α
......κάποτε
σταματούνε επιτέλους οι απόηχοι - και τα σκοτάδια ξαναβρίσκουν την ακινησία
τους -, αυτή είναι και η πραγματική εξουσία του χρόνου, ο καθένας ζει σε μια
διπροσωπία, ότι ανακάλυψε την magna opera της ποίησής του ή πάλι με απασχόλησε
ο Ηρόστρατος στην επιδίωξη πως θα 'μενε αιώνια στην ιστορία η υστεροφημία του-
έως της συντελείας του κόσμου τούτου,- εμπρηστής και δοξομανής, γιατί οι θεοί -
και οι άνθρωποι - θα συγχωρούσαν τη βλάσφημη πράξη του, γι' αυτό που έκανε στο
ναό της Αρτέμιδος,- μιλάμε για την Έφεσο το 356 π. Χ. - απαράλλαχτα ό,τι
συμβαίνει με την αιώνιότητα σ' ένα σονέτο του Σαίξπηρ, μια ακροστιχίδα του
Μπλέικ, τις μισοσβησμένες παραλλαγές κάποιου άγνωστου ποιητή που θα δεί την
αυτοκρατορική επισημότητα του έργου του στο αύριο μιας ανολοκλήρωτης
ιστορικότητας, δικής του ή ακόμα κι εκείνης ενός προσωπείου του, ενός
ετερωνύμου του, - στο σεπτό καθρέφτη του Ιανού,- ήταν, λοιπόν, πολλοί από
αυτούς που αναγόρευσαν τον Ηρόστρατο σε ποιητή, γιατί ξαφνικά η ποίηση γινόταν
ολοένα και η πιο κατά συνθήκη εξέγερση - και ο Ματτία Πασκάλ ή ο Άλβαρο ντε
Κάμπος ήρθαν πολύ καθυστερημένα να συζητήσουν μαζί μου - αλήθεια, πότε το
παρελθόν εξακολουθεί να πατάει στην άκρη του παρόντος και πότε ο
Μαρινέττι κι ο φουτουρισμός του ήταν το ίδιο αξιόπιστος όσο ένα αξίωμα
της ναυπηγικής - τα λέω και για τους δύο- αυτά τ' αξιοσέβαστα προσωπεία που
μετατρέπουν την ιστορία σε απόγνωση, θα ζητούσαν κάποτε ταπεινά συγνώμη για
όλους μας - μπορεί και για κείνον τον Ηρόστρατο, από το τέλος της άβυσσος [1]
......ο
Άλβαρο ντε Κάμπος ήταν ειλικρινής,- ναυπηγός στο επάγγελμα - έτσι μάς έλεγε ο
Πεσσόα γι' αυτό το ευγενές προσωπείο του, στα όρια της νευρασθένειας ή της
σχιζοειδούς ψύχωσης- κανείς δεν ήξερε γιατί έγραφε, ούτε ο ίδιος, - σ' εκείνη
τη ''Θαλασιινη Ωδή'', η θάλασσα ήταν το άμορφο παρελθόν και μέλλον του, κάτι
σαν τους κυνηγημένους έρωτες που δεν ευλόγησαν οι περίοικοι ή που στάθηκαν
ταραγμένα στις καταιγίδες όταν γυμνώθηκαν ή εκχερσώθηκαν οι λόφοι για τα μεγάλα
έργα της Επανάστασης, - ένα πρωί τον συνάντησα σ' έναν ασήμαντο δρόμο,- μου
λέει, ''θα τελειώνει μ' αυτό το στίχο ''...και το νευρικό μου σύστημα δίχτυ που
στεγνώνει στην παραλία''[2*]- ''εσείς με τι ασχολείστε, αν επιτρέπετε;;'', ''εγώ'',
του λέω, ''ασχολούμαι, συνήθως , με όσα επιτρέπονται στην αποπνικτική αγωνία
των ημερών μας'',- είπε πως το βρήκε αστείο, έβγαλε ένα σημειωματάριο από την
τσέπη του σακκακιού του και σημείωσε κάτι, ίσως αυτό που είπα, ''τα δέντρα,
παραδέχομαι πως ωριμάζουν γρηγορώτερα από μάς'', έκανε, αλλά είχα απομακρυνθεί
- ωστόσο σκεφτόμουν αυτό που είπε, ''είναι θέμα κλίματος'', του φώναξα απο
μακριά, σχεδόν από τη γωνία του δρόμου, ''αύριο θα καταπλεύσει στο λιμάνι το
''Ανδρομέδα'', μικρό αλλά ασφαλές κρουαζιερόπλοιο, πάνω σε δικά μου σχέδια-
μπορούμε να πάμε'', σχεδόν τσίριζε από απόσταση, ''οκ'', του είπα, ''για
