Η παρακμή των Εικαστικών
Τεχνών στην Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια,
σαφώς δεν περιορίζεται στα κουτσομπολιά για το αν οι Σχολές Καλών Τεχνών
«βισματώνουν» πρωτοετείς, ούτε στο αν η ποιότητα σε σχέση με την ποσότητα έχει,
πλέον, επιστρέψει στο προ-μεσαιωνικό μοντέλο απεικόνισης του ωραίου και του
σπουδαίου, ή σε ένα μεταπολεμικό δυτικό τρόπο απαθανάτισης όμορφων γυμνών
σωμάτων, με φανερή πορνογραφική υπόσταση. Εξάλλου μην ξεχνάμε πως ζούμε σε
εποχές, που ευτυχώς τα
περιοριστικά ταμπού περί γύμνιας και πορνογραφίας έχουν καταρριφθεί σε επίπεδο
ηδονιστικής παραγωγής. Και
ενώ αφενός οι λόγοι, όχι για να εφευρεθεί ένα νέο ριζοσπαστικό κίνημα τέχνης
από νέους (όπως συχνά συμβαίνει στις Τέχνες και, ομολογουμένως έχει να γίνει
πολλές δεκαετίες), αλλά και για να παραχθεί η ίδια εκείνη Τέχνη που θα
σχολιάσει και θα υβρίσει τα κοινωνικοπολιτικά «δρώμενα» τα οποία δεν είναι και
λίγα, η απορία μου είναι η εξής… Πώς είναι
δυνατόν, τα 4
χρόνια ταχύτατων εξελίξεων και εσωτερικών γεγονότων μισανθρωπίας και
αντί-φιλανθρωπίας, να μη δημιούργησαν εκείνο το καλλιτεχνικό κλικ που όλοι θα περιμέναμε να
δημιουργήσουν, προκειμένου η παραγωγή της Τέχνης να μην καταλήξει κασκόλ στα
δεντράκια και τις στάσεις των λεωφορείων της Αθήνας;
Δεν
μας έφτασαν τόσοι νεκροί δούλοι στα σύνορα, τόσες ειδήσεις για
δουλεμπόριο, για φόνους, για την γνωστή ακατανόμαστη νεοναζιστική οργάνωση, για
τα στρατόπεδα στην Αμυγδαλέζα, για τα θύματα της ηρωίνης αλλά και εκείνα στην
Αμαλιάδα, για παιδεραστές, για παράνομη σωματεμπορία, για νονούς της νύχτας και,
κυρίως, για την απληστία και τα σκάνδαλα των ανθρώπων που βρίσκονται στις
θέσεις εξουσίας;
Προφανώς κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό προκειμένου ένας
εικαστικός να εξερευνήσει και δημιουργήσει το υλικό και το αποτέλεσμα εκείνο,
που θα δώσει το ερέθισμα και σε άλλους να τον ακολουθήσουν και να σχολιάσουν το
θέμα σε μαζικό παραγωγικό επίπεδο διανόησης και σχολιασμού.
Δεν έχουν μπει καν στην διαδικασία να προσπαθήσουν να ρίξουν ή έστω να
αποτρέψουν την επιστροφή όλων εκείνων των συντηρητικών «ταμπού» περί
ομοφυλοφιλίας, σεξουαλικότητας και σεξισμού, ελευθερίες και ταμπού που έχουν
καταρριφθεί επί εβδομηκονταετίας, και πριν καλά-καλά πούμε χαρούμενα τα 100, να
σου και η επιστροφή τους.
Σαφώς και αναγνωρίζουμε όλοι, πως ο λόγος που οι τέχνες
παρακμάζουν, συνήθως δεν είναι κοινωνικοπολιτικός ή δεν οφείλεται σε θέματα
διαφθοράς, αλλά είναι γνωστό και ευκόλως εννοούμενο, πως η παρακμή της Τέχνης πάντα πήγαζε και θα πηγάζει από
την παρακμή της ίδιας της Διανόησης και της αυτούσιας ποιότητας που υπάρχει σε
γενικό πολιτιστικό αλλά και μορφωτικό επίπεδο. Το αν και πώς ένα ιστορικό γεγονός
πολιτικής καταπίεσης θα ερεθίσει έναν εικαστικό προς την δημιουργία ενός διαχρονικού
Έργου Τέχνης, δεν εξαρτάται μόνο από τον ίδιο τον εικαστικό και το πόσο εκείνος
σαν μονάδα έχει την ευαισθησία να ερεθιστεί σε σημείο ηθικής και αντιδραστικής
παραγωγής, αλλά η μονάδα αυτή του εικαστικού, επειδή πάντοτε αντικατόπτριζε και
το σύνολο των πολιτών και του λαού της χώρας στην οποία ζούσε, αντικατοπτρίζει
και την πτώση και την έλλειψη σε γενική κλίμακα της ποιότητας σε όλα τα επίπεδα
διαβίωσης και αντίληψης των εκ των έσω γεγονότων μιας χώρας.
