«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο! Ομολογώ ότι λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί μου άρεσε να γράφω διάφορα κείμενα και ποιηματάκια πολύ πριν αρχίσω να γράφω μουσική».
Με τα παραπάνω
λόγια μας αποχαιρετά, ο Μίκης Θεοδωράκης στο τελευταίο του βιβλίο «Μονόλογοι
στο λυκαυγές», το οποίο όπως δηλώνει ο ίδιος θα είναι και το τελευταίο του
συγγραφικό έργο.
Το βιβλίο αυτό
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ιανός», αποτελεί τη συνέχεια και ολοκλήρωση
του προηγούμενου βιβλίου του Μίκη Θεοδωράκη «Διάλογοι στο λυκόφως. 90
συνεντεύξεις».
Το δίδυμο
«Διάλογοι στο Λυκόφως» – «Μονόλογοι στο Λυκαυγές» πραγματεύεται την τελική μου
προσπάθεια να συνδέσω το Τέλος και την Αρχή μιας νέας Ουτοπίας ως επιστέγασμα
της ζωής και του έργου μου, γράφει ο ίδιος
Το
βιβλίο προλογίζει ο Γιώργος Κασιμάτης. Ο επίλογος είναι του Ανδρέα Μαράτου και
του ίδιου του συγγραφέα.
Έργο εξωφύλλου: γ. στούμπος «Χωρίς τίτλο», 2000.
Λίγα
λόγια για το βιβλίο
Στο βιβλίο
περιλαμβάνονται κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη της χρονικής περιόδου 1996 έως 2016,
όπως ανασύρθηκαν από το Αρχείο του. Η επιλογή έγινε από τον ίδιο, καθώς και η
σειρά καταχώρησής τους.
Θέλοντας να
εισαγάγει τον αναγνώστη στη βαθύτερη ουσία της σκέψης του, σε εκείνες ακριβώς
τις ιδέες που επανέρχονται τακτικά και διατρέχουν το σύνολο του έργου του και
της προσωπικής του φιλοσοφίας, προτίμησε να τις προτάξει στο Α΄ Μέρος, ασχέτως
χρονολογίας.
Το υλικό του
Β΄ Μέρους, όπου περιλαμβάνονται ομιλίες, δηλώσεις και άρθρα, ακολουθεί τη
χρονολογική σειρά, με στοιχεία ανασκόπησης των σημαντικότερων γεγονότων αλλά
και της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ανά έτος.
Επίλογος
του Μίκη Θεοδωράκη
«Δεν υπάρχει
αμφιβολία. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο! Ομολογώ ότι λυπάμαι γι’ αυτό,
γιατί μου άρεσε να γράφω διάφορα κείμενα και ποιηματάκια πολύ πριν αρχίσω να
γράφω μουσική. Γιατί και την μουσική την έγραφα, μόνο που αντί για λέξεις
έγραφα μουσικούς φθόγγους. Μπορεί άραγε αυτός που χτυπά πλήκτρα να νιώθει την
ίδια μέθη, τον ίδιο ίλιγγο με μας που κρατούσαμε πένα με μελάνι είτε μολύβι που
κάθε τόσο το ξύναμε για να πάρουμε μιαν ανάσα, μια πνοή ικανοποίησης για το
έργο μας, που εκείνη τη στιγμή το θεωρούσαμε μοναδικό!
Ο συγγραφέας
και ο ποιητής, που έχει φτάσει σε βαθμό να τυπώνεται και να διαβάζεται, σίγουρα
νιώθει σαν ημίθεος. Τι να πω όμως για τον συνθέτη, που τους ψυχρούς φθόγγους
του, τους γραμμένους πάνω σε ένα χαρτί, μπορείς να τους ακούσεις να ζωντανεύουν
και να πετούν σαν σμήνη πουλιών που διαπερνούν τα τείχη του πραγματικού κόσμου
και γίνονται αυλοί, ήχοι ενός θεϊκού κόσμου που είναι το μουσικό του έργο,
καθώς εισβάλλει σε χιλιάδες ψυχές, σκέψεις, αισθήματα, καρδιές του κάθε
Ανθρώπου χωρίς διάκριση.
Τι να πω
λοιπόν για τον συνθέτη; Ότι είναι ένας μικρός Θεός; Όχι! Θα πω μονάχα ότι είναι
ευλογημένος… Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεμοι και κυματίζει,
αφρίζει με χίλιους τρόπους, όμως όλα αυτά συμβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί
λίγο πιο κάτω παραμένει ήρεμη, πανέμορφη, ευλογημένη.
Το ίδιο και η ζωή μου, που τα έζησε όλα. Στον υπερθετικό. Τη χαρά και τον πόνο.
Το κόκκινο και το μαύρο. Την αγάπη και το μίσος. Τον θρίαμβο και την
απογοήτευση. Το φως και το σκοτάδι. Αυτή υπήρξε η ζωή μου. Η γνωστή. Γιατί την
άλλη, που σας αποκαλύπτω σήμερα, την έζησα γαλήνιος, βέβαιος και ευλογημένος.
Έτσι το θέλησε
η Μοίρα, αυτός ο αποχαιρετισμός να συμπέσει με την εικόνα της Αγίας Μητέρας μου
της προσφυγοπούλας από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, την ίδια εικόνα που είδα σε
κάποια άλλη.
Με τον ίδιο
σας αποχαιρετώ κι εγώ».