"Από αυτή την κρίση η Τουρκία είτε θα χάσει εδάφη είτε θα κερδίσει εδάφη: στόχος μου είναι να παραδώσω μια μεγαλύτερη Τουρκία". Αυτό φέρεται να τόνισε σε κάποια από τις συνεδριάσεις του υπουργικού του συμβουλίου ο Ταγίπ Ερντογάν σχετικά με τα τεκταινόμενα στη Συρία. Η αποστροφή αυτή που του αποδίδεται δεν είναι, άλλωστε, άσχετη με τις συχνές αναφορές του στα "συνόρα της καρδιάς" του, στον "Εθνικό Όρκο του 1920" (με βάση τον οποίο η Τουρκία θα διατηρούσε τη Θράκη, την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα, το Χαλέπι και τη Μοσούλη) ή στη Συνθήκη της Λωζάνης, από την οποία η χώρα του βγήκε"χαμένη" – προφανώς, όπως υπονοεί, λόγω της διαπραγματευτικής γραμμής του Κεμάλ και του Ινονού.
Οι καλειδοσκοπικές αλλαγές συσχετισμών και συμμαχιών στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή έχουν φέρει τον Ερντογάν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Όμως, την ίδια στιγμή, του προσφέρουν παραδόξως τη δυνατότητα και για ένα μεγάλο βήμα προς την υλοποίηση του νεο-οθωμανικού του ονείρου προς Ανατολάς. Ο κίνδυνος παραμένειαξεδιάλυτα μπλεγμένος με την ευκαιρία. Όλα βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού.
Το δέλεαρ
Για άλλη μία φορά, τον ρυθμό των εξελίξεων δίνει ο Ντόναλντ Τραμπ. Έχοντας υποχρεωθεί να αναδιπλωθεί, λόγω των αντιδράσεων στην Ουάσινγκτον, από την αρχική εξαγγελία του (κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Ερντογάν) για άμεσηαπόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από την κουρδοκρατούμενη βορειοανατολική Συρία, ο ένοικος του Λευκού Οίκου επανήλθε με μια ακόμα τολμηρότερη προσφορά προς τον Τούρκο ηγέτη: τη συγκατάθεσή του στη δημιουργία μιας "ζώνης ασφαλείας" στην επίμαχη περιοχή ελεγχόμενης από τουρκικές δυνάμεις, υπό την αεροπορική κάλυψη των ΗΠΑ.
Η εν λόγω ζώνη, εκτεινόμενη από τον Ευφράτη μέχρι το ανατολικό άκρο της Συρίας, προβλέπεται να έχει μήκος 420 χιλιομέτρων και βάθος 32 χιλιομέτρων, καλύπτοντας δηλαδή μια έκταση μεγαλύτερη, λ.χ., από αυτήν του Λιβάνου. Πρόκειται για το αντάλλαγμα που προτίθεται να αποσπάσει η Άγκυρα, επικαλούμενη τον κίνδυνο ασφαλείας που αντιπροσωπεύουν για την ίδια οι Κούρδοι αντάρτες του PYD (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ), ώστε να επαναβεβαιώσει τη σύμπλευσή της με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς.
Άλλωστε, ήδη οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κατέχουν άλλα τμήματα της συριακής επικράτειας, όπως είναι η αλ-Μπαμπ, η Τζαράμπουλους και το Αφρίν, που τα κατέλαβαν υπό το πρόσχημα της μάχης κατά της "τρομοκρατίας" (ισλαμιστικής ή κουρδικής, αδιάφορο). Ο τρόπος που διοικούνται έκτοτε οι εν λόγω περιοχές περισσότερο παραπέμπει στο προηγούμενο της Βόρειας Κύπρου και δεν προoιωνίζεται διαθέσεις γρήγορης αποχώρησης. Επιπλέον, η δημιουργία μιας ευρείας ζώνης ασφαλείας θα μπορούσε να αξιοποιηθεί (με μονιμότερα δημογραφικά αποτελέσματα) για την εγκατάσταση των Σύρων προσφύγων που έχουν καταφύγει στην Τουρκία και η παρουσία τους επιβαρύνει τα μεγάλα αστικά κέντρα και ερεθίζει τους Τούρκους εθνικιστές.
Τα ρίσκα
Ωστόσο, πέρα από τα προφανή επιχειρησιακά ρίσκα, που καθιστούν το τουρκικό Γενικό Επιτελείο μάλλον απρόθυμο να συμμεριστεί τους "οραματισμούς" του Ερντογάν, το σχέδιο δημιουργίας αυτής της ζώνης ασφαλείας προϋποθέτει έναν βαθμό αποδοχής του από τη Ρωσία. Ήταν, άλλωστε, η δική της ανοχή που επέτρεψε την κατάληψη του Αφρίν.
Αυτό ακριβώς υπήρξε και το κύριο αντικείμενο της νέας συνάντησης Πούτιν-Ερντογάν την Τετάρτη στη Μόσχα, σε κλίμα που προς τα έξω έδειχνε πάντοτε εγκάρδιο.
