Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Ο ρόλος και η λειτουργία των διανοουμένων



Θα μπορούσε να υπάρχει μια κοινωνική λειτουργία για διανοούμενους πριν την επινόηση της γραφής; Δύσκολα. Υπήρχε πάντα μια κοινωνική λειτουργία για ιερείς μάγους, σαμάνους ή άλλους θεράποντες και κυρίους των τελετών και όλους εκείνους που σήμερα θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε καλλιτέχνες. Πως όμως θα μπορούσαν να υπάρχουν διανοούμενοι πριν την επινόηση της γραφής και της αρίθμησης, τα οποία χρειαζόταν να κατανοηθούν, να χειραγωγηθούν, να ερμηνευτούν, να διδαχθούν για διατηρηθούν; Όμως, από τη στιγμή που είχαν προκύψει τα σύγχρονα εργαλεία επικοινωνίας, υπολογισμού και κυρίως μνήμης. Οι ελάχιστες μειονότητες που ήταν οι κύριοι αυτών των δεξιοτήτων, πρέπει για ένα διάστημα να άσκησαν περισσότερη κοινωνική εξουσία από όση είχαν ποτέ οι διανοούμενοι. 

Οι κύριοι της γραφής μπορούσαν, στις πρώιμες πόλεις των αγροτικών οικισμών της Μεσοποταμίας να γίνουν ο πρώτος «κλήρος», μια τάξη ιερατικών κυβερνητών. Ως τον 19ου αλλά και ως τον 20ο αιώνα το μονοπώλιο της γραφογνωσίας στον εγγράμματο, η αναγκαία εκπαίδευση για το χειρισμό της, συνεπάγονταν επίσης ένα μονοπώλιο εξουσίας, προστατευόμενο από το συναγωνισμό μέσω της εκπαίδευσης σε εξειδικευμένους, με λειτουργικό ή πολιτισμικό γόητρο, γραφτή γλώσσα. 


Νίκη και συνεργασία


Η πένα δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη από το σπαθί. Οι πολεμιστές μπορούσαν πάντα να νικήσουν τους γραφιάδες, χωρίς όμως τους δεύτερους δεν μπορούσαν να υπάρξουν ούτε πολιτείες, ούτε ευρύτερες οικονομίες, πόσο μάλλον οι μεγάλες ιστορικές αυτοκρατορίες του παλαιού κόσμου. Οι μορφωμένοι προμήθευαν τις ιδεολογίες της αυτοκρατορικής συνοχής και τα στελέχη της διοίκησης της. Στη Κίνα μετατρέψανε του Μογγόλους καταχτητές σε αυτοκρατορικές δυναστείες, ενώ οι αυτοκρατορίες του Τζένγκινς Χαν, του Ταμερλάνου και του Αττίλα διαλύθηκαν σύντομα ελλείψει αυτών. 

Οι πρώτοι κύριοι του εκπαιδευτικού μονοπωλίου έμελλε να γίνουν αυτό που ο Αντόνιο Γκράμσι ονόμασε «οι οργανικοί διανοούμενοι» όλων των μεγάλων συστημάτων πολιτικής κυριαρχίας. Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. 

Η ανάδυση μιας τάξης εγγραμμάτων λαϊκών στις περιφερειακές κοινές γλώσσες κατά τον ύστερο Μεσαίωνα δημιούργησε τη δυνατότητα διανοουμένων που ήταν λιγότερο στενά προσδιορισμένοι από την κοινωνική λειτουργία, να απευθύνονται, ως παραγωγοί και καταναλωτές φιλολογικών και άλλων πληροφοριών, σε μια νέα -αρχικά μικρή-, δημόσια σφαίρα. Η ανάδυση του σύγχρονου εδαφικού κράτους απαίτησε, για μια ακόμα φορά, ένα αυξανόμενο σώμα λειτουργών και άλλων «οργανικών διανοουμένων». Αυτοί εκπαιδεύονταν όλο και πιο συχνά σε εκσυγχρονισμένα πανεπιστήμια ή από τους δασκάλους δευτεροβάθμιων σχολείων που είχαν αποφοιτήσει απ’ αυτά. Η πρόοδος της καθολικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης -κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- η τεράστια επέκταση της δευτεροβάθμιας και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Δημιούργησαν από κοινού ένα μεγάλο απόθεμα εγγράμματων και διανοητικά εκπαιδευμένων, απείρως μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη εποχή. Παράλληλα, η εξαιρετική επέκταση της βιομηχανίας και των νέων τεχνολογιών στον 20ο αιώνα διεύρυνε μαζικά το οικονομικό πεδίο δράσης για διανοούμενους ασύνδετους από κάθε επίσημο μηχανισμό. 


Αλματώδη εξέλιξη


Ως τα μέσα του 19ου αιώνα, το σώμα των φοιτητών που έπαιξε σημαντικό ρόλο στις επαναστάσεις του 1848 αποτελούνταν από 4.000 νεαρούς, στην Πρωσία και 8.000 σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Η καινοτομία αυτού του σώματος των «ελεύθερων διανοουμένων» δεν έγκειται απλά ότι μοιράζονταν την εκπαίδευση και την πολιτιστική γνώση των κυριάρχων τάξεων, -εξάλλου οι ίδιες αυτές τάξεις είχαν φιλολογική και πολιτιστική παιδεία,- αλλά το γεγονός πως είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσουν τι ζωή τους ακριβώς ως ανεξάρτητοι. Νέες τεχνικές και επιστημονικές βιομηχανίες, θεσμοί για την παραγωγή επιστήμης και κουλτούρας, πανεπιστήμια, πεδία της δημοσιογραφίας, εκδόσεων και διαφήμισης, το θέατρο και την ψυχαγωγία, όλα αυτά προσέφεραν νέους τρόπους για να κερδίζει κάποιος το ψωμί του. Προς το τέλος του αιώνα η καπιταλιστική επιχείρηση είχε δημιουργήσει τόσο πολύ πλούτο, που ένας αριθμός παιδιών των άλλων εξαρτημένων τάξεων μπορούσαν να αφιερωθούν εξ ολοκλήρου σε διανοητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. 

Αν εξαιρέσουμε την περιθωριακή ομάδων των μποέμ, οι ελεύθεροι διανοούμενοι δεν είχαν αναγνωρισμένη κοινωνική ταυτότητα. Μπορούσαν όμως να θεωρηθούν απλά μέλη της καλλιεργημένης αστικής τάξης, ή το πολύ μιας υποομάδας της. Μέχρι το 1850 η ομάδα αυτή δεν είχε χαρακτηριστεί ως συλλογικότητα «διανοούμενοι» ή «ιντελιγκέντσια». Αυτό συνέβη το 1860 στην ταραγμένη τσαρική Ρωσία και στη συνέχεια στη Γαλλία που συνταράχθηκε από την υπόθεση Ντρέιφους. Και στις δυο περιπτώσεις, εκείνο που έκανε αναγνωρίσιμους ως ομάδα, ήταν ο συνδυασμός διανοητικών δραστηριοτήτων και κριτικών παρεμβάσεων στην πολιτική. Ακόμα και σήμερα, η τρέχουσα γλώσσα τείνει συχνά να συνδέει «διανοούμενος» και «αντιπολιτευόμενος σημαίνει «πολιτικά μη αξιόπιστος». Ωστόσο, η εμφάνιση ενός μαζικού αναγνωστικού κοινού, κι επομένως το προπαγανδιστικό δυναμικό των νέων μέσων, προσέφερε απροσδόκητες δυνατότητες προβολής σε πασίγνωστους διανοούμενους, τους οποίους μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και οι κυβερνήσεις. 



