Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Διονύσης Σαββόπουλος: Στα πάντα του ψεύτικος




Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Ο Σαββόπουλος είναι ένας άρρωστος κλέφτης. Άρρωστος. Όλα αυτά που λέτε ότι παλιά έγραφε ωραία τραγούδια και τέτοια, είναι όλα κλεμμένα. Μετά από μελέτη, τείνω να πιστεύω ότι δεν υπάρχει ούτε μια λέξη στο έργο του που να είναι δική του.
Προσοχή! Η κλοπή και η λογοκλοπή είναι κάτι που εμφανίζεται στην τέχνη. Πολλά ωραία κείμενα, ποιήματα, ρεφρέν είναι κλεμμένα από κάτι άλλο. Στην αρχή σε σοκάρει, μετά το συνηθίζεις. Ας πούμε το ποίημα του Ουράνη «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του Φθινόπωρου δείλι», που όλοι αγαπήσαμε με τη μουσική των Διάφανών Κρίνων, δεν είναι παρά μια σκαστή λογοκλοπή ενός ποιήματος του Σέζαρ Βαγιέχο:
«Θα πεθάνω στο Παρίσι με μια νεροποντή/ μια μέρα που την θυμάμαι κιόλας τώρα/ Θα πεθάνω στο Παρίσι -και δεν τρέχω να φύγω-/ ίσως, σαν σήμερα, μια Πέμπτη φθινοπώρου.
Ναι, Πέμπτη θα ‘ναι, γιατί Πέμπτη σήμερα που γράφω/ αυτούς τους στίχους, φόρεσα τόσο άθελά μου/ τις ωμοπλάτες και ποτέ σαν σήμερα δεν είδα,/ μόλο το δρόμο μου, τον εαυτό μου τόσο μόνο.
Θα λένε, ο Καίσαρας Βαγιέχο είναι νεκρός/ τον χτυπούσαν
όλοι/ χωρίς εκείνος να τους έχει κάνει τίποτα/ τον χτυπούσαν σκληρά μ’ ένα σκληρό ραβδί,
Επίσης και μ’ ένα σκοινί, είναι μάρτυρές μου/ οι μέρες Πέμπτες / και τα κόκαλα της ράχης/ η μοναξιά, η βροχή, οι δρόμοι», γράφει ο Βαγιέχο, έρχεται μετά ο Ουράνης, το ξαναγράφει με τα δικά του λόγια, ωραίο είναι και του Ουράνη, πάμε παρακάτω.
Στην περίπτωση του Σαββόπουλου δεν πρόκειται περί αυτού. Ο Σαββόπουλος έχει στήσει μια ολόκληρη περσόνα πάνω στην κλοπή, η οποία είναι και το μόνο πράγμα στον κόσμο στο οποίο φαίνεται να έχει ταλέντο.
Κλέβει τα πάντα. Το ντύσιμο, οι δηλώσεις, τα εξώφυλλα των δίσκων, τα σαρδάμ, οι αυτοσαρκασμοί, τίποτα επάνω του δεν είναι δικό του.
Πρωτάκουσα για αυτή του την τάση από τον ποιητή Νίκο Καρούζο, ο οποίος διαμαρτυρόταν ότι ο Σαββόπουλος του είχε κλέψει ένα ποίημα σχετικό με την εξέγερση στα Αμπελάκια. Ήμουν μικρός, δεν έδωσα σημασία, δεν κατάλαβα κιόλας. Αργότερα, άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο άνθρωπος έχει θέμα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, βρέθηκα στον Λυκαβηττό να παρακολουθήσω μια συναυλία κάποιου Λούτσιο Ντάλλα. Δεν τον γνώριζα. Ξαφνικά είδα στην σκηνή τον Σαββόπουλο να τραγουδάει ιταλικά. Δε μιλάμε για επιρροή. Όλη την παρουσία του ο Σαββόπουλος την έχει στήσει πάνω στον Ντάλλα. Το μούσι, τις τιράντες, τα σκουφιά, τα ταμπούρλα που βαράει στις συναυλίες, όλα μα όλα είναι από εκεί. Ως εδώ πρόκειται για μια απλή μίμηση. Όταν όμως ο Λούτσιο Ντάλλα απόφάσισε για λόγους προβοκάτσιας να κουρευτεί και να ξυριστεί, ο Σαββόπουλος έκανε το ίδιο ακριβώς: κουρεύτηκε και ξυρίστηκε. Κι όταν ο Ντάλλα επέστρεψε στο παλιό του στυλ, ο Σαββόπουλος έκανε το ίδιο.
Φυσικά του έκλεψε και 1-2 τραγούδια, κάνοντας το σύνηθες: στην αρχή τα παρουσίασε για δικά του και μετά από λίγα χρόνια, σα να μη συμβαίνει τίποτα είπε ότι πρόκειται για διασκευές.
