Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΓΔΜ: Ποια θα ρίξουν στο τραπέζι οι Σκοπιανοί



«Και όμως η ΠΓΔΜ θα μετονομαστεί» είναι ο τίτλος άρθρου στην Tageszeitung του Βερολίνου, το οποίο αναφέρεται στις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με την παλιά διαμάχη Αθήνας και Σκοπίων για την oνομασία. Η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ είναι προφανώς πρόθυμη να επιλύσει τη διαμάχη που υποβόσκει εδώ και πάνω από 20 χρόνια με την Ελλάδα, σημειώνει η TAZ.Στο παρελθόν πάντως, είχαν ακουστεί τα ονόματα Σλαβομακεδονία, Ανω Μακεδονία αλλά και Βαρδάσκα. Η Ελληνική πλευρά πάντως, τότε αλλά και σήμερα διαφωνούσε με την οποιαδήποτε της λέξεως Μακεδονία ειδικά με το Ανω Μακεδονία ή Νέα Μακεδονία, ή Βόρεια Μακεδονία διότι αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για προπαγανδιστικές και υποτιθέμενες αλυτρωτικές εκδηλώσεις κατά της χώρας μας.
Πάντως, οι σημερινοί κάτοικοι της ΠΓΔΜ εάν δεν θέλουν να παραδεχούν ότι είναι Σλάβοι και θέλουν να πιστεύουν ότι προέρχονται από τους αρχαίους χρόνους οιπρόγονοί τους,τότε, θα πρέπεινα διαλέξουν μεταξύ των ονομάτων Δάρδανοι,ή Γαλάβριοι, ή Σκορδίσκοι,ή Ορβίηλιοι, όπως αναφέρονται οι κάτοικοι της περιοχής αυτής στον Στράβωνα και τον Αρριανό.
Εξάλλου όταν ιδρύθηκε το κράτος της Γιουγκοσλαβίας (βασίλειο) το 1929, η περιοχή ονομαζόταν επαρχία ( «Μπανόβινα») του Βαρδάρη.
Deutsche Welle: Μπλόκο από την Αθήνα
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle (DW) «Στον πυρήνα της διαμάχης βρίσκεται το αν η λεγόμενη ´Mακεδονία´ θα πρέπει να συνεχίσει να αποκαλείται έτσι. Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν αποδέχεται κάτι τέτοιο, η Αθήνα έχει μπλοκάρει κάθε προσπάθεια της ΠΓΔΜ να γίνει μέλος της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα φοβόταν ότι μια χώρα με το όνομα ´Mακεδονία´ θα ήγειρε εδαφικές αξιώσεις για την ελληνική Μακεδονία στη βόρεια Ελλάδα», σημειώνει η εφημερίδα.
Αυτές τις μέρες νέες επαφές βρίσκονται σε εξέλιξη, αναφέρει η TAZ, επικαλούμενη και το δημοσίευμα των Financial Times που πρώτο ανακίνησε το ζήτημα. Στις Βρυξέλλες o υπ. Εξ. της ΠΓΔΜ Νικολά Ντιμιτρόφ κάνει μια νέα προσπάθεια για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, ενώ την Τετάρτη θα συναντηθεί με εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία «βλέπει λόγους για να είναι αισιόδοξη», αφού στο μεταξύ η κυβέρνηση Γκρουέφσκι έχει χάσει την εξουσία. «Μένει πλέον να δούμε ποιο θα είναι το όνομα της χώρας αυτής με τα 2,1 εκατομμύρια κατοίκους.
Το γερμανικό υπ. Εξωτερικών κάνει λόγο για Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, οι ΗΠΑ και ο ΟΗΕ χρησιμοποιούν το ακρωνύμιο FYROM. Kαι τα δύο περιέχουν τον όρο “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία’». Κι άλλες επιλογές είναι ανοιχτές, όπως «Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας», αναφέρει η TAZ σημειώνοντας όμως ότι «εκπρόσωποι από την Ελλάδα προειδοποιούν για τον κίνδυνο υπερβολικής βιασύνης». Από την πλευρά του ο υπ. Εξωτερικών της ΠΓΔΜ, σύμφωνα με την TAZ, εμφανίζεται αισιόδοξος για πιθανή συμφωνία εντός των επόμενων δώδεκα μηνών.
Στην ίδια εφημερίδα διαβάζουμε σχόλιο σχετικά με το ίδιο θέμα. Μετά από δύο και πλέον δεκαετίες «τα σημεία των καιρών φαίνονται και πάλι ευνοϊκά για μια επίλυση μιας παράλογης διαμάχης», που μαίνεται μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων ήδη από την εποχή της διάλυσης της π. Γιουγκοσλαβίας. Το σχόλιο υπενθυμίζει ευσύνοπτα το ιστορικό της διαμάχης, τους φόβους της Αθήνας για εδαφικές αξιώσεις εκ μέρους των Σκοπίων αλλά και την στάση εκατό και πλέον άλλων χωρών που δεν συμμερίζονταν τους ελληνικούς φόβους και αναγνώρισαν την ΠΓΔΜ με το όνομα «Μακεδονία».

