του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*
«Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους…»
[Από το Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου του Μπέρτολτ Μπρεχτ]
Όπως όλα δείχνουν, η υπαρκτή πλέον Δύση είναι ένα μόρφωμα εχθρικό προς την παραδοσιακή ευρωπαϊκή κουλτούρα, τις ελληνο-ρωμαϊκές αξίες και τα μεγάλα απελευθερωτικά και δημοκρατικά κινήματα που γέννησαν αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «δυτικό πολιτισμό» (αν και υπάρχουν πολλές ενστάσεις εδώ).
Σήμερα, δεν βρίσκονται πλέον σε αντίθεση, όπως τους προηγούμενους αιώνες, από την μια, οι υποστηρικτές της (δεξιάς) τάξης της θεσμοποιημένης ανισότητας και, από την άλλη, οι (αριστεροί) κληρονόμοι του Διαφωτισμού. Η τωρινή πραγματικότητα βρίσκει, από την μια πλευρά, εκείνους που, σύμφωνα με την «φιλελεύθερη» παράδοση των Άνταμ Σμιθ, Μίλτον Φρήντμαν και Φρήντριχ Χάγιεκ, ταυτίζουν την ελευθερία με την συνεχή επέκταση της αγοράς και, απ’ την άλλη, είναι αυτοί που πιστεύουν ότι το ζητούμενο είναι η αόριστη επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό έχει διατυπωθεί με μεγάλη σαφήνεια από τον Γάλλο φιλόσοφο Ζαν-Κλωντ Μισεά (Jean-Claude Michéa), ο οποίος μέσα από το έργο του εξηγεί και τεκμηριώνει το Τέλος της εικόνας της Αριστεράς που γνωρίσαμε μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αγνοημένος από το κατεστημένο των μίντια και την ενσωματωμένη «προοδευτική» διανόηση για χρόνια, ο Γάλλος φιλόσοφος φαίνεται να δικαιώνεται από τις τελευταίες εξελίξεις στην χώρα του αλλά και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση της οικονομικής κρίσης, των Κίτρινων Γιλέκων και του Brexit.
Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά στα βιβλία του έχει προαναγγείλει έναν «αριστερό προβληματισμό» κατά …της Αριστεράς. Καταγγέλλει τους «βαρώνους» των μίντια και των πανεπιστημίων για αστυνόμευση της σκέψης με υπεραπλουστεύσεις και «διανοητικά» χονδροειδέστατες παραποιήσεις. Προσάπτει στην αριστερή διανόηση την άκριτη υιοθέτηση της θεμελιώδους ασαφούς και αμφίσημης ιδέας της «προόδου». Γι’ αυτό κάθε «αριστερή» σκέψη έχει εκτεθεί αναπόφευκτα σε μια σειρά από αυτοκτονικές τάσεις. Έτσι, για παράδειγμα, καταλήγει να ταυτιστεί η ιδέα ότι «δεν μπορεί να διακοπεί η πρόοδος» με την ιδέα «ότι δεν μπορεί να αναχαιτιστεί ο καπιταλισμός». Αυτή η σύγχυση είναι, κατά τον Ζαν-Κλωντ Μισεά, η πιο σταθερή φιλοσοφική ρίζα όλων των κακοτυχιών της σύγχρονης αριστεράς.
Πολλοί στην Γαλλία πιστεύουν ότι ο Μισεά έχει επηρεάσει μια νέα γενιά διανοουμένων και πολιτικών ακτιβιστών και τον έχουν συνδέσει με τα «Κίτρινα Γιλέκα», παρ’ ότι τα βιβλία του δεν συγκαταλέγονται στα προβεβλημένα μπεστ-σέλερ, ούτε ο ίδιος παρουσιάζεται συχνά στα τηλεοπτικά κανάλια.