Κριτικοί και κριτική


Ο 20ος αιώνας των επαναστάσεων και των ιδεολογικών θρησκευτικών πολέμων έμελε να γίνει η τυπική εποχή της πολιτικής στράτευσης των διανοουμένων. Δεν υπερασπίστηκαν μόνο την υπόθεσή τους στην εποχή των αντιφασισμού και αργότερα του κρατικού σοσιαλισμού, αλλά αναγνωρίστηκαν επιπλέον και από τις δυο πλευρές σαν καθιερωμένοι δημόσιοι πρωταγωνιστές του πνεύματος. Περίοδο δόξας τους στάθηκε το διάστημα ανάμεσα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτή ήταν η μεγάλη εποχή των κινητοποιήσεων ενάντια του πυρηνικού πολέμου, των τελευταίων ιμπεριαλιστικών πολέμων της παλαιάς Ευρώπης και των πρώτων της νέας παγκόσμια αμερικανικής Αυτοκρατορίας (Αλγερία, Σουέζ, Κούβα, Βιετνάμ κλπ), εναντίον των σοβιετικών εισβολών σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία, κ.ο.κ. Οι διανοούμενοι ήταν στην πρώτη γραμμή σχεδόν σε όλους αυτούς τους αγώνες. 

Ένα τέτοιο παράδειγμα η βρετανική εκστρατεία για τον πυρηνικό εξοπλισμό, ξεκίνησε από τον γνωστό συγγραφέα και εκδότη του πιο φημισμένου εβδομαδιαίου περιοδικού της διανόησης της εποχής, ένα φυσικό και δύο δημοσιογράφους που εξέλεξαν πρόεδρο τον φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ. Κορυφαία ονόματα στην τέχνη και την λογοτεχνία έτρεξαν να πυκνώσουν τις γραμμές της από τον Μπέντζαμιν Μπρίτεν, Χέρνι Μουρ. Ε.Μ. Φόρστερ, Ε.Π. Τόμσον, δίνοντας εύρος και διάρκεια το ευρωπαϊκό κίνημα υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού. Οι πάντες γνώριζαν τα ονόματα μεγάλων Γάλλων διανοουμένων όπως οι Σαρτρ - Καμύ, όπως και των Ρώσων αντικαθεστωτικών Σολζενίτσιν και Ζαχάρωφ. Με λίγα λόγια ήταν επίσης η περίοδος εκείνη όπου, για πρώτη φορά από το 1848, τα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου, που τώρα είχαν επεκταθεί και πολλαπλασιαστεί, μπορούσαν να θεωρούνται από τις κυβερνήσεις του λίκνα πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης και μερικές φορές επανάστασης. 


Υποχώρηση….


Αυτή η εποχή του διανοούμενου ως κύριου δημοσίου προσώπου της πολιτικής αντιπολίτευσης έχει παρέλθει. Αλήθεια, που είναι εκείνοι που οργάνωναν καμπάνιες και υπέγραφαν μανιφέστα; Με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως του Αμερικανού Νόαμ Τσόμσκι, έχουν σωπάσει ή έχουν πεθάνει. Που είναι οι διάδοχοι του Σαρτρ, του Μερλό-Ποντί, ή του Ρέϊμον Αρόν, του Αλτουσέρ, του Μπουρντιέ και του Ντεριντά; Οι ιδεολόγοι του ύστερου 20ου αιώνα, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την επιδίωξη της λογικής και της κοινωνικής αλλαγής, παρατώντας τες στις αυτόματες στις αυτόματες ενέργειες ενός κόσμου καθαρά ορθολογικών ατόμων, που υποτίθεται μεγιστοποιούν τα οφέλη τους μέσα μιας αγοράς που λειτουργεί ορθολογικά και τείνει φυσικά, όταν δεν επηρεάζεται από εξωτερικές παρεμβάσεις, προς μια μόνιμη ισορροπία. Μη προβλέποντας βέβαια και μη πιστεύοντας την έλευση της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008. Σε μια κοινωνία αδιάκοπης μαζικής ψυχαγωγίας, οι ακτιβιστές βρίσκουν τώρα λιγότερο χρήσιμους, ως υπερασπιστές καλών προθέσεων, τους διανοούμενους από τους διάσημους μουσικούς της ροκ ή τους σταρ του σινεμά. Οι φιλόσοφοι δεν μπορούν να συναγωνιστούν τον Μπόνο ή τον Ίνο, εκτός αν προσαρμοστούν στη νέα εικόνα του νέου κόσμου του οικουμενικού μίντια-σώου, τη «διασημότητα». Ζούμε σε μια νέα εποχή ώσπου τουλάχιστον ο πλανητικός θόρυβος της αυτοέκφρασης μέσω του fecebook και τα εξισωτικά ιδεώδη του διαδικτύου να φέρουν τα πλήρη αποτελέσματα. 


Αλλαγή προτύπων


Η παρακμή των μεγάλων αμφισβητιών διανοουμένων δεν οφείλεται λοιπόν μόνο στο τέλος του ψυχρού πολέμου, αλλά και στην απολιτικοποίηση των πολιτών του δυτικού κόσμου, του πολίτη καταναλωτή και της ατομικότητας-μοναχικότητας. Η διαδρομή από το δημοκρατικό ιδεώδες της Αθηναϊκής Αγοράς στους πειρασμούς του «εμπορικού κέντρου» συρρίκνωσε το διαθέσιμο χώρο για τη μεγάλη δαιμονική δύναμη του 19ου και του 20ου αιώνα: δηλαδή την πεποίθηση ότι η πολιτική δράση είναι ο τρόπος να βελτιωθεί ο κόσμος. Πράγματι, ο στόχος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ήταν ακριβώς να μειώσει το μέγεθος, το εύρος και τις δημόσιες παρεμβάσεις του κράτους. Ως προς αυτό, ήταν εν μέρει επιτυχημένη. 

