Η
κατάσταση της τέχνης μπορεί να προσδιοριστεί με τις ακόλουθες γενικές
παρατηρήσεις. Αν το ρωσικό προλεταριάτο, ύστερα από την κατάληψη της εξουσίας,
δεν είχε δημιουργήσει το δικό του στρατό, το εργατικό κράτος θα είχε πάψει να
ζει από καιρό και μις δε θα καταγινόμαστε τώρα με τα οικονομικά προβλήματα,
ακόμα λιγότερο με τα προβλήματα της κουλτούρας και του πνεύματος.
Αν η δικτατορία του
προλεταριάτου δειχνόταν ανίκανη, μέσα στα προσεχή χρόνια, να οργανώσει την
οικονομία και να εξασφαλίσει στον πληθυσμό, ας ήταν και ένα ζωτικό μίνιμουμ
υλικών Αγάθων, το προλεταριακό καθεστώς θα ήταν τότε αληθινά καταδικασμένο να
εξαφανιστεί. Η οικονομία είναι τώρα το πρόβλημα των προβλημάτων.
Ωστόσο, ακόμα κι αν τα βασικά προβλήματα της τροφής, του ρούχου, της στέγης καθώς
και της κατώτερης εκπαίδευσης είχαν λυθεί, αυτό δε θα σήμαινε ακόμα με κανέναν
τρόπο την ολοκληρωτική νίκη της νέας ιστορικής αρχής, δηλαδή του σοσιαλισμού.
Μόνο μια πρόοδος της επιστημονικής σκέψης σε κλίμακα εθνική και η ανάπτυξη μιας
καινούργιας τέχνης θα σήμαιναν ότι ο ιστορικός σπόρος όχι μονάχα μεγάλωσε για
να σώσει φυτό μα και λουλούδιασε. Μ' αυτή την έννοια η ανάπτυξη της τέχνης
είναι το ανώτερο κριτήριο για τη ζωτικότητα και τη σημασία κάθε εποχής.
Η κουλτούρα ζει από
τους χυμούς της οικονομίας, όμως χρειάζεται παραπάνω από το αυστηρά αναγκαίο
για να μπορέσει η κουλτούρα να γεννηθεί ν' αναπτυχθεί και να λαμπικαριστεί. Η
μπουρζουαζία μας υποδούλωσε τη λογοτεχνία πολύ γρήγορα την εποχή που αυτή
δυνάμωνε και πλούταινε. Το προλεταριάτο θα είναι ικανό να προετοιμάσει τη
διαμόρφωση καινούργιας κουλτούρας και λογοτεχνίας, δηλαδή σοσιαλιστικής, όχι με
μέθοδες εργαστηριακές, πάνω στη βάση της σημερινής φτώχειας μας, της ανάγκης
μας, της αμάθειας μας, μα ξεκινώντας από πλατιά μέσα κοινωνικά, οικονομικά και
πολιτιστικά. Η τέχνη έχει ανάγκη από ευμάρεια, κι ακόμα από αφθονία. Οι μέρες
πρέπει να είναι πιο
ζεστές, οι τροχοί να γυρίζουν πιο γρήγορα, οι σαΐτες να τρέχουν πιο γοργά, τα
σχολεία να δουλεύουν καλύτερα.
Η παλιά μας ρωσική λογοτεχνία κι η παλιά μας ρωσική κουλτούρα ήταν η έκφραση
της τάξης των ευγενών και της γραφειοκρατίας και στηριζότανε πάνω στο χωρικό. Ο
ευγενής ο διαποτισμένος από τον εαυτό του, το ίδιο όπως ο
"μεταμελημένος" ευγενής βάλανε τη σφραγίδα τους πάνω στη
σημαντικότερη περίοδο της ρωσικής λογοτεχνίας. Αργότερα εμφανίστηκε ο μη
ευγενής διανοούμενος, στηριγμένος στο χωρικό και τον αστό, κι έγραψε κι αυτός
το κεφάλαιο του στην ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας. Αφού πέρασε από την
περίοδο της άκρας απλοποίησης των παλιών ναρόντνικων, αυτός ο
χωριατοδιανοούμενος εκμοντερνιστηκε, διαφοροποιήθηκε και ατομικοποιήθηκε, με
την αστική έννοια του όρου. Τέτοιος υπήρξε ο ιστορικός ρόλος της παρακμιακής
σχολής και του συμβολισμού. Κιόλας από τις αρχές του αιώνα, ολότελα ξεχωριστά
ύστερα από το 1907-1908, η αστική μεταμόρφωση της ιντελλιγκέντσιας και της
λογοτεχνίας συντελέστηκε ολοταχώς. Ο πόλεμος έβαλε πατριωτικά τέλος σ' αυτό το
προτσέσο.
