Η
κυβέρνηση ορθώνει δήθεν
«κόκκινες
γραμμές» επικοινωνιακής
άμυνας
– Κομβικό ζητούμενο
το
πολιτικό κίνημα διεξόδου
Η Ελλάδα βρίσκεται σε διπλό κλοιό, αντιμέτωπη με
διπλή απειλή.Από τη μια πλευρά δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από την ευρωκρατία
και οδηγείται σε οικονομικούς και κοινωνικούς καταναγκασμούς που όχι μόνο δεν
θεραπεύουν τα «προβλήματα» για την αντιμετώπιση των οποίων υποτίθεται ότι
σχεδιάσθηκαν, αλλά έχουν τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Απειλούν να τινάξουν
στον αέρα την κοινωνική συνοχή, τους όρους επιβίωσης της μεγάλης πλειονότητας
του λαού, μετασχηματίζουν βίαια την κοινωνική σύνθεση της χώρας διαλύοντας τη
μεσαία τάξη χωρίς να αναδεικνύεται καμία εναλλακτική προοπτική. Παράλληλα
καταδικάζουν τη χώρα σε μια παραγωγική αποσυγκρότηση ξεθεμελιώνοντας πολύπλευρα
παραγωγικές δυνατότητες και προοπτικές. Απαξιώνουν δημόσιο πλούτο και κοινές
παραγωγικές πηγές, καταστρέφουν μέσα παραγωγής και μαζί επιδεξιότητες, τεχνικές
γνώσεις, εμπειρίες και μαστορική. Οδηγούν στο εξωτερικό νέους επιστήμονες και
ειδικευμένους εργαζόμενους αποδυναμώνοντας, στερώντας από τη χώρα, δυνατότητες
επανεκκίνησης.
Το παγκοσμίων διαστάσεων πείραμα που
πραγματοποιείται στη χώρα με τρόπο κυνικό από τη συμπαιγνία ΔΝΤ και ευρωπαϊκού
ιερατείου, υπερβαίνει κατά πολύ τους υλικούς όρους ύπαρξης και ζωής των
κατοίκων της χώρας. Δοκιμάζει ταυτόχρονα το όρια της αξιοπρέπειας, της
νοημοσύνης του λαού, τα όρια χειρισμού των αντιδράσεών του σε φτώχεια,
εξευτελισμούς, προσβολές. Οι χθεσινές δηλώσεις ενός ξεπεσμένου πια Ολλανδού
πολιτικού, του Ντάισελμπλουμ, περιβεβλημένου τη λεοντή του πειθήνιου
αξιωματούχου της γερμανικής Ευρώπης, είναι ενδεικτική αυτής της νοοτροπίας,
αυτού του πειραματισμού. Δεν είναι απλά μια λεκτική αστοχία. Πρόκειται για μια
ωμή αναφορά στηριγμένη στα δόγματα ενός καπιταλισμού που αντλεί αξίες από μια
προτεσταντική τάξη (όρντινο – καπιταλισμός), και προσβάλλει βαθιά την αλήθεια
αλλά και τα όριά του πολίτη. Στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό Νότο δοκιμάζονται
σε ευρύτατη κλίμακα πολιτικές με ορίζοντα σχέδια για ένα πολύπλευρα σκοτεινό,
για τη δημοκρατία και τις ανθρώπινες σχέσεις, μέλλον, διαφορετικό από αυτό που
γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, με στόχο την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου και
δύναμης σε λίγους, τη διαμόρφωση μιας σκληρής πυραμιδικής μορφής του συνόλου
των ανθρώπινων σχέσεων και όχημα – μέσο τις εξαγγελίες για την κυοφορούμενη 4η
Βιομηχανική Επανάσταση.
Μια κουβέντα
με ελλείψεις
Εδώ στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια
κουβεντιάσαμε αποκλειστικά για την απειλή που συνιστούν οι καταναγκασμοί της
ευρωκρατίας. Την κουβεντιάσαμε και την αντιμετωπίσαμε μονόπλευρα, κυρίως από
την οικονομική διάστασή της. Ξεχάσαμε την πολιτική και την κοινωνική διάστασή
της και οι όποιες αναφορές σε αυτήν παρέμειναν στα πλαίσια του οικονομισμού.