Ωστόσο, ένα άλλο στοιχείο καθόρισε το σχήμα της νέας εποχής. Ατό ήταν η κρίση των παραδοσιακών αξιών και προοπτικών, περισσότερο απ’ όλα, ίσως, είναι ο μαρασμός της παλιάς πίστης στην πλανητική πρόοδο της λογικής, στην επιστήμη και στη δυνατότητα να βελτιωθεί η κατάσταση των ανθρώπων. Από την εποχή της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, το λεξιλόγιο του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, με την σταθερή εμπιστοσύνη στο μέλλον των ιδεολογιών που στηριζόταν σ’ αυτούς τους μεγάλους ξεσηκωμούς, είχε διαδοθεί στους υπέρμαχους της πολιτικής και της κοινωνικής προόδου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ένας συνασπισμός αυτών των ιδεολογιών και των κρατών που τις προστάτευαν κέρδισε τον τελευταίο ίσως θρίαμβο με τη νίκη επί του Χίτλερ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, από τη δεκαετία του 1970 οι αξίες των Διαφωτισμού υποχωρούν, αντιμέτωπες με τις αντί-οικουμενικές δυνάμεις «του αίματος και του εδάφους» και τις ριζοσπαστικές-αντιδραστικές τάσεις που αναπτύσσονται σε όλες τις παγκόσμιες θρησκείες. Ακόμα και στη Δύση βλέπουμε την άνοδο ενός νέου ανορθολογισμού, εχθρικού προς την επιστήμη, ενώ η πίστη στην ακαταμάχητη πρόοδο δίνει τη θέση της στο φόβο για μια αναπόφευκτη περιβαλλοντική καταστροφή. 


Διανόηση και δημοκρατία


Και οι διανοούμενοι, σ’ αυτή τη νέα εποχή; Στη δεκαετία του 60 η τεράστια ανάπτυξη της ανώτερης εκπαίδευσης τους μεταμόρφωσε σε μια τάξη με σημαντική πολιτική επιρροή, το 1968 έγινε φανερό πως η μάζα των φοιτητών κινητοποιείται εύκολα όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και πέρα από τα σύνορα.. Από τότε, η επανάσταση στις προσωπικές επικοινωνίες ενίσχυσε κατά πολύ την ικανότητα τους για δημόσια δράση. Η εκλογή του πανεπιστημιακού καθηγητή Μπάρακ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ, η Αραβική Άνοιξη το 2011 στην Αίγυπτο και οι εξελίξεις στη Ρωσία είναι μερικά από τα πρόσφατα παραδείγματα. Η εκρηκτική άνοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας δημιούργησε την «κοινωνία της πληροφορίας», όπου η παραγωγή και η οικονομία εξαρτιούνται περισσότερο παρά ποτέ από τη διανοητική δραστηριότητα, δηλαδή από άνδρες και γυναίκες με πτυχία πανεπιστημίου και από τα κέντρα εκπαίδευσής τους τα πανεπιστήμια. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και τα πιο αντιδραστικά και αυταρχικά καθεστώτα πρέπει να επιτρέπουν κάποιο βαθμό ελευθερίας στις επιστήμες μέσα στα πανεπιστήμια. Στην πρώην ΕΣΣΔ ο ακαδημαϊκός χώρος πρόσφερε το μόνο υπαρκτό φόρουμ για διαφωνίες και κοινωνική κριτική. Η Κίνα του Μάο, που είχε πρακτικά καταργήσει την ανώτερη εκπαίδευση κατά την Πολιτιστική Επανάσταση, άντλησε στη συνέχεια το ίδιο δίδαγμα. Σε κάποια έκταση αυτό ευνόησε τις ανθρωπιστικές σχολές της Κίνας, παρότι είναι, οικονομικά και τεχνολογικά λιγότερο ουσιώδες. 

Από την άλλη, η τεράστια ανάπτυξη των ανώτερης εκπαίδευσης έτεινε να μετατρέψει το πτυχίο πανεπιστημίου σε απαραίτητο προσόν για τις επαγγελματικές θέσεις των μεσαίων τάξεων. Καθιστώντας τους πτυχιούχους μέλη των «ανωτέρων τάξεων», τουλάχιστον στις λιγότερο μορφωμένες τάξεις του πληθυσμού. Έτσι, στάθηκε εύκολο σε δημαγωγούς να παρουσιάσουν τους «διανοούμενους», ή το λεγόμενο «φιλελεύθερο κατεστημένο», σαν μια αλαζονική και ηθικά απρόσφορη ελίτ. Σε πολλά μέρη της Δύσης, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, το μορφωτικό χάσμα κοντεύει να γίνει ταξική διαίρεση ανάμεσα σε εκείνους που τα πανεπιστημιακά τους διπλώματα αποτελούν ασφαλή εισιτήρια για το κύρος και την επιτυχία μιας σταδιοδρομίας και τους υπόλοιπους δυσαρεστημένους. 


Πλούτος και μόρφωση


Αυτοί δεν ήταν οι πραγματικά πλούσιοι, εκείνο το ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού που κατάφερε τα τελευταία τριάντα χρόνια του 20ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, να αποχτήσει να αποχτήσει πλούτη πέρα από τα πιο άπληστα όνειρα: άντρες και μερικές φορές γυναίκες που η ατομική τους περιουσία είναι τόσο μεγάλη όσο το ΑΕΠ κάποιων μεσαίων χωρών. Κατά συντριπτικό ποσοστό οι περιουσίες τους προέρχονται από επιχειρήσεις και πολιτική δύναμη, παρότι μερικοί από αυτούς ήταν βέβαια αρχικά διανοούμενοι, είτε ως πτυχιούχοι, είτε, όπως σε πολλές περιπτώσεις στις ΗΠΑ απορριφθέντες κολεγίων. Παραδόξως, η πολυτέλεια που επέδειξαν με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού πρόσφερε ένα είδος δεσμού με τις αμόρφωτες μάζες, για τις οποίες η μόνη πιθανότητα να ξεφύγουν από την κατάσταση της φτώχειας τους ήταν να βρεθούν στις λίγες εκατοντάδες σε κάθε χώρα που φτάνουν στην κορυφή χωρίς σπουδές ή επιχειρηματικά χαρίσματα: ποδοσφαιριστές, σταρ της κουλτούρας, των μίντια και νικητές τεραστίων ποσών σε διαφόρων ειδών λοταρίες. Στατιστικά, η πιθανότητα ενός φτωχού να ακολουθήσει μια τέτοια τροχιά είναι απειροελάχιστη, αλλά εκείνοι που το κατορθώνουν αποχτούν όντως χρήματα και επιτυχία προς επίδειξη. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, αυτό έκανε ευκολότερη την κινητοποίηση των οικονομικά εκμεταλλευομένων, των αποτυχημένων και των χαμένων της καπιταλιστικής κοινωνίας, εναντίον εκείνου που οι αντιδραστικοί ονομάζουν «φιλελεύθερο κατεστημένο», με το οποίο πρακτικά δεν φαίνεται να έχουν, τίποτα κοινό. 

Μόνο μερικά χρόνια μετά την μεγάλη κρίση του 1929, στη δεκαετία του 1930, η δυσαρέσκεια για την οικονομική πόλωση άρχισε να αντικαθιστά την δυσαρέσκεια για την καταλογιζόμενη υπεροχή της διανόησης. Περιέργως, οι δυο πιο ορατές εκφράσεις αυτής της νέας κατάστασης πήραν απτή μορφή από διανοούμενους. Αφενός, η γενική κατάρρευση της εμπιστοσύνης στην ελεύθερη αγορά (το «αμερικανικό όνειρο») να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον για όλους, δηλαδή, η αυξανόμενη απαισιοδοξία για το μέλλον του υφιστάμενου συστήματος, εκδηλώθηκε ανοιχτά από οικονομικούς δημοσιογράφους -με ελάχιστες εξαιρέσεις- όχι από τους πολύ πλούσιους. 

