Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Καταστροφή: Πόσο κόστισε στους Έλληνες το «λάθος» της ΕΚΤ, της ΕΕ και του ΔΝΤ;

Δεν υπάρχει, (αλλά ούτε πρόκειται και να υπάρξει), τέτοιο ανάλογο ιστορικό προηγούμενο, οικτρής και παταγώδους αποτυχίας των προγραμμάτων «διάσωσης» μιας χώρας όπως της Ελλάδος που χρεωκόπησε πλήρως και όπου παρά τις πρωτοφανείς θυσίες των Ελλήνων το συνολικό αδιέξοδο παραμένει.

Οι ανεκδιήγητες δηλώσεις του  αντιπρόεδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Βίτορ Κονστάντσιο σε συνέντευξή του στους Financial Times ότι Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ και  ΔΝΤ έκαναν «λάθος» στην περίπτωση της Ελλάδας και κανείς δεν υπολόγισε μια πτώση της τάξης του25% του ΑΕΠ φυσικά προκαλούν, το συναίσθημα και όχι μόνο του Έλληνα αλλά και κάθε λογικά σκεπτόμενου πολίτη.
Πρόκειται για βιβλικών διαστάσεων τραγωδία που ούτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει στην ιστορία.
Και δεν είναι μόνο το ΑΕΠ βέβαια που έπεσε θύμα των «λαθών» των δανειστών.
Μετά από 8 χρόνια μνημόνια το χρέος εκτινάχθηκε στο 179,8% του ΑΕΠ από 126,7% που ήταν πριν τη κρίση!
Πόσο μας κόστισε τελικά ο… λάθος υπολογισμός τους;
Συνολικά και όπως έχει υπολογιστεί περί τα 1,5 τρισ. Ευρώ!
350 δισ. ευρώ, χάθηκαν μόνο εξαιτίας της ύφεσης και της κρίσης.
Αν σε αυτά  προσθέσουμε τη μείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας, το γκρέμισμα των μετοχών, τα εκατοντάδες χιλιάδες λουκέτα επιχειρήσεων τότε γίνεται αντιληπτό πως η καταστροφή έχει πάρει πολύ μεγαλύτερες,σχεδόν  κολοσσιαίες διαστάσεις και ξεπερνά ακόμα και 1,5 τρισ. ευρώ.
Πιο ειδικά: 700 δισ. ευρώ η αξία των ακινήτων που χάθηκε, 350 δισ. ευρώ ο παραγόμενος πλούτος που καταστράφηκε από τις μνημονιακές πολιτικές, 230 δισ. τα χρέη των πολιτών και των επιχειρήσεων προς τράπεζες, εφορίες, ταμεία, μας κάνουν 1.280 δισ. ευρώ.
Εάν συνυπολογίσουμε τις ζημιές  από το "περίφημο" PSI σε πολίτες και ταμεία, από ομόλογα και μετοχές, τη ζημιά σε έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία από την μετανάστευση 450.000 Ελλήνων στο εξωτερικό και τα 47 δισ. μέτρα που αδίστακτα μας επέβαλλαν, γίνεται καταφανές ότι η καταστροφή των Ελλήνων ξεπερνά το 1,5 τρισ. ευρώ.
Και το κακό είναι πως παρά τα μνημόνια το χρέος όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά από 117% του ΑΕΠ το 2008 έχει εκτοξευθεί στο 179,8% και κανείς δεν ξέρει πόσο ακόμη θα αυξηθεί.
Με άλλα λόγια με θυσίες 1,5 τρισ. καταφέραμε (ή μάλλον κατάφεραν οι πολιτικές της ΕΕ) να εκτινάξουν το Δημόσιο  χρέος στο  180% ήτοι κάπου 313 δισ.€.
"Ζαλίζουν" τα δισ.€
Το χειρότερο είναι πως τα δάνεια που πήρε η χώρα απο τους δανειστές δεν διοχετεύτηκαν φυσικά για την  ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, αλλά στην πληρωμή των ξένων τραπεζών, κυρίως γερμανικών και γαλλικών.
Δηλαδή μας τα έδιναν πληρώναμε τις τράπεζές τους και εμείς φορτωνόμασταν με επιπλέον χρέος.
Έτσι το 85% όλων των χρημάτων που πήρε η Ελλάδα από τα μνημόνια πήγε σε τόκους, χρεολύσια, και στις ευρωπαϊκές τράπεζες και μόλις το 15% για έξοδα γενικής διακυβέρνησης.
Το 2015 και το 2016 η χώρα μας είχε συνολικά ΑΕΠ ίσο με 370 δισ. ευρώ. Στα  χρόνια της μνημονιακής καταστροφής, οι Έλληνες έχασαν 350 δισ. ευρώ.
Η καταστροφή ξεκίνησε από το 2010 όταν εξαιτίας των μέτρων ο συνολικά παραγόμενος πλούτος μειώθηκε κατά 18 δισ.ευρώ από το υψηλότερο σημείο των 245 δισ. ευρώ περίπου.