Στο βιβλίο του «Τα Μυστήρια της Αριστεράς: από το ιδεώδες του Διαφωτισμού στον θρίαμβο του απόλυτου Καπιταλισμού» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2014), διακηρύσσει την ανάγκη μιας τελεσίδικης ρήξης των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων με την «Αριστερά», που σήμερα δεν εκφράζει παρά την πολιτισμική πλευρά της Παγκοσμιοποίησης και της ολοκληρωτικής εκ-καπιταλιστικοποίησης του ανθρώπινου φαντασιακού.
Το αμερικανικό περιοδικό Dissent δημοσίευσε από την αρχή του 2019 μια σειρά άρθρων, στα πλαίσια ενός εκτενούς αφιερώματος στην σκέψη του Μισεά.
Αυτό που συμπεραίνεται μέσα από τα λόγια του Γάλλου φιλόσοφου είναι ότι σήμερα «Η οικονομία της δεξιάς δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς μια κουλτούρα της αριστεράς». Το βασικό μάθημα του βιβλίου του είναι ότι, για να υπάρξει μια άλλη αριστερά, πρέπει να ξεκόψει μια καλή με τον νεοφιλελευθερισμό.
Όπως ο ίδιος ο Μισεά λέει στο Dissent: «Μένω πάντα κατάπληκτος, τελικά, από την αφέλεια με την οποία η πλειονότητα των διανοουμένων της σημερινής αριστεράς (δηλαδή αυτοί που, από το τέλος της δεκαετίας του 1970, σταδιακά απαρνήθηκαν κάθε ριζοσπαστική κριτική σχετικά με το καπιταλιστικό σύστημα) προτάσσουν πλέον με τρόπο τελετουργικό τον πολιτικό και πολιτισμικό φιλελευθερισμό -που αυτοί εκλαμβάνουν ως εξ ολοκλήρου ξεκομμένο- στον οικονομικό φιλελευθερισμό».
Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο ότι αυτές οι δύο παράλληλες και συμπληρωματικές εκδοχές της φιλελεύθερης ιδεολογίας -μια (αριστερή) εκδοχή, που δίνει έμφαση στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, και μια άλλη (δεξιά) εκδοχή, που δίνει έμφαση στην αυτορρύθμιση της αγοράς- ξεκινούν από το ίδιο φαντασιακό μεταφυσικό: την ανθρωπολογικά παράλογη ιδέα των «φυσικώς ανεξάρτητων» ατόμων, οι οποίοι «ελέγχουν πλήρως τον εαυτό τους» και οι οποίοι δρουν μόνο για να «μεγιστοποιούν την χρησιμότητά τους».
Ο "δικαιωματισμός" της Αριστεράς
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αριστερή ιντελλιγκέντσια, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει χύσει το περισσότερο μελάνι για το θέμα του ρατσισμού και της υπεράσπισης των μειονοτήτων (σεξουαλικών η άλλων).
Όλοι γνωρίζουν ότι ο ίδιος ο Φρανσουά Μιττεράν ήταν (με την συνέργεια των φιλελεύθερων οικονομολόγων Ζακ Ατταλί και Jean-Louis Bianco, βασικό σύμβουλό του την εποχή εκείνη) αυτός που το 1984 οργάνωσε συνειδητά από τα Ηλύσια Πεδία την ίδρυση και χρηματοδότηση του SOS-Racisme, ενός επισήμως «αυθόρμητου» και «κοινωνικού» κινήματος, το οποίο προβλήθηκε και επαινέθηκε αμέσως από τα μέσα ενημέρωσης και τον κόσμο της ψυχαγωγίας. Βασική αποστολή του ήταν (και είναι), στην πραγματικότητα, να αλλάξει κατεύθυνση στην σκέψη της πανεπιστημιακής κλίκας και των μαθητών των λυκείων με έναν αγώνα-υποκατάστατο, αρκετά ευλογοφανή και έντιμο. Ένας αγώνας-υποκατάστατο, που ήταν «αντιρατσιστικός», «αντιφασιστικός» και «κοινωνικός»- και είχε το μη ευκαταφρόνητο πλεονέκτημα, στα μάτια του Μιττεράν και του στενού του κύκλου, της ήπιας προσαρμογής αυτής της νεολαίας στον νέο φαντασιακό «χωρίς σύνορα» νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Σ’ αυτόν τον τύπο «κοινωνικού» κινήματος αναφερόταν ο Γκυ Ντεμπόρ σε μια από τις τελευταίες του επιστολές, όταν μιλούσε ειρωνικά για τους «σημερινούς κράχτες της ιντελλιγκέντσιας, που γνωρίζουν μόνο τρία απαράδεκτα εγκλήματα: τον ρατσισμό, τον αντι-εκσυγχρονισμό και την ομοφοβία».