Αφετέρου, η κατάληψη τόπων κοντά στη Γουόλ Στριτ και σε άλλα κέντρα του διεθνούς τραπεζικού και χρηματιστικού συστήματος με το σύνθημα «Είμαστε το 99%», απέναντι στο 1% των πάμπλουτων, άγγιξε προφανώς την ευαίσθητη χορδή της δημόσιας συμπάθειας. Ακόμα και στις ΗΠΑ, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν υποστήριξη κατά 62%, ποσοστό που πρέπει αναμφίβολα να περιλαμβάνει και ένα μεγάλο μέρος νεοφιλελεύθερων Ρεπουμπλικάνων. Φυσικά αυτοί οι διαδηλωτές που έστησαν τις σκηνές τους σε εχθρικό έδαφος δεν ήταν το 99%. Ήταν όμως, όπως συχνά συμβαίνει, αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ο θεατρικός στρατός του διανοούμενου ακτιβισμού, το πρόσφορο σε κινητοποιήσεις απόσπασμα φοιτητών και μποέμ που πραγματοποιούσε αψιμαχίες με την ελπίδα ότι θα τις μετατρέψει σε πραγματικές μάχες. 


Τεχνολογία και ανορθολογισμός


Εντούτοις προκύπτει ένα ερώτημα: πως μπορεί η παλιά, ανεξάρτητη, κριτική παράδοση των διανοουμένων του 19ου και του 20ου αιώνα να επιβιώσει στη νέα εποχή του ανορθολογισμού, που ενισχύεται από τις αμφιβολίες της για το μέλλον; Είναι ένα παράδοξο των καιρών μας ότι ο ανορθολογισμός στην πολιτική και την ιδεολογία δεν έχει καμιά δυσκολία να συνυπάρξει, ή μάλλον να χρησιμοποιήσει, την πιο προωθημένη τεχνολογία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι μαχητικοί ισραηλινοί οικισμοί στις κατεχόμενες περιοχές της Παλαιστίνης δείχνουν ότι δεν υπάρχει έλλειψη σε επαγγελματίες ειδικούς της πληροφορικής που να πιστεύουν κατά γράμμα της ιστορία της δημιουργίας της Γεννήσεως ή τις πιο αιμοχαρείς εκκλήσεις της Παλαιάς Διαθήκης για την εξόντωση των απίστων. Μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει συνηθίσει να ζει με τις εσωτερικές της αντιφάσεις, διχασμένη ανάμεσα στον κόσμο του συναισθήματος και σε μια απρόσβλητη από κάθε συγκίνηση τεχνολογία, ανάμεσα στο βασίλειό της σε ανθρώπινης κλίμακας εμπειρίες και αίσθησης-γνώσης και στο βασίλειο των χωρίς νόημα μεγάλων μεγεθών, ανάμεσα στον «κοινό νου» της καθημερινής ζωής και στην ακατανοησία -με εξαίρεση ισχνές μειονότητες- των διανοητικών εγχειρημάτων που δημιουργούν το πλαίσιο στο οποίο ζούμε. Είναι άραγε εφικτό να γίνει συμβατός αυτός ο συστηματικός μη ορθολογισμός των ανθρώπινων ζωών σ’ ένα κόσμο που εξαρτάται περισσότερο παρά ποτέ από μια βεμπεριανή ορθολογικότητα στην επιστήμη και στην κοινωνία; Ομολογουμένως, η παγκοσμιοποίηση των μέσων πληροφόρησης, της γλώσσας και του διαδικτύου δεν επιτρέπει ακόμα και στην ισχυρότερη κρατική εξουσία να απομονώσει εντελώς μια χώρα, σωματικά και πνευματικά από τον υπόλοιπο κόσμο. Το ερώτημα εντούτοις παραμένει ανοιχτό. 

Από την άλλη, ενώ η υψηλή τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όχι όμως να προοδεύσει περαιτέρω, χωρίς πρωτότυπη σκέψη, η επιστήμη χρειάζεται ιδέες. Γι’ αυτό ακόμα και η πιο συστηματικά αντιδιανοούμενη κοινωνία έχει σήμερα μεγαλύτερη ανάγκη από ανθρώπους που έχουν ιδέες, κι από περιβάλλοντα όπου μπορούν να ευδοκιμήσουν. Μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα, ότι αυτά τα άτομα έχουν επίσης και επικριτικές ιδέες απέναντι στην κοινωνία και στο περιβάλλον στο οποίο ζούνε. 


Μόνοι τους μπορούν;


Στις ανερχόμενες χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ασίας και στον μουσουλμανικό κόσμο εξακολουθούν πιθανότατα να αποτελούν μια δύναμη για πολιτική μεταρρύθμιση και κοινωνική αλλαγή κατά τον παλαιό τρόπο. Είναι επίσης πιθανό ότι στις μέρες της κρίσης, μπορεί να αποτελέσουν ξανά μια τέτοια δύναμη και στην πολιορκημένη και αβέβαιη Δύση. 

Πράγματι, μπορεί να υποστηριχτεί ότι στην εποχή μας, η εστία των δυνάμεων της συστηματικής κοινωνικής κριτικής εντοπίζεται στα νέα στρώματα με πανεπιστημιακή μόρφωση. Όμως οι σκεπτόμενοι διανοούμενοι, από μόνοι τους, δεν είναι σε θέση να αλλάξουν τον κόσμο, έστω και αν καμία τέτοια αλλαγή δεν είναι εφικτή χωρίς την συμβολή τους. Η αλλαγή αυτή απαιτεί ένα ενωμένο μέτωπο απλών ανθρώπων και διανοουμένων. Με εξαίρεση μερικών μεμονωμένων στιγμών, αυτό είναι δυσκολότερο να συμβεί σήμερα παρότι στο παρελθόν. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του 21ου αιώνα.


Τι λένε οι Κρητικοί για την ανεργία | Παγκρήτια έρευνα του Πολυτεχνείου Κρήτης



Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά και ανησυχία παρουσιάζουν τα στοιχεία που αποτυπώνονται στην Παγκρήτια δημοσκόπηση με θέμα την ανεργία, που διενεργήθηκε υπό την εποπτεία του Γιώργου.I.Ματαλλιωτάκη, διδάκτορα στην Ανάλυση Δεδομένων και του Κων/νου Ζοπουνίδη καθηγητή του Πολυτεχνείου Κρήτης και της Audencia School of Management.  Στην προκειμένη περίπτωση καταγράφεται η άποψη των πολιτών για την ανεργία στη χώρα μας και τις παραμέτρους που τη συνοδεύουν.
Η γνώμη των πολιτών για το σημαντικότερο πρόβλημα της κοινωνίας μας, την ανεργία, μοιάζει να είναι ιδιαίτερα μελετημένη, οι πολίτες είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στο μείζον πρόβλημα της χώρας, διατυπώνοντας ξεκάθαρη άποψη για τα αίτια, τους υπεύθυνους, αλλά και τις συνέπειες του φαινομένου στη χώρα και στην ποιότητα ζωής των συμπολιτών μας.
Οι πολίτες προσδοκούν από το πανίσχυρο κράτος να δώσει τη λύση στο πρόβλημα ή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αναφέρει ο κ.Ματαλλιωτάκης.
Σε σχετική ερώτηση οι ερωτηθέντες υποστηρίζουν σε ποσοστό 45,8% ότι το κράτος οφείλει να συνεργαστεί με τις επιχειρήσεις ώστε οι άνεργοι να απασχοληθούν στον ιδιωτικό τομέα. Την κρατική στήριξη ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν τη δική τους δουλειά  οι άνεργοι επέλεξαν σαν καλύτερη λύση το 29,5% του δείγματος. Να προσληφθούν οι άνεργοι στο δημόσιο, έκρινε ως ιδανική λύση ένα πολύ μικρό ποσοστό (0,6%) των ερωτηθέντων, ενώ την ενίσχυση των ανέργων με επιδόματα μέχρι να βρουν να δουλειά πρότεινε το 13,1% του δείγματος.

