πρόζα : ένα κείμενο για το τίποτε
Λοιπόν, Μεγάλε Λαχνέ, πού θες
λοιπόν να πέσεις ; [1]
HENRY MICHAUX
......τελειώνει με το δικό του σύμπαν κάθε τι αργά
τη νύχτα στη δική του νύχτα νοσταλγίες που παραφράζουν εκδημίες τι είναι αυτή η
ναρκωμένη ερήμωση το μεγάλο τίμημα που έρχεται μέσα από τα κλειστά φώτα της
ράμπας ο χρόνος εξορίστηκε καθώς οι διάλογοι εγκυμονούν Οι σήραγγες θανάτου
έχουν επανδρωθεί μ' ερωτήσεις κανείς λαγοκοιμάται ώστε ν' απαντήσει σίγουρα
Δολοφονημένο παλιό ιστορικό της γραμμής που μ' ενώνει με τον γαλαξία μέσα σε
ποια αδιατάρακτη τυφλότητα του παιγνιδιού απ' τους βαθύτερους μύθους ξεχύνεται
το πένθος στον ένθεο εξαντλημένο Οιδίποδα το πρωί ο ποιητής ήθελε να τιμήσει
τον Δάσκαλο με άχαρες ρυμοτομίες δακρύων περιμένω παντού Όπου μεταναστεύει ο
ορατός εαυτός μου θυσίασα στο θάμβος σε απόκρημνες μεταμορφώσεις
έχω στοιχειώσει τη ζωή και το θάνατο τα χείλη της Μ. Σάντσεζ
κινούνται μ' ένα τρόπο όπως όταν ο Τ. Καπότε [2]
βγάζει τις δικές του
συμπτώσεις ξεχειλίζουν ανάμεσα σε πλάνες ασυνήθιστες προχωρώντας από την via
Sironi με πονηρά μάτια τα σκυλιά γαβγίζουν κάτω απ' τα πορτρέτα στο διάδρομο Με
ανεξάντλητη πηγαία δύναμη μπορεί να έκαναν έρωτα - έλεγε ''δεν είμαι μαύρος έχω
το καφέ του Van D' Eyck συλλογή από φωτογραφίες αυτοδίδακτων για να θυμάσαι την
καταπίεση ή την απόρριψη'' Την καταδίωξη
CHARLIE CHAPLIN : .....θα ξανάρθω η παντομίμα ακούγεται
όπως κανείς γεμίζει δαγκωματιές
ΑΜΛΕΤ : ....μπορεί να υπάρξει μια παράσταση μόνο για
τους εστέτ [γελάει] Επιστρέφω στη Λογική της Παρεξήγησης Αυτή της Αιώνιας
Θυσίας
CHARLIE CHAPLIN : ........σκιές φλυαρίες ματιών Δεν υπάρχω [παύση]
ΑΜΛΕΤ : .....στη σκηνή λογομαχεί το βρώμικο ψωμί που
με ξεθάβει απ' τον ύπνο Νοίκια μουσκεμένα αίμα από τις φτέρες στο
γερασμένο δάσος
CHARLIE CHAPLIN : ....κοιταζόμαστε στον καθρέφτη έκπτωτοι κοιταζόμαστε στο
χαρτί όπου η φωλιά για το Απέραντο Άγνωστο η εκζήτηση του άλλου καθώς θα
βουλιάζεις για πάντα το σώμα
.....[σκηνικό] : ......τα περισσότερα συμβαίνουν
βράδυ εγκαταλείπουν τη δική τους αιωνιότητα τα τρένα με όσους εκτλέστηκαν
ΜΑΙΡΗ ΣΑΝΤΣΕΖ : .....κάποιος φοβάται και να γεννηθεί
[μικρή παύση] Όλοι ξέραν ότι ο Μάρξ κοιμόταν με την υπηρέτριά του
ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΌΤΕ : ....αυτά που δεν γράφουμε τα
χαρίζουμε στον τίτλο σ' έναν ύστατο εναγκαλισμό με σένα hypocrite lecteur [3] μια
φωνή που ανοίγει μια θάλασσα γερασμένη ανείπωτη κανείς κλείνεται από την αρχή
στον εαυτό του καταρρέει σ' ένα εδώλιο από βαμβάκι περιφέρομαι άσκοπα σε
σκοτεινά κακουργιοδικεία σαν τα τροπάρια των τεθνεώτων στημένα ανάερα στο
κέντρο της πλατείας σ' αυτήν την κωμόπολη νεκρή όπως οι τρεις μουσικοί που
ανασταίνονται τα δειλινά ενώ πεθαίνει το εκκλησίασμα θέλημα Θεού κι αυτό για να
γλυτώνουν οι περαστικοί - εμείς όμως δεν είμασταν παρά όσοι χρειάζονταν για να
Τον μάθουμε να Τον γνωρίσουμε χιλιάδες χρόνια από τότε έχουμε ακόμα τις ίδιες
αρχές απόγνωση και δολοπλοκίες μ' αυτά συμβιβαζόμαστε φωνάζονται οι πάντες με
τα μικρά ονόματα, μιλώ για την προϊστορία, βέβαια, θα έχετε αντιληφθεί