Ακολούθησε το 2011 όταν η βουτιά έφτασε στα 37 δισ. ευρώ και στη συνέχεια ήρθε το 2012 που θα θυμούνται όλοι της συγκυβέρνησης, όπου η ύφεση ήταν η μεγαλύτερη που γνώρισε η χώρα σε ένα χρόνο με αποτέλεσμα το ΑΕΠ να γκρεμοτσακιστεί χάνοντας  16 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2009. Το ποσό είναι 54 δισ. ευρώ αν ο υπολογισμός γίνει με το υψηλότερο σημείο.
Το 2013, το 2014, το 2015 και το 2016 οι Έλληνες έχασαν  240 δισ. ευρώ συνολικά. Αν στα προηγούμενα ποσά, δηλαδή τα 350 δισ. ευρώ προσθέσουμε και το κόστος των μέτρων το συνολικό ποσό εξακοντίζεται σε απίστευτο ύψος, σε 400 δισ. ευρώ περίπου.

Αντιπρόεδρος ΕΚΤ για τα Μνημόνια στην Ελλάδα: «Σας καταστρέψαμε άδικα - Συγγνώμη, λάθος μας»

«Κλαίνε πάνω από το μνήμα» (με «κροκοδείλια δάκρυα», φυσικά) οι Ευρωπαίοι για την Ελλάδα και τον τρόπο που της συμπεριφέρθηκαν και κατέστρεψαν την όποια οικονομία της, αλλά μάλλον είναι πλέον αργά για δάκρυα, έστω «κροκοδείλια».


«H λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα με τα μνημόνια ήταν υπερβολική και τα δύο πρώτα προγράμματα υποεκτίμησαν το κόστος της προσαρμογής», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Βίτορ Κονστάντσιο σε συνέντευξή του στους Financial Times.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν θεωρεί ότι η λιτότητα ήταν υπερβολική και τα αποτελέσματά της πολύ δραστικά, απάντησε: «Ναι. Και το κύριο παράδειγμα είναι φυσικά η περίπτωση της Ελλάδας.
Κανένας θεσμός, ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε η ΕΚΤ ούτε το ΔΝΤ θεώρησαν ποτέ πιθανό - και φυσικά δεν προγραμμάτισαν - μία πτώση 25% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Το πρώτο και τα δεύτερο πρόγραμμα της Ελλάδας σχεδιάσθηκαν με μία πολύ πιο αισιόδοξη άποψη σχετικά με το κόστος της προσαρμογής. Επομένως, το πρόγραμμα προσαρμογής ήταν πράγματι πολύ σκληρό».
Tα αποτελέσμα αυτού του «λάθους», που ακολούθησε το έγκλημα Παπανδρέου για παραχώρηση δημοσιονομικής κυριαρχίας με το πρώτο Μνημόνιο, είναι 20 χαμένα χρόνια για την Ελλάδα.
Να θυμηθούμε το συγκλονιστικό άρθρο της «Ουάσιγκτον Ποστ» του περασμένου Απριλίου για τη νυν κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και για την προοπτική επιστροφής της στα επίπεδα του 2007, το 2028-2030 (με απώλειες άνω των δύο τρισεκατομμυρίων ευρώ σε ΑΕΠ μέχρι τότε):
«Η οικονομική κρίση της Ελλάδας, τελείωσε μόνο αν δεν ζεις εκεί.
Μπορεί η Ελλάδα να μην απειλεί με ντόμινο κατάρρευσης τις υπόλοιπες χώρες, ωστόσο οι κάτοικοι ζουν την χειρότερη κατάρρευση που έχει σημειωθεί σε πλούσια χώρα.
Ολοι οι άλλοι, με άλλα λόγια, μπορεί όλοι να έχουν προχωρήσει γιατί η Ελλάδα δεν απειλεί να ρίξει τα άλλα κομμάτια του ντόμινο της παγκόσμιας οικονομίας, ωστόσο οι κάτοικοί της είναι κολλημένοι ακόμα στη χειρότερη κατάρρευση που έχει σημειωθεί σε πλούσια χώρα
Στην πραγματικότητα, αν οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ είναι σωστές, ίσως χρειαστούν τουλάχιστον άλλα 10 χρόνια πριν η Ελλάδα επιστρέψει εκεί που βρισκόταν το 2007. Και αυτό μόνο αν δεν υπάρξει άλλη ύφεση μέχρι τότε. Δύο χαμένες δεκαετίες, λοιπόν, είναι το βέλτιστο σενάριο για την Ελλάδα. 
Οι αριθμοί τα λένε όλα. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 26% στο κατά κεφαλήν εισόδημα από τα μέσα του 2007 ως τις αρχές του 2014. 
Αυτό, όπως φαίνεται και στους πίνακες την έκανε συγκρίσιμη με τις μεγαλύτερες καταστροφές στην οικονομική ιστορία -ήταν λίγο καλύτερα από ότι στην οικονομική κατάρρευση του 1930 και λίγο χειρότερα από ότι στην οικονομική κατάρρευση της Αργεντινής το 2000.
