διήγημα, ιδέα για μια φάρσα
Χρειάζεται μια θεραπεία σιωπής
CESARE PAVESE, / απ' τις τελευταίες επιστολές
....δε συνηθίζω να επιστρέφω τέτοια ώρα-, ίσως το
βράδυ, με μιαν άλλη δικαιοσύνη, - δε συνηθίζω να τρέφομαι τέτοια ώρα-, ίσως το
βράδυ ανάμεσα σε σκέψεις που σέρνουν τα κορμιά τους σαν αλιγάτορες,- εκεί σ'
εύρισκα, - νοικιάζω έναν κίβδηλο χρόνο, αναρωτιέμαι, πόσο είναι πραγματικός,
γιατί η Σκιά σου θα έχει υπόσταση, τα δάχτυλά μου αν την αγγίξω θα γλιστρήσουν
στην αηδιαστική υγρασία ενός φαντάσματος που συνθηκολογεί με τα πάντα- κι αυτό
είναι ακραία επικίνδυνο - θα σε κατασπαράξει πίσω απ' το μπουντουάρ- ύστατη
πράξη φιλοσοφικής εκμηδένισης, ή παραίτησης - προσπαθεί να ζήσει ακόμα λίγο
πριν χαθεί η κατάπληξη του έρωτα, όσο αντέξει - στην κορυφή της σκάλας θα έχω
θάψει τα χειρόγραφα των πιο αρχαίων περιπτύξεων - υπάρχει πάντα μια γυναίκα
περαστική από την πόλη που φτάνεις και μια κλωστή που κρέμεται ''πες τι έκανες
στον έξω κόσμο'', δε ξέρω να πω τις παλιές μου σκέψεις, αυτές τις τεράστιες
ενδοχώρες, το όνομά της είναι απρόφερτο - όπως οι θωπείες στις γειτονιές,
ανήκουν σ' ενα βιβλίο με πέτρινες σελίδες, το συνδυάζω συχνά με την εγκυμοσύνη
των δρόμων - μιας γενέτειρας που αλλάζει συνεχώς το τοπίο της, - αρνητικά
απρόοπτα ή αναπαραστάσεις - είναι σαν να μην υπάρχεις, μια όσμωση αφάνειας για
να περνάει απαρατήρητη η ζοφερότητα, όμως οι δρόμοι είναι άγνωστοι, ένα είδος
καταδίκης συν η απώλεια, κάποτε οι χειρονομίες επιβραδύνουν το ανώνυμο, κάνουν
συντομότερο το συλλογισμό, δείχνουν προς τα πού είναι η εξορία - δεν
εμπιστεύομαι κανένα - και μάλλον ό,τι κράτησα με την άκρη του χεριού μου, χάθηκε - δεν είπα τίποτε άλλο κείνη τη μέρα,
- είναι απίθανο και ιστορικά ασυγχώρητο, ο Καίσαρας κλέβει το ποδήλατο απ' τους
ζωγράφους της αντίπερα όχθης, κάνει το κύκλο του χωριού μέχρι τη θάλασσα -
μέχρι την Τ. ή την Κ.- η αστική ντροπή μεταβάλλει τα ονόματα σε αρχικά
κεφαλαία- μοιάζουν σε κάτι αποπνικτικό, χωρίς το έλεος της συνύπαρξης, υπάρχουν
κι όσοι, βέβαια, θεολογούν πίσω από πόρτες ή πλάτες ανθρώπων- με ακατάσχετη
ορμή, δεν έχει ταυτότητα ούτε το συκώτι του Προμηθέα και οι νέες θρησκείες
στηρίζονται στο μίσος για τις προηγούμενες - εγώ ανήκω στις προηγούμενες για να
με μισούν- μέχρι την εξαθλίωση ή την αθώωση - οι επόμενες είναι κι αυτές
απογοητεύσεις της σάρκας για μεσήλικες, θα περιμένω τις αξέχαστες αιτίες των
άλλων σαν τεχνητή βροχή- ''μια γουλιά νερό'' ανιδιοτέλεια και φροντίδα του
υποκριτικού τους μεθαύριο- εν τούτοις η ποδηλασία περιέχει κάτι από παραλήρημα,
η εναλλαγή των εικόνων, η ευγνωμοσύνη ενός αόριστου ερχομού, η θεοποίηση των
λέξεων - πρέπει να ομολογήσω ότι έφτασα πιο μπροστά από όλους, ο Καίσαρας είχε
επηρεαστεί για τα επόμενα δέκα τέσσερα χρόνια της ζωής του - ο γάμος της Τίνας,
-βλέπετε-, τα ποδήλατα είχαν συχνά μιαν απόδραση πάνω τους από βαθύ σεβασμό,
''ρωτάω μάταια'', του έλεγα, ''οι εξορίες έχουν μια βλάστηση πυκνή για να
κρύβονται οι ψίθυροι, άλλοτε δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα κατάξερο τοπίο και η
φωτογραφία της γυναίκας σε μια ανύπαρχτη πόλη σαν αυτή, που σάς έλεγα, ή μια
επιστολή σαν να εξαφανίζεται ο αποστολέας την άλλη στιγμή - λιπόθυμος'' [1+2]
....ο Καίσαρας θα σκέφτηκε τον ήλιο, σαν οιωνό
