....στον ''αιώνιο σύζυγο'' Πάβλοβιτς και στον Βελτσάνινωφ. Μόνο σ' αυτούς.
Ι
....κι οι παρατάσεις του παρελθόντος - μια αγωνία που συντηρείται ξανά και
ξανά, πρέπει κανείς ν' αμύνεται ακόμα και σ' αυτές τις ιδέες που συλλαμβάνει,
σαν μια έγνοια επικίνδυνη ιδιαίτερα, μια ιδιοσυγκρασία που ανατρέπεται - τα
φύλλα ή οι σελίδες μιας λατρεμένης ύπαρξης, κάτι που οδηγεί στις πιο πλέριες
αντιφάσεις- ένας έρωτας που είναι ετεροβαρής - η σκέψη, - η σκέψη αυτό το
περίεργο κράμα ανάμεσα στο τέλος και την οποιαδήποτε άνοιξη, και τελικά
ισχύει το αναπόφευκτο - κάποια φυτά
που χάνουν τα πέταλά τους, θα μπορούσε να ήταν απαλλαγμένα από προκαταλήψεις,
όπως μια γυναίκα υποταγμένη αλλ' αθυρόστομη - είναι σύνηθες τέτοιες να πέφτουν σε θρησκευτική καταληψία κι έτσι ο
Δίας περπατούσε θριαμβικά και με υπεροψία, η σκόνη για πρώτη φορά δεν είχε
θόρυβο, - ήταν μετά την βροχή, σε μια συνθηκολόγηση μ' ένα περίγυρο άηχο,- και
το ρολόι είναι η καταφυγή, - τις περισσότερες φορές απασχολημένο με κάτι άλλο,
- τη σκέψη της ερωμένης για παράδειγμα, γι' αυτό συναντάς από χρόνια ανθρώπους
που έρχονται βασανιστικά να σε βρούνε, σα να περνάνε μια αιώνια νύχτα, την τύψη
που δεν ολοκληρώνει ποτέ το σκοπό της , αντίθετα σ' απο-κληρώνει απ' την
αγιότητα, από 'να κύκλο ύπαρξης - ο χρόνος μάς τυλίγει κάποτε σε σκοτεινά
κατώφλια από στριγκλιές ή βλαστήμιες και μάς κάνει ανήξερους - ο Δίας τα
γνώριζε αυτά, το ζήτημα ήταν, αν
τα ήξερε η Λήδα, - που την πολιορκούσε πολύ και μάλιστα τόσο καιρό, - πρέπει να
συμβαδίζεις με μιά εποχή, μήπως σε πείσμα των Γκονκούρ καταφέρεις να γράψεις
αυτό που πραγματικά θέλεις. Συμβαδίζω, σημαίνει, συμμετέχω στο
τέλος. [1]
....την έπνιγαν κάθε τόσο οι λυγμοί, - στην αρχή η ''Αυλή'' νόμισε άλλα -
Πασιφάη προς Μίνωα :''Τι θέλεις;; Εμένα δεν μ'εμπνέουν οι αρσενικοί;;'', αλλ' η
υπόθεση ήταν πιο αιχμηρή, έκρυβε κινδύνους κι ωστόσο δεν ήταν η Πασιφάη Σελάνα,
αλλά μια επίσης κοινή θνητή σαν τη Λήδα, η Ναταλία, ανάμεσα στην ανυπαρξία και
τα φώτα της πόλης - όταν η πόλη γίνεται ράμπα - τότε κατανοούσα πότε ήταν θηρίο
απ' τη ζήλια της, - επειδή ακόμα και στον πιο μεγάλο έρωτα είναι κρυμμένη η
απειλή του γελοίου - τόσοι Ολύμπιοι, όλοι τους τόσο καλοντυμένοι, κι αυτή
επέμενε στην ματεριαλιστική αγκαλιά του Δία - αλλά οι θεοί ακόμα κι αν φορούνε
βρώμικη γραβάτα, είναι θεοί, μοιράζουν τις ριπές της βροχής όπως το κρασί σ'
ευνοούμενες κι ευνοούμενους, κι ο Δίας πέρα απ' την ονειροπόληση στο κρεβάτι
είχε επίσης την προτίμηση να τρώει εκεί - αναπολώντας κι ορεγόμενος τη Λήδα,-
ένα είδος ολικής προέκτασης και συνέχισης κάθε είδους ερωτικής παντογνωσίας, -
φανταζόταν, βέβαια, ότι η ίδια δεν αρνιόταν τη συζήτηση για κανένα θέμα, - αν
και του ήταν βαρετό να ψάχνει αποδεικτικά στοιχεία για κάθε πράγμα- που έλεγε
-στην τεράστια βιβλιοθήκη του, - κυρίως τον θύμωνε το γεγονός ότι δίπλα στη
θεική παντοδυναμία μπορούσε ν' αμφισβητηθεί η μοναδικότητα της γνώσης του.
