Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Μακεδονικό: Από την βουλγαρική Εξαρχία στη Βόρεια Μακεδονία

Ένα ζήτημα που πρωτοεμφανίστηκε ήδη από τον 19ο αιώνα, λύθηκε την Παρασκευή 25 Ιανουαρίου. Το Μακεδονικό, που για δεκαετίες προκάλεσε αναταραχές στα Βαλκάνια, σε συνόδους του ΝΑΤΟ, διεθνή δικαστήρια και κοινοβούλια, λύθηκε οριστικά στην όχθη των Πρεσπών.
Το Μακεδονικό ως ζήτημα, η αλήθεια είναι ότι ξεκινάει πολύ πριν τη δημιουργία του βόρειου γείτονα ως ανεξάρτητου κράτους, το 1991. Ήδη, από το 1870 με τη δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας και ιδίως μετά τη συγκρότηση βουλγαρικού κράτους το 1878, το Μακεδονικό ζήτημα είναι θέμα τριβής, μιας και τα εμπλεκόμενα μέρη ποτέ δεν συμφώνησαν τον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων της Μακεδονίας. Κάθε πλευρά ανάλογα μετά συμφέροντά της, τοποθετούσε τις συντεταγμένες της γεωγραφικής Μακεδονίας όπως τη βόλευε. Για αυτό λοιπόν οι "Μακεδονίες" διέφεραν κάπως μεταξύ τους, στους χάρτες της εποχής εκείνης. Η Ελλάδα περιέγραφε ως Μακεδονία τον ιστορικό χώρο της Αρχαίας Μακεδονίας που περιελάμβανε εδάφη και βορειότερα των σημερινών ελληνικών συνόρων αποκλείοντας περιοχές όμως όπου επικρατούσε το Βουλγαρικό στοιχείο. Αντιστοίχως, η Βουλγαρία περιελάμβανε και βορειότερα εδάφη αποκλείοντας περιοχές νοτιότερα με έντονο ελληνικό στοιχείο. Η τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία περιελάμβανε και το βιλαέτι του Κοσόβου στο οποίο επικρατούσε το αλβανικό και μουσουλμανικό στοιχείο. Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», ο οποίος, σημειωτέον, είναι ελληνική λέξη, αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Από τον 20ο αιώνα βέβαια γίνεται διεθνώς αποδεκτό πως η γεωγραφική Μακεδονία αναφέρεται στα εδάφη της Ελληνικής Μακεδονίας, στο κομμάτι που κατέχει το βουλγαρικό κράτος (Μακεδονία του Πιρίν) και στο σημερινό κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, όπως αυτό ονομάστηκε μετά την Συμφωνία των Πρεσπών.

Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας και ο Τσάρος Φερδινάνδος της Βουλγαρίας στη Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1912.
Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1913 το μεγαλύτερο μέρος (60%) της Μακεδονίας είχε περιέλθει στην Ελλάδα (Μακεδονία του Αιγαίου), ένα μικρότερο (30%) στη Σερβία (Μακεδονία του Βαρδάρη) και το έλασσον (10%) στη Βουλγαρία (Μακεδονία του Πιρίν). Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν βεβαίως «Μακεδόνες» με διακριτή εθνική συνείδηση. Αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει ως αποτέλεσμα πολιτικών ζυμώσεων, όταν το Μακεδονικό πέρασε σε νέα φάση την περίοδο 1919-1943. Τότε ήταν που Σέρβοι και Βούλγαροι ανταγωνίζονταν για την εθνότητα των κατοίκων του συνόλου της Μακεδονίας, με τους δεύτερους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί Βουλγάρων οι οποίοι ομιλούν ένα βουλγαρικό ιδίωμα (τη σλαβομακεδονική διάλεκτο).

Τα σύνορα στα Βαλκάνια μετά τον Α΄ και το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912–1913)
Για να αντιμετωπίσει ο Τίτο τον εδαφικό ανταγωνισμό, το 1944 ίδρυσε τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΛΔΜ) ως ομόσπονδο κρατίδιο της Γιουγκοσλαβίας, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους όχι μόνο σε αυτή αλλά και στις γύρω βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία και Ελλάδα) – αυτή ήταν η τρίτη φάση. Η τέταρτη φάση του Μακεδονικού ξεκίνησε το 1991 όταν η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και η νέα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ανακήρυξε την ανεξαρτησίας της με καθαρές αλυτρωτικές και αναθεωρητικές αναφορές στο Σύνταγμά της, κατάλοιπα του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού.
Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι βλέψεις του Στρατάρχη Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν επιβεβαιωθεί ήδη από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».
Τον Δεκέμβριο του 1944 τηλεγράφημα του State Department προς αμερικανικές Αρχές, με υπογραφή του τότε αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Stettinius, έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: « Η (αμερικανική) Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «έθνος», μακεδονική «Μητέρα Πατρίδα» ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».
Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991, βασίζοντας την ύπαρξη της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή και ψευδεπίγραφη έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία καλλιεργήθηκε συστηματικά μέσω της πλαστογράφησης της ιστορίας και της καπηλείας της αρχαίας Μακεδονίας, για λόγους καθαρής πολιτικής σκοπιμότητας.
Η Ελλάδα αντέδρασε έντονα στην υποκλοπή της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς και στις υφέρπουσες εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και το θέμα ήλθε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με δύο αποφάσεις του 817(1993) και 845(1993) συνιστά την εξεύρεση ταχείας διευθέτησης για το καλό των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή.