Γύρω από αυτήν τη συζήτηση δημιουργήθηκαν βεβαιότητες και καλλιεργήθηκαν
αυταπάτες για «εύκολες» λύσεις χωρίς τομές και ρήξεις με τις βαθύτερες
διαστάσεις που συνιστούσε και συνιστά αυτή η απειλή. Το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ και η
μετάλλαξη του είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα διάψευσης αυτών των αυταπατών
που δυστυχώς συνεχίζονται στα σχήματα που τον διαδέχθηκαν με νέες ίσως μορφές
το ίδιο όμως ελλιπείς, χωρίς να διδάσκονται τίποτα από το πρόσφατο παρελθόν,
προσκολλημένες στα ίδια στερεότυπα. Η «λύση» αναζητείται στο ΠΛΑΊΣΙΟ μιας νέας
«αποφασισμένης» αυτή τη φορά ηγεσίας, η αναγκαία λαϊκή συμμετοχή αντικαθίσταται
από ένα κομματικό ακτιβισμό, το αναγκαίο και ζητούμενο όραμα βολεύεται στη
διατύπωση ενός «ταξικού» αιτήματος, το σχέδιο συρρικνώνεται σε ένα σύνθημα με
αντίστοιχα γενναίες δόσεις στείρου οικονομισμού…
Και όλα αυτά τη στιγμή που ο ορίζοντας
σκοτεινιάζει με νέα προβλήματα και απειλές…
Νέο μέτωπο και
κίνδυνοι εξ Ανατολών
Η απειλή που συνιστά η ευρωκρατία δεν είναι η
μοναδική για τη χώρα. Συναντιέται, τέμνεται, διασταυρώνεται και καθορίζεται από
την επιθετικότητα της Τουρκίας σε Θράκη – Αιγαίο – Κύπρο, μέσα σε ένα κλίμα
γενικότερων γεωπολιτικών αναταράξεων σε ολόκληρη τη περιοχή της Νοτιοανατολικής
Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Οι δυο απειλές, που σαν μέγγενη σφίγγουν τη
χώρα και απειλούν την ειρήνη στην περιοχή, αλληλοεπηρεάζονται και
αλληλοτροφοδοτούνται διαμορφώνοντας πρωτόγνωρες συνθήκες και δημιουργώντας δυσεπίλυτα
ερωτήματα.
Γι’ αυτό το δεύτερο μέτωπο προβλημάτων κυριαρχεί
πολύπλευρα η απόλυτη πολιτική αφασία, η πλήρης ανετοιμότητα του λαού και ο
απόλυτος αποπροσανατολισμός. Η διαισθητική συναίσθηση του κινδύνου από την
πλευρά των απλών ανθρώπων, κυρίως των παραμεθόριων περιοχών της χώρας, όσο και
ΑΝ είναι σημαντικός παράγοντας παραμένει αναξιοποίητος.
Το επίσημο πολιτικό σύστημα αδυνατεί και να
αντιληφθεί και να χαράξει στοιχειωδώς πολιτική έναντι της συνεχώς κλιμακούμενης
επιθετικότητας της Τουρκίας. Δεν ήταν πάντα έτσι… Σήμερα στο μέτωπο της εξ
Ανατολών επιθετικότητας, ακολουθείται η ίδια γραμμή με εκείνη απέναντι της Ε.Ε.
Ορθώνονται δήθεν «κόκκινες γραμμές» επικοινωνιακής άμυνας έναντι των προκλήσεων
του Ερντογάν που εξαντλούνται στην πειθήνια αποδοχή των επιδιώξεων των ΗΠΑ και
του ΝΑΤΟ στην περιοχή και τα σχέδια του ευρω-ιερατείου. Και παράλληλα,
κυβέρνηση και συστημική αντιπολίτευση, στρουθοκαμηλίζουν διαβεβαιώνοντας
εαυτούς και αλλήλους ότι δήθεν το ευρωπαϊκό κεκτημένο και αλληλεγγύη θα
προστατεύσει τη χώρα ή θα καταστήσει πιθανές απώλειες πολιτικά ανεκτές και
διαχειρήσιμες.
