Η άρνηση της
Άγκυρας να απελευθερώσει τον πάστορα Μπράνσον το προηγούμενο διάστημα
ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Η
επιβολή αμερικανικών κυρώσεων ήταν μία σαφής ένδειξη ότι η Ουάσιγκτον διαβαίνει
τον Ρουβίκωνα όσον αφορά τον Ερντογάν. Η με καθυστέρηση απελευθέρωση του
πάστορα δεν φαίνεται πλέον ικανή να αντιστρέψει το βαρύ κλίμα. Ο πρόεδρος Τραμπ
εξέφρασε σχετική αισιοδοξία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται περισσότερο
για συνήθη σε τέτοιες περιπτώσεις διπλωματική δήλωση και τίποτα περισσότερο. Ο
Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, άλλωστε, έσπευσε να ζητήσει από τον Ερντογάν να
απελευθερώσει όλους τους Αμερικανούς ή συνδεδεμένους με τους Αμερικανούς
κρατούμενους.
Οι Αμερικανοί κατάπιαν πολλές προκλήσεις στην προσπάθειά τους να
επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό μαντρί. Με την πάροδο του χρόνου, όμως,
διαπίστωσαν ότι η υποχωρητική τακτική τους αντί να επιφέρει τουλάχιστον έναν
συμβιβασμό με το νεοσουλτάνο, τον αποθράσυνε. Ούτε και τότε, όμως, πήγαν σε
ρήξη. Προτίμησαν τις πλαγιοκοπήσεις, με σκοπό να τον πειθαναγκάσουν να κάνει
βήματα πίσω.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εγγράφεται η παραπομπή στην αμερικανική Δικαιοσύνη
του τραπεζίτη Αττίλα, ο οποίος, ενεργώντας για λογαριασμό της οικογένειας
Ερντογάν, είχε σπάσει το εμπάργκο με το Ιράν. Επίσης, η παραπομπή των
σωματοφυλάκων του Τούρκου προέδρου, οι οποίοι είχαν βιαιοπραγήσει εναντίον
Αρμενίων διαδηλωτών στην Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια της εκεί επίσημης
επίσκεψης.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφονται και οι κινήσεις υπονόμευσης της τουρκικής
οικονομίας που έχουν ως αποτέλεσμα τις μεγάλες απώλειες της τουρκικής λίρας
έναντι του δολαρίου. Και βεβαίως στο ίδιο πλαίσιο εγγράφονται και οι
πρωτοβουλίες του Κογκρέσου να εμποδίσουν την παράδοση των μαχητικών F-35 στην
Τουρκία.
Όταν μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού ο Ερντογάν είχε
διαπιστώσει την απροθυμία της Ουάσιγκτον να ακολουθήσει την Άγκυρα σε μία
μετωπική αντιπαράθεση με τη Ρωσία στη Συρία, είχα εκφράσει την εκτίμηση ότι
-λόγω και του Κουρδικού- οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εισέρχονται σε δύσκολη
περίοδο. Όταν αργότερα ο Τούρκος πρόεδρος προσέγγισε τη Μόσχα, η συσσώρευση
πυκνών νεφών προμήνυε καταιγίδα. Ο γεωπολιτικός εναγκαλισμός με τον Πούτιν και
κυρίως το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 προκάλεσαν βαθύ ρήγμα, το
οποίο -όπως είχα τότε προβλέψει- βαθαίνει αντί να γεφυρώνεται.
Υπενθυμίζουμε ότι μέχρι ένα χρονικό σημείο, σχεδόν μέχρι το 2012, ο
Ερντογάν ήταν ο εκλεκτός της Δύσης. Αυτό άλλαξε όταν άρχισε να ξεδιπλώνει τη
δική του πολιτική ατζέντα και να εμφανίζει τάσεις γεωπολιτικής αυτονόμησης από
τις ΗΠΑ. Το Κουρδικό έπαιξε βασικό ρόλο για να εκδηλώσει αυτές τις
τάσεις. Η Ουάσιγκτον έχει ισχυρό λόγο που δεν θέλει να εγκαταλείψει το
χαρτί των Κούρδων, παρά τις εκπτώσεις που τους τελευταίους μήνες έκανε για να
τα βρει με την Άγκυρα.
