Το
πιο μύχιο όνειρο του φιλελευθερισμού ήταν πάντα η πολιτικο-πολιτισμική
απεξάρτηση του καθαρού καπιταλισμού από τα βάρη της ανθρώπινης ιστορίας και των
συλλογικών, πολιτικών παθών.
Του Γιάννη
Παπαμιχαήλ
Σήμερα, το
όνειρο αυτό μοιάζει να υλοποιείται λίγο-πολύ παντού παρά τις πολλές κοινωνικές
αντιστάσεις, υπό το πρόσημο της (πολιτισμικά) ριζοσπαστικής και (πολιτικά)
αντιδραστικής «Αριστεράς»: Αναφέρεται
σ’ ένα ανύπαρκτο, απολύτως φανταστικό πολιτικό υποκείμενο.
Πρόκειται για την
«ανθρωπότητα», ή πιο κοσμοπολίτικα «πολίτες του κόσμου». Ως άτομα ή
«μειονότητες» συναντώνται, υποτίθεται ειρηνικά, στο πλαίσιο μιας «ανοικτής
κοινωνίας» της διεθνοποιημένης Αγοράς, της οποίας το ουσιαστικό περιεχόμενο
συγκροτείται γύρω από την Οικονομία. Η μορφή της αποδίδεται από μια
εξατομικευτική ιδεολογία του Δικαίου, δηλαδή από τα
«ατομικά, ανθρώπινα δικαιώματα».
Το ηθικό υπόβαθρο μιας τέτοιας αντισυνεκτικής κοινωνίας
συνοψίζεται ως γνωστόν στο αφελές πρόταγμα της «ανεκτικότητας». Ευρύτερα στην
αντιρατσιστική -υποτίθεται- άρνηση της απόρριψης του δικαιωματούχου «Άλλου».
Δια της «ανεκτικότητας» υποτίθεται ότι ο πολιτικά ορθός Δυτικός Κόσμος φαίνεται
να απορρίπτει μετά βδελυγμίας τα ιστορικά πάθη του παρελθόντος. «Ψύχραιμα»
(δηλαδή με την δέουσα «πολιτισμένη νηφαλιότητα») ανακαλύπτει αυτάρεσκα τις
καθημερινές καθησυχαστικές ενδείξεις ότι έχει «προοδεύσει» όχι μόνο
τεχνολογικά, αλλά και ηθικά-πολιτικά.
Όλο αυτό το
μεθοδολογικό πακέτο πολιτικής σκέψης έχει ήδη επενδυθεί αξιακά με την
μεταφυσική υπόσταση μιας θεολογικού τύπου πεποίθησης του μετανεωτερίζοντος
πολιτικού «κοινού νου». Για να κατασιγάσει τα επιβιώματα των συλλογικών
ιστορικών παθών, αυτός ο «κοινός νους» στιγματίζει κάθε διαφωνία (ή κάθε
«αίρεση») και εκλογικεύει εύκολα τις αναρίθμητες εσωτερικές
λογικές αντιφάσεις της.
Νέα στερεότυπα
Η στοιχειώδης
εκπαίδευση και η δια βίου επιμόρφωση των ενηλίκων τηλεθεατών έχουν
επιφορτιστεί με τον θεσμικό ρόλο που παλαιότερα ανήκε στους ιεραποστόλους
«διαφωτιστές». Οι ενήλικοι τηλεθεατές καταναλώνουν
«εικόνες του κόσμου» μέσω των εκλαϊκεύσεων των κοινωνικών επιστημών τόσο από τα
ΑΕΙ όσο και από τα περισσότερα ΜΜΕ. Έτσι εγχαράσσονται τα νέα στερεότυπα
πολιτικής σκέψης στον τυπικά εγγράμματο και πληροφορημένο
Δυτικό «κοινό νου».
Σταδιακά
συντελείται ιδεολογική, πολιτισμική, ηθική, μορφωτική και πλέον επίσης
κοινωνική εξαθλίωση των φτωχών ή υπό πτώχευση εξατομικευμένων δικαιωματούχων
ιδιωτών της πρώην ευρύχωρης «μεσαίας τάξης». Επίσης, βέβαια, και εκείνων που
θέλοντας και μη συνεχίζουν να ανήκουν στα λαϊκά στρώματα.
