Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Βούλγαρος πρόεδρος Ρ.Ράντεφ: «Δεν υπάρχει "Βόρεια Μακεδονία" - Δεν υπάρχει "μακεδονική" γλώσσα»



H Βουλγαρία, τελικά εξελίσσεται (ή μπορεί να εξελιχθεί αφού φαίνεται ότι υπάρχει έντονος διχασμός) σε αστάθμητο παράγοντα γα το Σκοπιανό και την συμφωνία εκχώρησης της Μακεδονίας που υπέγραψε στην Πρέσπες ο Α.Τσίπρας με τον ομόλογό του των Σκοπίων Σ.Ζάεφ τον περασμένο Ιούνιο.
Για πρώτη φορά ο πρόεδρος της Βουλγαρίας, Ρούμεν Ράντεφ, τοποθετήθηκε με σαφήνεια κατά της συμφωνίας και επέκρινε τον πρωθυπουργό Μ.Μπορίσοφ (και θεωρούμενο ως «άνθρωπο των ΗΠΑ») που εκφράστηκε θετικά γι αυτήν.
Ο Βούλγαρος πρόεδρος δήλωσε συγκεκριμένα ότι «Οι δραστηριότητες της βουλγαρικής κυβέρνησης σχετικά με την ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, προχωρούν πάρα πολύ γρήγορα και εις βάρος της χώρα του. 
Τα προβλήματα τα οποία έχουν  δημιουργηθεί εδώ και αιώνες, ίσως είναι δύσκολο να επιλυθούν μέσα σε έξι μήνες.
Η ταχύτητα με την οποία η κυβέρνηση υπέγραψε τη συμφωνία για τις σχέσεις καλής γειτονίας με την πΓΔΜ χωρίς να μιλήσει με την Ελλάδα και χωρίς εσωτερική συναίνεση είναι ανεξήγητες». 
Και κατέληξε ότι «Ως πρόεδρος της Βουλγαρίας δεν συμφωνώ με το όνομα "Βόρεια Μακεδονία". Δεν υπάρχει τέτοια χώρα. Αυτό το όνομα δεν μπορεί να ισχύσει. Και δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχει "μακεδονική γλώσσα". Αυτό είναι ότι χειρότερη για την σταθερότητα στα Βαλκάνια».
Είχε προηγηθεί - δύο φορές - ανάλογη δήλωση του Βούλγαρου αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Αμυνας, Κρασιμίρ Καρακατσάνοφ στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, λέγοντας ότι η Βουλγαρία θα προβάλει βέτο για να αναγνωριστεί ως «επίσημη γλώσσα» στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ η «μακεδονική»...
Και εξήγησε ότι «Ο όρος Βόρεια Μακεδονία αποτελεί γεωγραφική ονομασία, που περιλαμβάνει εδάφη της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, και αύριο μπορεί ο κ. Ζάεφ να θέλει να ορίσει παρόμοια βουλγαρική διάλεκτο ως επίσημη ξένη γλώσσα. Κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο και προκλητικό.
Η "ιστορία της Μακεδονίας" που προβάλλει ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ δεν ίσχυε έως το 1944 και γι αυτό τον λόγο του ζητήσαμε να υπογραφεί μεταξύ μας συνθήκη καλής γειτονίας, την οποία όμως δεν δέχεται.
Εάν αρνηθούν, δεν θα έχουν την υποστήριξή μας προς το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Δεν θα επιτρέψω κανένα συμβιβασμό με την ιστορία μας», κατέληξε ο Βούλγαρος αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Αμυνας Κ.Καρακατσάνοφ.

Λύση στα αδιέξοδα του Ερντογαν δίνει ο Τραμπ.


