι διάσπαρτες επιθέσεις με χαρακτηριστικότερη ίσως αυτήν στο
αεροδρόμιο της Ισταμπουλ. Αυτές οι επιθέσεις δεν δείχνουν έναν ανοιχτό πόλεμο
ακόμα, αλλά περισσότερο λειτουργούν ως υπενθύμιση προς τον Ερντογάν να μην
ξεχνά τους συμμάχους του.
Σε αυτό το μήκος κύματος κινούνται
νομίζω τόσο η θεαματική δολοφονία του Ρώσου πρέσβη όσο και η λιγότερο θεαματική
επίθεση με φορτηγό στο Βερολίνο. Ο Ερντογάν θα αναγκαστεί τώρα να ξεκαθαρίσει
ακόμα περισσότερο τη θέση του εναντίων των τζιχαντιών στο Ιντλίμπ και το Χαλέπι, αν θέλει να κρατήσει τον θύλακά του ανάμεσα στη τζαραμπλούς και την
αλ-μπάμπ. Και όταν λέω εναντίων, εννοώ πως ακόμα και ο περιορισμός της
τροφοδοσίας στα τζιχάντια θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις δύο
τζιχαντοπεριοχές που επικοινωνούν με τον έξω κόσμο μόνο, μέσω της Τουρκίας.
Στην ουσία ο ερντογάν έχει καταφέρει
να βάλει τον εαυτό του στη γωνία με τέτοιο τρόπο, που είναι πιο πιθανό πια να
τον φάει ένας δικός του για τη δική του προδοσία στη τζιχάντ. Αλλά ανεξάρτητα
από τον Ερντογάν, η κατάσταση στην τουρκία αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά
εκρηκτική.
Οι κούρδοι, μετά την ισοπέδωση
ολόκληρων πόλεων στα σύνορα με το ιρακ και τη συρία, δύσκολα θα τα ξαναβρούν με
το τουρκικό κράτος.
Οι “εκσυγχρονιστές” με την ευρωπαϊκή
προοπτική τους ως μοναδική πυξίδα, πιστεύουν σ’ ένα φάντασμα που δεν έχει καμία
ελπίδα και η πιο καλή τους επιλογή με το σημερινό καθεστώς είναι να εγκαταλείψουν
τη χώρα.
Οι ισλαμιστές βρίσκονται κι αυτοί
πρώτη φορά σε αδιέξοδο καθώς το όνειρο της οθωμανικής αναβίωσης δείχνει να μην
αποδίδει καρπούς.
Άλλωστε ούτε οι Ιρακινοί, ούτε οι Σύριοι το βλέπουν με καλό
μάτι. Ακόμα κι αν η σύγκρουση με τη Συρία παγώσει αύριο, οι Τούρκοι θα βρεθούν
με δύο μικρά προτεκτοράτα στο Ιντλιμπ και την Αλ-μπαμπ εντελώς εξαρτημένα από
τους ίδιους, με τον ίδιο τρόπο που είναι εξαρτημένη η Β. Κύπρος. Σε αντίθεση
όμως με την Κύπρο τα δύο αυτά προτεκτοράτα θα είναι μια μόνιμη πηγή προβλημάτων
για την τουρκική ενδοχώρα, καθώς ο βαθμός της ριζοσπαστικοποίησης των εκεί
ισλαμιστών είναι λόγω του πολέμου πολύ μεγαλύτερος από αυτόν των Τούρκων
συνοδοιπόρων τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι ολοένα και μεγαλύτερη
αποξένωση των Κούρδων μαζί με τον εξοπλισμό των σύριων αδελφών τους από τους Αμερικάνους, θα κάνει τον εμφύλιο στην Τουρκία ακόμα πιο ζόρικο. Την ίδια
στιγμή που πρακτικά δεν έχουν αεροπορία (καθώς δεν εμπιστεύονται τους πιλότους
του, ή αξιόμαχο στρατό.
ΠΗΓΗ