Έτσι τη στιγμή που ο Ερντογάν σχεδιάζει
πρωτοβουλίες ανάδειξης του ίδιου και της χώρας του σε δύναμη παγκόσμιας
εμβέλειας, πρόσφατα παρουσίασε εαυτόν ως τον φυσικό ηγέτη 2 δισεκατομμυρίων
ανθρώπων αναφερόμενος στον παγκόσμια διεσπαρμένο σουνιτισμό και τολμά σε αυτό
το σχέδιο ανάκτησης ισχύος το άνοιγμα πολλαπλών μετώπων με ΗΠΑ, Ε.Ε., Ισραήλ,
Ιράν, Ρωσία κλπ, τη στιγμή που η Τουρκία εκμεταλλευόμενη την επαναχάραξη των
συνόρων σε όλη τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια βάζει στόχο να ανακτήσει τα
εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας που χάθηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάννης και ο
πολιτικός κόσμος της χώρας αδυνατεί να παρακολουθήσει και να παρέμβει στις
τάσεις.
Κυβέρνηση – και αντιπολίτευση – πρόθυμα
παραδίδουν στοιχεία της εθνικής κυριαρχίας σε ΝΑΤΟ και ΗΠΑ στο Αιγαίο και
σχεδιάζουν νέες παραχωρήσεις ευκολιών σε Σούδα και Κάρπαθο. Βυθίζουν έτσι τη
χώρα πιο πολύ στη δίνη της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας και
περιφερειακών δυνάμεων.
Ετοιμάζονται να αποδεχθούν το σχέδιο κατάλυσης
της Κυπριακής Δημοκρατίας παραδίδοντας το νησί σε ΗΠΑ και Βρετανούς σε άμεση
εμπλοκή με τα σχέδια κλιμάκωσης του πολέμου στη Συρία
Αδυνατούν να αντιληφθούν το προσφυγικό ως
γεωπολιτικό όπλο, μετατρέπουν τη χώρα σε αποθήκη ψυχών στο όνομα ενός ρηχού
αντιρατσισμού και ελπίζουν σε οικονομικά ανταλλάγματα και διευκολύνσεις από την
Ε.Ε. έναντι των παρεχόμενων υπηρεσιών. Επιδίδονται παράλληλα, και κατά τα
γνωστά, σε μια νέα μορφή επιχειρηματικής εκμετάλλευσης του δράματος των
προσφύγων και μεταναστών με όχημα τις ΜΚΟ και νέα τζάκια «ημετέρων».
Υποτιμούν την καταγγελία της Συνθήκης της
Λωζάννης, το αίτημα επιστροφής 18 ελληνικών νησιών στην Τουρκία και συνολικά
την πολιτική Ερντογάν στην περιοχή.
Παρακολουθούν αμήχανα το διπλωματικό παιχνίδι
Αγκυρας – Μόσχας και προσυπογράφουν αδιαμαρτύρητα τα ευρωπαϊκά μέτρα σε βάρος
της Ρωσίας.
Παριστάνουν την «ήρεμη δύναμη και την εστία
σταθερότητας» στην περιοχή και ποντάρουν στην τύχη, ελπίζοντας σε κατάρρευση
των σχεδίων Ερντογάν καθώς επενδύουν στις αντιφάσεις της πολιτικής του.
Πουλάνε σκληράδα στα Βαλκάνια, σε Αλβανία και
ΠΓΔΜ, αλλά καταπίνουν το γκριζάρισμα του Αιγαίου, τα στρατιωτικά γυμνάσια που
περικυκλώνουν τα νησιά και αμφισβητούν θαλάσσια σύνορα και Κύπρο.
Εσχάτως η κυβέρνηση «λομπίζει» με τη νέα
διοίκηση Τραμπ και πανηγυρίζει με το ταξίδι του Ν. Κοτζιά στις ΗΠΑ
καλλιεργώντας την εντύπωση ότι η Ελλάδα θα κερδίσει από την όξυνση των σχέσεων
Ερντογάν με ΗΠΑ και Ε.Ε., τη στιγμή που με αμερικανική συναίνεση γίνεται
αποδεκτό το αίτημα της Τουρκίας για αποκλεισμό της Λήμνου από ασκήσεις στο
Αιγαίο.