Αφού, λοιπόν, διαλευκάναμε τους λόγους εκείνους, που η
παραγωγή των Εικαστικών Τεχνών στην Ελλάδα θα έπρεπε να είναι το ελάχιστο σε
διπλάσια παραγωγή και σχεδόν επιβλητικά ριζοσπαστική και σχολαστική, νομίζω πως
καιρός ήρθε να κοιτάξουμε και το «γιατί» δεν συμβαίνει. Ύστερα από σύντομη ανθρωπολογική
έρευνα παρατήρησης, κυρίως των φοιτητών των Σχολών Εικαστικών Τεχνών,
παρατήρησα την τάση τους να προσπαθούν να γίνουν οι καλύτεροι σε κάποιον τομέα,
όπως αυτόν απλά του σχεδίου και όχι να βρουν τα
ερεθίσματα εκείνα που θα τους κάνουν να σταματήσουν να ζωγραφίζουν πορτραίτα
για σπίτια ή βουνά και λαγκάδια για τις ταβέρνες.
Παρατήρησα, πως είναι όντως ηθελημένη η αποστροφή των
νέων εικαστικών στο μη-εικονικό και το σχολαστικό σημείο των εικαστικών και
είναι επικεντρωμένο στο είδος εκείνο της δημιουργίας απεικονιστικών Έργων
Τέχνης, που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα ή με την δημιουργία
εντυπώσεων, που επίσης έχει να κάνει με κάποιου είδους κοσμική και διαπλανητική
θετική ενέργεια. Σαν να έχει επιστρέψει εκείνη η εντελώς αδιάφορη ιδεολογία του New Age που κυριάρχησε στα 70ς και
αποπροσανατόλισε αρκετό κόσμο και κοσμάκη από τους φανερούς στόχους που θα
έπρεπε να είχε ερεθιστεί και να κατακτήσει.
Και εκεί που η Ελλάδα χαιρόταν, που είχε στο δυναμικό της
εικαστικούς των εικόνων και του ήχου όπως τον Μόραλη,
τονΣπυρόπουλο (που σχεδόν του απαγορεύτηκε να γίνει
καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου και δεν έγινε), τον Γιάννη Κουνέλη, τον Παναγιώτη Βασιλάκη, τον Γιάννη Χρίστου, τον Ξενάκη και όλους εκείνους τους ανήσυχους και
ανυπάκουους σε καλλιτεχνικούς περιορισμούς δημιουργούς, αλλά ταυτόχρονα και
σχολιαστές των Τεχνών, ξαφνικά το μεγάλο κενό.
Ταυτόχρονα δε, η λογοκρισία (κυρίως από την
Εκκλησία) αυξάνεται και… Εκεί που καθώς όλοι νομίζαμε πως το
αποκορύφωμα της ανοησίας της ελληνικής λογοκρισίας θα τελείωνε στο λογοκριμένο
«κατωσέντονο» και τις μηνύσεις για προσβολή «δημοσίας αιδούς» στο «χωριό» της
Λάρισας.
Συμβαίνει, όμως, και η αποκορύφωση των λογοκρισιών στην
έκθεση Outlook στην Αθήνα και η λογοκρισία του ομοφυλόφιλου φιλιού σε έναν από
τους πίνακες της Δέσποινας
Χρίστου το
2003(!)
Εν τέλει καταλήγω, πως η παρακμή της ποιότητας αλλά και του
ενδιαφέροντος πάνω στις Εικαστικές Τέχνες στης Ελλάδα, δεν ήρθε μόνο από τον
πόλεμο που δέχεται από την συντηρητική διαφθορά, αλλά ήρθε ταυτόχρονα και από
την αδικαιολόγητη ανάγκη που νιώθει πλέον ο νεαρός εικαστικός, να αποτυπώσει
κάτι το ωραίο και όχι να σχολιάσει το άσχημο ή να δημιουργήσει εντυπώσεις ή και
αποστροφή, να χρησιμοποιήσει ή και να δημιουργήσει νέα μέσα για να καταλήξει
στο τέλος να δημιουργεί Έργα Τέχνης «θετικής ενέργειας», φανερά επηρεασμένος
από την εικόνα ενός Hipster που πίνει νωχελικά το καφεδάκι του, ενώ η
αμφιλεγόμενη μαζική Τέχνη, πλέον ολοκληρώνεται σε γελοιογραφίες του Μωάμεθ και
απειλές από την Μέση Ανατολή για αντεπιθέσεις εναντίων αυτών.
Και πού βρίσκεται η Τέχνη εκείνη που δεν ανέχεται, δεν
σκύβει και δεν υπάρχει για να αρέσει; Υπάρχει πλέον; Φυσικά και υπάρχει,
απευθύνεται πλέον σε ομοίους και διακινείται υπόγεια και μόνο για άτομα που
γνωρίζουν ή θέλουν να γνωρίσουν και ψάχνουν.Απευθύνεται στην ανυπακοή και στην ανησυχία και έχει καταλήξει πιο ψηλά από
παλαιότερα, διότι όπως με όλα τα πολύτιμα αντικείμενα, δεν μπορεί να γίνει
μαζικά και ποτέ δεν θα απευθυνθεί σε ευρύ κοινό.