Η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί μόλις 2,8% (σε όρους προσαρμοσμένους στον πληθυσμό) στα τέσσερα χρόνια αυτού που υποτίθεται ότι είναι ανάκαμψη.
Για να σας δώσουμε μία ιδέα του πόσο απογοητευτικό είναι αυτό, η Αμερική της δεκαετίας του '30 αναπτύχθηκε 30,2% και η Αργεντινή του 2000 αναπτύχθηκε 26,9% τα πρώτα τέσσερα χρόνια μετά την κρίση. 
Το αποτέλεσμα ήταν στο ανάλογο σημείο της ανάκαμψης τους οι ΗΠΑ να έχουν σχεδόν επιστρέψει εκεί που βρίσκονταν μετά το κραχ και η Αργεντινή να είναι στην πραγματικότητα 17,1% πλουσιότερη από ό,τι ήταν προ κρίσης. Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι 23,5% φτωχότερη από ό,τι το 2007.
Γιατί ΗΠΑ και Αργεντινή ανέκαμψαν, αλλά η Ελλάδα όχι;
Υπάρχει ένας απλός λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ και η Αργεντινή ανέκαμψαν αλλά η Ελλάδα όχι. Και οι τρεις χώρες, είχαν τα νομίσματά τους, λιγότερο ή περισσότερο, συνδεδεμένα με κάτι άλλο. Οι ΗΠΑ με το χρυσό, η Αργεντινή με το δολάριο, η Ελλάδα με το ευρώ.
Με αυτόν τον τρόπο παραιτήθηκαν από τον έλεγχο των νομισματικών τους πολιτικών. Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσαν πλέον να τυπώσουν χρήμα όταν οι οικονομίες τους το χρειάζονταν, επειδή έπρεπε πρώτα να ανησυχούν για να κρατήσουν το νόμισμα. Η αξία των νομισμάτων τους και όχι η κατάσταση της οικονομίας τους, τούς υπαγόρευαν τις κινήσεις τους. 
Ετσι, αν τα πράγματα πήγαιναν στραβά, αν χρεώνονταν υπερβολικά τα νοικοκυριά, οι εταιρείες ή η κυβέρνηση δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσαν να κάνουν για να μετριάσουν τις επιπτώσεις. Τα νομίσματά τους όχι μόνο τους εμπόδισαν να μειώσουν τα επιτόκια όσο χρειαζόταν, αλλά και να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα για να αποφύγουν την κατάρρευση
Το μόνο πράγμα που τους έμενε ήταν να μειώσουν μισθούς και να ελπίζουν ότι αυτό θα τους έκανε αρκετά ανταγωνιστικούς για να βγουν από την κρίση.
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι τα χρέη των πολιτών τους δεν μειώνονταν, ενώ οι μισθοί τους την ίδια ώρα κόβονταν, οπότε, αυτό που θεωρούνταν καλό για την οικονομία τους κατέληγε ως κάτι πολύ κακό για τον κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Ηταν ένας φαύλος κύκλος όπου οι περισσότερες περικοπές αμοιβών οδηγούν σε περισσότερες πτωχεύσεις και οι περισσότερες πτωχεύσεις σε περισσότερες περικοπές αμοιβών
Η μόνη διέξοδος που υπήρχε  ήταν να αποσυνδέσει το νόμισμά της έτσι ώστε να δώσει στην οικονομία της τα κίνητρα που χρειαζόταν. Αν κοιτάξετε πίσω δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσετε πότε το έκαναν αυτό οι ΗΠΑ και η Αργεντινή: Όταν ξεκίνησαν η ανάκαμψή τους.
Τι γίνεται όμως με την Ελλάδα; Ακόμη δεν το έχει κάνει.
Και για αυτό η οικονομία της δεν ανέκαμψε, παρόλο που έχει σταματήσει να πέφτει. Είναι κολλημένη κάπου ανάμεσα στην ύφεση και στην ανάκαμψη. 
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις για την Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι πιθανότατα θα ήταν σε καλύτερα κατάσταση σήμερα αν είχε κηρύξει χρεοκοπία και είχε βγει από το ευρώ το 2009.
Ο άμεσος πόνος θα ήταν μεγάλος -η Ελλάδα εισάγει πολλά από τα τρόφιμά της.
Αλλά οι διακοπές στο Αιγαίο θα ήταν τόσο φθηνές που όλοι θα πήγαιναν εκεί και οι εξαγωγείς της χώρας θα γίνονταν σε μια νύχτα τόσο ανταγωνιστικοί, κάτι που θα τους επέτρεπε να επιστρέψουν στην ανάπτυξη πολύ πιο γρήγορα από ότι σήμερα. 
Φυσικά αυτό δεν έγινε αυτό τότε ούτε δικαιολογείται να γίνει σήμερα. Και αυτό γιατί η Ελλάδα δεν έχει μια απλή ισοτιμία νομίσματος αλλά είναι σε μια νομισματική ένωση.