Όπως επισημαίνεται στο σχόλιο «Θαρραλέοι πολιτικοί έχουν προσπαθήσει στο παρελθόν να επιλύσουν το ζήτημα», ωστόσο η προσπάθεια συμβιβασμού του 1992 με επικεφαλής τον τότε ευρωπαίο διαμεσολαβητή Πινέιρο απέτυχε «την τελευταία στιγμή», εξαιτίας της αποδυνάμωσης στην Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όπως αναφέρει το σχόλιο «τα τελευταία χρόνια τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί: Όχι πια η κυβέρνηση της Αθήνας αλλά το καθεστώς Γκρουέφσκι στα Σκόπια απέρριπτε κάθε συμβιβασμό. Σήμερα πια φυσάει νέος αέρας. Η ευκαιρία είναι εδώ.» Και οι δύο χώρες γνωρίζουν μάλλον ότι εξαρτώνται η μια από την άλλη και για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να περιμένουν άλλα 25 χρόνια για μια λύση, σημειώνει το σχόλιο.

JP Morgan: Όσο και να "απειλεί" η Ελλάδα, αύριο θα πάρει μόνο τη δόση

Το Eurogroup θα εγκρίνει την εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα για να αποφευχθεί ένα ατύχημα ρευστότητας, ωστόσο δεν αναμένεται να υπάρξει κάποια συμφωνία που να ανοίγει τον δρόμο για την ένταξη της χώρας στο QE, όπως σημειώνει η JP Morgan σε νέα της έκθεση.