To 1966 ο Σαββόπουλος εμφανίστηκε στο προσκήνιο με τον δίσκο «Το Φορτηγό». Όπως έγραφε ο δίσκος, στίχοι – μουσική στα τραγούδια ήταν δικοί του. Για μουσική δεν το πολυσυζητάμε, ο Σαββόπουλος ομολογεί ότι δεν έχει ιδέα. Αλλά οι στίχοι είναι στιχάρες:
«Ο εργάτης βλαστημάει και τραβάει για τον σταθμό/ να ο ήλιος ανεβαίνει σαν σημαία στον ουρανό/ μπρος στης φάμπρικας την πύλη ο εργάτης σταματά/ όμορφη η μέρα γνέφει κι απ’ το ρούχο τον τραβά
Ε ε σύντροφέ μου αχ τι κακό/ μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό/ να την τρώει τ’ αφεντικό», γράφει στο «Ήλιε ήλιε αρχηγέ», τσαλαβουτώντας στα νερά του βιωματικού ταξικού στίχου.
Το 2000 στη Γαλλία πια, προσπαθούσα να μάθω τους Γάλλους ποιητές και να εξοικειωθώ με τη γλώσσα. Μια μέρα έπεσα πάνω στο ακόλουθο ποίημα του Ζακ Πρεβέρ (μετάφραση δική μου):
«Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Μπροστά στην πόρτα του εργοστασίου
ο εργάτης σταματά ξαφνικά
κι όπως γυρνά
κοιτάζει τον ήλιο
τόσο κόκκινο, τόσο στρογγυλό
τόσο χαμογελαστό στον μολυβδένιο ουρανό του
κλείνει το μάτι χαρούμενα
Πες λοιπόν σύντροφε ήλιε
δε βρίσκεις ότι είναι μαλακία
μια μέρα σαν αυτή
να τη δίνουμε στο αφεντικό;»
Στη Γαλλία, μπόρεσα να διαπιστώσω διάφορες ακόμα λογοκλοπές «του ταλαντούχου τροβαδούρου μας από τη Μακεδονία», που έλεγε και ο Τζίμης Πανούσης πριν πεθάνει, τόσες πολλές που έπαψε να μου κάνει εντύπωση και μερικές δεν τις θυμάμαι πια. Πχ ο στίχος για το «βρώμικο ψωμί» που «τρώνε όσοι αγαπάνε» είναι του Λεό Φερρέ, όπως και το «Μια θάλασσα μικρή».
Από όλους όσους έκλεψε ωστόσο ο Σαββόπουλος, την κορυφαία θέση κατέχει ο Μπομπ Ντίλαν. Το 1968 ο Σαββόπουλος έκλεψε το »The Wicked Messenger» (στίχους και μουσική) και το παρουσίασε για δικό του ως «Άγγελος Εξάγγελος» -λίγα χρόνια μετά, το παρουσίαζε κι αυτό ως διασκευή. Αυτό όμως είναι το έλασσον. Από τον Ντίλαν ο Σαββόπουλος έκλεβε και συνεχίζει να κλέβει ότι πετούσε κι ό,τι κολυμπούσε. Εβγαζε ο Ντίλαν το »The lonesome death of Hattie Carol»; Απαντούσε ο Σαββόπουλος με την «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Έβγαζε ο Ντίλαν το »The Hurricaine», 9 λεπτά τραγούδι για τον ισοβίτη Ρούμπιν Κάρτερ; Τσακ, απαντούσε ο Σαββόπουλος με το «Μακρύ ζεϊμπέκικο» για τον Νίκο Κοεμτζή. Έγραφε ο Ντίλαν το »My back pages»; Απαντούσε ο Σαββόπουλος με το «Οι πίσω μου σελίδες» (που δε σημαίνει κάτι στα ελληνικά). Σε αυτό το τραγούδι υπήρχε και ο ακατανόητος στίχος «ευαίσθητη αθλήτρια/ δεν ξέρει τι χρωστάει/ στον πάνσοφό της εραστή/ που απόψε παρατάει», που μας κάνει να πιστέψουμε ότι ο Σαββόπουλος τα ‘χε και αυτός με τη Σιουζ Ροτόλο, όπως ο Ντίλαν, ή με κάποια άλλη γυμνάστρια, τον παράτησε κι αυτόν και της τα χώνει. Ή ότι βρήκε ωραίο τον στίχο, που είναι από άλλο τραγούδι, και τον κότσαρε. Αργότερα, όταν ο Ντίλαν χώρισε με τη γυναίκα του και έγραψε το »Sara», ο Σαββόπουλος δεν κάθησε να σκάσει και έγραψε το «Άσπα».
