Του Steven A. Cook
Ο Τούρκος πρόεδρος
Ερντογάν οδήγησε τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις από το κακό στο χειρότερο.
Μερικές ημέρες πριν είχε υποστηρίξει πως κατάσκοποι είχαν διεισδύσει στις
αμερικανικές διπλωματικές αποστολές στην Τουρκία και δήλωνε πως δεν θεωρεί τον
Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα Τζον Μπας ως νόμιμο εκπρόσωπο των ΗΠΑ.
Ο Τούρκος πρόεδρος κλιμάκωσε τη διπλωματική
κρίση που ξεκίνησε με την αμερικανική απόφαση να σταματήσει τις χορηγήσεις
βίζας σε Τούρκους πολίτες σε αντίποινα της σύλληψης Τούρκου υπαλλήλου της αμερικανικής
πρεσβείας με την κατηγορία της συμμετοχής του στο κίνημα Γκιουλέν.
Η υπόθεση αυτή όμως αποτελεί μια από τις
πολλές που έπληξαν τις διμερείς σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Είναι εμφανές πως
ΗΠΑ και Τουρκία είναι πλέον πολύ περισσότερο στρατηγικοί ανταγωνιστές παρά
εταίροι και σύμμαχοι, ειδικά στη Μέση Ανατολή.
Θα
ήταν όμως σφάλμα να υποστηριχθεί πως οι ταραγμένες σχέσεις ΗΠΑ- Τουρκίας
οφείλονται μόνο στον Ερντογάν. Στην πραγματικότητα οι δύο χώρες έχουν μπει σε
πορεία σύγκρουσης από τα Χριστούγεννα του 1991, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική
Ένωση.
Πολλά έχουν λεχθεί για την προσπάθεια του
Ερντογάν, την τελευταία δεκαετία, να κερδίσει ολοένα και περισσότερη εξουσία.
Και φυσικά όλα αυτά ισχύουν. Όμως με τον τρόπο αυτό παραγνωρίζονται τρεις
σοβαροί παράγοντες που διέπουν την τουρκική εξωτερική πολιτική.
Ο πρώτος είναι
ότι ο τουρκικός λαός ασπάζεται τις ιδέες και την καχυποψία του Ερντογάν για τα
Δύση. Ο
δεύτερος αφορά το αυτονόητο, ότι
δηλαδή ΗΠΑ και Τουρκία δεν έχουν με κανέναν τρόπο κοινές αρχές και αξίες και
τέλος ο
τρίτος έχει να κάνει με τις αλλαγές που
συντελέσθηκαν στον κόσμο από τότε που οι δύο χώρες κατέστησαν σύμμαχοι.
Δεδομένων των αλλαγών στην παγκόσμια
δυναμική, οι σχέσεις των ΗΠΑ με το οποιοδήποτε πλειοψηφών τουρκικό κόμμα θα
ήταν και πάλι τεταμένες. Αν κυβερνούσε το αντιπολιτευόμενο CHP για παράδειγμα
και πάλι θα υπήρχε ένταση αφού το κόμμα αυτό τάσσεται υπέρ του Άσαντ και κατά
των Κούρδων. Και λίγο ή πολύ το ίδιο ισχύει για όλα σχεδόν τα τουρκικά κόμματα
που φλερτάρουν και με το Ιράν εδώ και χρόνια.
Αυτό το γεγονός παραγνωρίζεται από πολλούς
Αμερικανούς αξιωματούχους που εξακολουθούν να διατηρούν μια ετεροχρονισμένη
άποψη για την Τουρκία. Η πολιτική τους θυμίζει ακόμα τη μυθολογία του Ψυχρού
Πολέμου, ξεχνώντας πως άνευ της σοβιετικής απειλής δεν υπάρχει σοβαρός δεσμός
μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον. Οι διμερείς σχέσεις δεν βασίστηκαν ποτέ στη
φιλία, την εμπιστοσύνη, τις αξίες, αλλά μόνο στον κοινό κίνδυνο.
Ακόμα και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ οι
Αμερικανοί υπέθεσαν πως οι διμερείς σχέσεις θα παρέμεναν ως είχαν και ακόμα πως
η Τουρκία θα αποτελούσε μοντέλο για τις τουρκογενείς χώρες της κεντρικής Ασίας,
ή πως η Άγκυρα θα αποτελούσε τον φάρο της ασφάλειας και της ειρήνης στη Μέση
Ανατολή.
Καμία από τις προσδοκίες αυτές δεν
υλοποιήθηκε διότι υπερτιμούσαν τις δυνατότητες της Τουρκίας και υποτιμούσαν την
ιστορική κληρονομιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και τα δεδομένα της
τουρκικής εσωτερικής πολιτικής και την διεθνή οπτική της τουρκικής ηγεσίας.
