Ε λοιπόν, ναι! Όσο κι αν δεν θέλεις να το πιστέψεις, είμαι περήφανος που δεν χαμογέλασα στο θηρίο μπας και σώσω το τομάρι μου. Είμαι περήφανος που μέσα σ' όλα τα δεινά της ανεργίας μου, συνεχίζω να δίνω το χέρι μου σε όποιον το χρειάζεται. Που επέλεξα να θάψω βαθιά μέσα στο σεντούκι της ψυχής μου τα όνειρα μου για να τα κρατήσω ζωντανά παρά να τα σκοτώσω μαζί με την αξιοπρέπεια μου...
Ε λοιπόν, ναι! Είμαι περήφανος που δεν κατάντησα σαν εσένα. Που τυφλωμένος από την ίδια σου τη χολή ρίχνεις το ανάθεμα στον πια αδύναμο από σένα μπας και καταφέρεις να νιώσεις κάποιος. Και δε διστάζεις να κρυφτείς πίσω από τις φτερούγες του μαύρου όρνεου του φασισμού μήπως και σώσεις το τομάρι σου...
Σε βλέπω κακομοίρη μου να γυρνάς το βλέμμα σου από την άλλη και η οργή μέσα μου με πλημμυρίζει. Σε βλέπω που λουφάζεις σιωπηλός και φοβισμένος στη γωνίτσα σου μήπως και δεν καταφέρεις να συνεχίσεις ν' αρπάζεις τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι τους και γελάω μαζί σου. Ναι ρε, γελάω μαζί σου!
Σου πήραν τα πάντα κι έκλεισες τα μάτια. Χαμήλωσες το βλέμμα σου και γύρισες από την άλλη. Λες και δεν έβλεπες, λες και δεν άκουγες... Μα το χειρότερο είναι πως τους τα έδωσες μονάχος σου, με τα δικά σου χέρια... Μόνος σου ξεπούλησες την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά σου στο βωμό της μίζερης ζωούλας σου.
Μονάχος σου τα έδωσες, κανένας δε σου τ' άρπαξε...
Και ντρέπεσαι, ντρέπεσαι γι αυτό. Ντρέπεσαι γιατί όσο κι αν προσπαθείς να το θάψεις βαθιά, το γνωρίζεις.
Δεν τολμάς να αντικρίσεις τον καθρέφτη σου, φοβάσαι πως δεν θα σ' αναγνωρίσεις. Μετέτρεψες τη μάσκα που φοράς σε δεύτερο πρόσωπο σου. Και ξέχασες πια πως ήταν το παλιό...
Και κάθε βράδυ εύχεσαι να ξυπνήσεις το επόμενο πρωί κι όλα να 'ναι όπως πρώτα, μα γυρισμό δεν έχει. Κι επειδή το γνωρίζεις καλά αυτό, γίνεσαι κάθε μέρα και πιο κτήνος.
Έμαθες βλέπεις να τρέφεσαι με ανθρώπινη σάρκα και τώρα δεν μπορείς να κάνεις δίχως αυτήν...
Κρύψου! Τρέχα στην άθλια ζωούλα σου, χώσου ακόμα πιο βαθιά μέσα στον λάκκο του τίποτα. Τρέχα ν' αγοράσεις κι άλλες μάσκες, δεν είναι αρκετή αυτή που έχεις.
Κλείσε τα μάτια σου, διπλομαντάλωσε τα παντζούρια της ψυχής σου μην τυχόν και μπει το φως μέσα της και φανεί παντού η γύμνια κι η ασχήμια της.
Λούφαξε, είναι το μόνο που γνωρίζεις άλλωστε να κάνεις καλά, ανθρωπάκο...