Την 13η Απριλίου του 1992 έγινε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή που κατέληξε στο εξής κείμενο: "Η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το ΚΚΕ συμφώνησε ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει το ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων μόνο εάν τηρηθούν και οι τρεις όροι που έθεσε η ΕΟΚ στις 16 Δεκεμβρίου του 1991, με την αυτονόητη διευκρίνιση ότι στο όνομα του κράτους αυτού δεν υπάρχει η λέξη Μακεδονία".
Το 1993, κατόπιν της σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε δεκτή, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, στα Ηνωμένα Έθνη με αυτήν την προσωρινή ονομασία έως ότου εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση.
Το 1995, η Ελλάδα και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνομολόγησαν μια Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία επέβαλε έναν δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς». Επί τη βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας τα δύο μέρη άρχισαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 2018.
Η Ελλάδα είναι σταθερή στην ειλικρινή επιθυμία της για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας στο ζήτημα του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει προτείνει ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο πλαίσιο διευθέτησης, το οποίο στοχεύει στην εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα του ονόματος. Η θέση μας ήταν σαφής: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή.
Κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 τα μέλη της Συμμαχίας αποφάσισαν με συλλογική και ομόφωνη απόφαση ότι θα απευθυνθεί πρόσκληση στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένταξή της εφόσον λυθεί το ζήτημα του ονόματος, κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και επαναλήφθηκε σε όλες τις μεταγενέστερες Συνόδους Κορυφής της Συμμαχίας στο Στρασβούργο (2009), στη Λισσαβώνα (2010) και στο Σικάγο (2012).
Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας την 17η Νοεμβρίου 2008, ισχυριζόμενη ότι η χώρα μας πρόβαλε αντίρρηση στην ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση αυτή δεν υπεισήλθε στην ουσία της ονοματολογικής διαφοράς, σημειώνοντας ότι δεν έχει τη σχετική δικαιοδοσία και ότι η διαφορά πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο που ορίζουν οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Κάλεσε, επίσης, τα δύο μέρη να εμπλακούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των ΗΕ.
Οι δύο πλευρές μετά από αυτή την διαδρομή κατέληξαν τελικά στη Συμφωνία των Πρεσπών, αφού προηγήθηκαν μήνες συζητήσεων.
Τα κέρδη της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι πρωθυπουργοί Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ και οι υπουργοί Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς και Νικολά Ντιμιτρόφ, είναι, σύμφωνα με το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών:
1) Η γειτονική μας χώρα ονοματίζεται Βόρεια Μακεδονία και τερματίζεται η σταθερή δυναμική διεθνούς αναγνώρισης της ΠΓΔΜ με την συνταγματική της ονομασία (πάνω από 130 χώρες). Στο εξής, όχι μόνον το όνομα της χώρας παύει να είναι «Μακεδονία», αλλά δεν μπορούν να ονομάζονται «μακεδονικοί», χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «Βόρεια» όλοι οι κρατικοί θεσμοί, τα δημόσια κτίρια ή ακόμη και ιδιωτικοί φορείς, εφόσον χρηματοδοτούνται από το κράτος ή έχουν συσταθεί με νόμο (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. ζ΄)
2) Ενισχύεται η ευρωπαϊκή προοπτική και η σταθερότητα στην γειτονική χώρα και έτσι περιορίζεται ο κίνδυνος επιρροής τρίτων δυνάμεων με αλλότριους σχεδιασμούς στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.
3) Όχι μόνο διαφυλάσσεται σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο για την αντιμετώπιση άλλων, αυξανόμενων, προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αλλά ενισχύεται ο ρόλος της στην περιοχή ως ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης και ασφάλειας και αποδυναμώνεται ο επιθετικός εθνικισμός άλλων δυνάμεων.
4) Αναβαθμίζεται ο ρόλος της Μακεδονίας και της Θράκης σε περιφερειακό οικονομικό κόμβο. Η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ, εκκρεμούντος του ονοματολογικού, έχουν ένα συμβατικό πλαίσιο διμερών σχέσεων απολύτως ανεπαρκές, το συμβατικό πλαίσιο σχέσεων της Ελλάδας με την τότε Γιουγκοσλαβία. Απουσιάζουν βασικές συμφωνίες, όπως Συμφωνία Προστασίας Επενδύσεων και Αποφυγής Διπλής Φορολογίας και όλες οι άλλες σύγχρονες οικονομικές συμφωνίες και συμφωνίες οδικών και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η έλλειψη για τις επενδύσεις μας στη γείτονα, για τις εξαγωγές μας, για την οδική, σιδηροδρομική και ενεργειακή διασυνδεσιμότητα, για το λιμένα Θεσσαλονίκης και τη φυσική του οικονομική ενδοχώρα.
5) Για πρώτη φορά η γειτονική χώρα αναγνωρίζει ότι δεν έχει σχέση με τον «αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρoνομιά» της Μακεδονίας (άρθρο 7(3),(4)). Επιπλέον δεσμεύεται (άρθρο 8 (2),(3)) για αποδόμηση του διαβόητου προγράμματος εξαρχαϊσμού (οτιδήποτε «αναφέρεται με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχαία Ελληνική ιστορία και πολιτισμό που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας» σε υποδομές/κτίρια/μνημεία) και για αφαίρεση του Ήλιου της Βεργίνας από όλους τους δημόσιους χώρους και απόσυρση από κάθε δημόσια χρήση. Η διαδικασία αυτή μάλιστα έχει αρχίσει, με την ήδη συντελεσθείσα μετονομασία του Αεροδρομίου της γείτονος, καθώς και της Εθνικής Οδού προς τα Σκόπια.