Κάθε αποτυχία συνεννόησης απομάκρυνε ΗΠΑ και Τουρκία ακόμα περισσότερο.
Έτσι, με δικό τους κόστος, οι Αμερικανοί
ανακάλυψαν πως η ηγεσία της Τουρκίας, ακόμα και οι στρατιωτικοί, ούτε
δημοκράτες είναι, ούτε φιλοδυτικοί. Αντίθετα βλέπουν με μεγάλη καχυποψία τη
Δύση και ειδικά τις ΗΠΑ. Είναι επίσης σφάλμα να λέγεται πως οι σχέσεις
Ουάσινγκτον και Άγκυρας ήταν πάντα θερμές, όπως οι αντίστοιχες των ΗΠΑ με
Γερμανία και Βρετανία.
Υπάρχει καλή συνεργασία Αμερικανών και
Τούρκων αξιωματούχων στο ΝΑΤΟ, αλλά και εκεί υπάρχει καχυποψία λόγω τους
τουρκικού εθνικισμού και της άποψης περί υποστήριξης των Κούρδων από τις ΗΠΑ.
Οι Τούρκοι αξιωματικοί στο ΝΑΤΟ δεν είναι φιλοδυτικοί, αλλά μόνο τουρκόφιλοι.
Το αυτό ισχύει και για την τουρκική πολιτική ηγεσία.
Ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι ΗΠΑ
και Τουρκία δεν έχουν κοινά συμφέροντα. Φυσικά και οι δύο πλευρές έχουν κάποια
κοινά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται και δεν έχουν κοινή οπτική στο
πως οι κοινοί στόχοι μπορούν να επιτευχθούν.
Για τους Αμερικανούς οι περιστασιακές έστω
αναθερμάνσεις των σχέσεων της Άγκυρας με την Τεχεράνη έχει επίπτωση στο
πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ενώ καταλογίζουν στην Άγκυρα και τις σχέσεις της
με τη Χαμάς και με εξτρεμιστικές ομάδες στην Συρία.
Ωστόσο αυτές οι εντάσεις ξεκίνησαν πριν τον
Ερντογάν. Για παράδειγμα η Τουρκία ήταν αντίθετη στις κυρώσεις κατά του Σαντάμ
Χουσεΐν, ενώ υπήρχαν τριβές για την Κύπρο και την ένταση στο Αιγαίο.
Ο κόσμος στο μεταξύ άλλαξε τόσο που η
Τουρκία, μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, συνεργάζεται με τη Ρωσία, η οποία αγωνίζεται
να αποδυναμώσει την συμμαχία αυτή. Και αυτό συμβαίνει μάλιστα στην Συρία την
ώρα που οι ΗΠΑ μάχονται κατά του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους μαζί με
κουρδικές δυνάμεις τις οποίες οι Τούρκοι θεωρούν παρακλάδι του ΡΚΚ εναντίον του
οποίου πολεμούν από το 1984.
Έτσι
η στρατηγική σχέση των δύο έχει περιοριστεί στην χρήση από τους Αμερικανούς της
βάσης του Ιντσιρλίκ για τον αγώνα κατά του ΙΚ με τους Τούρκους να απειλούν κατά
καιρούς να απαγορεύσουν τη χρήση της βάσης.
Η απόφαση της κάθε μια χώρας να συνεργάζεται
με τον αντίπαλο της άλλης δείχνει πως οι σχέσεις ΗΠΑ- Τουρκίας, έχουν να κάνουν
πολύ λιγότερο με την διεθνή οπτική του Ερντογάν ή την απόφαση του προέδρου
Ομπάμα να μετατοπίσει το στρατηγικό βάρος των ΗΠΑ, αλλά με τις γεωπολιτικές
ανακατατάξεις μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου.
Από την έναρξη του «πολέμου για τη βίζα»
όλοι αναρωτιούνται αν θα υπάρξει κλιμάκωση. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν και
πολλά εξαρτώνται από τους εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς του Ερντογάν.
Δεδομένου του αντιαμερικανισμού στην Τουρκία κάθε Τούρκος ηγέτης θα επιχειρούσε
να αποκομίσει οφέλη συγκρουόμενος με τις ΗΠΑ.
Όμως το ερώτημα είναι πως οι ΗΠΑ θα
χειριστούν την τουρκική στροφή που καθιστά την Άγκυρα από στρατηγικό εταίρο σε
ανταγωνιστή και από σύμμαχο σε αντίπαλο. Αν η Ουάσινγκτον εξακολουθήσει να βλέπει
την Τουρκία μέσα από το πρίσμα του Ψυχρού Πολέμου θα υπάρξει αδιέξοδο.