Αν αντιπαρέλθουμε τα σχόλια αυτόκλητων υπερασπιστών των Ενόπλων Δυνάμεων που συνιστούν στα μέσα ενημέρωσης σιγήν ιχθύος στην κρίση που προέκυψε με την Τουρκία, θα επισημαίναμε πως ό,τι έχει διατυπωθεί μέχρι σήμερα, από δημοσιογραφικής απόψεως, είναι εξαιρετικά προσεκτικό και στην κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός κλίματος ομοψυχίας.
Αν κάποιος προσπαθεί να διασπάσει αυτό το κλίμα ομοψυχίας, αυτός θα πρέπει να αναζητηθεί σε εκείνους που εν κρυπτώ επεξεργάζονται σχέδια ακραίου διχασμού ενόψει της επερχόμενης, αργά ή γρήγορα, εκλογικής αναμέτρησης.
Η αιχμαλωσία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών έχει πολλαπλούς στόχους. Μπορεί να μην ήταν ένα γεγονός στοχευμένο στους δύο συγκεκριμένους στρατιωτικούς, αλλά ως σκέψη να συλληφθούν άνδρες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, υπήρξε. Δεν ήταν ένα γεγονός που προέκυψε εν αιθρία. Δεν σκέφθηκαν ξαφνικά οι Τούρκοι πως τους συγκεκριμένους στρατιωτικούς θα έπρεπε να τους συλλάβουν. Αυτό και φαινόταν το προηγούμενο διάστημα και γράφηκε στα μέσα ενημέρωσης. Τίτλοι του είδους: «Οι Τούρκοι κάτι ετοιμάζουν στον Έβρο» ήταν συνηθισμένοι
Και το ερώτημα είναι: οι πολιτικοί και οι στρατηγοί δεν το αντελήφθησαν; Και αν το αντελήφθησαν δεν έδωσαν συγκεκριμένες αυστηρές οδηγίες να αποφευχθούν συμπεριφορές «κανονικότητας» σαν και αυτή που οδήγησε τους δύο στρατιωτικούς στα χέρια των Τούρκων;
Δεν θέλουμε να πιστέψουμε πως δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν ούτε αυτό οι στρατηγοί.
Ο χειρισμός της υπόθεσης χρειάζεται βεβαίως ομοψυχία, πνεύμα ενότητας, αλλά από ένα σημείο και μετά και αποφασιστικότητα. Η τακτική που φαίνεται να ακολουθείται είναι ακριβώς αυτή που δεν έχει καμιά αποτελεσματικότητα σε χώρες όπως η Τουρκία. Η απόλυτη σιωπή των μέσων ενημέρωσης δεν εξυπηρετεί. Μια ψύχραιμη προσέγγιση που θα επισημαίνει διαστάσεις του προβλήματος που, ενδεχομένως, να μην έχουν γίνει αντιληπτές από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, είναι αναγκαία.
Δεν γνωρίζουμε τους γείτονές μας
Μακάρι αυτό να μην ίσχυε. Μακάρι να ήταν μια υπερφίαλη
διατύπωση και όσα γράφονται και λέγονται δημοσίως να ήσαν γνωστά και να είχαν
αναλυθεί στα στρατιωτικά και πολιτικά επιτελεία. Ανησυχούμε, όμως, πως αυτό δεν
είναι αλήθεια. Πως η προσέγγιση των ελληνοτουρκικών είναι πολύ επιφανειακή.
Ως ελληνική πολιτεία δεν γνωρίζουμε τους γείτονές μας. Έχουν αλλάξει πολύ από αυτό που ως κοινωνία και πολιτικό καθεστώς ήταν παλιά, και δεν έχουμε τα εργαλεία που χρειάζονται για να αντιληφθούμε τι θέλουν, πώς κινούνται, και τι εντέλει επιδιώκουν.
Αντί λοιπόν στα πανεπιστήμια να δημιουργούσαμε έδρες μελέτης των γειτόνων μας σε όλους τους τομείς, ο υπουργός Παιδείας αναλώνει τις δυνάμεις του σε πανεπιστημιακά σχήματα που θα οδηγούσαν στον έλεγχο των ΑΕΙ από το κόμμα του. Διότι σήμερα θεωρεί ότι δεν τα ελέγχει.
