Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ - του φώτη μισόπουλου


 ''Ο φάκελος του ανθρώπου αυτού, στα κρατικά αρχεία, έμοιαζε με ιδέα πλατωνική''
      ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ
''Όλοι βγήκαμε από Το Παλτό του Γκόγκολ'' 

                             Φ. Μ. ΝΤΟΣΤΟΓΙΈΦΣΚΙ

[Ακάκι Ακάκιεβιτς : ''Είμαι αδερφός σου''] - από Το Παλτό
  
.....[είχα μια επίσκεψη από τις πιο αταίριαστες και αναπάντεχες - φυσικά χωρίς νόημα] : 
.....άναβε το δικό του τσιγάρο, στο μεταξύ σκεφτόταν, ο διάλογος πήρε μια παράξενη τροπή - παράξενη κι απωθητική - ο συνομιλητής μου ονειρεύεται πως είναι νεκρός, - κάθε άλλο - τα γεράματά του φωνηεντόληκτα -, o Cesare o niente, με το απαλό κόκκινο χνούδι και τα δάχτυλα του Φαύνου, - κι αυτή η αιμορραγία, φωσφορίζουσα, όπως το φόρεμα της Ρα ίσα Πετρόβνα, - η κλίμακα όσων έχω υποστεί κατά βάθος -, ''οι Βοργίες είναι πολλοί και δεν θα μπορούν να ελεγχθούν εύκολα κι αποτελεσματικά, ούτε θ' αλλάξω πορεία, - θα προηγείται εκείνη με το κόσμημα από όστρακα'', έλεγε ο Εβσέι[6*], αλλά μάλλον όχι, ήταν απαίδευτος, και είχε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή προς τη δυστυχία των άλλων - τελικός προορισμός για την Κόλαση του Δάντη - ανάμεσα σε λέξεις κι αναφιλητά η φωνή του είχε τη λάμψη από το φως του αίθριου, -


δεν σάς είπα : είμαι το Παλτό [5*], κάποιες φορές σκεπάζω στοργικά τον ίδιο τον Ακάκι Ακάκιεβιτς, άλλοτε προχωρώ σαν ένα φάντασμα αμφίβολων προαιρέσεων - οι χαφιέδες δεν έχουν τύχη στα χέρια μου, κι ο κερδώος Ερμής ήταν πάντα ύποπτος για ό,τι άφηνε πίσω του, κυρίως στις ''λευκές νύχτες'' {sic}'[1*], στην αναπόληση της Νάστιενκα - η πραγματικότητα μάς ξεπερνάει, είναι ουτοπικότερη απ' την ουτοπία σαν την βουβή σκηνή στο τέλος της δυστυχίας - ο τάφος του Γκόγκολ - στη Μονή Δανίλοφσκι [2*], το καθεστώς είχε αποφασίσει το κλείσιμο της Μονής και τη μεταφορά της σορού το 1931, κάτι όπως στο ''Μαιτρ και  Μαργαρίτα'' του Μπουλγκάκοφ, - έκανα άπειρες σκέψεις για το κομμένο στο δυστύχημα κεφάλι του Μπερλιόζ, που ο συγγραφέας υποστήριζε ότι το κρανίο του συμμετείχε σαν κούπα σε ''μαύρες'' τελετές [3*] - ορίζω την άλλη τύχη-την παραβίαση καθώς ρεμβάζω παλιούς περιπάτους της μνήμης με ληστρικές αλήθειες ή αναλήθειες - ή βυθίζω τα μάτια στο προδοτικό ημίφως αγνοώντας πού κοιτάνε, - συνθηκολόγησα στ' αφύλαχτα σταυροδρόμια των τρένων, - το κρανίο του Γκόγκολ μπορεί να είχε την ίδια τύχη,-/ πάντως δεν ήταν στη θέση του -