Σημειώνεται ότι, βεβαίως, ουδέποτε τέθηκε ζήτημα περιορισμού χρήσης του όρου Μακεδονία ως προς την Ελλάδα, η οποία το διατηρεί στο ακέραιο (π.χ. Αεροδρόμιο «Μακεδονία»).
6) Η ΠΓΔΜ τροποποιεί τους επιθετικούς προσδιορισμούς όλων των κρατικών οργάνων και δημόσιων θεσμών/οργανισμών/οργανώσεων της, καθώς και όσων ιδιωτικών θεσμών/οργανισμών/οργανώσεων επιχορηγούνται από το Κράτος ή έχουν συσταθεί με νόμο, ώστε να ανταποκρίνονται στη σύνθετη ονομασία («της Βορειας Μακεδονίας» και όχι πλέον «μακεδονικός/ή/ό»).
7) Η γειτονική χώρα δεσμεύεται από την Συμφωνία (άρθρα 4, 6) και την τροποποίηση του Συντάγματός της (άρθρα 3 και 49) για την εξάλειψη οιασδήποτε μορφής αναθεωρητισμού και αλυτρωτισμού (από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς), με σεβασμό στην κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας και στην αρχή της μη ανάμιξης στις εσωτερικές μας υποθέσεις.
8) Προβλέπεται επίσης η συγκρότηση της Μεικτής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, η οποία θα εξετάσει μεταξύ άλλων και τα σχολικά εγχειρίδια, ώστε να απαλειφθούν, όπως συγκεκριμένα ορίζεται, οι αλυτρωτικές αναφορές (π.χ. χάρτες «Μεγάλης Μακεδονίας», των οποίων την απάλειψη επιδιώκαμε ανεπιτυχώς εδώ και χρόνια).
9) Απαλείφεται οποιαδήποτε, έστω έμμεση, δυνατότητα διεκδίκησης «δικαιωμάτων» για δήθεν μειονότητα στη χώρα μας. Η γειτονική μας χώρα δεσμεύεται ότι «τίποτα στο Σύνταγμα της όπως ισχύει σήμερα ή θα τροποποιηθεί στο μέλλον» δεν θα μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας «περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες της» (άρθρο 4(3)). Το Σύνταγμά της τροποποιείται με τρόπο που εξασφαλίζεται η στήριξη μόνο στους πολίτες της και στη Διασπορά της (και όχι «στο μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες», όπως αναφέρεται έως σήμερα).
Ως προς τα ζητήματα του έθνους, εθνικότητας και ιθαγένειας τονίζει:
1) Η Συμφωνία ορίζει αποκλειστικά και μόνο την «ιθαγένεια» των πολιτών της γείτονος, που είναι ο νομικός δεσμός του πολίτη με το κράτος. Άλλωστε η ΠΓΔΜ επιβεβαίωσε επισήμως την Ελλάδα μέσω της από 16/1/2019 Ρηματικής της Διακοίνωσης, και η οποία είναι νομικά δεσμευτική για την ΠΓΔΜ, ότι η χρήση του όρου «nationality» στo αγγλικό κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών αναφέρεται αποκλειστικά στην «ιθαγένεια». Μάλιστα, τόσο η Ελλάδα όσο και η ΠΓΔΜ στις επίσημες μεταφράσεις τους της Συμφωνίας έχουν αποδώσει τον αγγλικό όρο «nationality» με τη λέξη «ιθαγένεια» (ήτοι «υπηκοότητα»). Εξάλλου και σε όλα τα διεθνή κείμενα (συμβατικά και μη) ο όρος «nationality» υποδηλώνει την ιθαγένεια και όχι την εθνική καταγωγή.
2) Σήμερα, και εδώ και πάνω από 25 χρόνια, στα διαβατήρια των πολιτών της ΠΓΔΜ, η ιθαγένεια ορίζεται με τη λέξη «Μακεδονική» («Macedonian»). Το 2009 χορηγήθηκε μάλιστα στην ΠΓΔΜ η απελευθέρωση από το καθεστώς θεωρήσεων για τα διαβατήρια των πολιτών της, όσον αφορά την είσοδό τους στον χώρο Schengen.
3) Από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα θα προστίθεται η ένδειξη «/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» στην ιθαγένεια, στον όρο που ήδη χρησιμοποιείται.
4) Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μνημονεύει και δεν ρυθμίζει θέματα εθνότητας. Άλλωστε στην τροποποίηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, διευκρινίζεται ότι «η ιθαγένεια δεν προσδιορίζει, ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποίαν ανήκουν οι πολίτες της χώρας». Αυτό αναφέρεται ρητά και δεσμευτικά για την ΠΓΔΜ και στη ρηματική διακοίνωση που απεστάλη από τα Σκόπια.
5) Η Συμφωνία, συνεπώς, δεν αναγνωρίζει «μακεδονικό λαό» ή «μακεδονικό έθνος». Η Συμφωνία, άλλωστε, δεν αμφισβητεί το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να αποκαλούν τους πολίτες της γειτονικής μας χώρας με τον/τους όρους που χρησιμοποιούν σήμερα (άρθρο 7).
Για το θέμα της γλώσσας, το υπουργείο Εξωτερικών επισημαίνει:
1) Από την Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων που πραγματοποιήθηκε το 1977 στην Αθήνα, αναγνωρίστηκε η «Μακεδονική» ως επίσημη γλώσσα. Ήδη όμως παλαιότερα, με παρέμβασή του στην Βουλή τον Σεπτέμβριο 1959, ο τότε ΥΠΕΞ Ε. Αβέρωφ υπογράμμιζε: «Eις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν».
