πρόζα, - α-τονικοί διάλογοι για μια ισημερία
''...όλα
όσα σκεφτήκατε κάνατε και είπατε κι έτσι απλά να βγείτε απ' την ταινία;; Δεν
έχετε πού αλλού να πάτε. Το θέατρο είναι κλειστό.
ΟΥΙΛΙΑΜ
ΜΠΑΡΟΟΥΖ, Ο ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΗΣ
........μερικές φορές φυσάει δυνατά τα ξυπόλυτα πόδια σκάβουν το χώμα - μάτια κλειστά στον ήλιο, συλλαβιστές ζωές ο Aπολυμαντής χωρίς μουστάκι γελοίος φωναχτές σκέψεις τραπεζοκαθίσματα μάταιος ''λάτρης-λόγος'' γιγαντόσωμων γυναικών - σκηνοθετημένες στιγμές, απίστευτες, εικονογραφίες από λαϊκές και παζάρια μιλάει σιγά σαν τον αφανισμό ή την ουδετερότητα μιας συναλλαγής - φωτογραφίες με πρόσωπα που απουσιάζουν ''δεν άκουσες τι σε ρώτησα;;'' ζούσαν άντρες απ' τα εργοστάσια πίσω από βουνά σκουπιδιών κι αδέσποτα σκυλιά με βλέμμα άδειο σαν υποχώρηση αναντίρρητη, η Ο. είχε πεθάνει ο Α. ξαναπαντρεύτηκε έκαμνε στο τέλος την πιο ακραία διήγηση για όλα τα πάρτι και την κραιπάλη τους η πιο διασκεδαστική ματαιοδοξία- περίκλειστα μέρη καθώς το χέρι ανηφορίζει τον καημό - ακέφαλα ξέμειναν πίσω τα πόδια, είχε δει στον ύπνο ένα τσιγγάνο με λευκό πρόσωπο εδώ και πολύ καιρό μετά από μια θεαματική πτώση, γέφυρα ανύπαρχτη γέφυρα που διασκευάζει την καινούρια ζωή σου σαρκάζοντας υποσχέσεις,-
όνειρα τρύπια για να σε
θαυμάζουν από παντού οι αργόσχολοι ή
το πρώτο κύμα αίματος που
χτυπούσε τα δέντρα - όλα - φαίνονται-/ μακρινές φωνές από μπουκάλια
αφορολόγητων ποτών και ευφορβίες - η είσοδος της πόλης όπως περίπου μια
ιδιοτροπία της φύσης ανεξήγητη ''όχι'', μου λέει, ''οι λυγμοί αποφασίζουν,- οι
κεραυνόπετρες όταν αναδύονται απ' τους κόρφους της γης, αφηγούμαστε ιστορίες
που έρχονται που στέκουν που αναχωρούν και ''μ' ένα ξέφωτο σαν αμείλικτο
κενό'', - δε μου ξυπνάει στο μυαλό αν κάποιος το είπε - στους δρόμους στις
εμπύρετες πλατείες ο Θεός - είναι με την Επανάσταση - μεσημέρια με κλωστές
βαμβακερές καλοκαίρια αρκετά μεγάλα για να μαθαίνουμε την αλήθεια, στέκεται
πολύ μακριά απ' τον πλανήτη, εμείς συναντήσαμε μονάχα τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή,
ακούμε τους εμετούς του ξημερώματα ''υπάρχουν άνθρωποι και είναι μαζί μου από
πάντοτε'' είπε ο Μεγάλος Ελεύθερος, έπειτα έμεινε στο αργαστήρι έφτιαξε μια
καινούρια ζωή από τη μυρωδιά του ξύλου στα συρτάρια και μάς έβλεπε, υπήρχε
ετερόδοξη σιωπή -
κανείς δεν θυμάται πού είναι θαμμένος θα προσπεράσει το μέρος
του αδιάφορα, θα προσποιείται ένα χαρούμενο χαιρετισμό βγάζοντας το καπέλο,
''γερνάς, - δεν άκουσες τι σε ρώτησα;;''- περίεργα ανεστραμμένα τοπία,
βαδίζουμε στις μύτες εκεί που δεν υπάρχει τίποτα, επιστρέφουμε στον τόπο ενός
σκοτεινού εγκλήματος κάθε μέρα - συμμετέχουν τα ερωτικά στιχουργήματα και η
σαγήνη τους, - όσα χάθηκαν εις τον αιώνα δεν σήκωσαν ίχνος απ' τις υγρασίες που
γλιστράνε στη σκιά - στην πίσω σκάλα καταλήγει η άκρα μυστικότητα, - εδώ