....βεβαιότητα απαιτεί το παλιό καθεστώς, την άκαμπτη ασφάλεια, την προκατάληψη που συντηρεί το χρόνο ανέπαφο καρτερικό γεμάτο από την αίγλη του γραφικού μάταιου, - το νοσηρό γεγονός γράφτηκε μεταξύ 1929 και 1940, εννοώ τον Μπουλγκάκοφ στο ''Μ. και Μ.'' - όταν ανοίχτηκε το φέρετρο του Γκόγκολ οι συγγραφείς που παραβρέθηκαν στην τελετή είδαν ότι έλειπε το κρανίο του - κανείς συγγραφέας δεν μπορούσε πια να είναι σίγουρος για το δικό του κρανίο, - νεκρός ή ζωντανός - , οι ώμοι αποδείχνονται ανίσχυροι, ίσως η μυστήρια βαρύτητα καθώς δεν περιμένουμε τίποτα, ούτε την πιο μεθυστική ασυδοσία της ποίησης για να συγκλονίσει -/ είναι νύχτα -, νομίζω επιπλέει όμορφη ή/και αιώνια - δεν τελειώνει όπως οι μοίρες ή τα ανένταχτα σύνορα - μια κρεολή που θα υμνήσει ο Μπωντλαίρ, αλλά εγώ θα βρίσκομαι στην Αγία Πετρούπολη - έχω επιζήσει μέχρι σήμερα όπως τα βήματα ενός μόνο ανθρώπου ή το κατάλυμα του πεπρωμένου - όταν δεν έχει να πει τίποτε ο ένας για τον άλλο


ΝΑΣΤΙΕΝΚΑ : ....η μυρωδιά ενός καινούριου σπιτιού δεν μπορεί παρά να είναι το ένστιχτο, κάτι περίεργο ανάμεσα σε μια υστερόβουλη σιωπή και την κακία των εραστών που ανατρέπονται...
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ : [παίζει αμήχανα στα χέρια το καπέλο του].....- έρχονται οι φίλοι,- είναι οι παλιοί δεσμοφύλακες, δεν άλλαξαν καθόλου, επιτελούν ένα ευγενικό επισκεπτήριο, όπως η συνήθης κατασκευασμένη κατάληξη των ερώτων [παύση]
Ο ΕΝΟΙΚΟΣ : .....κάποτε υπάρχουν θάλασσες που δε συναντιόνται, που δεν μιλιούνται - ο ύπνος συνεγείρει τις πιο ασύστολες υποσχέσεις θα ξαναβάλλει τα μέταλλα στη φωτιά που περίμεναν[παύση-σκοτάδι] -/


''.....ο Γκόγκολ υπέφερε από μανιοκατάθλιψη, η ιδέα να θαφτεί ζωντανός γύριζε στο μυαλό του σαν εφιάλτης - ''ήταν ξαπλωμένος στο φέρετρο με άψογα ρούχα, ακόμα κι εσώρουχα με κοκάλινα κουμπιά και ψηλοτάκουνες μπότες, αλλά ακέφαλος- σχεδόν 80 ή 100 χρόνια μετά τον θάνατό του....[4*]
.....λαχανιασμένες μέρες - λησμόνησα να σάς πω ότι θα ξανά 'ρθω, είμαι το Παλτό, αρχίζω ν' ανεβαίνω με κόπο - όπως χαρίζονται τα υπερφίαλα χαμόγελα, - αναπνέω δύσκολα και είμαι ξαπλωμένος ακουμπώντας στα δέντρα κάθε τόσο -/


ΝΑΣΤΙΕΝΚΑ : ......- ποια θα είναι η πρώτη μας λέξη στην άλλη ζωή ή η τελευταία - έτσι επέζησαν οι Καίσαρες σε μια χαμηλόφωνη προσποίηση, κρυψίνοες -
Ο ΕΝΟΙΚΟΣ : .......πάντως θα γεννηθούμε σε δειλινά και σε βιβλία που διαβάσαμε πολλές φορές [παύση]

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ : .....ή ο τοίχος - η ανερμήνευτη ειλικρίνεια - τα κουπιά που μάς αγκάλιασαν με τη σκιά που έγερνε κατά τη θάλασσα - καθώς λογάριασε Το Θέλημα που τα προόρισε όλα απ' την αρχή - κάποιο πάθος έμμονο με όρισε ως εδώ, - αβύθιστη σιγή σαν να 'πρεπε να φτάσει η κραυγή της πρώτης γέννας στ' αυτιά μας [μεγάλη παύση] ή πάλι να πεθαίνεις στον Παράδεισο που χάθηκε του Μίλτον - να ξεψυχάει κανείς στα χέρια του άλλου, την άνοιξη να βλασταίνει η θύμηση κυριευμένη από καιρό


