H ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας, λένε. Αν σ’ αυτή προστεθεί
η άκρατη κομματικοποίηση και πολιτικοποίηση ακόμη και οικονομικών εννοιών, το
αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό.
Για να μην ξεχνάμε, επειδή, δυστυχώς, σαν λαός έχουμε βραχεία
μνήμη.
Την περίοδο μετά το πρώτο μνημόνιο, δηλαδή μετά τον Μάιο του 2010, θεωρείτο περίπου έγκλημα να αναφέρει κάποιος τις λέξεις αναδιάρθρωση χρέους.
Πίσω από αυτή την προσέγγιση που αντανακλούσε τη «γραμμή» του υπουργείου Οικονομικών εκείνης της περιόδου, υπήρχε η αντίληψη ότι η αναδιάρθρωση του χρέους ήταν κάτι κακό.
Θα ήταν απόδειξη χρεοκοπίας της χώρας και θα δημιουργούσε προβλήματα στις τράπεζες, έλεγαν.
Ηταν επίσης ενδεικτικό της τότε επικρατούσας άποψης πως το ελληνικό ζήτημα δεν ήταν πρόβλημα χρέους αλλά ρευστότητας.
Αρκούσε να δώσουν οι πιστωτές νέα δάνεια στην Ελλάδα και να μπουν τα δημόσια οικονομικά σε τάξη, συνοδεία κάποιων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, για να μπει η χώρα εκ νέου σε κανονικότητα.
Και να αρχίσει να εξυπηρετεί τα δάνειά της εκ νέου.
Σήμερα, κάπου 7 χρόνια αργότερα, κυβέρνηση και κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του Τύπου, ζητούν από τους Ευρωπαίους εταίρους-δανειστές να προχωρήσουν σε γενναία μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Η ελάφρυνση ή αναδιάρθρωση του χρέους δεν είναι απλά αποδεκτή από όλους, είναι επιθυμητή και το ζητούμενο.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς.
Μήπως θα ήταν καλύτερα αν γινόταν ανοικτά η συζήτηση για την αναγκαιότητα ή μη της αναδιάρθρωσης του χρέους από την αρχή των μνημονίων;
Δεν είναι το μοναδικό θέμα οικονομικής φύσεως, για το οποίο έγινε προσπάθεια να κρυφτεί κάτω από το χαλί για τους όποιους λόγους.
Όπως έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν, στην Ελλάδα δεν έχει διεξαχθεί διεξοδική συζήτηση για το ευρώ και κατά πόσο συμφέρει τη χώρα να το έχει νόμισμα ή να υιοθετήσει κάποιο άλλο.
Ισως γιατί οι οπαδοί της δραχμής συνθηματολογούν περισσότερο παρά επιχειρηματολογούν και συνήθως βρίσκονται στα άκρα του πολιτικού συστήματος.
Ισως γιατί κάποιοι άλλοι θεωρούν το ευρώ θέσφατο και δεν θέλουν να γίνει συζήτηση.
Πρόσφατα, ήλθε εκ νέου στην επικαιρότητα το θέμα του παράλληλου νομίσματος και του παράλληλου συστήματος πληρωμών.
Δεν πρόκειται να εκφέρουμε άποψη για το θέμα.
Απλά, θα επισημάνουμε δύο πράγματα.
Πρώτον, τα θέματα δεν έχουν γίνει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης με καθαρά οικονομικούς όρους.
Δεύτερον, η Ελλάδα είχε κάτι που προσομοίαζε σε παράλληλο σύστημα πληρωμών επί δεκαετίες με την πατέντα των μεταχρονολογημένων επιταγών και μπορούν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα.
Πιο πρόσφατα, είχαμε επίσης την πολιτικοποίηση του θέματος της εξόδου της χώρας στις αγορές, με σχεδόν αντεστραμμένους ρόλους σε σύγκριση με το 2014.
Η σημερινή κυβέρνηση, που ως αξιωματική αντιπολίτευση χλεύαζε την προηγούμενη προσπάθεια, εμφανίζεται πρόθυμη να προχωρήσει.
Αντίθετα, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, που ως κυβέρνηση έβγαλε τη χώρα στις αγορές το 2014, εμφανίζεται διστακτική.
Ένα θέμα όπως η πρόσβαση στις αγορές, που θα έπρεπε να είναι αντικείμενο εργασίας τεχνοκρατών και τα κριτήρια θα έπρεπε να είναι καθαρά οικονομικά, έχει πολιτικοποιηθεί.
Πώς να εξηγηθεί διαφορετικά η κυβερνητική επιθυμία να υπολείπεται η απόδοση του 5ετούς ομολόγου εκείνης του αντίστοιχου που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2014 για πολιτικούς λόγους;
Και πώς να μη συνοφρυωθεί κάποιος όταν ακούει τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να λέει στη WSJ, την ώρα που οι αρμόδιοι ζυγίζουν τα δεδομένα, ότι ίσως είναι λίγο νωρίς για την Ελλάδα να βγει στις αγορές;
Δυστυχώς, το βασικό συμπέρασμα δεν αλλάζει.
Σε σημαντικά θέματα οικονομικής φύσεως που αφορούν τη χώρα, είτε δεν γίνεται καθόλου διεξοδική, δημόσια συζήτηση, είτε γίνεται με πολιτικούς όρους.
Και από ανθρώπους που έχουν ελλιπείς γνώσεις.