καφέ'', ξανάπε ουρλιάζοντας - ένα ναυάγιο είναι θα μου πείτε μια υπαρξιακή
ακύρωση, αλλά έχει τη γοητεία ενός πιθανού ονείρου, μια κουρασμένη ευγνωμοσύνη, κάποια πλοία ακόμα κι αν είναι σε χρήση σου
δίνουν την αίσθηση ότι είναι ακίνητα, όσο κι αν
ταξιδεύουν μοιάζουν με ναυάγια - σα να κρύβουν έν' αόριστο ψεύδος, μυρίζουν
περισσότερο χώμα παρά θάλασσα και οι γλάροι αποφεύγουν να πλησιάζουν -, η άλλη
μέρα είχε την ''Ανδρομέδα'', το καφέ του καραβιού ηταν πολυτελές και
περιποιημένο, φάνηκε ότι ο Άλβαρο ντε Κάμπος είχε απολύσει πολλούς διακοσμητές
για να καταφέρει ένα ομαδικό φαντασιακό να πάρει υπόσταση σε κάτι ερωτικό ή
παραπλήσια ερωτικό,- όταν με είδε στη γέφυρα, κατάλαβε την ταλαιπωρία μου για
να φτάσω, περιείχε τη βεβαιότητα της απώλειας σε κάθε συγκεκριμένο- αυτό που
ένοιωθε κι ο ίδιος κατα βάθος- ''πώς περάσατε στην Κόλαση;;'', ρώτησε με
στόμφο,- χαμογέλασα, ''τα φώτα των δρόμων, οι κινητές νησίδες σιωπής, όταν με
άγγιζαν πέθαινα, φωτιές μέσα σε καθρέφτες, διαιρεμένος σαν άχρηστο βάρος'', του
απάντησα, τελικά ο καφές κι ένα πούρο Montecristo με απογοήτευσαν περισσότερο-
τόνιζαν την αποκοπή μου από ένα πολιτισμό δικαιοσύνης, ''ο ποιητής είναι
δεσμώτης'' μού λέει, ''ο ποιητής, - δεν ξέρω να πω με βεβαιότητα για μάς τα
ετερώνυμα όμως, ζητάνε ευθύνες, αλλά χωρίς να ξέρουν,- ίσως υπονοείτε τον
Ηρόστρατο - η πιο άμετρη επιείκεια είναι αυτή : δεν είναι αυτός ο βλάσφημος
εμπρηστής, αλλά το προσωπείό του'', ''πάντως αφού υφίσταται η λογική να ήταν το
προσωπείο που έδρασε, - δεν κυοφορεί τίποτε η ιστορία, παρά μια εξαρχής
αθωότητα για τα πάντα - κάποιος άλλος είναι πάντα το ''άλλο'' και το ''αλλού'',
και με χτύπησε χαριτωμένα στην πλάτη[2+3]
....''τι θα λέγατε πάνω σ' αυτό'' -συνέχισε- : ''σε μια
εποχή απόλυτης αλλοτρίωσης - αν είναι δυνατό να κατανοήσει κάποιος το μηδενισμό
και τον τρόπο να υπάρχει σαν αντίβαρο'', ''νομίζω χαρίζετε στο μηδενισμό μια
δύναμη θρησκευτικής λύτρωσης κι ελευθερίας, αλλά εμφανίζεται συνήθως σαν την
απελπισία που ανοίγει άγνωστες καταπακτές, κυρίως όσα οράματα στοίχειωσαν-
επανέρχονται'', του είπα, ''και τότε το ψύχος είναι δριμύτερο''- ο Άλβαρο ντε
Κάμπος έκανε μερικά βήματα στο σαλόνι, θα μπορούσε να ήταν ένας κομψός άντρας,
αλλά η ενασχόλησή του ώρες ολάκερες με τα εργοτάξια και τα συνεργεία στα
διάφορα ναυπηγεία δεν του άφηναν τέτοια περιθώρια, έπειτα η σχέση του με το
άλλο φύλο ήταν ανύπαρκτη ή σχεδόν ανύπαρκτη, ένας στίχος όμως έχει παντού
αποδέκτες, έστω και αρνητικούς, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επομένη ξανά
στην ''Ανδρομέδα'', πλανιόταν το ερώτημα ''αν και κατά πόσο ένα προσωπείο είχε
κι αυτό το προσωπείο του, το ετερώνυμό του - που διέσωζε την καμπή ή την εκδοχή
κάποιας ιστορίας ή της ίδιας της ιστορίας, αδιαφορώντας κάποτε για κάθε
μοραλισμό ή υπερβαίνοντας τα όρια του εφικτού, του φαινομενικά αληθινού '', τον