Όλα αυτά συνηγορούν και αποδεικνύουν ότι ο
ελληνικός συστημικός πολιτικός κόσμος είναι απόλυτα παραδομένος χωρίς σχέδιο
μπροστά στη διπλή απειλή.
Φέρνει έτσι τη χώρα πιο κοντά σε μια μεγάλη
καταστροφή ως αποτέλεσμα της διπλής απειλής.
Αναζητείται σχέδιο διεξόδου
Αν η για άλλη μια φορά «δραπέτευση» του ελληνικού
αστισμού από το πρόβλημα φέρνει πιο κοντά το ενδεχόμενο μια διπλής καταστροφής,
οι δυνάμεις της Αριστεράς έχουν και αυτές μεγάλο μερίδιο της ευθύνης.
Ούτε ο γενικόλογος πασιφισμός ούτε η καταγγελία «των
αστισμών» Ελλάδας και Τουρκίας, που δήθεν ανταγωνίζονται για μερίδια αγορών,
μπορούν να ερμηνεύσουν τις εξελίξεις και κυρίως να προσανατολίσουν σε ένα
σχέδιο αποτροπής του πολέμου. Οι ερμηνείες αυτές αδυνατούν να δουν τη σχέση και
τις συνέπειες που έχει η ύπαρξη της διπλής απειλής και τις συνέπειες από την
εγκαθίδρυση ενός μνημονιακού καθεστώτος σε μια χώρα περιορισμένης κυριαρχίας,
χωρίς βάρος και θέση στη διεθνή σκηνή. Σε μια χώρα που σταδιακά μετατρέπεται σε
χώρο και ο λαός της σε πειραματόζωο πολιτικών, γεωστρατηγικών και οικονομικών
σχεδιασμών.
Απαιτείται μια συνολικά
διαφορετική πολιτική προσέγγιση.
Η χώρα μπορεί να υπάρξει σαν δύναμη ειρήνης και
ουδετερότητας έναντι των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στην περιοχή. Μπορεί να
υπάρξει σαν χώρα οικονομικής πολιτικής και πολιτιστικής συνεργασίας και
αμοιβαίου σεβασμού σε Βαλκάνια και Μ. Ανατολή, με αναγνώριση των σημερινών
συνόρων, σε αντίθεση με μικρο-εθνικισμούς, γέννημα και θρέμμα μεγάλων
εθνικισμών.
Χρειάζεται ιεράρχηση στόχων και προτεραιοτήτων
αντιμετώπισης της διπλής απειλής. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την τουρκική
επιθετικότητα με ερειπωμένη την οικονομία, την παραγωγική της δυνατότητα, με
φτωχό και απελπισμένο τον λαό της. Δεν μπορεί παράλληλα να αγνοήσει την
τουρκική απειλή ανοίγοντας ταυτόχρονα όλα τα μέτωπα και οξύνοντας όλες τις
αντιθέσεις. Οφείλει να χαράξει πολιτική αναζητώντας ενδιάμεσα βήματα,
επιλέγοντας συμμαχίες και φίλους, προσωρινούς ή πιο μόνιμους, επιχειρώντας να
αξιοποιήσει υπαρκτές αντιθέσεις με έναν πολιτικό σχεδιασμό που θα υπηρετούν ένα
διπλό στόχο, την αντιμετώπιση της διπλής απειλής.
Αυτό προϋποθέτει την ανάκτηση της αξιοπιστίας της, την
τόνωση του φρονήματος των πολιτών της, την ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής
κυριαρχίας που σήμερα έχουν διαλυθεί.
Η αναζήτηση μιας τέτοιας σύνθετης πολιτικής, αναπόσπαστο
τμήμα ενός πολιτικού κινήματος διεξόδου, σημαίνει πολλά. Σημαίνει ίσως το
περπάτημα ενός δρόμου δυσκολιών και θυσιών…
Άλλωστε τι απομένει; Έχει αποδειχθεί ότι ο εύκολος δρόμος
δεν οδηγεί παρά σε ένα διαρκές και αξεπέραστο μαρτύριο…
Του Σπύρου Παναγιώτου