2) Η αναφορά σε μακεδονική γλώσσα, με τους κωδικούς «MK, MKD», χρησιμοποιείται από το 1994, χωρίς αστερίσκους, όπως αποτυπώνεται στην επίσημη ιστοσελίδα του ΟΗΕ (βλ. σελ. 1 και 94)
3) Με τη Συμφωνία καθορίζεται ρητά ότι η επίσημη γλώσσα της γείτονος ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, «δεν έχει σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό" της Μακεδονίας και "δεν έχει σχέση με [...]την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά» της Μακεδονίας (άρθρο 7(4)).
4) Επίσης, σύμφωνα με την Συμφωνία, οι Έλληνες πολίτες διατηρούν το δικαίωμα να συνεχίσουν να αναφέρονται στην ανωτέρω γλώσσα με τους όρους που χρησιμοποιούν σήμερα (άρθρο 75).
Καταργείται η συμφωνία; Πώς διασφαλίζεται η Ελλάδα;
1) Στη Συμφωνία προβλέπεται σαφώς: «οι διατάξεις της Συμφωνίας είναι αμετάκλητες» και «δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της» (άρθρο 20) ως προς τα σημαντικά ουσιαστικά και διαδικαστικά άρθρα της (άρθρο 1(3), (4)). Επίσης, η ίδια η Συμφωνία ρητά ορίζει στο άρθρο 1(1) ότι είναι τελική, ενώ στην παράγραφο (2) του ίδιου άρθρου τα μέρη αναγνωρίζουν ως δεσμευτικό το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
2) Παράλληλα, επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε η ενσωμάτωση των συμφωνηθέντων στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, ούτως ώστε, με την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της γείτονος και με τις συνταγματικές τροποποιήσεις ως προς τα άρθρα των οποίων η διατύπωση θα ήταν δυνατό να υποκρύπτει αλυτρωτισμό, οιαδήποτε παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών να συνιστά, επίσης, παραβίαση του ίδιου του Συντάγματος της γείτονος. Η ΠΓΔΜ γνωστοποίησε επισήμως στην Ελλάδα (Ρηματική Διακοίνωση ΥΠΕΞ ΠΓΔΜ προς ΥΠΕΞ Ελλάδας από 16/1/2019) ότι ολοκλήρωσε όλες τις εσωτερικές της διαδικασίες, «βάσει του Συντάγματός της».
3) Η χώρα θα γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ αποκλειστικά με την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» και τις νέες ορολογίες και με σαφή επίκληση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο ανάγεται σε «κεκτημένο» της ίδιας της Συμμαχίας. Εφόσον διαπιστωθεί από ελληνικής πλευράς ότι δεν πληρούνται οι όροι της Συμφωνίας, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί από το ΝΑΤΟ η ενταξιακή διαδικασία. Το Πρωτόκολλο Ένταξης θα πρέπει άλλωστε να υπογραφεί από όλα τα Κράτη-Μέλη, ενώ απαιτείται και η επικύρωσή του από όλες τις Συμμάχους χώρες. Όσον αφορά τις μελλοντικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ, η Ελλάδα θα μπορεί να διακόψει τη διαδικασία σε κάθε στάδιο της σχετικής διαδικασίας (33 κεφάλαια) εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια της Συμφωνίας.
4) Τέλος, τυχόν παραβίαση της Συμφωνίας θα ενεργοποιούσε για την Ελλάδα τον σαφώς προβλεπόμενο από τη Συμφωνία (άρθρο 19) μηχανισμό επίλυσης διαφορών, με τον οποίο προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και, στη συνέχεια, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Το δημοψήφισμα στα Σκόπια
Ο Ζόραν Ζάεφ αποφάσισε να φέρει την Συμφωνία των Πρεσπών σε δημοψήφισμα. Και πώς θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά άλλωστε, όταν αυτή υπαγορεύει τεκτονικές αλλαγές που φτάνουν μέχρι την ονομασία αλλά και το Σύνταγμα της χώρας.
«Υποστηρίζετε την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ στηρίζοντας τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και της Δημοκρατίας της Ελλάδας;» ήταν το ερώτημα που έθεσε ο Ζόραν Ζάεφ στον λαό της γειτονικής χώρας, ζητώντας τη μέγιστη δυνατή προσέλευση στις κάλπες. Η απόφαση της εθνικιστικής αντιπολίτευσης να στηρίξει την αποχή αλλά και του VMRO-DPMNEνα καλέσει σε ψήφο κατά συνείδηση, δεν λειτούργησε υπέρ της συμμετοχής. Τελικά, από τους 1.8 εκατομμύρια εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους, στις κάλπες προσήλθαν 666.344 πολίτες, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 36,89%. Εξ’ αυτών το 91,46%, δηλαδή 609.427 ψηφοφόροι, επέλεξαν το ΝΑΙ και 5,66%, δηλαδή 37.687 πολίτες επέλεξαν το ΟΧΙ.