άκουσα που έλεγε μονολογώντας, ''άλλη μια φωτιά μέσα στον καθρέφτη ή τα μαλλιά
τους διαιρεμένα σαν άχρηστο βάρος....χωρίς ήχο, χωρίς οσμή από ό,τι πέθανε με
μιαν αμόλυντη προσδοκία- η στιγμή που γεννήθηκα, - κυρίως αυτή'', παραδέχτηκα
ότι τα ετερώνυμα έχουν παράξενους κι απρόφερτους νόμους, επικοινωνούν σαν
συγκοινωνούντα δοχεία, αλλά τα μεσάνυχτα είναι πάντα μεσάνυχτα, για όλους -
υπαινίχτηκε πως με χαιρετούσε, κουνώντας ελαφρά το χέρι,- δόθηκαν όλα, λοιπόν,
- κάποιοι καρπώνονται ακόμα και τη σιωπή σαν αγοραία υποχρέωση του άλλου, που
περιμένουν να ωριμάσει - ή σαν αμόλυντη προσδοκία που έλεγα πριν, κάτι σαν
τεράστιο χρέος που δεν αποπληρώνεται ποτέ, ανακυκλώνοντας την αιώνια επιστροφή
του ομοίου που υποστήριζε ο Νίτσε, - εκείνα που του 'λεγε ένας δαίμονας στο
αυτί-, αν θέλει να ζήσει ξανά και ξανά και ξανά τα ίδια αδιέξοδα, τους ίδιους
θανάτους, τους ίδιους έρωτες, τους ίδιους εφιάλτες - κι αυτό το ονόμαζε έλεος ή
σωτηρία ή εξοικείωση με το θάνατο και την τέχνη της ενσάρκωσης - και μου πέρασε
απ' το μυαλό μήπως κάτι τέτοιο φοβόταν ο Άλβαρο ντε Κάμπος, τη δαιμονοποίηση
του δημιουργού του - ποιός ήταν τελικά ο εχθρός του ποιητή, του κάθε
δημιουργού, - ο ίδιος ο εαυτός του ή ένας δαίμονας κρυμμένος στη σκιά και την
παρασκιά της ύπαρξης, έτοιμος να πάρει θέση πρωταγωνιστή σε μια αιφνίδια
σύγκρουση ή ηλιθιότητα;; -, όλα ήταν πιθανά, ακόμα κι ένα προσωπείο μπορούσε να
γίνει ένας απροσδόκητος εχθρός στον ίδιο τον εαυτό του, στην ύπαρξή του και
στην ισορροπία του δημιουργού του, - αυτά τα ενδεχόμενα ήταν πιθανά να συμβούν
- όπως οι δρόμοι που συνεχίζονται στο σούρουπο ή κάτω απ' το σούρουπο, σαν
ηλικιωμένος ρυθμός, καθώς έφευγα, ώσπου η βαθιά σιγή αγκαλιάζει το αδιέξοδο της
φωνής που δεν φτάνει έξω, - η μνήμη σχηματίζεται αμυδρά, ήσυχα,- πόρτα-πόρτα -,
με ποτίζει έναν ύπνο νοτισμένο για να ξυπνώ σ' ένα ακαθόριστο καθήκον και στο
ελάχιστο δισταχτικό άγγιγμα ν' ανοίγω τα μάτια - ή άλλοτε τα χέρια πώς
στριμώχνουν το λαιμό ενός ζώου που σε καταβροχθίζει ή ψιθυρίζουν την αγωνία της
ανθρώπινης αφροσύνης, τη θλίψη, έναν έρωτα καταμεσίς στο πέλαγος, δηλαδή όσα
τραγούδησα [4+5]
β
....με τον Άλβαρο ντε Κάμπος
βρεθήκαμε στην ''Ανδρομέδα'' το επόμενο μεσημέρι, φορούσε ένα όχι καλοραμμένο
εκρού κουστούμι κι ένα παρακμιακό παναμά, ήταν ευδιάθετος όση ώρα τρώγαμε, μου
απηύθυνε αρκετές φορές το λόγο προσπαθώντας να δώσει ένα συνηθισμένο τέλος στο
γεύμα, κυρίως να βρεί μιαν αφορμή για κάτι που κατά βάθος θα ήταν άχρωμο, για
συζήτηση, - ''αν και ο σκοπός της συνεύρεσής μας, σήμερα, θα ήταν τα προσωπεία
και ο αμοραλισμός τους στην ιστορία'', άρχισε να λέει, ''θα προτιμούσα να
μιλήσουμε για τη θάλασσα'', κατέληξε χαμηλόφωνα, ''για τη θάλασσα;;'', είπα μ'
έκπληξη, ''ναι, για τη θάλασσα - γιατί , όχι'', ''νομίζω η αφορμή αυτής της
συνάντησης ήταν πιο σπουδαία κι ενδιαφέρουσα, φανταζόμουν την αναζήτηση μιας