Και στο υπουργείο Άμυνας και στο υπουργείο Εξωτερικών αυτοσχεδιάζουν χωρίς να γνωρίζουν σε βάθος το αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται.
Στα έτη της ευμάρειας το είχαμε ρίξει στην αδιαφορία και σε έναν άκρατο καταναλωτισμό. Δεν μας ενδιέφερε τίποτε παρά η καλοπέρασή μας. Δημιουργήσαμε ένα κλίμα στην κοινωνία και μια νοοτροπία που δεν αντήλλασσε ούτε τον καφέ της παραλίας με κάποια σκέψη ότι κάτι μπορεί στο μέλλον να μην πάει καλά και μήπως έπρεπε να πάρουμε τα μέτρα μας. Στην περίοδο της κρίσης θεωρούσαμε πως επρόκειτο για έναν εφιάλτη ο οποίος, μόλις ξυπνήσουμε, θα περάσει.
Ο εφιάλτης συνεχίζεται, η κρίση είναι παρούσα, και τώρα, εκτός από την οικονομική μας κατάσταση και το αξιακό μας σύστημα, απειλεί και την ακεραιότητά μας ως χώρας.
Και ενώ ασχολούμασταν με τα οικονομικά και κοινωνικά μας προβλήματα με τρόπο μάλιστα διχαστικό, το διεθνές περιβάλλον γύρω μας άλλαζε. Και άλλαζε ραγδαία. Όποιος τολμούσε να το επισημάνει θεωρούνταν πολεμοχαρής.
Σήμερα φθάσαμε στο σημείο να βρισκόμαστε σε πόλεμο με την Τουρκία. Ναι, σε πόλεμο. Όχι τον κλασικό πόλεμο που κηρύσσεται και οι δύο αντίπαλοι παρατάσσουν τις δυνάμεις τους. Όχι. Τέτοιος ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν θα γίνει. Το είδος του πολέμου στο οποίο βρισκόμαστε είναι διαφορετικό. Και την πρωτοβουλία των κινήσεων την έχει η Τουρκία. Αυτή αποφασίζει τι πόλεμο θέλει με την Ελλάδα. Και αυτή τον επιβάλλει.
Το είδος αυτό του πολέμου λέγεται υβριδικός πόλεμος. Και τα αποτελέσματά του είναι ορατά.
Η έμπρακτη αμφισβήτηση της τουρκικής άποψης για τα Ίμια, η επαναφορά δηλαδή αυτού που συμφωνήθηκε τη νύχτα της κρίσης του 1996, η επαναφορά του status quo ante, η άσκηση δηλαδή της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών, είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του σκάφους του Λιμενικού από την τουρκική ακταιωρό.
Βγαίνει ο πλέον αναρμόδιος για τέτοιου είδους δηλώσεις, ο υπουργός Εξωτερικών του οποίου η δουλειά είναι να ασκεί διπλωματία, και λέει πως την επόμενη φορά η ελληνική αντίδραση δεν θα είναι ειρηνική. Επόμενες φορές υπήρξαν, αλλά δυναμική ελληνική αντίδραση δεν διαφαίνεται. Ο καθένας πρέπει να περιοριστεί στο ρόλο του και να μετράει τα λόγια του. Η αξιοπιστία των αξιωματούχων του ελληνικού κράτους έχει φθάσει στο ναδίρ. Δεν θέλω να σχολιάσω την αντίδραση της Αθήνας στην τελευταία δήλωση του συμβούλου του Τούρκου προέδρου ότι αν η Ελλάδα πατήσει στα Ίμια η Τουρκία θα τα υπερασπιστεί μέχρι θανάτου. Η Τουρκία θεωρεί τα Ίμια τουρκικά.
Ποιους στόχους έχει πετύχει η Τουρκία
Προκλήσεις στο πλαίσιο του υβριδικού πολέμου της Τουρκίας
κατά της Ελλάδας είναι και τα τετελεσμένα που προσπαθεί να δημιουργήσει στην
κυπριακή ΑΟΖ, όπως και η σύλληψη των δύο στρατιωτικών.