Στις κυβερνήσεις σε ποσοστό 20,4% και στις ελληνικές επιχειρήσεις (29,9%) εναποθέτουν τις ελπίδες τους για την αντιμετώπιση της ανεργίας οι πολίτες, περιμένοντας ελάχιστα πράγματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση (14,5%) και τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις (6,8%) στο θέμα της ανεργίας.
Αναφορικά με την άποψη τους για τις κρατικές δομές και το ρόλο του κράτους στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, οι πολίτες φαίνεται να έχουν αντιληφθεί πλήρως την ισχύουσα κατάσταση. Σε μεγάλο ποσοστό ο ρόλος του κράτους χαρακτηρίζεται αρνητικός, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζουν ουδέτερη τη συμμετοχή του κρατικού μηχανισμού στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Χαρακτηριστική όμως είναι η γνώμη των πολιτών για τους υπαίτιους των υψηλών ποσοστών ανεργίας στη χώρα μας, αφού η μεγάλη πλειοψηφία (61,4%) καθιστά υπεύθυνες τις πολιτικές και τους χειρισμούς των κυβερνήσεων καθώς και την ΕΕ, σε ποσοστό 21,1%. Στις πολυεθνικές επιχειρήσεις (10%) και τον ανταγωνισμού της αγοράς (2,6%) αποδίδουν την κύρια ευθύνη για την ανεργία στη χώρα μας οι συμμετέχοντες στην έρευνα.
Σε ερώτηση σχετικά με τα επιδόματα ανεργίας, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών (74,9%) διατύπωσε την άποψη ότι ανακουφίζουν προσωρινά τους άνεργους, αλλά δε λύνουν το πρόβλημα. Το 15,6% των ερωτηθέντων κατέθεσε την άποψη ότι τα επιδόματα δε δίνουν κίνητρα στους άνεργους για απασχόληση παρ όλη την ανακούφιση που προσφέρουν, ενώ μόλις το 7,8% υποστήριξε ότι δε βοηθούν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται από την ανάλυση των δεδομένων, η γνώμη των πολιτών για την ανάληψη πρωτοβουλιών του κράτους για τους 70.000 περίπου πτυχιούχους που αποφοιτούν κάθε χρόνο από τα πανεπιστήμια είναι να βοηθηθούν κατάλληλα ώστε να βρουν απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα (23,4%). Να δοθούν οι ενδεδειγμένες κατευθύνσεις από το κράτους για την απασχόληση των νέων πτυχιούχων υποστηρίζει το 50%, ενώ να απορροφηθούν όλοι στο δημόσιο, θεωρούν ως καλύτερη λύση το 5% των ερωτηθέντων. Να μην γίνουν προσπάθειες αντιμετώπισης από το κράτος για την απασχόληση των νέων πτυχιούχων υποστήριξε μόλις το 5,3% των πολιτών.
«Η εργασία σήμερα είναι συμμετοχή στην κοινωνία. Είναι η δημιουργική απασχόληση των μελών του κοινωνικού συνόλου σε κατάλληλο εργασιακό περιβάλλον με διαφορετικά χαρακτηριστικά από την εργασία των παλαιότερων ετών όπου στην πλειοψηφία τους οι εργασίες ήταν βαριές» υποστήριξε ο κ.Ματαλλιωτάκης.
Η έρευνα επεκτάθηκε και στις ξένες επενδύσεις όπου και ζητήθηκε από τους πολίτες να τις προσδιορίσουν χρονικά για την περιοχή τους. Στην ερώτηση αυτή  διατυπώθηκε η άποψη (50,6%) ότι δε θυμούνται να έγινε ποτέ καμία μεγάλη ξένη επένδυση στην περιοχή τους. Το 5,9% του δείγματος απάντησε ότι θυμάται στην περιοχή του να έγινε μια μεγάλη ξένη επένδυση πριν δέκα χρόνια. Πριν πέντε χρόνια απάντησε το 5,3% και πέρυσι 7,4%.
«Οι πολίτες αντιλαμβάνονται πλήρως την κατάσταση. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων προβάλλεται συνεχώς ως η σίγουρη λύση στην ανεργία,  ασχέτως ότι ο κόσμος έχει εντοπίσει ότι οι άνεργοι προέρχονται από ελληνικές επιχειρήσεις, δήλωσε ο κ. Ματαλλιωτάκης».
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο σύνολο τους σχεδόν οι πολίτες (94,6%) υποστήριξαν πως είναι ανήσυχοι για το εργασιακό τους μέλλον, έπειτα από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας. Σαφής φαίνεται να είναι η άποψη των πολιτών για την προέλευση των ανέργων στην Ελλάδα. Σε ποσοστό 84,8% δήλωσαν ότι οι οι άνθρωποι που βιώνουν την ανεργία στη χώρα μας έφυγαν από ελληνικές επιχειρήσεις.
Αναμενόμενη ήταν η απάντηση των πολιτών στην ερώτηση για την ωφέλεια της χώρας μας από τη συμμετοχή της στην ΕΕ, στο θέμα της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Οι Κρητικοί επηρεασμένοι από την αντιμετώπιση της χώρας αυτή την περίοδο της κρίσης, δηλώνουν τη δυσαρέσκεια τους απέναντι στην ΕΕ καθώς φαίνονται να μην δίνουν και ιδιαίτερη σημασία στη βοήθεια που κατά καιρούς έχει δοθεί στη χώρα μας.
Ο δρόμος της εργασιακής ανάταξης της χώρας μας πάντως φαίνεται αρκετά μακρύς σύμφωνα με τη γνώμη των πολιτών. Το 60,6% του δείγματος πιστεύει ότι θα χρειαστεί περισσότερο από μια δεκαετία για να εξασφαλιστούν θέσεις εργασίας για τους άνεργους στη χώρα μας. Για διάστημα πέντε έως δέκα ετών κάνει λόγο το 18,5% του δείγματος, ενώ το 10,7% μιλάει για εύρος πενταετίας.
Η δημοσκόπηση εξέτασε τη γνώμη των πολιτών για τον τρόπο με τον οποίο προτιμούν οι πολίτες να αντιμετωπίζεται μια επιχείρηση που παρουσιάζει προβλήματα βιωσιμότητας. Σε ποσοστό ύψους 44,7% οι ερωτηθέντες προτιμούν οι επιχειρήσεις να χρηματοδοτούνται από το κράτος με την προϋπόθεση να προστατεύονται και να μη χάνουν τη δουλειά τους οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις με σημαντικά χρηματοοικονομικά προβλήματα. Να κλείνουν οι επιχειρήσεις με προβλήματα, αλλά να βοηθά το κράτος τους εργαζόμενους να απασχοληθούν σε άλλη επιχείρηση υποστήριξε το 24,6% του δείγματος ως την ενδεδειγμένη λύση. Να γίνει το κράτος συνεταίρος σε ένα ποσοστό μέχρι να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της επιχείρησης, πρότεινε το 18% των πολιτών, ενώ το 2,1% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ της κρατικοποίησης των επιχειρήσεων με προβλήματα ώστε να προστατεύονται οι εργαζόμενοι.
«Η αγωνία των Ελλήνων για μια ανάπτυξη που θα μας βγάλει από τα σημερινά οικονομικά αδιέξοδα μεταφέρεται από τους Κρητικούς και στο εσωτερικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο μηχανισμός και οι μέθοδοι ανάπτυξης που θα προσφέρουν στους Έλληνες πολίτες συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης προτείνεται να είναι ανεξάρτητα από τις εγχώριες πολιτικές και την ΕΕ,  υποστήριξε ο κ.Ματαλλιωτάκης».
Τέλος όσον αφορά στην άποψη της κοινής γνώμης απέναντι στο μέγεθος της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλει το κράτος για να αντιμετωπισθεί η μάστιγα της ανεργίας στην Ελλάδα, οι πολίτες έστειλαν ένα καθαρό μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις. Με το εντυπωσιακό ποσοστό (95,5%) για δημοσκοπικές μετρήσεις, υποστηρίζουν ότι το κράτος πρέπει να θεσμοθετήσει την εργασία ως πολύτιμο αγαθό όπως είναι η παιδεία, η υγεία και η ασφάλεια και να δημιουργεί πάντοτε τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να απασχολούνται και να αξιοποιούνται οι πολίτες της χώρας μας.
Ο κ.Ματαλλιωτάκης ανέφερε: «Οι πολίτες προτείνουν να αντιμετωπισθεί η ανεργία ως το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας μας. Να μην είναι διαπραγματεύσιμη όπως είναι και η παιδεία και η υγεία στη χώρα μας. Να θεσμοθετήσει το κράτος το δικαίωμα στην εργασία χωρίς κατ΄ανάγκη να απορροφηθούν όλοι στο δημόσιο. Να εντάξει το κράτος την εργασία στα αγαθά που είναι υποχρεωμένο να προσφέρει στους πολίτες και να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός ανάπτυξης ανεξάρτητος από τις πολιτικές αλλαγές που θα σχετίζεται άμεσα με την παροχή εργασίας».
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΈΡΕΥΝΑΣ
Η έρευνα διενεργήθηκε υπό την εποπτεία του διδάκτορα στην Ανάλυση Δεδομένων Γιώργου.I.Ματαλλιωτάκη και του καθηγητή Κων/νου Ζοπουνίδη Διευθυντή του Εργαστηρίου Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.
Η οργάνωση της έρευνας και η ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε από τον Ματαλλιωτάκη Γεώργιο διδάκτορα του Πολυτεχνείου Κρήτης.
Η σύνταξη του ερωτηματολογίου έγινε από τον διδάκτορα Γ.I .Ματαλλιωτάκη.
Η Παγκρήτια αυτή έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 1-5 Ιουνίου του 2017.
Μέθοδος: Το δείγμα ήταν τυχαίο, στρωματοποιημένο και αντιπροσωπευτικό του σχετικού πληθυσμού, περιελάμβανε 903 νοικοκυριά της Κρήτης και επιλέχθηκε βάσει των σχετικών αναλογιών του πραγματικού πληθυσμού της απογραφής του 2011. Βασίσθηκε σε δομημένο ερωτηματολόγιο και πραγματοποιήθηκαν προσωπικές τηλεφωνικές συνεντεύξεις.
Ηλικίες: από 18 ετών έως 60 +
–Δρ.Γεώργιος Ματαλλιωτάκης
Μηχανικός Παραγωγής & Διοίκησης, PhD, MSc
Διδάκτορας στην Ανάλυση Δεδομένων
–Kαθηγητής  Κων/νος Ζοπουνίδης
Distinguished Research Professor, Audencia School of Management
Aκαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Επιστημών της Ισπανίας