Το κλίμα στα Σκόπια, την πρωτεύουσα της γειτονικής χώρας, δεν θύμιζε σε τίποτα την ένταση και την πόλωση που έχουν απαντηθεί παλιότερα σε δημοψηφίσματα όπως το βρετανικό ή και το ελληνικό. Όπως είχε καταγράψει τότε η αποστολή του News 24/7, τις ημέρες πριν το δημοψήφισμα, μακριά από την πρωτεύουσα, λίγα πράγματα θύμιζαν πως πρόκειται να ληφθεί μια πολύ σημαντική για τη χώρα απόφαση. Ο κόσμος στεκόταν μάλλον αδιάφορος απέναντι στις αλλαγές και απογοητευμένος από την κυβέρνηση. Οι αντιδράσεις ωστόσο, ήταν επίσης υποτονικές, με μια μικρή μόνο μερίδα να αποφασίζει να βγει στους δρόμους.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η αποχή της τάξης του 63,11% δεν άφησε πολλά περιθώρια ενθουσιασμού στον Ζόραν Ζάεφ. «Η θέληση των πολιτών πρέπει να γίνει σεβαστή από όλους. Εγώ προχωρώ με την πλειοψηφία η οποία τάχθηκε υπέρ του "ναι"» δήλωνε μια ώρα μετά το κλείσιμο της κάλπης και με τα αποτελέσματα ήδη να διαφαίνονται. «Οι πολίτες που ψήφισαν ενέκριναν σε μεγάλο ποσοστό τη συμφωνία των Πρεσπών και την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Οι ψηφοφόροι ψήφισαν με υπερηφάνεια. Περιμένω πως η πλειοψηφία των πολιτών που ψήφισε, ψήφισε υπέρ της συμφωνίας, παρά το κάλεσμα της αντιπολίτευσης για μποϊκοτάζ. Πρέπει το VMRO να στηρίξει τις συνταγματικές αλλαγές διαφορετικά άλλος δημοκρατικός δρόμος δεν υπάρχει, παρά η προσφυγή στις κάλπες. Πρέπει να περάσουμε πλέον στην πολιτική δραστηριότητα στο κοινοβούλιο».
Η ψηφοφορία στη Βουλή των Σκοπίων και η αγωνία για την πλειοψηφία
Και η πολιτική δραστηριότητα στο κοινοβούλιο ήρθε λίγους μήνες αργότερα. Το απόγευμα της 12ης Δεκεμβρίου 2018, το υπουργικό συμβούλιο της πΓΔΜ, υιοθετούσε και κατέθετε στη Βουλή τα τελικά κείμενα των τεσσάρων τροπολογιών του Συντάγματος, στη βάση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ ημέρες, μέχρι την 20η Δεκεμβρίου, ώστε η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου της ΠΓΔΜ να ολοκληρώσει τις εργασίες της σχετικά με τις τέσσερις τελικές και τις επτά τροπολογίες επί του εφαρμοστικού νόμου του Συντάγματος που κατέθεσαν βουλευτές κομμάτων. Συγκεκριμένα, πέραν των τεσσάρων που κατέθεσε η κυβέρνηση Ζάεφ, οι επτά τροπολογίες των κομμάτων αφορούσαν την υπηκοότητα, την διαδικασία κύρωσης και τα σύνορα.
Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή ενέκρινε την τροπολογία στην οποία αναφέρεται ότι από τη στιγμή που τεθεί σε ισχύ η αλλαγή της ονομασίας της χώρας (σ.σ. Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) «η υπηκοότητα θα είναι μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, το οποίο δεν προσδιορίζει ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες».Όπως αναφέρθηκε «με την τροπολογία αυτή γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της υπηκοότητας και της εθνότητας» των πολιτών της χώρας.
Ακόμη, η Επιτροπή ενέκρινε τροπολογία σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ δεν τίθενται σε ισχύ εάν η Ελλάδα δεν κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών και το πρωτόκολλο προσχώρησης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Τέλος, ενέκρινε τροπολογία που κατέθεσαν Αλβανοί βουλευτές, στην οποία αναφέρεται ότι τα κρατικά σύνορα της χώρας είναι τα υφιστάμενα σύνορά της με την Αλβανία, την Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Σερβία και το Κόσοβο». Από τις εργασίες της Επιτροπής απείχαν οι βουλευτές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης VMRO-DPMNE. Πλέον, ο λόγος περνούσε στην Ολομέλεια και η αγωνία για την εύρεση της πλειοψηφίας των δύο τρίτων κορυφωνόταν.
Λίγες ημέρες πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συζήτηση στην Ολομέλεια, ο Ζόραν Ζάεφ δήλωνε πως υπάρχουν τουλάχιστον 76 βουλευτές που θα υπερψηφίσουν σίγουρα τις προτάσεις της κυβέρνησής του, ωστόσο ο αριθμός που έπρεπε να επιτευχθεί ήταν αυτός των 80 ψήφων στο σύνολο των 120 βουλευτών. Οι παρασκηνιακές επαφές του πρωθυπουργού της γείτονος, με τον ηγέτη του αλβανόφωνου κόμματος BESA, Μπιλάλ Κασάμι, ήταν συνεχόμενες, με τον Ζάεφ να επιχειρεί να εξασφαλίσει την στήριξη από τους δύο βουλευτές του BESA. Ο Κασάμι, ζητούσε επίμονα διασφαλίσεις για την ταυτότητα των υπόλοιπων εθνοτήτων της χώρας, πέραν της σλαβομακεδονικής.
Στις 19:00 το απόγευμα της 11ης Ιανουαρίου 2019, μετά από δύο αναβολές, ξεκινούσε η συνεδρίαση της Ολομέλειας, η οποία έμελλε ν διαρκέσει λιγότερο από εξήντα λεπτά. Έγιναν συνολικά έξι ψηφοφορίες, μία για κάθε τροπολογία, μία για το σύνολό τους και η έκτη για την προκήρυξη της συνταγματικής αναθεώρησης.Οι 39 βουλευτές του αντιπολιτευόμενου VMRO δεν παρευρέθησαν καν στη Βουλή, προτιμώντας να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις που έγιναν έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου.