κρυμμένης αξιολογίας πίσω από το θέμα που υποσχέθηκε ο ένας στον άλλο ν'
αναπτύξει- νομίζετε θα έκανα όλη αυτή τη διαδρομή μέχρι εδώ αν ήξερα ότι θα μιλούσαμε
για τη θάλασσα;;'', του αντέτεινα, - ''και όμως είναι ανάγκη να μιλήσουμε για
τη θάλασσα'', - επέμεινε - ''όλως περιέργως, παρά την εξαιρετική κι ευγενική
παιδεία σας, κατα τα φαινόμενα, βέβαια, - δεν συστηθήκαμε, επίσης, πλήρως'',
-και ήταν περίπου σίγουρος πως πλέον θα μιλούσαμε για τη θάλασσα, ''ίσως κατά
βάθος να μου αρέσει κι εμένα η θάλασσα, να την αγαπώ με άλλο τρόπο, υποδόριο,
σα να μου προκαλεί φθόνο ή απύθμενη ζήλεια για το ανεξιχνίαστο κάποιας
ωραιότητας,- για μένα, ξέρετε, ισχύουν άλλα όνειρα, - κάποτε έζησα πραγματικά -
il fu Mattia Pascal- ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ [3*], απλά εξελληνίστηκα στον
Μαθιό Πασκάλη [4*] για λόγους κι αιτίες άγνωστες τελείως'', εξήγησα -, ''πάντως
ο Mattia Pascal πέθανε, κατά πάσα πιθανότητα από λεπτοσπείρωση- όσο μιλούσαμε,
όμως, αυτός ο αέρας μου θύμισε κάτι, και ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας, ''οι
ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει
στην Κηφισιά'', δεν έχουν μια απολυτότητα αυτοί οι στίχοι, τι λέτε κι
εσείς;;''[5*], ''ναι, συμφωνώ μαζί σας - η ποίηση είναι μια νοθευμένη ανάγκη
για μυθιστόρημα, είναι το σπαθί μέσα στη θήκη του'', ''προσωπικά το περιβάλλον
των βιβλίων με αρρώσταινε - αισθανόμουν πως έπρεπε ν' ανακαλύψω το γενεαλογικό
μου δέντρο ανάμεσα στους τόμους μιας βιβλιοθήκης - απεχθάνομαι το περιβάλλον
των στιβαγμένων βιβλίων, μιας βιβλιοθήκης, ίσως και σήμερα, αν και πέρασε πολύς
καιρός'' - ο Άλβαρο ντε Κάμπος με ρώτησε με τον αέρα κοσμοπολίτη, ''για ποια
βιβλιοθήκη μιλάτε;;;'', ''για τη βιβλιοθήκη της γενέτειράς μου, ο πανιερότατος
Μποκαμάτσα κληροδότησε πολλούς τόμους βιβλίων από το 1803- το γράφει κι ο
Πιραντέλλο- και ορδές ποντικών, βέβαια, - εγώ είχα προσληφθεί αρχικά ως κυνηγός
ποντικών, έπειτα έγινα και φύλακας, αλλα με τα χρόνια ήξερα ποιό βιβλίο
αναπαυόταν σε κάθε ράφι'', ''ενδιαφέρον...'' έκανε λίγο δεικτικά ο συνομιλητής
μου, ''αν εξαιρέσουμε τα ποντίκια, ναι, αλλά στη σημερινή συγκυρία πόσοι δε
ροκανίζουν την αξιοπρέπειά μας, - οι ποντικοί, τα τρωκτικά, είναι το εγώ μας
στο βάθος ενός απροστάτευτου χρόνου'', η κουβέντα για τη θάλασσα φαινόταν ότι
δεν θ' άρχιζε ποτέ, ''από τότε μίσησα τα βιβλία, την μυρωδιά που αναδύει το
χαρτί καθώς παλιώνει και πρέπει να ψάξεις το προσωπείο σου, τη μάσκα σου στο
παρελθόν ή το παρόν, σε νεκρούς που ζωντάνεψαν ή ζωντανούς που γίνανε νεκροί,
καθώς η άκρη του παραθύρου θα κοιτάζει ένα ασήμαντο γεγονός για να θρυμματίσει
κάθε υποψία μεγαλοπρέπειας'', - αυτή ήταν μια άλλη κουβέντα για τη θάλασσα,
απρόβλεπτη για τον Άλβαρο ντε Κάμπος -''είναι όμορφη αυτή η φωτογραφία που
είστε ανάμεσα στα τριαντάφυλλα'', μου είπε, ''στο βάθος διακρίνεται ένα