Γεφυρώσιμο ή όχι
το ρήγμα;
Η εκτίμηση που κυριαρχούσε αρχικά στην Ουάσιγκτον ήταν πως το χάσμα
μπορεί να γεφυρωθεί. Μία σημαντική προσπάθεια ήταν η αποστολή του τότε υπουργού
Εξωτερικών Τίλερσον στην Άγκυρα. Στις συνομιλίες που είχε με τον Ερντογάν είχε
προσφέρει κάποια ανταλλάγματα κυρίως σχετικά με τους Κούρδους στη Συρία, αλλά ο
Τούρκος πρόεδρος ζητούσε την έκδοση του Γκιουλέν και τον τερματισμό της
αμερικανικής έρευνας για το τουρκικό τραπεζικό σύστημα.
Σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα των αμερικανικών προσπαθειών ήταν η
συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν στο περιθώριο της τελευταίας συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ
στις Βρυξέλλες. Ο Αμερικανός πρόεδρος έγινε έξαλλος που ο Τούρκος ομόλογός του
δεν τήρησε αμέσως την υπόσχεσή του να απελευθερώσει τον πάστορα. Όπως
προανέφερα, η υπόθεση Μπράνσον ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και
ελήφθη η απόφαση για επιβολή κυρώσεων.
Είναι ακριβώς μέσα σ’ αυτό το κλίμα που επιβλήθηκαν οι κυρώσεις.
Υπενθυμίζουμε πως στις τουρκικές φυλακές υπάρχουν σήμερα 20 περίπου Αμερικανοί
ουσιαστικά πολιτικοί κρατούμενοι. Μεταξύ αυτών είναι και τουρκικής καταγωγής
υπάλληλοι του αμερικανικού προξενείου στην Κωνσταντινούπολη.
Χωρίς επουδενί να ταυτίζουμε τις περιπτώσεις, οι Αμερικανοί άρχισαν με
κάποιες κυρώσεις και σταδιακά κλιμάκωσαν στο μέτωπο και της Ρωσίας και του
Ιράν. Είναι, ωστόσο, σημαντικό ότι το τελευταίο διάστημα στην Ουάσιγκτον
κερδίζει έδαφος η γραμμή για την ανάγκη να γίνουν κινήσεις με σκοπό το
στρίμωγμα της Τουρκίας, έστω κι αν αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανοικτή ρήξη.
Σε αναζήτηση
διάδοχης κατάστασης
Πριν τις τελευταίες εκλογές οι σχεδιαστές της αμερικανικής
εξωτερικής πολιτικής αναζητούσαν διάδοχες προσωπικότητες και δυνάμεις, που -υπό
προϋποθέσεις- θα μπορούσαν να προωθηθούν στο τιμόνι της Τουρκίας και οι οποίες
ήταν πρόθυμες να αποκαταστήσουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις στο παραδοσιακό
πλαίσιό τους. Οι αναζητήσεις αυτές συνδέονταν και με τις πληροφορίες ότι η
υγεία του Τούρκου προέδρου εμφανίζει σημάδια επιδείνωσης.
Το αποτέλεσμα των εκλογών του περασμένου Ιουνίου, ωστόσο, έδειξε ότι
αυτά τα σενάρια της αμερικανικής διπλωματίας ήταν αβάσιμα. Έδειξε ότι ο
Ερντογάν παραμένει ο ηγέτης της Τουρκίας και μάλιστα με υπερεξουσίες, ως
επικεφαλής ενός νέας σύνθεσης προσωποπαγούς καθεστώτος, το οποίο διαθέτει
ισχυρή λαϊκή βάση στη «βαθιά Τουρκία». Με άλλα λόγια, για το ορατό μέλλον η
Τουρκία είναι άρρηκτα δεμένη με το νεοσουλτάνο της, γεγονός που επανέφερε ακόμα
πιο επιτακτικά το δίλημμα για τους Αμερικανούς.
Ο Ερντογάν φοβόταν πως εάν υποχωρούσε σ’ αυτό το ιδιότυπο μπραντεφέρ,
η Ουάσιγκτον πιθανότατα δεν θα σταματήσει. Θα απαιτήσει πρόσθετα, με σκοπό να
τον σύρει πίσω στο δυτικό μαντρί και μάλιστα με ταπεινωτικούς όρους. Δεν είναι
τυχαίο ότι είχε φροντίσει να αποχωρήσει επιδεικτικά από την αίθουσα της Γενικής
Συνέλευσης του ΟΗΕ όταν μιλούσε ο Τραμπ.