zarpanews.gr

Ντέιβιντ Χάρβει: Τα κινήματα δεν αρκούν, για να πολεμήσουμε τον νεοφιλελευθερισμό


Ο Ντέιβιντ Χάρβει, με αφορμή σειρά σεμιναρίων που έδωσε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια με θέμα «Κυριαρχία, κοινωνικά κινήματα και το δικαίωμα στην πόλη» έδωσε συνέντευξη στην ιταλική ηλεκτρονική εφημερίδα Contropiano.

Πώς βλέπετε την πορεία του καπιταλισμού; Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει ακόμη η τάση προς την παγκοσμιοποίηση; Ή έχουμε να κάνουμε με μια περίοδο εσωστρέφειας, επιστροφής στον προστατευτισμό και γενικά μια αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα σε καπιταλιστικές μακρο-περιοχές;




Ίσως μπορούμε να ξεκινήσουμε αναλύοντας την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, γιατί το κεφάλαιο εμφανίζεται με τρεις μορφές: η πρώτη είναι οι παραγωγικές δραστηριότητες, η δεύτερη είναι τα εμπορεύματα και η τρίτη μορφή το χρήμα. Καθεμία από αυτές έχει μια διαφορετική ικανότητα γεωγραφικής κινητικότητας: η παραγωγή μετακινείται πολύ αργά, τα εμπορεύματα μπορούν να μετακινηθούν, σήμερα, πολύ γρήγορα. Αυτό όμως που μπορεί να μετακινηθεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου είναι σίγουρα το χρήμα. Όταν λέμε πως πρέπει να μπει φρένο σε ό,τι κινείται, οι περισσότεροι περιορισμοί στους οποίους αναφερόμαστε αφορούν τη μορφή εμπόρευμα, και σε ένα βαθμό την παραγωγή. Το δύσκολο είναι να επιβάλεις περιορισμούς στη ροή του χρήματος. Έτσι όταν ο Τραμπ μιλά για εμπορικές συμφωνίες και για αλλαγές, εννοεί τα εμπορεύματα και τον χάλυβα, αφού δεν υπάρχει τρόπος να περιορίσει κανείς την παγκόσμια ροή του χρήματος.

Εγώ πιστεύω ότι τα τελευταία περίπου σαράντα χρόνια σημειώθηκε ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε παραγωγή αξίας, που είναι η κοινωνικά απαραίτητη εργασία για την κατασκευή και την δημιουργία των πραγμάτων, και στην έκφραση-εκδήλωση αυτής της αξίας στη νομισματική της μορφή. Τότε υπήρχε ένας περιορισμός επειδή η νομισματική μορφή εξαρτιόταν από τα αποθέματα χρυσού, αλλά το 1971 η ισοτιμία χρυσού καταργήθηκε, και από τότε το χρήμα είναι αποδεσμευμένο από κάθε είδους έλεγχο σε σχέση με την αξίας του, με αποτέλεσμα το νομισματικό σύστημα σήμερα να έχει κυριαρχήσει.