τέλους και ήττας, συνέχεια καταναγκασμών και υποχρεώσεων - αρκετά ποδήλατα
νομίζω είχαν ξεφύγει από πίνακες του Σιρόνι ή του Λεζέ, - και μερικά γυμνά- το
ίδιο, μπορούσε να ταυτιστεί μόνο χρονολογικά μ' αυτούς, ήταν οι ''άλλοι'' που
τον έστειλαν εξορία tra metafisica e futurismo, - ανάμεσα στην άγνοια και την
παραμυθία των φίλων, ''αγαπητέ'' - τον κάλεσα κι εγώ, μεταξύ των υπολοίπων-
''μπορεί εκεί κάτω να σε περιμένουν ευχάριστες εκπλήξεις'', δεν εννοούσα τις
τραγωδίες που μετατρέπονται σε ιλαρές ή κωμικές επιθεωρήσεις -
ΕΡΩΜΕΝΗ : Γιατί γράφετε;; οι ποιητές...εσύ, γιατί
γράφεις;;
ΚΑΙΣΑΡΑΣ : Είναι μια διαμάχη....ανασυνθέτω τις
φυλακές μου, τα βαλτοτόπια, - ένα γεγονός προδοσίας - υπάρχει πάντα μια
προδοσία ή ένα βασανιστήριο στη ζωή, πορεύεται αυθύπαρκτο, σχεδόν αθάνατο-,
δίπλα-δίπλα
ΕΡΩΜΕΝΗ : Θα μου διαβάσετε κάτι, έν' απόσπασμα;;, -
κάποιος φτάνει στη γη του, πώς είναι αυτό-μοιάζει μ' ένα φιλικό αξιοθέατο -
όπως το λέτε,- η επαγγελία του...
ΚΑΙΣΑΡΑΣ :....είναι μάλλον η εξορία - μια
λησμονημένη θνητότητα-, ο θάνατός του, ή όταν βρίσκεις τη σελίδα που έλειπε,
και τότε έχεις την επιβίωση, - μια ρηχή ακτή να επανέρχεσαι ρυθμίζοντας ό,τι
άφησες πίσω -
ΕΡΩΜΕΝΗ : Η φωνή σας, η φωνή σου - χάνεται στην
οχλοβοή, σ' ένα σύμπαν αφηρημένο, - / τα ποιήματα, - καταλαβαίνω-, είναι η
τελευταία εύνοια των θεών [παύση]- μια μάταιη απάντηση, όπως μια πλάνη [3]
.....η σιωπή της Τίνας, - το ποδήλατο της Τίνας, -
είναι αποκρυσταλλωμένες τελετουργίες, περιέχουν χειρονομίες από γάμους παλιούς,
ανάμεσα τους κι ο γάμος της Τίνας - / είχε φέρει φωτογραφίες απ' το σπίτι που
έμεινε εξόριστος,- η σιωπή της Τίνας- και η απονομή χάριτος κινούνται με
στίχους- όπως και το ποδήλατό της Τίνας, κυρίως αυτό, - ακόμα ένα ποδήλατο στο
άδειο δωμάτιο την αυγή- στο ξενοδοχείο La Roma ή ένας φρουρός του Σεβερίνι- una
sentinella- στημένος πίσω από εμβατήρια πολεμικά, ''ο πόλεμος τελείωσε'', του
λέω, ''αλλά εις μάτην και χωρίς λαιμοδέτες'', το θεώρησε προσδοκία αιώνων, μια
εσχατολογία της Αποκάλυψης- όταν θα έρθει η Κονστάνς θα είναι πάλι άνοιξη και
θα νυχτώνει, έλεγε να 'παιρνε μαζί του- στην κάμαρη- ένα απ' τα ποδήλατα των
διαδηλώσεων, θα κατέληγε στο όνομα ενός αγνώστου, - η σιωπή, λοιπόν, η Τίνα,- η
Κονστάνς καθώς αγκαλιάζει μόνο σκιές, άρα σίγουρα τον ίδιο, - η Κονστάνς δε θα
'ρθει, δεν θάναι άνοιξη δε θα νυχτώνει, τα γεγονότα ακολουθεί η συντριβή και η
μέθη, - έψαχνα διανυκτερεύον φαρμακείο όπως ένας άστεγος εξερευνά το σκοτάδι
της συνοικίας- ο Καίσαρας θα 'παιρνε - πήρε- όλα τα χάπια - πλοία ακίνητα
απέναντι από σταθμούς ή δειλινά που περιμένουν κι άλλους - κι ο άστεγος
με το βοήθημα του μήνα, αγόραζε τσιγάρα και τα μοίραζε στους φτωχούς - άψυχες
αναλαμπές, αναμνήσεις που κρύβονται σε μικρές ρωγμές όπως οι στεναγμοί των
ερωτευμένων ή το χέρι που τους έκοψε την απότομη δόξα, - ένα βράδυ τη συνάντησα
''ποιος είσαι;;'', μου λέει, ''είμαι ο άλλος'' της λέω, ''με το κομμένο χέρι,
αφού πρέπει ν' αποκτήσει νόημα και η σιωπή'' κι έφερα το ανύπαρχτο δάχτυλο στα
χείλη [4]
[Δεν υπάρχουν σκηνικά, ακούγονται ακαθόριστοι
θόρυβοι. Ησυχία.Λίγο φως. Ένα ποδήλατο ακουμπισμένο στον τοίχο]
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Μόνο μία λάμπα, - έρχεστε πρώτη
φορά;;...