Γιατί, όμως, η παρακμή να είναι τέτοια, που
να στερεί την τροφή της εικαστικής αντίδρασης και από τα στόματα των μαζών, που
υποθετικά θα έπρεπε να είναι και ο ρομαντικός στόχος του κάθε εικαστικού; Γιατί οι αποκαθηλώσεις λογοκριμένων Έργων
από τις αίθουσες Τέχνης, γίνονται τόσο εύκολα και μάλιστα χωρίς την απαραίτητη
αντίδραση όχι απλά του επόπτη, αλλά και του ίδιου του καλλιτέχνη; Και γιατί οι αφοπλιστικές δηλώσεις του Νίκου Κεσσανλή στην εφημερίδα «Καθημερινή» κατά του
υπουργού Πολιτισμού (ο οποίος το 2003 είχε επιβάλλει την αποκαθήλωση ενός έργου
τέχνης με αντί-θρησκευτικό περιεχόμενο), δεν ηχούν ακόμα στα αυτιά των
Ιικαστικών εκείνων, που έχουν το προνόμιο της προβολής των έργων τους σε μαζικό
επίπεδο;
Μα φυσικά και ηχούν, όμως εάν αυτό υπήρχε σε μεγάλα
ποσοστά, τότε δεν θα μιλούσαμε και για παρακμή των Εικαστικών Τεχνών.
Μετρημένοι στα δάχτυλα και πάντοτε κυνηγημένοι είναι εκείνοι που το στόμα τους
ξερνάει ξίφη και φωτιά και καταλήγουν να πέφτουν υπερβολικά εύκολα και σχεδόν
χωρίς καμία αντίδραση. Εύκολα καταλήγει κανείς, πως οι εικαστικοί πλέον προτιμούν να βολευτούν και να
κάτσουν ήρεμοι και ήσυχοι παράγοντας αέρινα γλυκανάλατα Έργα Τέχνης, χωρίς κανένα μέλλον, είτε επειδή όλος
τους ο ερεθισμός ξεκινάει και τελειώνει στο να είναι απλά καλοί τεχνίτες, είτε
διότι φοβούνται την παρέμβαση του κόσμου.
Και, βέβαια, αυτό αφορά τους εικαστικούς εκείνους, που θα μπορούσαν αλλά δεν το
κάνουν, διότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των εικαστικών στην Ελλάδα, είναι το
μηδενικό ερέθισμα προς παραγωγή Τέχνης και εικαστικών, που θα έχουν σχολιαστικό
χαρακτήρα, πράγμα που είναι όμοιο της
αμάθειας, της απάθειας και της ολικής αποβλάκωσης, η οποία πέρασε πανεύκολα πλέον και στα
στρώματα των ατόμων που θα έπρεπε να ελέγχουν την διανόηση.
Βέβαια, το να μιλάω για εικαστική επανάσταση των νέων
φαντάζει λίγο κλισέ και ξεπερασμένο, όμως καλώς ή κακώς πάνω σε αυτό το μοντέλο
βασίστηκε η εξέλιξη της Τέχνης στις αρχές του 1900 για να καταφέρει να
καταρρίψει τη μάστιγα της βιομηχανοποιημένης και μαζικής παραγωγής εικαστικών
αντικειμένων, η οποία με τον καιρό έριχνε την ποιότητα και τη διανόηση στην
Ευρώπη, με κέντρο την Αγγλία και την Γερμανία.
Έτσι και τώρα, ζούμε ένα ιστορικό de ja-vu, με εταιρίες
κολοσσούς να απορροφούν τους νέους εικαστικούς σαν την Χάρυβδη, προς τον
σχεδιασμό και την παραγωγή επίπλων μαζικής παραγωγής και τεχνολογικών αντικειμένων,
αντικείμενα που οι καταναλωτές αυτών θεωρούν αρκετά εικαστικά και καλλιτεχνικά.
Το στενάχωρο της υπόθεσης είναι, πως το de ja-vu αυτό,
δεν τελειώνει εκεί που ευχόμασταν να τελειώσει, και τα 10 αυτά χρόνια της
ολοένα και μειωμένης παραγωγής ιδεαλιστικής Τέχνης, γεννάει και θρέφει όλο και περισσότερο το τέρας του δεύτερου μεγάλου
μεταμοντερνισμού, που
μετατρέπει όλα εκείνα τα παλιά κινήματα τέχνης σε ένα ανακυκλώσιμο υλικό, για
την παραγωγή μίας και μοναδικής εικαστικής τεχνικής με παγκόσμιες πωλήσεις και
παραγωγή, στη μουσική, στον βιομηχανικό σχεδιασμό και σε φτηνές animated
εικόνες, που μοναδική τους χρησιμότητα είναι η αναδημοσίευσή τους στα Μέσα
Κοινωνικής Δικτύωσης.
ΠΗΓΗ