Του Κώστα Ράπτη
Επί ημέρες ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν προειδοποιούσε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας του είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή να εισβάλουν στη βορειοανατολική Συρία, προκειμένου να αποτρέψουν την ανάδυση, και μάλιστα με αμερικανική στρατιωτική στήριξη, μιας οιονεί κρατικής οντότητας υπό τον έλεγχο των Κούρδων του PYD (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ).
Η απειλή αυτή θεωρήθηκε καταλυτική για την αιφνιδιαστική απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να διατάξει την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη βορειοανατολική Συρία, όπου αυτές σταθμεύουν από τα τέλη του 2014.
Ωστόσο, οι περιγραφές της τηλεφωνικής συνομιλίας Τραμπ-Ερντογάν την περασμένη Κυριακή, όπως αυτές διέρρευσαν στον αμερικανικό Τύπο, αποκαλύπτουν ότι ο ένοικος του Λευκού Οίκου πρόσφερε στον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας κάτι πολύ περισσότερο από ό,τι ο τελευταίος θα μπορούσε να αποδεχτεί.
Ο Τραμπ αξιοποίησε τις αντιδράσεις της Τουρκίας προκειμένου να υλοποιήσει την παλαιόθεν εκπεφρασμένη επιθυμία του για απόσυρση από τη Συρία, προσπερνώντας (όπως απέδειξε και η παραίτηση του υπουργού Άμυνας Τζέιμς Μάτις) το στρατιωτικό και διπλωματικό επιτελείο του, το οποίο πίεζε προς την κατεύθυνση της επ' αόριστον παραμονής.
Όμως η στρατιωτική επιχείρηση την οποία είχε κατά νου ο Ερντογάν αφορούσε απλώς τον έλεγχο μιας μεθοριακής ζώνης βάθους 10 έως 15 χιλιομέτρων - όχι τον έλεγχο της συνολικής περιοχής ανατολικά του Ευφράτη η οποία ελέγχεται από τους Κούρδους μαχητές και αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της συριακής επικράτειας. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη δέσμευση πολύ περισσότερων δυνάμεων από τους περίπου 15.000 ισλαμιστές αντάρτες που υποστηρίζει η Τουρκία και έχει ήδη συγκεντρώσει βορείως των συνόρων.
Μια παρατεταμένη και μεγάλης κλίμακας εμπλοκή των τακτικών τουρκικών δυνάμεων στα βάθη της Συρίας δεν είναι αυτό ακριβώς που επιθυμεί ο Ερντογάν καθ' οδόν προς τις κρίσιμες δημοτικές εκλογές του Μαρτίου. Πόσω μάλλον όταν παραμένει ασαφές το κατά πόσον οι αμερικανικές δυνάμεις θα αποσύρουν και τον βαρύ οπλισμό τον οποίο μέχρι και αυτήν τη στιγμή συνεχίζουν να προμηθεύουν στους Κούρδους μαχητές.
Εξού και ο Ερντογάν έσπευσε να στείλει εκ των υστέρων μήνυμα "αυτοσυγκράτησης”, ανακοινώνοντας την αναβολή προς το παρόν της προγραμματισμένης εισβολής.
Το στοίχημα για την Άγκυρα είναι διπλό, διότι εκτός από τη βορειοανατολική Συρία θα πρέπει να έχει στραμμένο το βλέμμα της και στη βορειοδυτική, εφόσον αποτελεί, βάσει και των συμφωνιών που έχουν συναφθεί με τη Ρωσία, τον εγγυητή της ασφάλειας του θύλακα της Ιντλίμπ, όπου έχουν συγκεντρωθεί όσοι αντάρτες εγκατέλειψαν το προηγούμενο διάστημα τις θέσεις τους σε άλλα πεδία των μαχών με τις δυνάμεις του Άσαντ. Από την Ιντλίμπ άλλωστε προέρχονται και οι αντάρτες που το τελευταίο διάστημα μεταφέρθηκαν στα σύνορα της Τουρκίας με τη Ροτζάβα.
Υπενθυμίζεται ότι ο έλεγχος της Ιντλίμπ από φίλιες δυνάμεις είναι ακριβώς το στοιχείο που επιτρέπει στην Τουρκία να παρίσταται, παρά την ουσιαστική επικράτηση του Άσαντ, στο τραπέζι όσων διαπραγματεύονται την "επόμενη μέρα” της Συρίας. Από την άλλη πλευρά, το τουρκικό αυτό αποτύπωμα γίνεται ανεκτό από τη Δαμασκό, που δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τη φιλοδοξία ανάκτησης του συνόλου της συριακής επικράτειας, μόνο και μόνο λόγω των περιπλοκών που δημιουργούσε η αμερικανική παρουσία στα βορειοανατολικά και αντίστοιχα η προσπάθεια της Μόσχας να ρυμουλκήσει την Άγκυρα σε μια κατεύθυνση ρήξης με τις ΗΠΑ.
Ο συριακός τακτικός στρατός είναι κατεξοχήν η δύναμη που έχει τη δυνατότητα να καλύψει γρήγορα το κενό που θα δημιουργηθεί πέραν του Ευφράτη – ιδίως με τη ρωσική αεροπορική κάλυψη, καθώς η ανακοίνωση του τερματισμού και των αεροπορικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ απομακρύνει τον κίνδυνο "ατυχήματος”. Την ίδια ώρα, η ρωσική διπλωματία επιχειρεί, χωρίς ουσιαστική πρόοδο μέχρι στιγμής, να διαμορφώσει όρους συμβιβασμού του PYD με την κεντρική εξουσία της Δαμασκού.
Ο ρυθμός και η κατεύθυνση της αμερικανικής αποχώρησης θα κρίνει πολλά: αν αυτή ξεκινήσει από τα νότια, λ.χ. την περιοχή της Ντέιρ Εζόρ, οι συριακές και ρωσικές δυνάμεις θα έχουν το πλεονέκτημα. Αν, πάλι, η αποχώρηση ξεκινήσει από τα βόρεια, τα "νεο-οθωμανικά” σχέδια της Τουρκίας θα έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.