[παύση]
......Under
his wet locks Death' s blue paleness wages
Now war upon our wishing with sad smile [4]
κατά κάποιο τρόπο αυτό ήταν - βρεθήκαμε ανάμεσα
στους αναξιοπαθούντες τους συνωμότες οι πιο πολλοί ανάπηροι από τις
κακουχίες παλιοί γείτονες που μπέρδεψαν το συλλαλητήριο μ'
εκείνη τη λιτανεία που υποσχέθηκε ο μητροπολίτης για τη σωτηρία των ψυχών η
θεία Λίζα είχε φύγει προ πολλού το κουτσό σκυλί έτρεχε μ' όλη του τη δύναμη
κυνηγώντας τα σύννεφα χαμηλά γύρω απ' τα δέντρα κι ένα πρωί είπε ''να, έτσι θα
ζούσαμε με ανεξήγητους έρωτες καταπίνοντας τα τελευταία σπίρτα με λίγο
οινόπνευμα θ' άναβαν όλα στη μέση της καρδιάς όπως ένα μυστικό λυκόφως''
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΑΝΤΣΕΖ ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΟΛΑ ΤΗΣ ΤΑ
ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ
.......τώρα πρέπει να φύγω κι όμως ξεχνώ τι χρώμα
ήταν τα φαντάσματα θα σκορπίσουν ούτε αυτός ούτε κανείς τους συνεχίζεται και
σβήνει μέσα στις φωνές και τους θορύβους ρωτάει ''μα ποιος είναι ;'' ένα
πουκάμισο μόνο του από μοναξιά δεν είναι κάτι που το φυλάνε ολονυχτίς ποια
είναι τα κίνητρα της αναχώρησης ποιος επαγγέλλεται την άλλη παρουσία
άπειρο γη ουρανός δεν έχω συντριβεί ποτέ σε μια αγκαλιά το τέλος είναι η φάρσα
της δημιουργίας το ήξεραν όλοι πως ήταν δευτερεύον ζήτημα αυτό ένα βλέμμα
στυλωμένο χωρίς ήχο και φόβο πέφτει στο κενό άλλοτε αναρωτιόμουν πώς ήταν ο
γυρισμός σε ποιες παλάμες ακουμπούν τα ορθάνοιχτα μάτια τ' άγρια θηρία που
λάτρεψα είμαι η πόρνη που ψάχνει το ξύλινο πόδι της να στεριώσω τα σύνεργα της
δουλειάς μου σάς αγάπησα όπως ο γελαστός Θεός πίσω απ' τ' αγάλματα όλα λευκά
έτσι υποθέτω το μαύρο είναι το επίνειο μιας θυμωμένης ησυχίας ακουμπώ με το
δάχτυλο τον φλεγόμενο λόγο την ασπόνδυλη μαργαρίτα όπως κανείς έχει αποκτήσει
κάτι μέσα στην απουσία του μέσα στον τρόμο αν ζούσε θα έπλεκε στοργή και
θαυμασμό απ' τις κλωστές των ονείρων the eternal Nile [5] για να κεντρίσει κι
αυτό την φαντασία του χαράκτη Καταιγίδα Η βροχή ενώ είναι αμετανόητη ή ο άνεμος
οι σαπισμένες μέρες κάθονται παντού, όπου πέρασα η προδοσία έχει το χωράφι της
εκεί κρεμιέται οι άνθρωποι θα ζήσουν λίγο ακόμα σαν αγγελική κωμωδία ύστερα
πεθαίνουν Ένα φθινόπωρο :
Φροντίζουν οι θεοί το πεπρωμένο-,
-λες-, να μετρήσω το πρωί τη θάλασσα,
στο βάθος των ζωών μου ο,τι χάλασα
-ένα πρόσωπο στενό και ρημαγμένο- [6]
ΑΥΛΑΙΑ. [ΣΚΟΤΑΔΙ. ΦΩΣ]
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ανρύ Μισώ Πότε θαρθείς / εισαγ.-μτφρ Ιωάννα
Κωνσταντουλάκη -Χάντζου // Η λέξη, τ. 38 οχτώβρης 1984
[2] Τρούμαν Καπότε, Μιας μέρας δουλειά, διήγημα /εισαγωγή-μετάφραση Ρούμπη
Θεοφανοπούλου από τη συλλογή Μουσική για χαμαιλέοντες //
Η λέξη ο.π.
[3] Υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδελφέ μου [Σαρλ
Μπωντλαίρ]
[4] Fernando Pessoa, Αντίνοος, Αρμός 2η έκδοση 2006,
μτφρ. Κ. Λάνταβος [Παρά τη θέλησή μας τα υδάτινα κανάλια του Θανάτου / Δεν
έδωσαν στοιχεία και μείναμε με το πικρό χαμόγελο]
[5] ο.π. ....ο αιώνιος Νείλος [ημιστίχιο]
[6] μπαλάντα του γράφοντος / 2011-2012