Με τη στήριξη του αλβανόφωνου BESA, με το οποίο τελικά ήρθε σε συμφωνία ο Ζάεφ, αλλά και των ανταρτών πρώην βουλευτών του VMRO, διαμορφώθηκε πλειοψηφία 81 βουλευτών, η οποία άνοιγε μια νέα σελίδα στην ιστορία της χώρας και ταυτόχρονα πετούσε, πλέον, το μπαλάκι στην Αθήνα.
Αναταράξεις στην Αθήνα και παραίτηση Καμένου
Το ωστικό κύμα της επικύρωσης, στο κοινοβούλιο των Σκοπίων, έφερε τον Πάνο Καμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες εκτός της ελληνικής κυβέρνησης, ανοίγοντας εκ νέου την συζήτηση για πιθανή προσφυγή στις κάλπες. Μόλις δύο ημέρες μετά την εξασφάλιση των 81 βουλευτών από τον Ζόραν Ζάεφ, ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας και πρόεδρος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων βρέθηκε αντιμέτωπος με όσα δήλωνε το προηγούμενο διάστημα, ότι δηλαδή σε περίπτωση που η συμφωνία φτάσει στο ελληνικό κοινοβούλιο θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Η Κυριακή, 13 Ιανουαρίου, έμελλε να είναι η τελευταία ημέρα μιας συγκυβέρνησης που σε δέκα πέντε ημέρες θα συμπλήρωνε 4 χρόνια.
Η συνάντηση μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμένου στο Μέγαρο Μαξίμου το πρωί εκείνης της ημέρας, κράτησε λιγότερο από μια ώρα και μετά την ολοκλήρωσή της, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ, ανακοίνωνε: «Συναντήθηκα με τον πρωθυπουργό και κάναμε μια αρκετά μεγάλη συζήτηση. Υπήρξε μια συνεργασία επι τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, μια κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης. Δυο κόμματα από διαφορετικούς χώρους βρεθήκαμε και καταφέραμε να βγάλουμε την Ελλάδα μας από τα μνημόνια, ο πρώτος στόχος επευτεύχθη. Το θέμα της Μακεδονίας, θέμα για το οποίο έπεσαν χιλιάδες νεκροί δεν μου επιτρέπει να μην θυσιάσω την καρέκλα. Θα γίνουν αναλυτικές ανακοινώσεις στη συνέντευξη τύπου σε λίγο. Ευχαρίστησα τον πρωθυπουργό για τη συνεργασία και του εξήγησα, ότι για το θέμα το εθνικό δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η συνεργασία. Οι ΑΝΕΛ, αποχωρούν από την κυβέρνηση».
Ο Αλέξης Τσίπρας, έπρεπε πλέον να αναζητήσει τουλάχιστον έξι βουλευτές, πέραν της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, που θα ήταν διατεθειμένοι να στηρίξουν την Συμφωνία στην Βουλή και να συγκεντρωθούν έτσι οι 151 ψήφοι. Μην έχοντας όμως πλέον κυβέρνηση πλειοψηφίας, ο πρωθυπουργός αποφάσισε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του από το ελληνικό κοινοβούλιο. «Επί σχεδόν τέσσερα χρόνια είχα μία έντιμη και ειλικρινή συνεργασία με τον Πάνο Καμένο και είναι γνωστό ότι προερχόμαστε από διαφορετικές πολιτικές οικογένειες» δήλωνε εξερχόμενος από το Μέγαρο Μαξίμου, ενημερώνοντας πως έχει ήδη επικοινωνήσει με τον Πρόεδρο της Βουλής, ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες για την ψήφο εμπιστοσύνης.
Η εβδομάδα που θα ακολουθούσε, περιείχε τα πάντα. Εντός της Βουλής και στα τηλεοπτικά παράθυρα η πολιτική κόντρα άγγιζε πρωτοφανή επίπεδα πόλωσης. Εκτός της Βουλής, πολίτες που ήταν εναντίον της Συμφωνίας, μαζί με αρκετούς πατριδοκάπηλους που βρήκαν ευκαιρία να ψαρέψουν ψήφους στα θολά νερά των Πρεσπών, ετοίμαζαν το δεύτερο μεγάλο συλλαλητήριο για το θέμα της Μακεδονίας στην πλατεία Συντάγματος.
Η συγκέντρωση των απαραίτητων ψήφων για την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, ήταν πλέον δυσκολότερη από την αντίστοιχη για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Με ορισμένους ανεξάρτητους βουλευτές αλλά και κάποιους από το Ποτάμι να έχουν δηλώσει πως θα στηρίξουν τη Συμφωνία, το μεγάλο στοίχημα ήταν η εξασφάλιση των 151 που θα έδιναν τη νομιμοποίηση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει το έργο της. Η συζήτηση ξεκίνησε άμεσα και πλέον, εκτός της Κατερίνας Παπακώστα, της Έλενας Κουντουρά, του Θανάση Παπαχριστόπουλου και του Βασίλη Κόκκαλη που ξεκαθάρισαν γρήγορα ότι στηρίζουν την κυβέρνηση, τα βλέμματα όλων επικεντρώθηκαν στον Κώστα Ζουράρι που είχε ταχθεί κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών και τον Σπύρο Δανέλλη που ήταν υπέρ της Συμφωνίας αλλά ανήκε στην κοινοβουλευτική ομάδα του Ποταμιού. Τελικώς, αμφότεροι αποφάσισαν να δώσουν την ψήφο τους στην κυβέρνηση η οποία εξασφάλισε τους 151 βουλευτές.