Μοναχικός και λογικός για θεό, όμως κάθε τόσο η μεταμόρφωσή του σε κύκνο, για
την ερωτική τους συνεύρεση - από ένα σημείο και μετά, έπειτα από την αρχική
κατάκτηση σε παγκόσμια πρώτη της Λήδας, με την υποχώρηση της ανωνυμίας της
κύκνειας υπόστασης, καταντούσε βαρετή και χωρίς νόημα, κινδύνευε να βρεθεί στο
επίκεντρο περιπαικτικών σχολίων των υπολοίπων Ολύμπιων.
[2]
....ήταν δεινός εραστής, ακόμα και ως κύκνος - αλλ' αυτή η μετατροπή και
μεταφορά των μορφών από άνθρωπο σε κύκνο, χάριζε μια ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια
στη διαστροφή της Λήδας, σε μια ιδιότυπη κτηνοβασία, που ο ιερός μαγνητισμός
του Δία εξάγνιζε τα πάντα και προκαλούσε περίεργα συναισθήματα πιο πέρα από τον
έρωτα, στα όρια του ανθρώπινου πεδίου με το ζωώδες,- ο πόθος της Λήδας είχε
κάτι ανάμεσα στη φρίκη και την τελετουργία των θεών - σύμπαντα, πάντοτε
ακατάληπτα στο ανθρώπινο γένος,- έτσι οι πόλεμοι, με ηγήτορα τον Δία τέλειωναν
νικηφόρα, εκείνη την εποχή ήταν πολλοί περισσότεροι άλλωστε, - ο ίδιος σαν
Πρώτος των θεών μπορούσε συχνά να εναποθέτει τις τύχες των ανθρώπων όχι στη
σοφία του, αλλά στη δημαγωγία του- βασικά ένα παιχνίδι που τον διασκέδαζε
αφάνταστα, κι έτσι η επιτυχής έκβαση κάθε πολέμου ήταν, μια ακόμα ερωτική θεική
υιοθεσία του χρόνου - θυμάμαι, μου είχε πει : ''Let thy moon arise'',
υπαινισσόμενος ένα μυθιστόρημα της Φριντλ, ενός φιλικού του εκδοτικού οίκου,
εκείνου του Τζόναθαν Κέιπ. Όσο όμως ο καιρός περνούσε, η σχέση του με τη Λήδα
είχε αποχτήσει πλέον ένα χαρακτήρα εμβληματικό, ταυτόχρονα και καταπιεστικό,-
κάθε άντρας θα έπρεπε να βρει μιαν απάτη - μια ''κύκνεια'' ορεκτικότητα στα
όρια της μεταφυσικής, η κατάκτηση του θηλυκού μετατοπιζόταν από την καθεαυτό
οιδιπόδεια συγκυρία στην ευρηματικότητα και την αγωνία -[το παράδειγμα το 'δινε
ένας θεός]- απέναντι στο γυναικείο ακατανόητο. Η Λήδα γινόταν μήνα με το μήνα
πιο διεστραμμένη και πιο επηρμένη - μάλλον συγκεντρωμένη σ' αυτά που ονομάζουμε
''αποστροφή απ' την πειθαρχημένη κίνηση''.... [3]
....αλλά κι εκείνος δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεχνιόταν, κυκλοφορούσε
στο δρόμο σαν κύκνος, αποτελούσε ενόχληση η παραμικρότερη καταστρατήγηση του
λευκού επάνω του, του ήταν αδιάφορο αν οι υπόλοιποι μιλούσαν και κάγχαζαν με
την κύκνεια εκδοχή του: ''Δία'', του λέω μια μέρα, ''κόψε την πλάκα, εδώ
είναι Βαλκάνια, σοβαρέψου,- ξεκόλλα, η Λήδα δεν είναι και η μοναδική, που
τρελλαίνεσαι γι' αυτή,- έχει τόσες γυναίκες...'',- με κοίταξε με υποψία, απορία