Το 1975, ο Σαββόπουλος έβγαλε τον δίσκο «Δέκα χρόνια κομμάτια». Ο δίσκος είχε ένα οπισθόφυλλο πολύ εμπνευσμένο. Για την ακρίβεια ήταν εμπνευσμένο από τον δίσκο »Bringing it all back home» του Ντίλαν, από τον οποίον το είχε κλέψει. Υπόψην ότι εκείνα τα χρόνια οι δίσκοι εισαγωγής ήταν πολύ σπάνιοι στην Ελλάδα και αυτοί που μπορούσαν να καταλάβουν την κλοπή ελάχιστοι.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Ντίλαν έφαγε μια φλασιά κι έγινε χριστιανός. Ήταν η χειρότερη φλασιά που μπορούσε να φάει, αλλά ο Σαββόπουλος είναι έντιμος, όταν κλέβει κάποιον τον κλέβει και στα καλά και στα άσχημα: έγινε κι αυτός χριστιανός. Γκαντ γκρέις τραγούδαγε ο Ντίλαν, του θεού η χάρη έκανε ηχώ ο Σαββόπουλος. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, συνεχίζοντας τον κατήφορο, ο Ντίλαν άρχισε να κάνει περιοδεία στις βάσεις του αμερικάνικου στρατού. Αμέσως ο Σαββόπουλος άρχισε περιοδεία στα ελληνικά στρατόπεδα, όπου μαζεύανε τους φαντάρους να τον ακούσουν με το ζόρι. Ο Ντίλαν δήλωσε ότι το έκανε αυτό όταν «κατάλαβε ότι ο στρατός απορροφά τα πιο λαϊκά κομμάτια της Αμερικής, στα οποία ήθελε να απευθυνθεί». Ο Σαββόπουλος επανέλαβε την ίδια δήλωση λέξη προς λέξη, αδιαφορώντας ότι στην Ελλάδα ο στρατός είναι υποχρεωτικός και η δήλωση αυτή δεν έχει καμία έννοια. Όταν το ’90 ο Ντίλαν το γύρισε στην οικολογία, ο Σαββόπουλος έκανε και τις πρώτες του οικολογικές δηλώσεις. Και όταν ο Ντίλαν έδωσε τραγούδι του για διαφήμιση, προκαλώντας σκάνδαλο, ο Σαββόπουλος έκανε ακριβώς το ίδιο. Αργότερα, φόρεσε και το ίδιο κηπουρικό καπέλο. Πρόκειται περί ψύχωσης.
Δεν έχει νόημα να συνεχίσω να παρουσιάζω περιπτώσεις λογοκλοπής του Σαββόπουλου. Άλλωστε ο άνθρωπος δεν είναι ένας κοινός λογοκλόπος, έχει προσαρμόσει τη ζωή του όλη πάνω σε άλλους ανθρώπους, μια ιδέα που μου φαίνεται τρομακτική.
Μαθημένος να παπαγαλίζει αυτά που ήταν κοινοτοπίες ενός εναλλακτικού λόγου κάποτε, δεν μου κάνει καμία εντύπωση ότι γερνώντας άρχισε να παπαγαλίζει τις κοινοτοπίες της αντίδρασης. Οι νέοι δεν τον άκουγαν πια, αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίον γκρινιάζουν οι γέροι, οπότε ο Σαββοπουλος έστρεψε την ημιμάθειά του προς την δεκτική αγκαλιά της παράδοσης. Άρχισε να αντιδρά στους νεωτερισμούς, την απελευθέρωση των ενστίκτων και όλα αυτά τα οποία τον ξεπερνούσαν και δε μπορούσε να τα ακολουθήσει. Τα τελευταία 30 χρόνια, αναγκαζόμενος ολοένα και περισσότερο να μιλάει με δικά του λόγια, εκφέρει έναν λόγο που κινείται από τη βαθιά συντήρηση μέχρι το ρατσισμό. Τόσο μπορεί.
Υπό αυτή την έννοια δεν βρίσκω κανένα λόγο να νιώθει κανείς έκπληξη ή να κατηγορεί για κάποιου τύπου προδοσία τον Σαββόπουλο: ο τύπος έκανε πάντοτε μπίζνες μετατρέποντας τον λόγο των άλλων σε λουτρό κοινοτοπίας και αυτό συνεχίζει να κάνει. Το μόνο κίνητρο για να τον βρίσεις, είναι η αγνή πηχτή αντιπάθεια.
Κι αυτή όχι πάντα. Γιατί, «»δεν υπάρχει λόγος να ταράζεσαι» ακούστηκαν τα λόγια του ληστή», όπως έλεγε κι ο Ντίλαν.
(Στη φωτογραφία ο Σαββόπουλος δείχνει πού να τους στείλουμε τους μετανάστες)
*Το κείμενο είναι από ανάρτησή του Γ. Ανδρουλιδάκη στη σελίδα του στο facebook