Το κείμενο της κυβερνητικής συμφωνίας του νέου μεγάλου συνασπισμού που υπογράφεται σήμερα στο Βερολίνο έχει αναμφίβολα «περισσότερη Ευρώπη» απ΄ ότι στο παρελθόν. Κατά πόσον όμως είναι και υλοποιήσιμα τα όσα προβλέπονται;
Είναι αλήθεια ότι ποτέ άλλοτε ένα κείμενο κυβερνητικής συμφωνίας δεν είχε τόσο πολύ Ευρώπη όσο αυτό, στο οποίο κατέληξαν Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες. Το κείμενο φέρει μάλιστα τον αισιόδοξο τίτλο «Ένα νέο ξεκίνημα για την Ευρώπη». Και μολονότι πολλές διατυπώσεις είναι αρκετά γενικόλογες αφήνοντας πολλά περιθώρια ερμηνείας, το κείμενο αποπνέει αναμφίβολα πολύ ενθουσιασμό για το όραμα της ενωμένης Ευρώπης.
Η νέα κυβέρνηση προτίθεται να ενισχύσει την ΕΕ εν γένει και να προχωρήσει μαζί με τη Γαλλία στη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Το Βερολίνο προκρίνει έναν «επενδυτικό προϋπολογισμό» για τη ζώνη του ευρώ, όπως έχει προταθεί επανειλημμένως και από τον γάλλο πρόεδρο Μακρόν. Ο δε Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε ένα ελεγχόμενο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, το οποίο θα συνδράμει τις χώρες μέλη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η Γερμανία είναι μάλιστα διατεθειμένη να βάλει γι΄ αυτόν τον σκοπό το χέρι πιο βαθιά στη τσέπη. Οι λόγοι είναι προφανείς: η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας δημιουργεί ένα τεράστιο οικονομικό κενό, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί.
Η Κομισιόν εμφανίζεται φυσικά κατενθουσιασμένη από τον μεγάλο αυτό βαθμό ευρωπαϊκού πνεύματος που διέπει το κείμενο της νέας κυβερνητικής συμφωνίας στο Βερολίνο. Ο επικεφαλής του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Μάνφρεντ Βέμπερ σχολίασε στο twitter: «Είναι μια ξεκάθαρη ευρωπαϊκή προσπάθεια και μιαν απάντηση στους λαϊκιστές». Ο ευρωβουλευτής του SPD Γιό Λάινεν είπε στη Γερμανική Ραδιοφωνία DLF: «Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ένα από τα τελευταία οράματα που έχουμε στην πολιτική. […] Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο (σσ. της κυβερνητικής συμφωνίας) είναι ένα μήνυμα προς το εσωτερικό, αλλά και προς τους εταίρους ότι μπορούν να υπολογίζουν στη Γερμανία»
«Συνεργός του ΣΥΡΙΖΑ»
Ο ενθουσιασμός αυτός για την Ευρώπη όμως δεν βρίσκει παντού ευήκοα ώτα. Αντιδράσεις προκαλεί κυρίως η πρόθεση των δυο μεγάλων κομμάτων να συνεισφέρουν οικονομικά περισσότερα στον ευρωπαϊκό κορβανά. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βουλευτές των γερμανών Φιλελευθέρων αλλά και του εθνολαϊκιστικού AfD προειδοποιούν για τον κίνδυνο να εξελιχθεί η ΕΕ σε μια ένωση χρέους και μεταφοράς κεφαλαίων. Ο Βολφς Κλιντς, εκπρόσωπος του FDP για οικονομικά θέματα εκτίμησε ότι με την προβλεπόμενη αύξηση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων ο μεγάλος συνασπισμός εξελίσσεται σε «συνεργό» της αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα και στον υπ' αριθμόν ένα εισφορέα της Ένωσης.