Είχαν προηγηθεί οι σαφείς, αν και σε συγκρατημένους τόνους, τοποθετήσεις της ρωσικής διπλωματίας ότι η μόνη αποτελεσματική και σύμφωνη με τη νομιμότητα λύση για τη βόρεια Συρία είναι η επάνοδος στον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης της Δαμασκού – όπως συνέβη, προς μεγάλη τουρκική ενόχληση, με την κουρδική πόλη Μπάνμπιτζ στα δυτικά του Ευφράτη. Την ίδια ώρα, η Μόσχα μεσολαβούσε εντατικά σε διακριτικές συνομιλίες μεταξύ των Κούρδων και της κυβέρνησης Άσαντ για την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας.
Ρωσική ακροβασία
Η "πανουργία" της πρότασης Τραμπ είναι σαφής, εφόσον με το δέλεαρ της "ζώνης ασφαλείας" επιχειρείται διάρρηξη της σχέσης συνεργασίας που έχει δημιουργηθεί μεταξύ της Τουρκίας και της Ρωσίας, αποκατάσταση της "ψυχικής ενότητας" στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και ανατροπή των συσχετισμών στη Μαύρη Θάλασσα.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν καλείται να κινηθεί ακροβατικά, καθώς η Μόσχα πήρε το ρίσκο να διαπλέξει το συριακό ζήτημα, επί του οποίου συγκρότησε τη "διαδικασία της Αστάνα"(Ρωσία, Τουρκία, Ιράν), με την όλο και πιο στενή οικονομική και ενεργειακή συνεργασία με την Άγκυρα. Οι αναγεννώμενες αποκλίσεις στο πρώτο πεδίο θέτουν υπό διακινδύνευση και το δεύτερο, τη στιγμή που προχωρούν τα σχέδια του αγωγού φυσικού αερίου Turkish Stream, του πυρηνικού σταθμού του Ακουγιού και της παραγγελίας ρωσικών συστημάτων S-400 από την Τουρκία.
"Χαρτί" η Ίντλιμπ
Κρατά, βεβαίως, ο Ρώσος πρόεδρος ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί έναντι του Τούρκου ομολόγου του: την τύχη της επαρχίας Ίντλιμπ στη βορειοδυτική Συρία, που ελέγχεται από ισλαμιστές αντάρτες φίλα προσκείμενους στην Τουρκία και τελεί υπόεύθραυστη εκεχειρία με ρωσοτουρκική εγγύηση. Η μετάθεση του επιχειρησιακού ενδιαφέροντος της Άγκυρας και των συμμάχων της προς τα βορειοανατολικά θα καθιστούσε την Ίντιλμπ εύκολο στόχο για τη Δαμασκό και την προστάτιδά της Μόσχα, αποκλείοντας, έτσι, το ενδεχόμενο μελλοντικής επέκτασης της ζώνης ασφαλείας μέχρι τη Μεσόγειο.
Κατά τη συνάντηση της Τετάρτης ο Πούτιν προανήγγειλε περαιτέρω δράση για να "ρευστοποιηθεί η δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων" στην Ίντλιμπ, επί τη βάσει της προεργασίας των υπουργείων Άμυνας των δύο χωρών. Χαιρέτισε, δε, ως βήμα σταθεροποίησης της περιοχής τον τερματισμό (αν όντως υλοποιηθεί, όπως τόνισε) της "παράνομης" αμερικανικής παρουσίας. Από την πλευρά του, ο Ερντογάν επέμεινε ότι η αμερικανική απόσυρση δεν πρέπει να δημιουργήσει "κενό εξουσίας".
Βαθύτερη καχυποψία
Την επομένη της συνάντησης Πούτιν-Τραμπ ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ισχυρίστηκε ότι η Τουρκία έχει την ικανότητα να δημιουργήσει μια "ζώνη ασφαλείας" μόνη της στη Συρία, αλλά δεν θα αποκλείσει τις ΗΠΑ, τη Ρωσία ή άλλους εάν θέλουν να συνεργαστούν. Είναι, ωστόσο, πολύ νωρίς για να επιβεβαιωθεί αν η Άγκυρα εξασφάλισε τη ρωσική συναίνεση στα σχέδιά της ή απλώς καλλιεργεί εντυπώσεις προς διαπραγματευτική εξαργύρωση έναντι των ΗΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, η βαθύτερη καχυποψία του Ερντογάν έναντι της Ουάσινγκτον και η μόνιμη αντιφατικότητα των μηνυμάτων του Τραμπ πιθανότατα θα τον αποτρέψουν από το να αναλάβει το ρίσκο μιας εκτεταμένης εισβολής. Κινδυνεύει, έτσι, να βρεθεί στο τέλος μετέωρος και απομονωμένος από όλες τις πλευρές.
*Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" που κυκλοφορεί