προσευχόμαστε για τη σοδειά στην αποβλακωμένη νύχτα, ο ασταμάτητος βήχας του
Αχιλλέα, - ποτέ δε μίλησε ο Όμηρος μπροστά στα γκρεμισμένα τείχη για τον ίδιο,
- κάνοντας τα κέφια των θεών, εκλιπαρώντας το δράμα, - οι φανταστικές παρυφές
ενός χαμόγελου στη στάση, τα λεωφορεία δεν είναι πόθοι, πριν στρίψει καλά καλά
το μέλλον υφαίνουν τον πνιγμό, έρωτες με την σφοδρότερη εκδοχή της Τροίας -
Αμαζόνες που έκοψαν τα στήθη , μαστεκτομές για λόγους πρακτικούς κρεμώντας τις
φαρέτρες τους γεμάτες βέλη - τα τέρατα είναι οι ερωτευμένοι ενώ σπαράσσονται,
τα οράματα συναντιόνται στην τυφλότητα στη λησμοσύνη του θιασάρχη- διαφεύγει η
συχώρεση σ' ένα διάλογο όπως μια ατελέσφορη καταδίκη, τα προϊόντα μας είναι ο
κουρνιαχτός και τα γαμψά γυναικεία νύχια - όταν ξημερώνει ή το πιστόλι της
Πενθεσίλειας, είτε η αγχόνη του Αχιλλέα :
ΜΠΑΡΟΟΥΖ
: .....παρακαλούσε, ο Άμλετ, - ενδεής -, να προσληφθεί στο θίασο, περιφέροντας
μίσος και γηρατειά, ''χύνω το δηλητήριο στο αυτί του Βασιλιά - με λένε
Γκονζάγο''[1], πεθαίνουν οι έρωτες με μαγικά και δηλητήρια -
μάντευε η Οφηλία - / καθόταν μπροστά από 'να πορτρέτο που της έμοιαζε, αιχμηρή
σαν λεπτοδείκτης, μεγάλα δαχτυλίδια στα γούστα της σκουλαρίκια πλατιά σαν
αιδοία σκύβοντας πάνω από αρωματικούς ατμούς, σάρκινοι όγκοι σκυθρωποί που με
μίσησαν [μικρή παύση]-''Γυναίκα με κόκκινο'' ή κάτι παρόμοιο, ανυπόγραφο το
έργο όμως -
Ο
ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΗΣ : .......καλησπέρα σας, είμαι ο Απολυμαντής, στην ουσία είμαι
νεκρομάντης, ταξιδεύω αδιάκοπα κουβαλώντας δώρα στις ερωμένες, - ο άλλος ήταν ο
πρωτοσύγκελος περπατούσε με τη σιγουριά του κωλόπαιδου στα μπιλιάρδα,
φιλάρεσκοι και τρομαγμένοι αυλικοί σε συνεχές σημειωτόν [μικρή παύση] - τους
καμαρώνω
ΜΠΑΡΟΟΥΖ
:.....να τους χαίρεται η Αυτού Μεγαλειότης. Like. Πολλά Like.
[υποκλίνεται]
ΜΙΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ : ......πόσα χρόνια - πόσο καιρό έχω να σου πω ''σ' αγαπώ, Δάσκαλε, -
Ραβί;;;'' [γέλια]
ΕΝΑΣ
ΑΝΤΡΑΣ : ......ποια ήταν η ζωή όταν δεν ήμουν, ποια θα 'ναι - όταν δεν θα
υπάρχω αύριο - η χροιά της θάλασσας;; [Σκοτάδι. Φως]
.....κρύα
νύχτα, δεν ήξερα τίποτε, αιωνιότητα - προστακτική της μυστικής γλώσσας - αλλήθωρες
αποσκευές λέξεις ανήμπορες έρμαια σε κάποια τύχη, οι υποψίες ιδρώτα ακολουθούν
κατ' ευθείαν τη φωνή που κοιμάται, η αναπνοή είναι λαθραία - τα μάτια όμως
καταλαβαίνουν την άνοιξη - :
ΜΙΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ : .........έχετε άπειρες σκέψεις, αγαπητέ μου, ωστόσο τα πάντα αλλάζουν
απότομα σαν παλιές καταφυγές ή όπως οι άγνωστες μέρες όταν ερημώνουν, -
προσπερνούν πεισματικά, ευγενικά παρ' όλ' αυτά-
ENAΣ
ANTΡΑΣ : .....την αναγνώρισα μέσα στο πλήθος - σκοπεύω να γράψω
παραπομπές, υστερόγραφα μιας ακατανόητης ησυχίας - δεν είμαι σε θέση να πω με
βεβαιότητα την ιστορία μου....
ΜΙΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ : .....τώρα πια κανείς δε θυμάται, - ήταν ο πόλεμος, βλέπετε,- το
μίσος, ένας άντρας...που πήγαινε..... - τα βλέφαρα - κυρίως, αυτά, πίσω από
χοντρούς μυωπικούς φακούς, τα τρένα σαν εξαγνισμένα μαυσωλεία επειδή αδειάζουν
καθημερινά, ο κ. Ρομπ., σσσσσσσς, η εχεμύθεια - ίσως η αμεροληψία μου λόγω της
θέσης του, - με συγχωρείτε, δεν με αφήνουν να πω τ' ονοματεπώνυμό του.....
ΜΠΑΡΟΟΥΖ
; ......α, εκείνες οι δήθεν αδιάφορες συζητήσεις, οι πολλές φίλες, οι πολύτιμες
ξαδέλφες....
Ο
ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΗΣ : .....προλάβαινες ν' αποκλείσεις κάθε εγκληματική ενέργεια,
μπορούσαν να εξιστορήσουν τα πάντα...
ΜΙΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ : .....όπως εκείνο το προσωπικό Purgatorio που διατηρεί ο καθένας για
ώρα ανάγκης
Ο
ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΗΣ : .....είχε σκανδαλισθεί το εκκλησίασμα - άκου, λέει, ένας
ανδρόγυνος - ερμαφρόδιτος, δηλαδή, άγγελος, - έπρεπε να πεί απλά : άφυλος - e
basta [μικρή παύση] και όχι ερωτευμένος
ΜΙΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ : ....ο Αχιλλέας θνήσκων [2] αρχαίες σπονδές στη μέση της θυμέλης κομματιασμένος
αμοίραστος η τσίκνα ως τα ρουθούνια των θεών, ήταν ακόμα νωρίς για τέτοια -
σχεδόν σα να σιχαίνονται, κρυψώνες κακοποιών που τους χρειάζομαι τελευταία
στιγμή, η ελεημοσύνη μας αυτό το τελευταίο μίσος, ''και σεις πάτερ;; περάστε,
περάστε''
ΜΠΑΡΟΟΥΖ
: .....δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλάει κανείς τι είναι αυτό που τελικά
επιζεί αφού πεθάνεις πολύ πιθανό και να ξανάρθει, σώματα σάπια κουλουριασμένα,
έτσι κρύβεται η ένδεια,- το μηδέν. [παύση][Σκοτάδι]
......έβγαλε
ξανά το καπέλο του προς την κατεύθυνση της γυναίκας, από κεί που φαίνονται να
δρασκελίζουν τα φαντάσματα - λυγμοί περίπου αθόρυβοι - είναι τα δέντρα όταν
χαμογελούν και συνεχίζουν το περπάτημα.
assai
lento [ο μονόλογος του Απολυμαντή]
ΤΟ
ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΗ : ....πού είναι ο Χορός να συνοδεύσει τους χυμώδεις
θορύβους της κατάφασης, τους θρίαμβους των Αμαζόνων - δεν έχει θάνατο χωρίς
φωνή χωρίς λέξη, η απώλεια διαθέτει την κραυγή της για όλους, το πιστόλι της
Πενθεσίλειας περιέχει μόνο μια parola θανατερή - όπως λέμε, μόνο μια σφαίρα,
μια λέξη που πυκνώνει μέσα της όλη την ποίηση, μόνο έτσι πεθαίνουν οι ποιητές
και οι ήρωες κοιτάζοντας το ρολόι, τα καρφιά στη γη, τις οπλές της λήθης τη
λέξη που σταματάει την καρδιά μια για πάντα διακρίνοντας την μεγαλοφυία, θα
δροσίσει το απόγεμα η ομίχλη θα το γυρίσει σε βροχή δυο σκιές αγκαλιασμένες στη
νύχτα με τα μάτια του σκαντζόχοιρου τ' ατέλειωτα χάδια λεμονιάς - τ' αστέρια
αποχτούσαν ταυτότητα, τα τείχη από δω κι εμπρός θα 'ναι γκρεμισμένα - το
απαιτεί το σενάριο - κι ο θάνατος δε θ' ανήκει στο σώμα της λάσπης που μάς
γέννησε - υπήρχε, βέβαια κι ο άλλος, ποιος νοιάζονταν, πέθανε φυλλομετρώντας
χάρτες ναυτικούς προμηνύοντας τον κατακλυσμό, ή τα καλέσματα των χειμωνιάτικων