νησί''[6*] - οι μακρές παύσεις και σιωπές έφεραν τη δύση, οι λεπτομέρειες
δημιουργούνε τη γενναιοδωρία των τοπίων -,
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ [πλήθος - άντρες και
γυναίκες με μάσκες]
ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
[σε μια άδεια προκυμαία - θεατές
και προσωπεία κοιτάζουν σχεδόν προς τη θάλασσα]
ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ : Ήρθε η ώρα να
ζητήσουμε συγνώμη, οι νοσταλγοί, για τη διαστροφή μας -
Την
αιώνια αιδώ να μη λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους -,
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ : Πάντως τα
''Σκοτεινά Νερά'' του Δουβλίνου πρόσφεραν εξαίρετη λύση
στο
δίλημμά μου
μόνο
μεθυσμένοι και φωνακλάδες που μιλούσαν γλώσσες δυσνόητες
[μικρή
παύση]
όπως
αυτές των ποιητών
ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ : ή των κακοποιών
σαν κρύβονται
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ : Στο πολύτιμο
καταφύγιο έμενα ώρες ατέλειωτες, περιμένοντας
ν'
αναδυθούν οι ιδέες στην επιφάνεια του μυαλού μου....
[παύση]
''Φυσούσε
απειλητικά στους δρόμους της Σίντρα. Ο Άλβαρο ντε Κάμπος
στη
μαύρη Σεβρολέτ του κ. ντον Πέδρο''[7*]
[μικρή
παύση]
Περνούσαν
από μπροστά μου επιχρυσωμένοι οι ποιητές και τα προσωπεία τους,
δειλοί
και εύθραυστοι,
-
σχεδόν στεγνοί
ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ : [φωνάζοντας]
Εμείς πεθάναμε μαζί σας. Εσείς να ζητήσετε συγνώμη και για μάς,
για
ό,τι σκορπίσαμε, για τ' άγρια μαλλιά της ερωμένης,
γι'
αυτούς που αποκεφάλισαν ξεδιάντροπα τον Πρίαμο – ικέτη-
στου
παλατιού του τον βωμό, τον ίδιο.
[Νύχτα].
Τέλος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ- ΑΝΑΦΟΡΕΣ :
[1*], Εζρα Πάουντ, Χιού Σέλγουιν
Μώμπερλυ [αψηφώντας το χρόνο- μτφρ. Χάρης Βλαβιανός]
[2*], Φερνάντο Πεσσόα, Ηρόστρατος,
μτφρ. Χάρης Βλαβιανός [''Γιατί στ' αλήθεια, απολύτως, κυριολεκτικά/οι αισθήσεις
μου είναι πλοίο αναποδογυρισμένο/ η φαντασία μου, άγκυρα μισοβουλιαγμένη/ οι
πόθοι μου, σπασμένο κουπί,/ και το νευρικό μου σύστημα, δίχτυ που στεγνώνει
στην παραλία''-Θαλασσινή Ωδή'', μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, Ποίηση, τ. 11// Ο Άλβαρο
ντε Κάμπος ήταν ένα από τα ετερώνυμα του Πέσσόα]
[3*] έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο
[4*], Luigi Pirandello, Il fu
Mattia Pascal- o μακαρίτης Ματτία Πασκάλ [ως Μαθιός Πασκάλης, προσωπείο του
Γιώργου Σεφέρη]
[5*] Γ. Σεφέρης, Γράμμα του Μαθιού
Πασκάλη, ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ
[6*] Γ. Σεφέρης, Ο Μαθιός Πασκάλης
ανάμεσα στα τριαντάφυλλα, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α'
[7*] Φερνάντο Πεσσόα, Τα ποιήματα
του Άλβαρο ντε Κάμπος, μτφρ Μαρια Παπαδήμα, Gutenberg
[8*] [ενσωματωμένα στο κείμενο
διάσπαρτα ποιητικά σχήματα - είτε εκφράσεις του συγγραφέα, δοσμένα στο
Διαδικτυο [φμ], με τα ψευδώνυμα Χόακιν Ράμος, Χαίηζ Ντόουπ και Λάμπρος
Θοραίος