και περισσότερη αυτοδυναμία, ήταν φανερό, ονειρευόταν μια θηλυκή ύπαρξη στο
μυστικό της δωμάτιο, - ο ίδιος θα κολλούσε το αυτί του στην πόρτα να συλλέξει
ό,τι πιο ερωτικό σερνόταν στον αέρα μέσα σ' ένα νέο συνομωτικό καθεστώς που
εξυφαινόταν εξ αρχής στη φαντασία του. Βρέθηκε ξαφνικά σε διέγερση, ''πώς τη
λένε;;'', μου λέει, ''τι σημασία έχει αυτό;;'', απάντησα, ''έχει'', μου λέει-
''Ναταλία'', ''ωραίο όνομα'', ''και τι σήμαινε Λήδα για σένα;;;'', ''κι αυτό
ήταν ωραίο όνομα'', είπε αμήχανα.....''αλλά κάποτε τελειώνουνε οι κύκνοι'',
μονολόγησε πολύ χαμηλόφωνα. [4]
ΙΙ
.....όταν πέρασε καιρός, μια μέρα, που τα παράθυρα ήταν σχετικά αφώτιστα
και η είσοδος στο σταθμό με όχι τόσο κόσμο, μου εκμυστηρεύθηκε κυνικά, σχεδόν
ωμά, δίπλα στις αποβάθρες των τρένων ότι σαν θεός, σαν Πρώτος του Πανθέου, είχε
το δικαίωμα να κάνει τα πάντα δίχως ν' απολογείται πουθενά : μετέτρεψε ,
λοιπόν, τη Λήδα σε κύκνο- κι έτσι γλύτωσε από κάθε αφόρητη ερωτική παρενέργεια.
Εκδικήθηκε ταυτόχρονα τον ίδιο κι εκείνη, - τώρα μπορούσε ν' ακούει την ηχώ από
τα βήματα και τους ήχους ή τις φωνές της μ' ένα τρόπο μνησίκακο και γαλήνιο -
κατασταλαγμένο- να να περίμενε μιαν αμαξοστοιχία από κάπου - γεωγραφικά ή
χρονικά ένα γεγονός ή συμβάν απροσδιόριστο, μεταλλαγμένο σε μια υστερία
υπόκωφη. Δε μίλησα. Ένοιωσα συνένοχος. Ό,τι οι θεοί προσφέρουν στον κοσμάκη, το
πουλούνε- κάτι που το έλεγαν συχνά οι αρχαίοι Έλληνες, -μια πολύ καίρια
ομολογία που μπορεί να οδηγήσει στην παράνοια- ένα είδος εγκατάλειψης κι
ερημιάς.
....θα ταξιδεύαμε και οι τρεις - η Ναταλία, ο Δίας κι εγώ. Ο Δίας φερόταν
αδέξια, είχε καταλάβει διάφορα - αλλά είχα κάνει το λάθος να του πω ότι η
Ναταλία Βασίλιεβνα ήταν μια γυναίκα με φλογερό ταμπεραμέντο, πολλούς εραστές
στο παρελθόν και μιαν αγάπη για τον τζόγο - αυτό το τελευταίο δεν ήταν τόσο
σίγουρο, αλλά όλοι έλεγαν πως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, με τον οποίο τη συνέδεε
μια βαθιά φιλία, τη γνώρισε σε κάποιο τραπέζι ρουλέτας ή χαρτοπαικτικό καρέ και
την περιέλαβε σ' ένα σημαντικό βιβλίο του. [5]
....ο Δίας προσπάθησε να ξεπεράσει αδιάφορα την εντυπωσιακή φιγούρα του
Βελτσάνινωφ - όταν μάς χαιρέτησε από μακριά στην αίθουσα των παιχνιδιών - πρώην
εραστή της Ναταλίας, η οποία ωστόσο δεν του έδωσε καμιά σημασία - έπειτα η
άποψή της ήταν οποια και του Προμηθέα - ο Δίας ήταν και είχε παρουσιαστεί σαν
τραπεζίτης και το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η καλή γειτονία και το κλίμα
ευφορίας στο τραπέζι.