Η Επανάσταση ανέτρεψε τη μπουρζουαζία κι αυτό το αποφασιστικό γεγονός έκανε την
εισβολή του στη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία που είχε διαμορφωθεί γύρω από αστικό
άξονα δεν υπάρχει πια. Ότι απόμεινε λίγο - πολύ βιώσιμο στον τομέα της
κουλτούρας, κι αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για τη λογοτεχνία, πάσκισε και πασκίζει
ακόμα να βρει καινούργιο προσανατολισμό. Από το γεγονός ότι η μπουρζουαζία δεν
υπάρχει πια, ο άξονας δεν μπορεί να είναι παρά ο λαός δίχως τη
μπουρζουαζία.
Μα τι είναι ο λαός;
Πρώτα - πρώτα η αγροτιά και, σε ορισμένο μετρό, οι μικροαστοί των πόλεων, έπειτα οι εργάτες που δεν μπορούν να διαχωριστούν από το λαϊκό πρωτόπλασμα της αγροτιάς. Είναι αυτό που εκφράζει η βασική τάση όλων των "συνοδοιπόρων" της Επανάστασης. Είναι αυτό που βρίσκει κανείς στη σκέψη του μακαρίτη Μπλοκ. Το ίδιο στον Πιλνιάκ, στους "Αδελφούς Σεράπιον", στους "Εικονιστές" που είναι ακόμα πολύ ζωντανοί. Το ίδιο ακόμα σε κάποιους φουτουριστές (Χλέμπνικοβ, Κρουσένιχ και Β. Καμένσκι). Η χωρική βάση της κουλτούρας μας, ΄η καλύτερα της έλλειψης κουλτούρας μας, φανερώνει έμμεσα όλη την παθητική της δύναμη.
Η επανάσταση μας είναι η έκφραση του χωρικού που έχει γίνει προλετάριος ο οποίος ωστόσο στηρίζεται πάνω στο χωρικό και του δείχνει το δρόμο. Η τέχνη μας είναι η έκφραση του διανοούμενου που ταλαντεύεται ανάμεσα στο χωρικό και τον προλετάριο. Είναι οργανικά ανίκανος να συγχωνευτεί με τον έναν ΄η τον άλλο, όμως τραβιέται περισσότερο προς το χωρικό. Λόγω της ενδιάμεσης θέσης του και των δεσμών του δε μπορεί να γίνει μουζίκος, όμως μπορεί να τραγουδήσει το μουζίκο. Ωστόσο δεν μπορεί να υπάρχει επανάσταση χωρίς τη διεύθυνση του εργάτη. Αυτή η αντίφαση είναι η πηγή της βασικής δυσκολίας να πραγματευτούμε το θέμα. Μπορεί να βεβαιώσει κανείς ότι οι ποιητές και οι συγγραφείς αυτών των εξαιρετικά κρίσιμων χρόνων διαφέρουν ανάμεσα τους από τον τρόπο που βγαίνουν απ' αυτή την αντίφαση, καθώς και από τον τρόπο που γεμίζουν τα κενά της, ο ένας με το μυστικισμό, ο άλλος με το ρομαντισμό, ο τρίτος με τη συνετή απομάκρυνση κι ο τέταρτος με μια διαπεραστική κραυγή. Ανεξάρτητα από την ποικιλία στις μέθοδες για το ξεπέρασμα της αντίφασης, η ουσία της παραμένει μια. Αυτή συνίσταται στο διαχωρισμό που έχει κάνει η αστική κοινωνία ανάμεσα στη διανοητική εργασία, μαζί και την τέχνη, και τη σωματική εργασία. Ένας από τους τελικούς σκοπούς της επανάστασης είναι να υπερνικήσει ολοκληρωτικά το διαχωρισμό αυτών των δυο ειδών δραστηριότητας. Μ' αυτή την έννοια, όπως και μ' όλες τις άλλες έννοιες, η δημιουργία καινούργιας τέχνης είναι ένα χρέος που εκπληρώνεται εξολοκλήρου σύμφωνα με τις γραμμές του βασικού χρέους, του χρέους της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κουλτούρας.