Και αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να αντικαταστήσεις ένα νόμισμα από ό,τι να κάνεις υποτίμηση.
Θα έπρεπε να αντικαταστήσει όλα τα χρήματα στις τράπεζες, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανότατα θα έκλειναν μέχρι να γίνει αυτό, ενώ εν τω μεταξύ, ο πανικός που θα προκαλούνταν θα προκαλούσε ένα σπιράλ ύφεσης στην οικονομία. 
Αυτός είναι ο κύριος λόγος που η Ελλάδα δεν έφυγε από το ευρώ.
Το γεγονός ότι οι πολίτες της ακόμη αντιμετωπίζουν το ευρώ ως τον εγγυητή της οικονομικής επιτυχίας είναι ο άλλος λόγος. Κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει. 
Αλλά κάτι δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε με την ανάκαμψη.
Το ΔΝΤ εκτιμά με κάποια αισιοδοξία ότι το 2023 η Ελλάδα θα είναι 12,8% πιο φτωχή από ό,τι ήταν το 2007, γεγονός που σημαίνει ότι θα επιστρέψει στη κατάσταση που ήταν πριν την ύφεση περίπου το 2030 ή κάπου εκεί. 
 Έφτιαξαν μια έρημο και το αποκαλούν ανάκαμψη».


Οι βιβλιοθήκες της αρχαίας Ελλάδας

Σε μια χώρα που γεννήθηκε το πνεύμα της επιστήμης και η φιλοσοφία, που η τέχνη έφτασε στο αποκορύφωμα της, που το θέατρο αποτέλεσε σχολείο υψηλού επιπέδου για όλες τις ηλικίες, σε μια χώρα που δεν υπήρξε πόλη χωρίς θέατρο – μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του πολιτισμού – δεν θα ήταν δυνατό να μην έχουν υπάρξει και αγαπηθεί και οι βιβλιοθήκες.


Υπήρχαν βιβλιοθήκες στις αρχαίες Ελληνικές πόλεις; Εκτός από σποραδικές περιπτώσεις, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρονται στο θέμα αυτό. Υπάρχουν όμως, ευτυχώς, επιγραφικές πηγές που έρχονται να συμπληρώσουν το κενό.
Οι αρχαίοι Έλληνες που τόσο καλλιέργησαν τις τέχνες και τα γράμματα, ήταν επόμενο να εκτιμήσουν την επινόηση και τη χρήση του αλφαβήτου σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Σοφοκλής να βάλει στη χαμένη τραγωδία του «Αμφιάραος» ένα ηθοποιό να σχηματίζει με κινήσεις του χορού τα γράμματα, ενώ σε άλλη τραγωδία ­ επίσης χαμένη – του Αθηναίου Καλλία, 24 μέλη χορού υποδύονταν τα ισάριθμα γράμματα του αλφάβητου, χαρακτηριστική άλλωστε της γοητείας που είχε στους αρχαίους Έλληνες η χρήση των γραμμάτων είναι και η ωδή του Πινδάρου στο γράμμα Σ.
Από χρόνους παλαιότατους πρώτοι οι τύραννοι ενδιαφέρθηκαν για τη διάδοση των ομηρικών επών, τα οποία φρόντισαν να περισυλλέξουν και να διασώσουν. Σ’ αυτούς ακριβώς τους χρόνους και μάλιστα στη διάρκεια της τυραννίδας, στην Αθήνα, του Πεισιστράτου, πρέπει να τοποθετηθεί και η ίδρυση των πρώτων βιβλιοθηκών στην Ελλάδα.
Όταν γίνεται λόγος για βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα, η σκέψη μας ανατρέχει συνήθως στις γνωστές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου και ίσως το πολύ – πολύ στις βιβλιοθήκες του Πανταίνου και του Αδριανού στην Αθήνα.
Αλλά τόσο στην Αθήνα όσο και στις άλλες Ελληνικές πόλεις, όχι μόνο του μητροπολιτικού αλλά και του αποικιακού Ελληνισμού, υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών, για τις οποίες δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε εκτός από την ύπαρξή τους. Την ύπαρξη αυτών των βιβλιοθηκών βεβαιώνουν περισσότερο επιγραφικές και λιγότερο φιλολογικές πηγές.
Την ύπαρξη βιβλιοθηκών στην Αθήνα μαρτυρεί ο ιστορικός Πολύβιος μνημονεύοντας τον επίσης αρχαίο ιστορικό Τίμαιο. Λέει δηλαδή ο Πολύβιος ότι, όταν ο Τίμαιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, για να αποφύγει την πίεση του τυράννου Αγαθοκλή, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε 50 (!) χρόνια ερευνώντας τις βιβλιοθήκες της πόλης του Κέκροπα. Από άλλες σποραδικές πληροφορίες που βρίσκονται σε φιλολογικές πάλι πηγές συμπεραίνεται ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών στον εκτός της μητροπολιτικής Ελλάδας ελληνισμό.