....η βραδιά περνούσε ευχάριστα, η ρουλέτα έδινε απόκρυφα συνθήματα , ο
Δίας ένοιωθε σαν σε όνειρο θνητού που οδηγεί στον Κόσμο των Νηρηίδων, ή την
τρυφερότητα ενός υπερήλικα στο Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών - απλά δεν είχε
συναντηθεί με τον γέρο Εγκούτσι, -απασχολημένο ακόμα με τον δημιουργό του, τον
συγγραφέα Γιασουνάρι Καβαμπάτα σε μια ατέρμονη συζήτηση για την ενόρμηση του
θανάτου,- κατά συνέπεια θα ήταν αδύνατο ν' αποκοιμίσουν σε διπλανά σεπαρέ την
φθαρμένη τους λίμπιντο - κι άλλοτε πάλι νόμιζε πως υπήρξε πραγματικός αντίζηλος
του Βελτσάνινωφ σ' ένα τρένο που κατευθυνόταν στη Μόσχα, χαιδεύοντας πεισματικά
ένα πιστόλι στη μέσα τσέπη απ' το σακκάκι του, προετοιμασία μιας μονομαχίας,
ακόμα κι όταν οι έρωτες δεν έχουν αποκαλύψει το τελευταίο τους θαύμα, -
ξημέρωνε -
ακουγόταν δυνατές ομιλίες κάπου μακριά - ''την είδατε κι άλλη φορά αυτή
τη σκιά;;;'', είπε η Ναταλία, καθώς βγαίναμε προς τον έξω χώρο, όπου υπήρχε μια
όμορφη μικρή λίμνη - έπειτα πάλι σιωπή. Παύση. ''Ναι'', ''φαίνεται πως την είδα
μια φορά, απάντησε ο Δίας/ ''Ω, πρέπει κάποιον να παντρευτώ'', έκανε με νάζι η
Ναταλία και γέλασε δυνατά, ''όποιον'' [6]
.....Μικρή παύση, - ''...οι φωνές γίνονται αποκυήματα του σκοταδιού, ενός
ουρλιαχτού που σκεπάζει τα κοντινά γαβγίσματα'', μίλησε ξαφνικά ο Βελτσάνινωφ,
αδιάφορα - ο Δίας ένοιωθε να φουσκώνει η αριστερή πλευρά, κάτω από την μασχάλη
του- ''τι όμορφος κύκνος'', έκανε με νόημα η Ναταλία Βασίλιεβνα, ''τα
περισσότερα σ' αυτή τη ζωή πρέπει κανείς να τα μαντεύει'', είπα, ''''μα,
βέβαια, -τελικά χάσατε;;;'' , στράφηκε προς όλους η Ναταλία,- ''εγώ πάντως,
όχι'', είπε ο Δίας και πέρασε το χέρι του στον ώμο της, προσθέτοντας :
''κύριοι, συγχωρείστε μας για λίγο - αγαπητή μου, έχω να σάς δείξω, μια
έκπληξη'' - ''μόνο με εκπλήξεις υπερνικώνται τα φαντάσματα ή τα κύματα στα
κομψά σκαριά την ώρα της τρικυμίας'', είπε προκλητικά και και με δόση στόμφου
και ειρωνίας ο Βελτσάνινωφ...
....οι λίμνες έχουν μυστικά που προτιμούνε να ειναι για πάντα θαμμένα -
επικρατούσε μια σιωπή σαν όπως εκείνη η σιγουριά που μαντρώνει τη σκέψη μ' ένα
τρόπο ανορθόδοξο, αχαρακτήριστο, ο Βελτσάνινωφ προσπαθούσε να θυμηθεί τ' όνομα
ενός κλειδούχουπου είχε σώσει εκατό και πλέον ζωές ταξιδεύοντας με τις δικές
του κρυμμένες κυριολεξίες και τους επιβάτες, με τις κακόγουστες και τετριμμένες
βιογραφίες - τις μικροαστικές τους ασημαντότητες.
....η ώρα περνούσε και ο Δίας δεν επέστρεφε και φυσικά ούτε η Ναταλία
Βασίλιεβνα, όποιοι μάλιστα τους γνώρισανθα σκέφτηκανότι το σκάσανε μαζί,
ξαφνικά, μέσα σ' ερωτικούς παροξυσμούς και μια αιωνιότητα δική τους, - κυρίως η
κατ' εξοχην σκέψη του Βελτσάνινωφ. [7]
....το νερό έλαμπε και οι κύκνοι ήταν δύο. Για μένα που ήξερα συγκέντρωνε
στις όχθες τα ήρεμα ρεύματα και τις δίνες από ένα τέλειο έγκλημα και μια θεική
αποδημία,- χωρίς ίχνη.
φώτης μισόπουλος