Συνεπώς, αν σε αυτό αναφερόσαστε, η παγκοσμιοποίηση δεν έκλεισε τον κύκλο της, αλλά σήμερα βρίσκεται σε ένα ασταθές περιβάλλον, εξού και η ερώτηση: και ποια είναι η αξία που στηρίζει όλο το χρήμα που κυκλοφορεί; Είναι πολύ πιθανόν να υπάρξει κάποιου είδους νομισματική κρίση, και πράγματι βλέπουμε διαρκώς εκφάνσεις της κρίσης αυτής, που θα έχει πολύ δραματικά αποτελέσματα, και στη ζήτηση, που με τη σειρά της θα έχει επιπτώσεις και στην λεγόμενη «πραγματική οικονομία», και που θα προκαλέσει μαζική ανεργία σε όλο τον κόσμο. Αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Σήμερα ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται, είναι η κυκλοφορία όλο και περισσότερου νομίσματος από τις κεντρικές τράπεζες, η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, και άλλα παρόμοια.

Όμως πού πηγαίνει όλο αυτό το επιπλέον χρήμα; Ένα μεγάλο μέρος του πηγαίνει σε τομείς όπως η κερδοσκοπία των ακινήτων, με αποτέλεσμα οι τιμές των ακινήτων, σε σχεδόν όλες τις μεγαλουπόλεις του πλανήτη να εκτοξεύονται σε τέτοιο σημείο που να γίνονται απλησίαστες για τους περισσότερους. Έτσι προκαλείται κρίση ακινήτων που να έχουν προσιτή τιμή, και διάφορες παράπλευρες συνέπειες της συνακόλουθης νομισματοποίησης της οικονομίας και της απασφάλισης του νομισματικού και τιμολογιακού συστήματος, λόγω του ότι χάνει τον έλεγχο η πραγματική παραγωγή, που έχει τις ρίζες της στην κατάργηση της ισοτιμίας χρυσού το 1971.

Σε αυτό το πλαίσιο, ποιος είναι ο ρόλος της Ε.Ε.; Είναι σωστό να λέμε πως παρατηρείται ίσως στην ευρωπαϊκή πολιτική μια συνέχιση του νεοφιλελευθερισμού που θα μπορούσε να έρθει σε αντιπαράθεση με όσα συμβαίνουν σήμερα στις ΗΠΑ;

Σκέφτομαι πως πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να αναλογιστούμε τι εννοούμε σαν νεοφιλελευθερισμό. Ο ορισμός που εγώ δίνω είναι πως πρόκειται για ένα ταξικό σχέδιο με στόχο τη συσσώρευση περισσότερου πλούτου στα χέρια όσων ήδη είναι πλούσιοι και ισχυροί, και πως αυτό έχει συμβεί τα τελευταία 40 χρόνια. Δεν πιστεύω πως έχει τελειώσει αυτή η διαδικασία. Πιστεύω πως αμφισβητείται η νομιμοποίηση του, αφού το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού πολλών χωρών σήμερα το θεωρεί απάτη, πράγμα που συντέλεσε στο να εκλεγεί κάποιος σαν τον Τραμπ αφού κι αυτός μίλησε για απάτη, σημείο στο οποίο όλοι συμφωνούμε, και τάχα αυτός θα εργαζόταν για να το καταργήσει.

Γι’ αυτό πιστεύω πως ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση. Δεν είδα να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να θεωρείται δηλαδή το εμπόριο σαν απάτη. Έχω την εντύπωση ότι εδώ η μετανάστευση θεωρείται σαν ο μεγαλύτερος κίνδυνος, κι αυτή είναι μια ακόμη έκφραση της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή όχι η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου αλλά των ανθρώπων. Οι μεταναστευτικές ροές που προκαλούνται, και που όσες φορές επιχειρείται να αναχαιτιστούν αυτό μοιάζει αδύνατον, είναι κάτι που μας εκπλήσσει. Χτίζονται τείχη, ψηφίζονται νόμοι, αλλά τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτές τις ροές.

Ίσως μεταναστεύσουν λιγότεροι άνθρωποι, αλλά θα εξακολουθήσουν να επιχειρούν να μεταναστεύσουν, κι αυτό μοιάζει αναπότρεπτη εξέλιξη. Το περίεργο για την Ευρώπη είναι πως μάλλον αυτό είναι καλό, γιατί λόγω των δημογραφικών τάσεων η μειωμένη προσφορά εργατικών χεριών είναι τόση που, εκτός από μερικές ανατολικές χώρες σαν την Πολωνία, είναι χρήσιμοι οι μετανάστες προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί η οικονομία με μια ορισμένη ισορροπία. Γι’ αυτό πιστεύω πως η Ευρώπη απαντά στην παγκοσμιοποίηση συνεχίζοντας την προσπάθεια λειτουργίας του συστήματος, όχι όμως διαμέσου της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά στηρίζοντας τη διαδικασία που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να ισχυροποιούνται όλο και περισσότερο, στους χρηματιστές να γίνονται όλο και πιο δυνατοί, δίνοντας τη δυνατότητα στους πιο σημαντικούς θεσμούς της τάξης των καπιταλιστών ολιγαρχών να συσσωρεύουν όλο και περισσότερο πλούτο, επιρροή ή εξουσία.



Σε αυτά τα πλαίσια, τι θα έπρεπε να κάνουν τα αντικαπιταλιστικά κινήματα; Φαίνεται να υπάρχει ένα σχίσμα ανάμεσα σε αυτούς που αποδέχονται την παγκοσμιοποίηση και σε όσους αντίθετα πιστεύουν ότι ορισμένες μορφές κυριαρχίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν το μοναδικό εργαλείο ανάκτησης της δημοκρατίας.

Λοιπόν εγώ δεν νομίζω πως σήμερα αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα, τουλάχιστον όχι για μένα. Το θέμα δεν είναι η παγκοσμιοποίηση, προσωπικά πιστεύω σε έναν κοσμοπολίτικο κόσμο, όπου να μπορεί κανείς να μετακινηθεί ελεύθερα κ.λπ. Αυτό που με απασχολεί είναι η τεράστια συγκέντρωση της οικονομικής, πολιτικής και νομισματικής εξουσίας, σε μια πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων, και η ίδρυση εκείνων των θεσμών που αντικειμενικά τους επιτρέπουν να διαχειρίζονται τα πάντα. Έχω κατά νου θεσμούς σαν την ΕΚΤ, την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας, όλες τις κεντρικές τράπεζες, τα αποθεματικά που διαθέτουν οι περισσότερες κυβερνήσεις που συνήθως συνεργάζονται στενά με τις κεντρικές τράπεζες. Κι έχουμε δει το είδος της πολιτικής που υποστηρίζουν αυτές οι ομάδες, στην περίπτωση της Ελλάδας.