Αν αυτό δεν αλλάξει, θα είμαστε θεατές του ίδιου έργου επί μακρόν.
Την περίοδο μετά το πρώτο μνημόνιο, δηλαδή μετά τον Μάιο του 2010, θεωρείτο περίπου έγκλημα να αναφέρει κάποιος τις λέξεις αναδιάρθρωση χρέους.
Πίσω από αυτή την προσέγγιση που αντανακλούσε τη «γραμμή» του υπουργείου Οικονομικών εκείνης της περιόδου, υπήρχε η αντίληψη ότι η αναδιάρθρωση του χρέους ήταν κάτι κακό.
Θα ήταν απόδειξη χρεοκοπίας της χώρας και θα δημιουργούσε προβλήματα στις τράπεζες, έλεγαν.
Ηταν επίσης ενδεικτικό της τότε επικρατούσας άποψης πως το ελληνικό ζήτημα δεν ήταν πρόβλημα χρέους αλλά ρευστότητας.
Αρκούσε να δώσουν οι πιστωτές νέα δάνεια στην Ελλάδα και να μπουν τα δημόσια οικονομικά σε τάξη, συνοδεία κάποιων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, για να μπει η χώρα εκ νέου σε κανονικότητα.
Και να αρχίσει να εξυπηρετεί τα δάνειά της εκ νέου.
Σήμερα, κάπου 7 χρόνια αργότερα, κυβέρνηση και κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του Τύπου, ζητούν από τους Ευρωπαίους εταίρους-δανειστές να προχωρήσουν σε γενναία μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Η ελάφρυνση ή αναδιάρθρωση του χρέους δεν είναι απλά αποδεκτή από όλους, είναι επιθυμητή και το ζητούμενο.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς.
Μήπως θα ήταν καλύτερα αν γινόταν ανοικτά η συζήτηση για την αναγκαιότητα ή μη της αναδιάρθρωσης του χρέους από την αρχή των μνημονίων;
Δεν είναι το μοναδικό θέμα οικονομικής φύσεως, για το οποίο έγινε προσπάθεια να κρυφτεί κάτω από το χαλί για τους όποιους λόγους.
Όπως έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν, στην Ελλάδα δεν έχει διεξαχθεί διεξοδική συζήτηση για το ευρώ και κατά πόσο συμφέρει τη χώρα να το έχει νόμισμα ή να υιοθετήσει κάποιο άλλο.
Ισως γιατί οι οπαδοί της δραχμής συνθηματολογούν περισσότερο παρά επιχειρηματολογούν και συνήθως βρίσκονται στα άκρα του πολιτικού συστήματος.
Ισως γιατί κάποιοι άλλοι θεωρούν το ευρώ θέσφατο και δεν θέλουν να γίνει συζήτηση.
Πρόσφατα, ήλθε εκ νέου στην επικαιρότητα το θέμα του παράλληλου νομίσματος και του παράλληλου συστήματος πληρωμών.
Δεν πρόκειται να εκφέρουμε άποψη για το θέμα.
Απλά, θα επισημάνουμε δύο πράγματα.
Πρώτον, τα θέματα δεν έχουν γίνει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης με καθαρά οικονομικούς όρους.
Δεύτερον, η Ελλάδα είχε κάτι που προσομοίαζε σε παράλληλο σύστημα πληρωμών επί δεκαετίες με την πατέντα των μεταχρονολογημένων επιταγών και μπορούν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα.
Πιο πρόσφατα, είχαμε επίσης την πολιτικοποίηση του θέματος της εξόδου της χώρας στις αγορές, με σχεδόν αντεστραμμένους ρόλους σε σύγκριση με το 2014.
Η σημερινή κυβέρνηση, που ως αξιωματική αντιπολίτευση χλεύαζε την προηγούμενη προσπάθεια, εμφανίζεται πρόθυμη να προχωρήσει.
Αντίθετα, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, που ως κυβέρνηση έβγαλε τη χώρα στις αγορές το 2014, εμφανίζεται διστακτική.
Ένα θέμα όπως η πρόσβαση στις αγορές, που θα έπρεπε να είναι αντικείμενο εργασίας τεχνοκρατών και τα κριτήρια θα έπρεπε να είναι καθαρά οικονομικά, έχει πολιτικοποιηθεί.
Πώς να εξηγηθεί διαφορετικά η κυβερνητική επιθυμία να υπολείπεται η απόδοση του 5ετούς ομολόγου εκείνης του αντίστοιχου που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2014 για πολιτικούς λόγους;
Και πώς να μη συνοφρυωθεί κάποιος όταν ακούει τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να λέει στη WSJ, την ώρα που οι αρμόδιοι ζυγίζουν τα δεδομένα, ότι ίσως είναι λίγο νωρίς για την Ελλάδα να βγει στις αγορές;
Δυστυχώς, το βασικό συμπέρασμα δεν αλλάζει.
Σε σημαντικά θέματα οικονομικής φύσεως που αφορούν τη χώρα, είτε δεν γίνεται καθόλου διεξοδική, δημόσια συζήτηση, είτε γίνεται με πολιτικούς όρους.
Και από ανθρώπους που έχουν ελλιπείς γνώσεις.
Αν αυτό δεν αλλάξει, θα είμαστε θεατές του ίδιου έργου επί μακρόν.
Dr Money
euro2day.gr