Συγκεκριμένα στην Ασία είχαν βιβλιοθήκες οι Ελληνικές πόλεις Έφεσος, Μίλητος, Αλικαρνασσός, Ηράκλεια του Πόντου, Κνίδος, Μύλασα, Νύσσα, Πέργαμος, Πριήνη, Προύσα, Σινώπη, Σμύρνη, Τέως, Αντιόχεια, Αφροδισιάδα, Καισαρεία, Ταρσός. Μαγνησία του Μαιάνδρου, Μαγνησία Σιπύλου, Ιασός, Θυάτειρα, Άσσος και Λάμψακος.
Ανάλογες βιβλιοθήκες πρέπει να είχαν και οι ελληνικές αποικίες στη Δύση και στα παράλια της Β. Αφρικής. Κατά κάποια περίεργη όμως σύμπτωση δεν μνημονεύεται στις σωζόμενες επιγραφικές και φιλολογικές πηγές βιβλιοθήκη άλλη πλην εκείνης των Συρακουσών.

Στην κυρίως Ελλάδα δεν υπήρχε πόλη χωρίς βιβλιοθήκη ή τουλάχιστον χωρίς δημόσιο αρχείο, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μικρών πόλεων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα συγγράμματα βιβλιοθηκονομίας γράφτηκαν από τον Έλληνα Αρτέμωνα, που καταγόταν από την Κασσάνδρεια. Ο Αρτέμων έγραψε δύο τέτοια συγγράμματα, που είχαν τίτλους «Περί βιβλίων συναγωγής» και «Περί βιβλίων χρήσεως».


ΒIΒΛIΟΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ.
Όπως προαναφέρθηκε από τη διήγηση του Πολύβιου για τον Τιμαίο εξάγεται έμμεσα το συμπέρασμα ότι στο «κλεινό άστυ» υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών. Ωστόσο, οι σχετικές πληροφορίες είναι πολύ λίγες.
Η παλαιότερη βιβλιοθήκη στην Αθήνα ανάγεται στους χρόνους του Πεισιστράτου, ο οποίος εκτός του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε για την περισυλλογή και για την ταξινόμηση των Ομηρικών Επών, ίδρυσε πρώτος στην Αθήνα και δημόσια βιβλιοθήκη. Οι Αθηναίοι την επαύξησαν αργότερα με μεγάλη επιμέλεια και φροντίδα.
Όταν ο Ξέρξης κυρίευσε την Αθήνα, το 480 π.χ, λεηλάτησε τη βιβλιοθήκη του Πεισιστράτου και μετέφερε τα συγγράμματά της στην Περσία. Αλλά στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου ο Σέλευκος, ο Νικάνωρ, κατόρθωσε να ανεύρει τα συγγράμματα της βιβλιοθήκης του Πεισιστράτου και να τα ξαναστείλει στην Αθήνα.
Στην πόλη της Παλλάδας υπήρξε ονομαστή βιβλιοθήκη και κατά τους χρόνους του Δημητρίου, του Φαληρέα, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ζήλο για τα βιβλία. Ο Παυσανίας μνημονεύει την ίδρυση στην Αθήνα βιβλιοθήκης από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Στην ίδρυση της βιβλιοθήκης αυτής αναφέρεται και ο Ευσέβιος.
Η βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα ήταν πλούσια, επιβλητική και πολυτελής. Τα ερείπια και το μέγεθός της εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη του χώρου της, που βρίσκεται στο τέλος της οδού Αιόλου.
Από αρχαίες πηγές επιγραφικές, που επιβεβαιώθηκαν και από τις ανασκαφές του χώρου της Αγοράς των κλασικών χρόνων είναι γνωστή η ύπαρξη, στον επίσημο αυτό χώρο, της βιβλιοθήκης του Πανταίνου. Πρόκειται για 2 επιγραφές που αναφέρονται η μία στην ίδρυση και η άλλη στη λειτουργία αυτής της βιβλιοθήκης. Η πρώτη επιγραφή αναγράφει:
«Αθηνά Πυλιάδι … Αθηναίων ο ιερεύ Μουσών φιλοσόφων Τ. Φλάβιος Πάνταινος Φλαβίου Μενάνδρου διαδόχου υιός τας έξω στοάς, το περίστυλον, την βιβλιοθήκην μετά των βιβλίων, τον εν αυτοίς πάντα κόσμον, εκ των ιδιων … ανέθηκε
Η άλλη επιγραφή. που αποτελούσε μέρος του κανονισμού της βιβλιοθήκης αναγράφει:
«Βιβλίον ουκ εξενεχθησεται επεί ωμόσαμεν ανοιγήσεται από ώρας πρώτης μέχρι έκτης».
Η επιγραφή του 1ου αι.π.χ., που έχει δημοσιευτεί στο Inscriptiones Graecae ΙΙ, 1029. μας πληροφορεί για την ύπαρξη και λειτουργία και άλλης βιβλιοθήκης στην Αθήνα, γνωστής ως «εν Πτολεμαίω», ενώ η επιγραφή Ι.G.11.1009 προσφέρει ένδειξη ότι υπήρχε και στον Πειραιά βιβλιοθήκη.