Με την καλά μελετημένη σύλληψη η Τουρκία έχει πετύχει αρκετούς στόχους:
- Κρατά την Ελλάδα σε ομηρία, τη στιγμή μάλιστα που δεν αποκλείεται μια περαιτέρω ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με αφορμή την άφιξη του γεωτρύπανου της αμερικανικής Exxon.
- Ασκεί ένα είδος ψυχολογικού πολέμου. Στο είδος αυτού του πολέμου η αξιοποίηση των μέσων ενημέρωσης του αντιπάλου περιλαμβάνεται στον σχετικό σχεδιασμό. Έχω την εντύπωση πως το παιχνίδι αυτό το οποίο επιδίωκαν οι τουρκικοί σχεδιασμοί δεν το έπαιξαν, ακουσίως, βεβαίως, τα ελληνικά ΜΜΕ. Ας σιωπήσουν οι αυτόκλητοι υπερασπιστές των Ενόπλων Δυνάμεων.
- Επιχείρησε να διασύρει κατά τρόπο εντελώς απαράδεκτο τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Η Τουρκία, διαχρονικώς, έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς. Δεν αλλάζει. Και ο περιορισμός της ή η αλλαγή της συμπεριφοράς της δεν γίνεται με τον τρόπο που επιχειρεί η Ελλάδα. Δεν γίνεται με την επίκληση του Διεθνούς Δικαίου ή της ευρωπαϊκής της πορείας. Γίνεται με τη δύναμη. Και δεν υπονοούμε τον πόλεμο.
Οι θρασείς είναι και δειλοί όταν αντιληφθούν τις συνέπειες που θα έχει η θρασύτητά τους. Η ελληνική δύναμη που θα μπορούσε να τους αντιπαρατεθεί είναι η ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτή η δύναμη δεν υπάρχει. Διότι αν υπήρχε θα είχε αποτελέσματα. Η αποτροπή συνδυάζεται και με την αναγκαία επίδειξη κάποιας αποφασιστικότητας. Η θεωρητική διαφορά ισχύος, αυτήν τη στιγμή, μεταξύ των δύο κρατών δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί το βαθμό των τουρκικών προκλήσεων.
Η Ελλάδα, ένας ευνουχισμένος αντίπαλος
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Τουρκίας είναι η
αποφασιστικότητά της και η αίσθησή της ότι έχει να κάνει με έναν ευνουχισμένο
αντίπαλο.
Προκύπτει βεβαίως το ερώτημα τι θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα στο πλαίσιο ενός υβριδικού πολέμου.
Προφανώς οι εν ενεργεία στρατηγοί θα το γνωρίζουν καλύτερα, αλλά κάποιοι συνάδελφοί τους αναρωτιούνται, δημοσίως, πού είναι οι ειδικές δυνάμεις της χώρας; Θα μπορούσαν να είχαν προβεί σε καταδρομική επιχείρηση που θα απέδιδε κάτι το ισοδύναμο με αυτό που έχουν πετύχει οι Τούρκοι με τη σύλληψη των δύο στρατιωτικών;
Και τέλος, η διπλωματία. Πολλά λόγια για τη διπλωματία και τη συμμετοχή της χώρας στους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς. Βεβαίως, όλα χρειάζονται και δεν αμφισβητεί κανείς τη συμμετοχή αυτή. Αλλά πρέπει να σχετικοποιήσουμε την αποτελεσματικότητά της.
Σε τι βοήθησε στο συγκεκριμένο ζήτημα της άμεσης τουρκικής απειλής η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ; Σε τίποτε. Κανείς δεν πρόκειται να βοηθήσει όταν διακυβεύεται η εδαφική σου ακεραιότητα και ανεξαρτησία. Θα υπερασπιστείς μόνος την παρουσία σου. Γι’ αυτό καμιά διπλωματία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις.
Το ελληνικό πρόσωπο θα είναι φιλειρηνικό και οι διεθνείς ενέργειες θα ασκούνται στο πλαίσιο της διπλωματίας. Αλλά με την προϋπόθεση ότι η χώρα διαθέτει ισχυρό στρατό. Χωρίς αυτόν, καμιά οικονομική ανάπτυξη και κανένα πολιτισμικό πρότυπο δεν μπορεί να προβληθεί.