Είναι γελοίο, παράλογο, κι ακόμα ηλίθιο στο υπέρτατο σημείο, να ισχυρίζεται κανείς ότι η τέχνη θα μείνει αδιάφορη στους σπασμούς της εποχής μας. Τα γεγονότα προετοιμάζονται από τους ανθρώπους, γίνονται από τους ανθρώπους, αντενεργούν πάνω στους ανθρώπους και τους αλλάζουν. Η τέχνη, άμεσα ΄η έμμεσα, αντανακλά τη ζωή των ανθρώπων που κάνουν ΄η ζουν τα γεγονότα. Αυτό αληθεύει για όλες τις τέχνες, από την πιο μνημειακή ως την πιο εσώτερη. Αν η φύση, ο ερωτάς ΄η η φιλία δε συνδεοτανε με το κοινωνικό πνεύμα μιας εποχής, η λυρικη ποίηση θα είχε από καιρό πάψει να υπάρχει. Μια βαθιά ανατροπή στην ιστορία, δηλαδή μια επανενθυμιση των τάξεων στην κοινωνία, τρανταζει την ατομικοτητα, τοποθετει την αντίληψη των βασικων θεματων της λυρικης ποιησης κάτω από καινούργιο πρίσμα και σωζει έτσι την τέχνη από μιαν αιώνια επανάληψη.
Όμως το "πνεύμα" μιας εποχής δε δουλεύει με τρόπο αόρατο κι ανεξάρτητα από την υποκειμενική θέληση; Βέβαια, σε τελευταία ανάλυση, αυτό το πνεύμα καθρεφτίζεται σ' όλους: σε κείνους που το αποδέχονται και το ενσαρκώνουν όσο και σε κείνους που παλεύουν απεγνωσμένα εναντίον του ΄η που πασκίζουνε να του ξεφύγουν. Κείνοι όμως που αποστρέφουν το κεφάλι αφανίζονται σιγά σιγά, κείνοι που αντιστέκονται είναι το πολύ πολύ ικανοί να αναζωπυρώσουν αυτή ΄η την άλλη αρχαϊκή φλόγα, ενώ η καινούργια τέχνη, βάζοντας καινούργια ορόσημα και πλαταίνοντας την κοίτη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, θα μπορέσει να δημιουργηθεί από κείνους μόνο που γίνονται ένα σώμα με την εποχή τους. Αν χαράζαμε μια καμπύλη που να πηγαίνει από την τωρινή τέχνη στη σοσιαλιστική τέχνη του μέλλοντος θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε μόλις ξεπεράσει σήμερα το στάδιο της προπαρασκευής αυτής της ίδιας της προπαρασκευής.
Να μια σύντομη σκιαγράφηση των ομάδων της ρωσικής λογοτεχνίας σήμερα.
Η
λογοτεχνία που βρίσκεται έξω από την επανάσταση, από τους επιφυλλιδογράφους της
εφημερίδας του Σουβόριν ως τους πιο θείους λυρικούς της Κοιλάδας των Δακρύων
της αριστοκρατίας, είναι ετοιμοθάνατη, το ίδιο όπως και η τάξη που υπηρετούσε.
Γενεαλογικά, όσον αφορά τη μορφή, αντιπροσωπεύει το τέλος της πρώτης γενιάς της
παλιάς λογοτεχνίας μας που είχε αρχίσει σαν λογοτεχνία των ευγενών και είχε
τελειώσει σαν λογοτεχνία καθαρά αστική.
29 Ιούλη 1924.
Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