Αυτή η κυνική «εργαλειοποίηση» διαφόρων «κοινωνικών» συγκρούσεων έχει, πρακτικά, αποδειχθεί καταστροφική για την αριστερά από δύο πλευρές. Με όρους διανόησης είναι αυταπόδεικτο ότι «ένας αγώνας για την ισότητα των δικαιωμάτων και κατά των διακρίσεων» θα ενθαρρύνεται από το σύστημα, όπως γενικά κάθε προσπάθεια που αποπροσανατολίζει τον διαμαρτυρόμενο από την σε βάθος ανάλυση της δυναμικής του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό μοιάζει με το να ισχυριζόμαστε ότι κάποιος μπορεί να εξηγήσει την παγκόσμια οικολογική κρίση χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του, ακόμα και για μια στιγμή, την τρέλλα της εκθετικής ανάπτυξης πάνω στην οποία βασίζεται ολόκληρος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Ο νεοφιλελευθερισμός μάς έχει φέρει σε ένα αδιέξοδο. Δεν μπορούμε να αγνοούμε πλέον αυτό το γεγονός. Ενσωματώνει όλο και λιγότερο κόσμο στο κοινωνικό σύνολο, δημιουργεί νέες μορφές αποξένωσης, τερατώδεις ανισότητες και αποδεικνύει ότι είναι ανίκανος να δώσει νόημα στις ζωές μας. Επιπλέον, μας έχει οδηγήσει σε μεγάλη οικολογική κρίση. Ο μαρξισμός-λενινισμός και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» απέδειξαν ότι δεν αποτελούσαν εναλλακτικές λύσεις. Ο Μισεά έχει ιχνογραφήσει το περίγραμμα ενός νέου αντικαπιταλιστικού, δημοκρατικού ριζοσπαστισμού, που είναι επίσης επικριτικός απέναντι στην αποξενωτική κουλτούρα της σύγχρονης «μαζικής κοινωνίας».
Σε μια εποχή όπου το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα πρόκειται να αντιμετωπίσει την πιο κρίσιμη και θυελλώδη δεκαετία της ιστορίας του (2020-2030) -όπως αντιμετωπίζει την αυξανόμενη οικολογική καταστροφή και τις διογκούμενες απαράδεκτες κοινωνικές ανισότητες-, είναι εν τέλει ο καιρός να κλείσουμε, μια και καλή, την ιστορική παρένθεση της φιλελεύθερης αριστεράς (όπως έκλεισε ο σοβιετισμός πριν από αυτήν) και, στην πορεία, να ανακαλύψουμε εκ νέου όσο το δυνατόν γρηγορότερα την κριτική της κοινωνίας του θεάματος και του εμπορευματικού κόσμου, που είναι σαφώς πιο επίκαιρη από ποτέ.
Ας λάβουμε υπ’ όψη μας αυτό που ο Μισεά αποκαλεί «Θεώρημα του Όργουελ»: όταν η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος στον λαό, η αριστερά χρειάζεται να εξετάσει τον εαυτό της. Αυτή η επίγνωση μάς βοηθά να καταλάβουμε τι έχει συμβεί στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
* Απόσπασμα από Άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.145 – Αύγουστος 2019