φώτων εξαντλημένα με ύφος βελούδινο - τα τραγούδια πάλι προηγούνται στα όνειρα
όπως κυματίζουν τα παλιά ραδιόφωνα, -
έμεινε ένα στο πίσω δωμάτιο στην άκρη του
διαδρόμου - καθώς κυριαρχεί στο τέλος η έχθρα, μέχρι κι ο Διάβολος μιλούσε για
την αγάπη αλλά μόνο η πέτρα που ήταν ελεύθερη τον αποστόμωσε, όπως μια θερμή
ανάσα όταν ξεχειλίζεις από έξαψη και μένει το γκρίζο της φωτιάς, σημάδεψε λέει
τον Αχιλλέα στη φτέρνα, έπειτα ήταν κι ένας άλλος που δεν μίλησε απ' την αρχή,
''ποιος είστε;;'', μου λέει, ''φέτος πήγα μακριά να δω το παλιό μου σπίτι, λες,
και ήρθε ο καιρός να μαζέψουμε το τριφύλλι - ή εκείνη η σκιά που αγκάλιαζε
τρυφερά τους ευκάλυπτους μέρα μεσημέρι''
......ήρθα
να σάς αποστειρώσω, να σάς εξαγνίσω, ξαφνικά όλοι θ' ανταλάσσουν ένα υγρό χάδι
στο Προαύλιο των Στυγερών Ευχών, θα φυτέψω δέντρα - θα υπάρχουμε όπως ένας
γέρος και χίλιοι τσακωμοί, - του αρέσει να μαθαίνει, την κρατούσε σφιχτά πάνω
στο ποδήλατο, ο Αχιλλέας κι η Αμαζόνα Πενθεσίλεια - περνώντας χαρούμενα μπροστά
απ' τη βίλλα του Μεγάλου Ιεροεξεταστή[3], στο βάθος η κοιλάδα με τα ηλιοτρόπια, η λευκή
μυθολογία που αρχίζει να γράφεται κάθε στιγμή, ο ρεσεψιονίστ δεν παρέλειπε ποτέ
να κόβει αποδείξεις, οι καλύτερες συγκομιδές και οι χειρότερες, ο άνεμος πέφτει
μαζί με τον ήλιο και τα πουλιά, η θρηνωδία μιας εγκαταλειμμένης κατοικίας, - η
Πενθεσίλεια [4] πυροβόλησε
από πίσω τον Αχιλλέα στη γνωστή φτέρνα του, μ΄ένα επίχρυσο κομψό γυναικείο
πιστόλι, η ομήγυρη παρακολουθούσε το θαυμάσιο ετήσιο υποβρύχιο σόου στην
τηλεόραση, όλα έγιναν καταπληκτικά γρήγορα και άναψε τσιγάρο, τα πτώματα
ποδηλατούν ακόμα για λίγο μέχρι να μάς θυμίσουν την απόσταση ενός υπεραστικού
τηλεφωνήματος, επειδή τέτοιου είδους φόνοι απαιτούν την εκπυρσοκρότηση λέξεων
με τρόπο ακαριαίο, τον έβαλαν σ' ένα τραπέζι νεκρό ν' αναπαυθεί -,
Για το ρέκβιεμ που παίχτηκε μιλώ
παλιοί καθημαγμένοι αρραβώνες
ακραία στέκεις στο χορό
οι ποιητές θα ζούνε σε κρυψώνες.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1],
.....παραφράζοντας ελάχιστα κάποιο στίχο του Σαίξπηρ στον Άμλετ, [μτφρ. Γ. Χειμωνάς, Κέδρος]
[2],
.....η αχίλλειος πτέρνα, βλ. Διαδίκτυο
[3],
.....Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι - κατ' ουσία το πέμπτο κεφάλαιο των Αδερφών Καραμάζοφ : Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, αποτελεί ιδιαίτερη έκδοση βιβλίου
[4], .....Χάινριχ φον Κλάιστ, Πενθεσίλεια : .....η
υπόθεση εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου, μια ιστορία εντελώς
φανταστική, που αφορά τον πόλεμο ανάμεσα στις Αμαζόνες και τους Έλληνες μπροστά
στα τείχη της Τροίας. Το επικίνδυνο ερωτικό παιχνίδι μεταξύ Αχιλλέα και της βασίλισσας των Αμαζόνων
Πενθεσίλειας εξελίσσεται σ' ένα
φρικιαστικό όργιο αίματος - ο έρωτας ταυτίζεται με τη λειτουργία θανάτου και
καταστροφής, ώσπου η Αμαζόνα κατασπαράζει τον ποθημένο ερωτικό της σύντροφο και
αμέσως μετά αυτοκτονεί, χρησιμοποιώντας σαν φονικό όπλο τον ποιητικό λόγο
[1986-1987, ΚΘΒΕ] [Διαδίκτυο]