ΝΑΣΤΙΕΝΚΑ : ......στην ιστορία κρύβεται η περιττή επιφύλαξη, ό,τι γράφτηκε είναι αυτό που δεν απαντάνε οι θεοί
Ο ΕΝΟΙΚΟΣ : .....με βλέμμα κενό είχα αγαπήσει το χρόνο να πάω και να 'ρθω [μικρή παύση-περίπου σκοτάδι]
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ : ....τι σημαίνει ο φθόνος - εκείνον που προκαλεί η ποίηση και η συμπόνια - επειδή η ζωή δεν επαρκεί χωρίς αυτά που μιλήσαμε, ό,τι δεν ήρθε στη σιωπή του και στην ώρα του, - προσμένει βίαιο και βλοσυρό στ' ακρωτήρι -/ το Βιβλίο της Ανύπαρχτης Ζωής μου αφιερώνεται στο Χάος , στον νεαρό Έρεβο και στη Νύχτα του, στην Πολλαπλότητα που με γεννάει κάθε στιγμή -Ω, Σπάραγμα του Είναι - της Άβυσσος -, Εσύ απόμακρε απ' τον φόβο σου, Φάουστ, στους φανοστάτες των κρεμασμένων γεννιέται η θεολογία του αύριο... [μεγάλη παύση]
....είχα στην τσέπη μου το θόρυβο όταν ξυπνάει η πόλη, οι στρίγκλες σκιές των πρόστυχων παλιάτσων βαδίζουν αργά επιστρέφοντας, θα χρειαστεί να φωνάξω καθώς ο ήλιος χαμήλωνε, ο άνεμος σπρώχνει ανώφελα την πόρτα - κάποτε μόλις θάβουμε μιαν ανάμνηση είναι σαν να πεθαίνουμε διαρκώς, δεν έχουν νόημα τ' αφημένα ονόματα, μια οργή που φτάνει στα σκοτάδια αυτής της οριστικής απουσίας, όπως ένα έγκλημα που η φωτογραφία του θύματος ξεχνιέται αδιάφορα ή ένα νόμισμα βαρύ που κύλησε αθόρυβα μοιρολογώντας την αδέσποτη τύχη μας, - παρά την έκπληξη και την ανατριχίλα στη θέα του ακέφαλου Γκόγκολ κάποιοι από αυτούς, γνωστοί λογοτέχνες έκοψαν με ψαλίδι  - που κουβάλησαν επί τούτου - κομμάτια απ' το σακάκι του, ένα πλευρό, ένα κομμάτι κνήμης, ένα παπούτσι - ευτυχώς δεν έβλεπαν πουθενά το Παλτό - δηλαδή εμένα-, ήμουν έτοιμος να εκφωνήσω τον επικήδειο, θα 'λεγα περίπου αυτά : ''φιδότοπος - ιδού  -μέρη ασήμαντα όπου οι πόρνες κοιμούνται νωρίς για να διαβάσουν τους ονειροκρίτες - /πέθανε κατάκοπος, αλήθεια, στην κουνιστή πολυθρόνα του - ε, λοιπόν, ο αγενής φίλος μας άφησε την πόρτα της κάμαρης ανοιχτή για ν' ακούει καλά κάθε κρότο, - πρόσωπα πηγαινοέρχονταν sur la gamme cromatique σαν τουριστικά ιστιοφόρα,- Μ' αυτόν τον τρόπο, προξενούσα, τον τρόμο σε κάμποσους γείτονες - άλλαζαν πια όνομα πολλοί στην ενδοχώρα.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1*] Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι, Λευκές Νύχτες, Εκδοτική Εμπειρία, 2016
[2*], [3*], [4*] Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Ξαναδιαβάζοντας το Παλτό του Νικολάι Γκόγκολ  http://www.avgi.gr/article/10976/785877/xanadiabazontas-to-palto-tou-nikolai-nkonkol
[5*] Nikolay Gogol, Το παλτό, παραπέντε, αχρονολ.
[6 *] Μaxim Gorky, Ο χαφιές, παραπέντε, αχρονολ.