Συλλαλητήρια, ακροδεξιά και απόπειρα εφόδου στη Βουλή
Όμως και η Κυριακή 20 Ιανουαρίου, δεν ήταν μια ήρεμη ημέρα για την Αθήνα. Οι διοργανωτές της επιτροπής Αγώνα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, μαζί με πλήθος φορέων και συλλόγων, τη στήριξη της ΚΕΔΕ και της Εκκλησίας, είχαν προγραμματίσει το δεύτερο μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών, μπροστά στη Βουλή. Το πρώτο, στις 4 Φεβρουαρίου 2018, οι διαδηλωτές έφτασαν τους 140.000 σύμφωνα με την εκτίμηση της Αστυνομίας, γεμίζοντας την πλατεία Συντάγματος. Με δεδομένη την συμμετοχή της προηγούμενης χρονιάς και με την συμφωνία να είναι πλέον προ των πυλών, οι διοργανωτές περίμεναν σαφώς περισσότερο κόσμο. Οι εκτιμήσεις τους ωστόσο δεν επαληθεύτηκαν, με το πλήθος να είναι μεγάλο, φτάνοντας ωστόσο τις 60.000, σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία.
Στο συλλαλητήριο του Φεβρουαρίου του 2018, είχε προκαλέσει αίσθηση η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ σε αυτό του Γενάρη του 2019, μόλις πέντε ημέρες πριν την ψήφιση της συμφωνίας, κύριο αίτημα ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος, με μέλη του καλλιτεχνικού χώρου να συνυπογράφουν, μαζί με πολίτες.
Ανάμεσα στους χιλιάδες διαδηλωτές που έσπευσαν να διαδηλώσουν ενάντια στη συμφωνία, βρέθηκαν και εκατοντάδες ακροδεξιοί, μαζί με τους υπόδικους βουλευτές του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής με σκοπό την εισβολή στο κοινοβούλιο.
Τα επεισόδια δεν άργησαν να ξεσπάσουν και ενώ η συγκέντρωση στην κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος εξελισσόταν, οι ακροδεξιές ομάδες, φορώντας κράνη και κουκούλες και κρατώντας φωτοβολίδες, βόμβες ΑΚ, λοστούς, μεταλλικά αντικείμενα, πέτρες και μάρμαρα ξεκίνησαν τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις των ΜΑΤ που βρίσκονταν στα σκαλιά πίσω από τον Άγνωστο Στρατιώτη, στις πλαϊνές εισόδους της Βουλής, αλλά και στην είσοδο του γκαράζ. Η αστυνομία έκανε εκτεταμένη χρήση χημικών προσπαθώντας να απωθήσει τους επιτιθέμενους, ενώ η κάμερα του News 24/7 συνέλαβε τον υπόδικο χρυσαυγίτη βουλευτή Γιάννη Λαγό να βρίσκεται μαζί με τους ακροδεξιούς στον χώρο των επεισοδίων.
Η συγκέντρωση ολοκληρώθηκε, με τον κόσμο να αποχωρεί μετά τα επεισόδια, αφού πρώτα οι ομάδες των νεοναζί επιτέθηκαν σε φωτογράφους και δημοσιογράφους που κάλυπταν το συλλαλητήριο χτυπώντας βάναυσα ορισμένους από αυτούς. Το Σύνταγμα έμεινε βεβηλωμένο με ναζιστικά σύμβολα και συνθήματα.
Πολύ μικρότερης συμμετοχής συλλαλητήρια, διεξήχθησαν και την τελευταία ημέρα συζήτησης της συμφωνίας στη Βουλή, αλλά και την ημέρα της ψήφισης, την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2019. Μάλιστα σε αυτές τις δύο συγκεντρώσεις, το χρώμα ήταν πλέον ξεκάθαρα εθνικιστικό, με τα συνθήματα που ακούγονταν να είναι υβριστικά προς τον πολιτικό κόσμο και το κοινοβούλιο. Ανάμεσα στη συνθηματολογία, εμφανίστηκε ένα παλιό ξεχασμένο σύνθημα της δεκαετίας του 1990, το οποίο τότε απευθυνόταν στους Αλβανούς, πλέον όμως στράφηκε εναντίον των γειτόνων και μετατράπηκε σε "Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Σκοπιανέ", δείχνοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις ακραίες εθνικιστικές αντιλήψεις των συμμετεχόντων.
Και εγένετο Βόρεια Μακεδονία
Το τριήμερο 23 με 25 Ιανουαρίου, ήταν και η τελευταία φάση για τη λύση ενός θέματος που ταλάνιζε τα Βαλκάνια για δεκαετίες. Η ελληνική Βουλή ήταν εκείνη που είχε τον τελευταίο λόγο.