Ακόμη δριμύτερη είναι η κριτική του επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φουστ ο οποίος χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο της κυβερνητικής συμφωνίας «καταστροφικό», διότι η Γερμανία είναι διατεθειμένη να πληρώσει περισσότερα χωρίς να αξιώνει ανταλλάγματα. Αυτό είναι «απίστευτα επιπόλαιο» καθώς δίνει κίνητρο στις οικονομικά αδύναμες χώρες να μεταφέρουν τα βάρη τους στη Γερμανία, όπως λέει. Ο ίδιος θεωρεί περιττό τον λεγόμενο «επενδυτικό προϋπολογισμό» εκτιμώντας ότι οι μεμονωμένες χώρες της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να προχωρήσουν μόνες τους σε επενδύσεις. Ο Φουστ καταλήγει στο εξής απαξιωτικό για τον μεγάλο συνασπισμό συμπέρασμα: «Το πρόγραμμα αυτό είναι για τον κάλαθο των αχρήστων».
Προβληματισμό προκαλεί επίσης το γεγονός ότι στο πεδίο της ευρωπαϊκής πολιτικής η νέα κυβέρνηση επενδύει ιδιαίτερα στη γαλλογερμανική συνεργασία. Οι περισσότεροι εκτιμούν μεν ορθώς ότι ο γαλλογερμανικός άξονας είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη μετεξέλιξη της Ευρώπης, ωστόσο είναι γεγονός ότι από μόνος του δεν μπορεί να επιφέρει τις επιδιωκόμενες μεταρρυθμίσεις. Αυτές απαιτούν ευρεία αποδοχή και, επί του παρόντος, αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο στην Ευρώπη.
Λαϊκιστές, ευρωσκεπτικιστές και Ιταλία
Και μόνον οι προτάσεις Μακρόν για έναν κοινό υπουργό Οικονομικών και έναν μεγαλύτερο προϋπολογισμό των χωρών της Ευρωζώνης προκαλεί αντιδράσεις, όχι μόνον στην ίδια τη Γερμανία, αλλά και σε Αυστρία, Ολλανδία και στις τρεις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά. Πέραν αυτού, τριβές συνεχίζει να προκαλεί το μείζον ζήτημα της μετανάστευσης και της ανακατανομής προσφύγων, με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης να αρνούνται τις συμπεφωνημένες ποσοστώσεις, παρά τις συνεχείς πιέσεις που ασκεί η Γερμανία. Την ίδια ώρα υπάρχει μια συνεχής διελκυστίνδα μεταξύ Βρυξελλών από τη μία, και Πολωνίας και Ουγγαρίας από την άλλη, λόγω παραβιάσεων του κράτους δικαίου στις δυο χώρες. Και ενώ «τρέχουν» οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, σε σχεδόν όλες τις χώρες της ΕΕ αυξάνεται η αποδοχή λαϊκίστικων και ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων. Όλα αυτά συνιστούν φυσικά σοβαρά προσκόμματα στο επιδιωκόμενο από το Βερολίνο «Νέο ξεκίνημα για την Ευρώπη».
Αυτό όμως που ενδέχεται να αποτελέσει μεγαλύτερη τροχοπέδη για την μελλοντική πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι το αποτέλεσμα των εκλογών στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Πάνω από τους μισούς Ιταλούς ψήφισαν στις πρόσφατες εκλογές κόμματα που θέλουν όχι περισσότερη, αλλά λιγότερη Ευρώπη. Δυο από τους νικητές, το Κίνημα Πέντε Αστέρων και η Λέγκα του Βορρά, αντιτίθενται στην περαιτέρω εμβάθυνση της ΕΕ. Και όχι μόνον. Κατά καιρούς αξίωναν την έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι ο σχηματισμός κυβέρνησης στη Ρώμη θα είναι ιδιαίτερα χρονοβόρος.
Οι κυβερνητικοί εταίροι στο Βερολίνο έχουν πλήρη επίγνωση αυτής της εξαιρετικά πολυσύνθετης ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Το αργότερο μετά τις ιταλικές εκλογές «πρέπει να ανησυχεί κανείς πολύ για την κατάσταση της ΕΕ», σχολιάζει ο επικεφαλής της επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της γερμανικής Βουλής Κρίχμπαουμ. Κατά τον ίδιο, η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Το δε νέο ξεκίνημα που οραματίζονται CDU/CSU και SPD, όπως λέει, ενδέχεται να γίνει παρελθόν, πριν καν ξεκινήσει.
Κρίστοφ Χάσελμπαχ / Κώστας Συμεωνίδης
DW