Όλα όσα έγιναν στην Ελλάδα δεν ήταν καθόλου τυχαία ή παράξενα, αλλά δείχνουν ποιο θα είναι το μέλλον της ανθρωπότητας αν οι άνθρωποι αυτοί παραμείνουν στην εξουσία και εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν την ίδια πολιτική. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει καμία σημασία αν έχει ή όχι ολοκληρωθεί η παγκοσμιοποίηση, αφού έτσι κι αλλιώς την έχεις πατήσει και μάλιστα ολοκληρωτικά, όπως είδαμε στην περίπτωση της Ελλάδας. Έτσι για μένα το βασικό ερώτημα είναι το πώς πρέπει να οργανωθούμε για να αντιμετωπίσουμε αυτή την τεράστια συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, που έχω χαρακτηρίσει σαν κρατικο-χρηματιστικό σύμπλεγμα.

Το σύμπλεγμα αυτό πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταπολεμηθεί, κι αν δεν το κάνουμε θα έχουμε μεγάλους μπελάδες. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο μοναδικός τρόπος για να το αντιμετωπίσουμε θα ήταν να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε νησίδες δημοκρατικής διακυβέρνησης, που θα μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν σαν εφαλτήριο για επίθεση ενάντια σε αυτούς τους παγκοσμιοποιημένους θεσμούς, αλλά εγώ δεν πιστεύω πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Νομίζω πως χρειαζόμαστε κάτι πιο μεγάλο για να μπορέσουμε να χτυπήσουμε αποτελεσματικά αυτά τα κέντρα εξουσίας.

Κατά συνέπεια δεν είμαι αντίθετος σε τέτοιες προτάσεις που μιλούν για μια αναθεώρηση αυτής της αποδιαρθρωμένης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή την αντιμετώπιση της κυριαρχίας με πιο απλό και πιο εύκολα διαχειρίσιμο τρόπο, πιο δημοκρατικά δομημένης με συνελεύσεις και άλλες παρεμφερείς δομές. Δεν είμαι αντίθετος, αλλά υποστηρίζω πως κι αν ακόμη αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για πολιτικές πρωτοβουλίες άλλου επιπέδου, ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον πραγματικό κεντρικό πυρήνα, την καρδιά του κτήνους δηλαδή. Εγώ ζω στη Νέα Υόρκη, άρα είμαι πολύ κοντά στην καρδιά του κτήνους, και μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως πρόκειται για ένα εντελώς αποκτηνωμένο κτήνος.



Πώς μπορούμε να διαβάσουμε τις εμπειρίες των κοινωνικών κινημάτων που διεκδικούν το δικαίωμα στην πόλη; Κατά τη γνώμη σας έχει μειωθεί η αποτελεσματικότητα τους εξαιτίας της σταθερής απαξίωσης της δημοκρατίας τόσο σε τοπικό, όσο και σε εθνικό επίπεδο;

Για να ξεκινήσουμε, η ιδέα του δικαιώματος στην πόλη είναι μια ανοικτή έννοια. Είναι αυτό που θα λέγαμε «κενό σημαίνον», άρα μια έννοια που εξαρτάται από το περιεχόμενο που θέλει να της δώσει ο καθένας. Είναι γεγονός πως ακόμη και οι πολύ πλούσιοι διεκδικούν από τη μεριά τους το δικαίωμα στην πόλη, κι αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Πράγματι, από πολλές απόψεις, αν βασιστούμε σε κάποιες αρχές της κυριαρχίας κλπ θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως όλοι έχουμε τα ίδια δικαιώματα στην πόλη, και άρα, όπως έχει πει ο Μαρξ «ανάμεσα σε ίσα δικαιώματα, υπερισχύει το δίκιο του πιο ισχυρού». Κι αυτό είναι ένα από όσα έχουν ήδη επαληθευτεί στην πράξη.

Για παράδειγμα, το δικαίωμα στην πόλη ενσωματώθηκε ακόμη και στο λεξιλόγιο του ΟΗΕ, που σημαίνει πως ουσιαστικά υιοθετήθηκε από τις ΜΚΟ, και αντί να σημαίνει ένα κάλεσμα για την επανάσταση, κατάντησε εργαλείο κατευνασμού των κοινωνικών κινημάτων. Νομίζω πως είναι πολύ σημαντικό για τις συλλογικότητες της πόλης που δρουν σε διάφορους τομείς στο αστικό περιβάλλον, όπως π.χ. η παιδεία ή το δικαίωμα στην κατοικία κ.λπ., να προσπαθήσουν να φτιάξουν ένα προοδευτικό πρόγραμμα, κι ακόμη καλύτερα ένα πρόγραμμα κατά κάποιον τρόπο επαναστατικό, και να επιχειρήσουν να οικοδομήσουν συμμαχίες με άλλες οργανώσεις που δρουν σε άλλα πεδία. Έτσι νομίζω πως πρέπει να υπάρχει μια οργάνωση-ομπρέλα, ή κάτι που να μπορέσει να συνενώσει όλα τα κινήματα που δραστηριοποιούνται στην πόλη.

Στη Βαρκελώνη, για παράδειγμα, νομίζω πως η εκλογή της Κολάου ήταν πολύ σημαντική, κι έχουμε μια δημαρχίνα με προοδευτικές αντιλήψεις, αλλά αυτό από μόνο του δεν επιλύει το πρόβλημα. Θα μπορέσει να λειτουργήσει μόνο αν συνάψει στενή σχέση με τα κοινωνικά κινήματα, κι αν βοηθήσει στην οικοδόμηση ακόμη πιο ισχυρών κοινωνικών κινημάτων, αντί να κινηθεί σαν πολλούς πολιτικούς που στη συνέχεια αφαιρούν εξουσίες από τα κινήματα που τους ανέδειξαν. Αν και πιστεύω πως κάνει βήματα για να χτίσει μια συνελευσιακή δομή έτσι ώστε τα κοινωνικά κινήματα να μπορούν να εκφραστούν και εκτός των πλαισίων της δημοτικής εξουσίας.


Πιστεύω πως μια παρόμοια κίνηση θα ήταν πραγματικά προοδευτική. Είμαι αντίθετος στην ιδέα πως μια πολιτική επικεντρωμένη αποκλειστικά στο Κράτος είναι η κατάλληλη απάντηση, όμως ταυτόχρονα δεν μπορεί να είμαστε φοβικοί απέναντι στο Κράτος, γιατί νομίζω, και η Κολάου το αποδεικνύει, πως το Κράτος μπορεί να παίξει βασικό ρόλο στη στήριξη των κοινωνικών κινημάτων, όπως π.χ. να τα ενδυναμώσει, κι έτσι μπορούμε να ξεκινήσουμε να φανταζόμαστε μια κατάσταση που να εξασφαλίζει τη λαϊκή συμμετοχή στις αποφάσεις, στον τρόπο διαχείρισης της πόλης, στο είδος των επενδύσεων που θα πρέπει να γίνουν, στο ποιες επενδύσεις μπορούν να γίνουν αποδεκτές, ή ποιες οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να προωθηθούν.