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Όχι, ήρθα και πέρυσι, τις
περισσότερες ώρες ήμουν ξαπλωμένος, οι αναμνήσεις, ξέρετε....
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Εδώ δεν υπάρχουν αναμνήσεις, μόνον
ήχοι που θυμίζουν απροσδιόριστες ηλικίες, τρένα ανύπαρκτα ή όταν βρέχει,
φαίνεται σα να περιμένεις κάποιον...όπως τώρα
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : [τινάζεται τρομαγμένος]. Τα
εντομοκτόνα κάνουν μεγαλύτερα και πιο ανθεκτικά τα έντομα. Ήμουν εξόριστος και
ξέρω απ' αυτά.
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Εξόριστος;; [γελάει]. Μα όλοι είναι
εξόριστοι και μ' άλλο όνομα σχεδόν, κάθε μέρα -, και να διαφύγουν δεν τους
θυμάται κανείς, ούτε αυτοί διατηρούν κάποια μνήμη -ελάτε τώρα- ας αφήσουμε την
εκζήτηση του τέλειου για άλλους....
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Και με τα τρένα, συμβαίνει αυτό, ο
σταθμός απέναντι, οι ήχοι, οι αποσκευές, η πολυκοσμία - νοιώθω ότι ταξιδεύω ή
ότι σε λίγο αναχωρούμε.....
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : [γελάει] Είναι η φαντασίωση κάθε
ανθρώπου που η ζωή του περιείχε στατικότητα, δεν υπάρχουν τρένα τελικά, θα το
διαπιστώστε και μόνος, - εγώ τυχαία σάς είδα - παρεμπιπτόντως, έγινε κάποιο
λάθος από την διέυθυνση, υποθέτω - κλείσαμε το ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο
ξενοδοχείο, στην ίδια πόλη - κάτι απόλυτα συμπτωματικό, συμβαίνει σπάνια, αλλά
τυχαίνει καμιά φορά, μη νοιώθετε αμηχανία, ένα βράδυ είναι αυτό - θα περάσει
γρήγορα
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : [παύση]. Να σάς δώσω ένα αντίτυπο
του βιβλίου μου, περιέχει μερικά από τα καλύτερα ποιήματα που έγραψα....
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Που έχετε γράψει, αλήθεια;; Πού;;
Στην εξορία;;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Ναι, στην εξορία - πώς το ξέρετε;;
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Όλοι έτσι λένε, αλλά εσάς, για
κάποιον αόριστο λόγο σάς πιστεύω...Έπειτα είναι και το ποδήλατο,- ένα ποδήλατο
σε δωμάτιο ξενοδοχείου - απίθανο εύρημα, δικό σας φαντάζομαι κι αυτό [γελάει
δυνατά]
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Αντιπαθώ τα τρένα, σάς το είπα απ'
την αρχή, μπορεί κανείς να ταξιδέψει θαυμάσια μ' ένα ποδήλατο, [μικρή παύση]
εγώ τα καλύτερα ταξίδια μου τα έκανα ξαπλωμένος ανάσκελα σ' ένα κρεβάτι και μ'
όνομα αμφίβολο, για να σβήσω τα ίχνη μου...
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : Είστε ο Καίσαρας, άκουσα τον άστεγο
στην είσοδο που σάς καλημέρισε με τ' όνομά σας- μου έκανε εντύπωση, οι ποιητές
συνήθως τα βρίσκουν με τους άστεγους - γι' αυτό θα τα πάμε καλά, κι εγώ άστεγος
είμαι κι εσείς κατά βάθος τώρα πια - χωρίς στέγη [μικρή παύση]
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ : ''Ένας θρόμβος σκιάς
κρυμμένος...''[*] [σφυρίζει ένα σκοπό - πηγαίνει στο ποδήλατο, ανεβαίνει να
φύγει]. Καληνύχτα [φεύγει-κοντοστέκεται] Ίσως γι' αυτό το μέλλον αργεί τόσο και
στις μεγάλες εξεγέρσεις όλοι γνωρίζονται πολύ στενά μεταξύ τους, αλλοιώς θα
ήταν όλα μάταια - κι αυτό, παρακαλώ, να το σημειώσετε
Πολύ φως. Σκοτάδι. ΑΥΛΑΙΑ [5]
ΤΕΛΟΣ
φωτης μισόπουλος, 2017
[*], τμήμα από στίχο του Τσέζαρε Παβέζε. Αυτοκτόνησε τελευταίες μέρες του
αυγούστου 1950, σ' ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου ''Ρώμη'', απέναντι απο τον
σιδηροδρομικό σταθμό του Τορίνο.