Η εξαθλίωση αυτή
αποδίδεται επισήμως και αρκετά εύκολα στα υπό ανακάλυψη και χαρτογράφηση
«γονίδια των loosers». Και
άλλοτε, λιγότερο «επιστημονικά», στις απαρχαιωμένες νοοτροπίες των πρώην
βολεμένων, που οι εξελίξεις και η «αντικειμενική πρόοδος» ξεβολεύουν
παντοιοτρόπως. Άλλωστε, όλοι οι συστηματικά ενοχοποιημένοι και φτωχοποιημένοι
το ξέρουν καλά και αν όχι οφείλουν να το μάθουν: «Μαζί τα φάγαμε».
Ο φαινομενικός
ορθολογισμός μιας τέτοιας χαλαρής ή «ψυχρής» αντίληψης περί του κοινωνικού και
πολιτικού δεσμού δεν εδραιώνεται ιστορικά σε κάποια «ρομαντική Αναγέννηση». Το
ίδιο ισχύει και για την αντίληψη περί της κοινωνίας και της σχέσης της με τα
άτομα που βιώνουν το αέναο παρόν, ζώντας μονίμως «εν ειρήνη».
Η αντίληψη αυτή
δεν παραπέμπει λόγου χάρη στις
ιταλικές πόλεις (Βενετία, Φλωρεντία, Πίζα κλπ.), ούτε στο κοινωνικά ταραγμένο
Παρίσι και στο φτωχό Λονδίνο εκείνης της εποχής. Παραπέμπει κυρίως στον
εμπορικό πρωτοκαπιταλιστικό «αντιρατσισμό» μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας που
αργότερα γνώρισε ημέρες ιδεολογικής δόξας στον
αμερικανικό «Νέο Κόσμο».
It’s just business!
Ο παραπάνω
ορθολογισμός καταργεί τις στοιχειώδεις παραδοσιακές δομές της αμοιβαιότητας και
των ηθικών της κανόνων. Δομές, οι οποίες επέτρεπαν τόσο τις ειρηνικές
ανταλλαγές και τις πρακτικές της φιλοξενίας, όσο όμως και τις εκδικητικές (ή
και «αδελφοκτόνες» κάποτε), μορφές της ατομικής ή συλλογικής αυτοδικίας των
ατόμων και των κοινωνικών ομάδων.
Στηρίζεται σε μια
εικόνα του Άμστερνταμ, του οποίου ο Σπινόζα (Tractatus theologico-politicus,
κεφ. 20) πλέκει το εγκώμιο στα τέλη του 17ου αιώνα. (Αναφέρεται από τον Michéa, J.-K., Η Αυτοκρατορία του Μικρότερου
Κακού, εκδ. Πόλις, 2008, κεφ. 3): «Σε αυτήν την ανθηρή δημοκρατία
και υπέροχη πόλη, άνθρωποι κάθε εθνικότητας, που ανήκουν σε όλα τα είδη των
θρησκευτικών δογμάτων, ζουν μέσα στην πιο τέλεια ομόνοια! Τη στιγμή που
πρόκειται να κάνουν μια τοποθέτηση χρημάτων, οι πολίτες ασχολούνται μόνο με το
αν ο άνθρωπος με τον οποίο έχουν να κάνουν, είναι πλούσιους ή φτωχός και με το
αν μπορούν να του έχουν εμπιστοσύνη ή αν αντίθετα έχει μια φήμη απατεώνα. Όταν
έχουν τις διαβεβαιώσεις τους περί αυτών, δεν ενδιαφέρονται καθόλου να μάθουν σε
πιο θρησκευτικό δόγμα πιστεύει ο συμβαλλόμενος, διότι αν υποτεθεί ότι κάποια
στιγμή η υπόθεσή τους οδηγείται στα δικαστήρια, τέτοιου τύπου δεδομένα δεν θα
είχαν κανένα βάρος ως προς το ζήτημα του ποιος θα κερδίσει ή ποιος θα
χάσει τη δίκη».
Δικαιοσύνη λοιπόν
και «ισότητα ευκαιριών» μεταξύ επενδυτών. Καμία νομική προκατάληψη, διότι το
χρήμα ως γνωστόν «δεν έχει μυρωδιά». Κανένα προνόμιο: Όλοι θα έχουν ίσες
ευκαιρίες να πλουτίσουν ή να χάσουν τις περιουσίες τους: It’s just business!
Ένα γνωστό σύνθημα
του Μάη του ’68 έλεγε: «Τρέχα σύντροφε, ο παλιός κόσμος
είναι πίσω σου». Παραφράζοντας το, ίσως θα έπρεπε σήμερα να πούμε «Φρένο σύντροφε, ο εφιαλτικός νέος κόσμος είναι
πάλι μπροστά σου»!