Αυτό θα παραμείνει ένα σημαντικό θέμα στην ατζέντα στους επόμενους μήνες και θα ξαναπέσει στο τραπέζι με έναν πιο εποικοδομητικό τρόπο προς τα τέλη του έτους και μετά τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Η Ελλάδα θα προσέλθει στη συνεδρίαση έχοντας σε γενικές γραμμές εκπληρώσει τα προαπαιτουμένα, αποδεχόμενη ουσιαστικά τα αιτήματα του ΔΝΤ για πρόσθετη δημοσιονομική λιτότητα ύψους 2% του ΑΕΠ κατά το 2019-2020. Για να συμμορφωθεί με αυτό το σκληρό σύνολο προαπαιτουμένων, η ελληνική κυβέρνηση ελπίζει να επιτύχει έναν καθαρό δρόμο εξόδου από την πολυετή ύφεση.  Ο πιο πιεστικός στόχος ήταν να σφραγίσει το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης και να λάβει την επόμενη δόση που απαιτείται για τις αποπληρωμές  του Ιουλίου.
Ωστόσο, οι στόχοι της ελληνικής πλευράς είναι πιο μεγάλοι και δύσκολοι, συμπεριλαμβανομένης της παροχής επαρκών λεπτομερειών για την ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους πιστωτές για να υπάρξει θετική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους από όλους τους θεσμούς - συμπεριλαμβανομένου και του ΔΝΤ - που θα προετοιμάσει το έδαφος για την ένταξη στο QE της ΕΚΤ στο εγγύς μέλλον.
Αυτές οι προσδοκίες, όπως σημειώνει η JP Morgan, συνδέονται στενά με την επιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να λάβει μια σημαντική πολιτική ώθηση την στιγμή που έχει χάσει σημαντικό έδαφος στις δημοσκοπήσεις.
Δίκαιο deal αλλά όχι το τέλος του παιχνιδιού
Αυτό που είναι εφικτό αυτή τη στιγμή είναι μια δίκαιη συμφωνία αλλά όχι το τέλος του παιχνιδιού. Η Ελλάδα θα λάβει επαίνους για το μεγάλο πακέτο λιτότητας που ενέκρινε η κυβέρνηση, λαμβάνοντας έτσι την ταχεία εκταμίευση της επόμενης δόσης. Το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, αντίθετα, θα παραμείνει υπό συζήτηση. Μια πιθανή συμβιβαστική λύση θα αφορά τη δέσμευση του ΔΝΤ να συμμετάσχει "κατ 'αρχήν" στο πρόγραμμα, αλλά με την μελλοντική οικονομική του συμμετοχή να εξαρτάται από τον προσδιορισμό των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.  Αυτό θα πρέπει να είναι αρκετό για μία θετική ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους αλλά και για να ικανοποιήσει τους Γερμανούς, οι οποίοι επιμένουν στη συνεχιζόμενη συμμετοχή του ΔΝΤ.
Θα είναι αρκετό για την ελληνική κυβέρνηση;
Σύμφωνα με την JP Morgan, αυτό είναι αναμφισβήτητα το περισσότερο που μπορεί να πετύχει η Ελλάδα σε αυτό το στάδιο, δεδομένων των εκλογών στη Γερμανία οι οποίες περιορίζουν την ουσιαστική απόφαση για την ελάφρυνση του χρέους. Ωστόσο είναι πιθανό ότι οι συνεχείς προσπάθειες - ειδικά από τη νέα γαλλική κυβέρνηση – για μία πιο ολοκληρωμένη λύση, να οδηγήσουν τελικά σε κάποια επιπλέον παραχώρηση στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, παραμένοντας εντός των ορίων της ανακοίνωσης του Μαΐου του 2016 για την ελάφρυνση του χρέους, η Ελλάδα μπορεί να λάβει αναλυτικότερη ευρωπαϊκή δέσμευση για την παράταση των προθεσμιών λήξης και περιόδων χάριτος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διατήρηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών κάτω του 15% του ΑΕΠ.
Ίσως πιο σημαντικό, οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα μπορούσαν να δεσμευτούν ρητά να συζητήσουν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους πριν από το τέλος του έτους. Και είναι επίσης πιθανό η Ελλάδα να λάβει μεγαλύτερη δόση (περίπου 10 δισ. ευρώ) με στόχο την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών της κυβέρνησης ή την ενίσχυση της ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα.
Ακόμη όμως και με αυτές τις πιθανές παραχωρήσεις, η συνολική συμφωνία θα ήταν χαμηλότερη από τις αρχικές προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης. Ωστόσο, δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να αποδεχθεί τη διαθέσιμη συμφωνία. Η ελληνική ρητορική έχει ήδη αλλάξει, με τις προσδοκίες να μειώνονται, ενώ ο κίνδυνος που θα δημιουργηθεί από την απόρριψη της συμφωνίας με σκοπό να ασκηθεί πίεση στους Ευρωπαίους εταίρους για περαιτέρω βελτίωση της προσφοράς τους πριν από την προθεσμία του Ιουλίου, είναι μεγάλος.
Επιπλέον, η απουσία (μετά τον Ιούλιο του 2017) μεγάλων λήξεων μέχρι τον Απρίλιο του 2019 θα σήμαινε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να επικεντρωθεί εκ νέου στην εσωτερική ατζέντα και στα μέτρα στήριξης της οικονομίας χωρίς ιδιαίτερη εξωτερική επιρροή.
Τι γίνεται με το QE;
Εάν η συμφωνία πλησιάσει τις προσδοκίες της JP Morgan, δεν θα είναι αρκετή για να επιτρέψει στα ελληνικά ομόλογα να γίνουν αποδεκτά στο QE. Άλλωστε, η ΕΚΤ έχει καταστήσει σαφές ότι θα χρειαζόταν αξιόπιστα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους για να μία θετική ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Η Κομισιόν και ο ESM θα μπορούσαν να παράσχουν μια τέτοια αξιολόγηση, δεδομένου του δικού τους συνόλου ευνοϊκότερων προβλέψεων, ωστόσο αυτό δεν θα ήταν αρκετό για την ΕΚΤ για να αποφασίσει την ένταξη της Ελλάδας στο QE.
Από την άλλη πλευρά, oι Ευρωπαίοι γνωρίζουν την ανάγκη να εξασφαλίσουν μια επιτυχημένη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές πριν από το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 για να αποφευχθεί η ανάγκη για ένα (μικρότερο) τέταρτο μνημόνιο. Όπως σημειώνει η JP Morgan χρειάζεται περαιτέρω πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων για να μπορέσει να βγει η Ελλάδα στις αγορές, για την οποία το QE είναι σημαντικός καταλύτης.
Έτσι, οι Ευρωπαίοι θα δεσμευτούν να επανεξετάσουν με εποικοδομητικό τρόπο το QE προς το τέλος του έτους, με αναφορά στο χρόνο που θα τεθεί σε ισχύ, μετά το πέρας των γερμανικών εκλογών. Σε εκείνο το σημείο, μία θετική αξιολόγηση για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους από τον ESM με βάση τα συμφωνηθέντα μέτρα μπορεί να αποδειχθεί αρκετή για να λύσει τα χέρια της ΕΚΤ, πιθανώς στο δ' τρίμηνο ή στις αρχές του 2018.  Όταν η ανάκαμψη και η συνεχιζόμενη δημοσιονομική πειθαρχία κυριαρχήσουν στην ελληνική οικονομία, η σημασία της συμμετοχής του ΔΝΤ θα μπορούσε να γίνει λιγότερο σημαντική καθώς πλησιάζει το τέλος του τρίτου προγράμματος, καταλήγει η JP Morgan.
Ελευθερία Κούρταλη