Βιβλιοθήκες άλλων πόλεων στη μητροπολιτική Ελλάδα.
Εκτός από τις βιβλιοθήκες στην Αττική, υπήρχαν βιβλιοθήκες. όπως φαίνεται από σποραδικές πάντα πληροφορίες, τόσο στις φιλολογικές πηγές όσο και στις επιγραφικές και στις εξής πόλεις: Στους Δελφούς, όπως διαπιστώνεται από δελφική επιγραφή, η οποία αναφέρει ίδρυση βιβλιοθήκης από το Κοινό των Αμφικτυόνων (Bulletin de Correspodance Hellenique. 20, 1896, σ. 720), αλλά και στην Επίδαυρο υπήρχε βιβλιοθήκη, η οποία είχε αφιερωθεί στο θεό Ασκληπιό.
Επίσης, έχει βρεθεί επιγραφή στη νήσο Δήλο, η οποία μνημονεύει οίκημα Ανδρίων, όπου υπήρχε συλλογή των έργων του ποιητή Αλκαίου. Εκτός από τη Δήλο είχαν βιβλιοθήκες και τα νησιά Σάμος, Ρόδος, Κως, Κρήτη και Κύπρος.
Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Ρόδο διαπιστώνεται πάλι επιγραφικά από απόσπασμα καταλόγου που περιείχε γύρω στα 50 συγγράμματα. Μεταξύ τους αναφέρονται και 2 συγγράμματα με τους τίτλους «Προς Ευαγόραν κυπριακών» (αντίγραφα δύο) «Αλεξάνδρω Εγκώμιον» (αντίγραφο ένα) και «περί της Αθήνησι Νομοθεσίας» (αντίγραφα πέντε).
Για βιβλιοθήκη στη Σάμο δεν σώζεται καμία πληροφορία στις επιγραφικές πηγές. Ο συγγραφέας ωστόσο των δειπνοσοφιστών Αθηναίος, ο οποίος συχνότερα από κάθε άλλον αρχαίο συγγραφέα αναφέρεται στις βιβλιοθήκες και σε βιβλιόφιλους, κάνοντας λόγο για τους Έλληνες εκείνους που είχαν γίνει διάσημοι στον αρχαίο κόσμο εξαιτίας των Πλούσιων βιβλιοθηκών τους, αναφέρει τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, τον Αθηναίο Ευκλείδη, το γνωστό Αθηναίο τύραννο Πεισίστρατο, τον Νικοκράτη, τον Κύπριο, τους βασιλιάδες της Περγάμου Απάλους και Ευμένηδες, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Θεόφραστο και τον Νηλέα, ο οποίος απέκτησε τα βιβλία που περιείχαν οι βιβλιοθήκες των δύο τελευταίων μεγάλων ανδρών, δηλαδή του περίφημου Σταγειρίτη φιλόσοφου και τον διάδοχό του στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, Θεόφραστον.
Βιβλιοθήκη στην Κω αναφέρει επιγραφή (δημοσιευμένη στο Bulletin de Correspondance Hellenique, 59. 1935, σ. 421-425) η οποία περιέχει τα ονόματα των δωρητών της βιβλιοθήκης.
Μεταξύ αυτών αναφέρονται και ο Διοκλής και ο γιος του Απολλόδωρος, που από κοινού πρόσφεραν τη δαπάνη για την ανέγερση του κτιρίου της βιβλιοθήκης, καθώς και για την αγορά 100 βιβλίων. Αναφέρονται, επίσης ο Εκαταίος ως δωρητής 200 συγγραμμάτων, ο Αγησίας ως δωρητής 200 δραχμών, ο Ξενοκλής που δώρισε 200 δραχμές και 100 βιβλία και άλλοι δωρητές,
Στην Κρήτη υπήρχε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους βιβλιοθήκη δίπλα στο παλάτι της Κνωσού, όπως διαπιστώνεται από θραύσμα επιγραφής, που μνημονεύει τη βιβλιοθήκη αυτή. Στην Κύπρο αναφέρονται επίσης βιβλιοθήκες, τόσο από τον Αθήναιο όσο και από επιγραφή που μνημονεύει «επιμελητήν βιβλιοφυλακίου».
Με βεβαιότητα διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στη Σπάρτη από φιλολογικές πηγές, ενώ από επιγραφικές πηγές συμπεραίνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Μεσσηνία. Από άλλη φιλολογική πηγή είναι γνωστή και η λειτουργία βιβλιοθήκης στην πόλη των Πατρών.
Όσον αφορά στη Β. Ελλάδα, πρέπει να υπήρχε βιβλιοθήκη στην Πέλλα. Από αυτή φαίνεται ότι ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος έφερε στη Ρώμη τον πρώτο μεγάλο αριθμό ελληνικών συγγραμμάτων, μετά τη νίκη του επί του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα.
Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στην Πέλλα, που πρέπει να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούσε και ο Μ. Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, μας θυμίζει το σχετικό ενδιαφέρον που έδειξε ο νεαρός βασιλιάς με τη διαταγή που έδωσε μετά την κατάληψη της Περσίας, να ερευνηθούν τα ιερά περσικά βιβλία και όσα αναφέρονταν στη φιλοσοφία, την ιατρική, τη γεωργία και την αστρονομία να μεταφράζονταν στην ελληνική γλώσσα και να αποστέλλονταν στην Αλεξάνδρεια. Από άλλη, τέλος, αναθηματική επιγραφή της Μακεδονίας, που δημοσιεύτηκε στο B.C.H., 57,1933, σ. 316­320, διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στην πόλη των Φιλίππων.
Αναφερόμενοι στις βιβλιοθήκες που μπορούμε να επισημάνουμε από ενδείξεις φιλολογικές και επιγραφικές, δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και τη βιβλιοθήκη της Περιπατητικής Σχολής.
Τα συγγράμματά της μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, περιήλθαν στην ευθύνη του διαδόχου του Θεοφράστου. Τα συγγράμματα του Θεοφράστου, μαζί με τα βιβλία του Αριστοτέλη, περιήλθαν στους σωκρατικούς φιλοσόφους Έραστο, Κορίσκο και στο γιο του Κορισκου, Νηλέα. Ο Νηλέας, μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου, κληρονόμησε τα βιβλία των δύο δασκάλων του και τα μετέφερε στην πόλη Σκήψη της Μ. Ασίας.
Μετά το θάνατο του Νηλέα περιήλθαν σε ιδιώτες που τα είχαν αταξινόμητα και κατάκλειστα. Όταν οι τελευταίοι έμαθαν για το ζήλο, με τον οποίο οι βασιλιάδες της Περγάμου συγκέντρωναν βιβλία, τα έκρυψαν σε υπόγεια κρύπτη, όπου φθάρηκαν από την υγρασία και τα σκουλήκια. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν σ’ αυτή την κατάσταση στον Απελλικώντα την Τηιο, ο οποίος, κατά τον Στράβωνα, ήταν «φιλόβιβλος μάλλον ή φιλόσοφος».
Για να αποκαταστήσει αυτός τα καταστραμμένα συγγράμματα, τα αντέγραψε εκ νέου ξαναγράφοντας από την αρχή ολόκληρα μέρη τους κι έτσι τα εξέδωσε γεμάτα λάθη. Κατά τον Αθήναιο, ωστόσο ο Νηλέας πούλησε τα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου στον Πτολεμαιο, τον Φιλάδελφο και έτσι αποτέλεσαν αργότερα το πρότυπο για την οργάνωση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Μετά το θάνατο του Απελλικώντα ο Σύλλας μετέφερε τα βιβλία του στη Ρώμη (Πλουτάρχου, Σύλλας 26,1-2).
Εκτός από τις δημόσιες βιβλιοθήκες υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και πολλές ιδιωτικές. Ιδιωτική βιβλιοθήκη αξιόλογη είχε ο Ευριπίδης, καθώς και ο σύγχρονος του Πλάτωνα φιλόσοφος Μενέδημος, από την Ερέτρια. Ο Ισοκράτης (Αιγηνιτικός, 5) αναφέρεται σε κάποιο Θράσυλλο, που είχε σπουδαία συλλογή συγγραμμάτων περί μαντικής. Ο Πλούταρχος, τέλος, στη βιογραφία του Ζήνωνα, περιγράφει κατάστημα πωλητού βιβλίων στην Αθήνα, όπου οι πελάτες ερευνούσαν ή διάβαζαν τα συγγράμματα, όπως γινόταν και στις βιβλιοθήκες.

Γραφικές ύλες.
Όταν ακούει κανείς για γραπτά κείμενα στην αρχαία Ελλάδα, σκέπτεται συνήθως επιγραφές σε μάρμαρο ή συγγράμματα γραμμένα σε παπύρους ή περγαμηνές. Υπήρχαν όμως και κείμενα γραμμένα επί ποικίλης ύλης.
Οι νόμοι του Σόλωνα π.χ. είχαν γραφεί σε ξύλινους κυλίνδρους, που ονομάζονταν «άξονες», καθώς και σε τριγωνόμορφες πινακίδες, τις «κύρβεις» που είχαν στηθεί πάνω στην Ακρόπολη.
Ο Πλίνιος κάνει λόγο για επιγραφές χαραγμένες σε πλάκες μολύβδου, σώθηκε δε και μια πλάκα ανεπίγραφη χαλκού και άλλη σιδήρου (Ι.G.Α.321και322). Ο Ιώσηπος αναφέρει μολύβδινους χάρτες και ο Πλούταρχος ιστορεί ότι η ποιήτρια Αριστομάχη αφιέρωσε στους Δελφούς σύγγραμμα, που είχε μορφή μεταλλικού ειληταρίου. Άλλη χάλκινη πινακίδα βρέθηκε στην Ολυμπία με χαραγμένο επάνω τις ένα κείμενο συνθήκης, που έγινε μεταξύ Ηλείων και αντιπάλων τους.