Ήταν ένα μήνυμα και προς το εσωτερικό της Τουρκίας και προς τους
ίδιους τους Αμερικανούς πως δεν κάνει πίσω. Και για να δείξει πως ο ίδιος δεν
έκανε πολιτικά βήμα πίσω, μετά την απελευθέρωση του πάστορα, απάντησε στο
ευχαριστήριο μήνυμα του Τραμπ ότι επρόκειτο για απόφαση της τουρκικής
Δικαιοσύνης κι ότι αυτός δεν έβαλε καθόλου το χέρι του!
Προς ρήξη
Στο αμερικανικό κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής αρχίζει να
επικρατεί πλέον η πεποίθηση πως ο Τούρκος πρόεδρος έχει ξεπεράσει τα όρια, πως
δεν είναι αξιόπιστος και ως εκ τούτου δεν μπορούν να βρουν μαζί του έναν
αξιόπιστο συμβιβασμό. Μετά την υποχώρηση στο ζήτημα του Μπράνσον, μάλιστα,
επιβεβαιώνονται όσοι υποστήριζαν πως η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει ο Τούρκος
πρόεδρος είναι η γλώσσα της ισχύος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πιθανότατα η
Ουάσιγκτον θα συνεχίσει την τακτική της μέγγενης που εφαρμόζει και η οποία,
εκτός από τις κυρώσεις, περιλαμβάνει και τις πλαγιοκοπήσεις που έχουν φέρει την
τουρκική οικονομία σε εξαιρετικά δυσχερή θέση.
Όπως προανέφερα, από την πλευρά του ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος πως
πίσω από το πραξικόπημα του 2016 ήταν οι Αμερικανοί. Είναι πεπεισμένος πως τον
έχουν προγράψει. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τους έχει καμία εμπιστοσύνη και ως
εκ τούτου είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψει στο δυτικό μαντρί. Αυτό φάνηκε και
από την αντίδρασή του στις αμερικανικές κυρώσεις. Επέβαλε συμμετρικές κυρώσεις
εναντίον Αμερικανών υπουργών, σε μία προσπάθεια να δείξει ότι μιλάει επί ίσοις
όροις με την Ουάσιγκτον.
Η κίνησή του εκείνη ήταν και μία προκαταβολική εξισορρόπηση στο
επίπεδο των εντυπώσεων, λόγω της επικείμενης απελευθέρωσης του Μπράνσον και
πιθανόν και των άλλων Αμερικανών. Μπορεί η απελευθέρωση του πάστορα να εκτόνωσε
προσωρινά την ένταση, αλλά η εκτίμησή μου είναι ότι πιθανότατα το βήμα πίσω του
Ερντογάν δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, το πρόβλημα θα λυθεί μόνο εάν
ο Ερντογάν ουσιαστικά παραδοθεί. Το ενδεχόμενο αυτό, αν και δεν μπορεί
θεωρητικά να αποκλεισθεί, για τους λόγους που προανέφερα, συγκεντρώνει
ελάχιστες πιθανότητες. Γι’ αυτό και οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας ή θα
επιδεινωθούν περαιτέρω, ή το πιθανότερο θα συνεχίσουν για ένα διάστημα να πελαγοδρομούν
μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας πριν διολισθήσουν προς τη ρήξη.
Είναι προφανές πως από την εξέλιξη των σχέσεων Ουάσιγκτον-Άγκυρας το
επόμενο διάστημα θα εξαρτηθεί σε καθοριστικό βαθμό και η διαμόρφωση των νέων
γεωπολιτικών ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα
εξαρτηθεί και ο ρόλος της Ελλάδας. Έχω, άλλωστε, από την πρώτη στιγμή
υπογραμμίσει ότι η ρήξη στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις εκ των πραγμάτων θα
μετατρέψει την Ελλάδα στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, από χώρα δεύτερης γραμμής,
που ήταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε χώρα πρώτης γραμμής.