Χαράζονταν ακόμη επιγραφές πάνω σε πήλινες πλάκες (επί κεράμου), σε δέρματα, σε θαλασσινά όστρακα και σε οστά. Αλλά και πάνω σε ελάσματα χρυσού χαράσσονταν κείμενα, όπως π.χ. στα ορφικά χρυσά πλακίδια, τα γνωστά τόσο από την Κρήτη όσο και από την Ιταλία.
Ως καθαρή όμως, Ελληνική επινόηση μπορούν να θεωρηθούν οι ξύλινες πινακίδες, οι επαλειμμένες με κερί. Οι πινακίδες αυτές επέτρεπαν τη συνεχή επανεγγραφή κειμένων μετά την απόσβεσή τους, γι’αυτό και τις χρησιμοποιούσαν κυρίως οι μαθητές για εξάσκηση.
Όλες αυτές οι πληροφορίες προκύπτουν από τη μελέτη των φιλολογικών και των επιγραφικών πηγών. Από τις επιγραφές έχουμε και την πληροφορία ότι οι βιβλιοθηκάριοι των αρχαίων ελληνικών βιβλιοθηκών ονομάζονταν γραμματείς και επιμελητές των βιβλιοφυλακίων. [Αναδημοσίευση από το περιοδικό Αρχαιολογία
Επ. Βρανόπουλου -Δρα ­ Ιστορικού – Αρχαιολόγου

Το κείμενο που συνοδεύει την παραίτηση Σακελλαρίου δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ.




«Στην απόφασή μου αυτή κατέληξα μετά την πρόσφατη παραβίαση του απορρήτου της διασκέψεως του Δικαστηρίου σχετικά με το νέο ασφαλιστικό σύστημα και την εύλογη αναταραχή που προκάλεσε σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
» Η αδιανόητη όσο και απαράδεκτη αυτή παραβίαση του δικαστικού απορρήτου, την οποία αντικειμενικά αδυνατώ να ελέγξω, επέφερε καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία και το κύρος του θεσμού του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν μου επιτρέπει, πλέον, να εξακολουθήσω να ασκώ τα δικαστικά μου καθήκοντα με την δέουσα ηρεμία και νηφαλιότητα.
» Η σημερινή απόφασίς μου – έστω και αν απέχει λίγες μόνον ημέρες από την υποχρεωτική αποχώρησή μου από την υπηρεσία δεν παύει – όσο επιβεβλημένη και αν είναι – να αποτελεί μία πολύ επώδυνη απόφαση, για μένα που διανύω το 42ο έτος της δικαστικής μου σταδιοδρομίας, έχοντας αφιερώσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου στην υπηρεσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, έναν θεσμό, τον οποίο αγαπώ και θα συνεχίσω να αγαπώ μέχρι το τέλος της ζωής μου .
»Εχω τη συνείδησή μου ήσυχη, διότι δεν αποχωρώ αμαχητί, αφού όλα αυτά τα χρόνια αγωνίσθηκα, με τη βοήθεια του Θεού, τον αγώνα τον καλό.
» Τη στιγμή, όμως, αυτή η σκέψις μου στρέφεται στους απλούς πολίτες, που είναι τα θύματα των μνημονίων και της κλιμακούμενης επικυριαρχίας του οικονομικού παράγοντος επί του θεσμικού, οι αντοχές των οποίων συνεχώς δοκιμάζονται από τα αλλεπάλληλα οικονομικά μέτρα, που λαμβάνονται με την επίκληση του λεγομένου δημοσιονομικού συμφέροντος και που συνεπάγονται υπέρογκες γι αυτούς επιβαρύνσεις, λόγω του σωρευτικού τους χαρακτήρος .
» Ηδη, από την εποχή του πρώτου μνημονίου, ορισμένοι συνάδελφοί μου μεταξύ των οποίων και εγώ, είχαμε, με τις μειοψηφίες μας επισημάνει, τη μή συμβατότητα των ρυθμίσεων του μνημονίου με το Σύνταγμα και είχαμε, εγκαίρως, προειδοποιήσει, χωρίς δυστυχώς να εισακουστούμε, για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού, που επηρέασε, καίρια, το σύνολο σχεδόν της κρατικής δράσεως και σηματοδότησε την συνακόλουθη υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους.
» Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι αντοχές όλων μας δοκιμάσθηκαν ακόμη περισσότερο από τα νεώτερα μνημόνια που επέβαλαν τη λήψη και νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, που συνοδεύθηκαν από τις συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων .
» Οι καταστάσεις αυτές, οδήγησαν το Δικαστήριο στην έκδοση σειράς αποφάσεων της Ολομελείας του σχετικά με την μή περαιτέρω μείωση των συντάξεων και την θεσμική θωράκιση των προσώπων, που είναι επιφορτισμένα με βασικές αποστολές του Κράτους, όπως η εθνική άμυνα, η ασφάλεια, η υγεία, η παιδεία και η δικαιοσύνη.