«Ειλικρινά, θα προτιμούσα να μην είχε γίνει αυτή η συνεδρίαση, ούτε και να μιλώ, τώρα, για το σημερινό θέμα» είπε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στην Βουλή, επιμένοντας στη θέση πως η Συμφωνία αποτελεί ήττα, αναγνωρίζοντας στους γείτονες μακεδονική υπηκοότητα και γλώσσα. «Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε υπογραφεί και, βέβαια, δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε φτάσει στη Βουλή των Ελλήνων προς κύρωση. Γιατί αποτελεί εθνική ήττα, που έχει ήδη ακυρωθεί στη συνείδηση του λαού. Και εθνικό λάθος, που προσβάλλει την αλήθεια και την Ιστορία της χώρας»
«Η ιστορία δεν θα δικαιώσει εμάς» απάντησε ο Αλέξης Τσίπρας, κατά την ομιλία του. «Η ιστορία θα δικαιώσει την Ελλάδα. Την Ελλάδα που τόλμησε, την Ελλάδα που πάλεψε, την Ελλάδα που γίνεται ο εγγυητής της σταθερότητας και της συνανάπτυξης στα Βαλκάνια. Την Ελλάδα που η βαριά της ιστορία και το πολύτιμο αξιακό της φορτίο, δεν της επιτρέπουν να γίνει ο κομπάρσος των εξελίξεων. Όταν η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να γίνουν αποδεκτές όλες οι καίριες και κομβικές διαπραγματευτικές θέσεις της χώρας, τότε ο κ. Μητσοτάκης άρχισε να μιλά για εκχώρηση γλώσσας και εθνότητας και όταν οι ίδιοι οι γείτονές μας διευκρίνισαν στη ρηματική διακοίνωση ότι η Συμφωνία δεν αναγνωρίζει εθνότητα αλλά ιθαγένεια και η γλώσσα τους είναι Σλαβική, τότε ανακάλυψε το οξύμωρο ότι παραχωρούμε λαό».
Μετά από ένα τριήμερο έντονων συζητήσεων, η Συμφωνία των Πρεσπών, υπερψηφίστηκε από 153 βουλευτές και συγκεκριμένα τους 145 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τους Κατερίνα Παπακώστα, Έλενα Κουντουρά, Θανάση Παπαχριστόπουλου, Σπύρο Δανέλλη, Σπύρο Λυκούδη, Γιώργο Μαυρωτά, Θανάση Θεοχαρόπουλο -που για αυτή του την απόφαση διεγράφη από το Κίνημα Αλλαγής- και Σταύρο Θεοδωράκη, στον οποίο η Συμφωνία των Πρεσπών κόστισε την ύπαρξη κοινοβουλευτικής ομάδας, καθώς λίγες ημέρες πριν, αποχώρησαν από αυτήν ο Γιώργος Αμυράς και ο Γρηγόρης Ψαριανός, κατηγορώντας τον για την απόφασή του να μην αντιταχθεί στη συμφωνία.
Στις 15:25 της Παρασκευής, 25 Ιανουαρίου 2019, η Συμφωνία των Πρεσπών είχε πλέον εξασφαλίσει την έγκριση και των δύο κοινοβουλίων και η Βόρεια Μακεδονία είχε μόλις γεννηθεί.










Ζάεφ: Νικητές είναι οι πολίτες των δύο χωρών

 Οι πολίτες της χώρας μας και της φίλης μας της Ελλάδας, μπορούν να είναι υπερήφανοι σήμερα. Είναι η γενιά που έβαλε τέλος σε ένα επεισόδιο της αβέβαιης ειρήνης στα Βαλκάνια, αναφέρειο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας, Ζόραν Ζάεφ. 

 
Μιλώντας στο ΑΜΠΕ, ο κ. Ζάεφ τονίζει πως με την αποδοχή και την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, νικητές είναι όλοι οι πολίτες και των δύο χωρών αλλά επίσης και οι πολίτες όλης της περιοχής. 
 «Νικητές είναι επίσης εκείνοι που τάχθηκαν κατά της Συμφωνίας, επειδή και για εκείνους επίσης έρχεται μια εποχή ευημερίας, ειρήνης και φιλίας, καθώς και για τους προοδευτικούς πολίτες και των δύο χωρών. Οι θαρραλέοι πολίτες επέλεξαν να απορρίψουν τις σκιές του παρελθόντος και να δώσουν στον κόσμο μια νέα Βαλκανική των ευκαιριών και της πολιτικής σταθερότητας, έναν τόπο συνδεδεμένων γειτόνων και φιλίας, μια περιοχή οικονομικής ανάπτυξης και πρότυπο ενσωμάτωσης», επισημαίνει. 
 Παράλληλα, απευθυνόμενος στον Έλληνα πρωθυπουργό σημειώνει: «Με υπερηφάνεια και ευγνωμοσύνη συγχαίρω τον φίλο μου, τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, για τη νικηφόρα ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο για τη Συμφωνία των Πρεσπών. 
 «Η ευγνωμοσύνη μου εκτείνεται στα Κοινοβούλια και των δύο χωρών. Σε όλους εκείνους τους θαρραλέους γυναίκες και άνδρες που επέλεξαν μαζί να δώσουν την ψήφο τους στο νικηφόρο μέλλον, μια ψήφο που θα βάλει τέλος στους φόβους οι οποίοι παρουσιάζονταν ως ανυπέρβλητοι. Επιλύσαμε μια διαφορά που παρουσιαζόταν ως αδύνατον να λυθεί», προσθέτει. 
 Τέλος, ο Ζόραν Ζάεφ υπογραμμίζει:«Εγώ και ο φίλος μου ο πρωθυπουργός Τσίπρας καταλήξαμε σε μια συμφωνία πέρσι το καλοκαίρι. Μαζί με τις ομάδες μας, με επικεφαλής τους υπουργούς Εξωτερικών, καταλήξαμε σε μια στιγμή αποκάλυψης: η κάθε πλευρά πρέπει να δώσει κάτι προκειμένου να κερδίσει πολλά, πολλά περισσότερα σε αντάλλαγμα. Από σήμερα και στο εξής, έχουμε μια επαληθευμένη και βαθιά φιλία. Ξεκινώντας από σήμερα, προχωρούμε προς τα εμπρός με μεγαλύτερη δύναμη για να ενώσουμε τους πολίτες και των δύο χωρών. Το μέλλον δεν θα φαντάζει πλέον ως ολέθριο πεπρωμένο αλλά ως ένας κοινός δρόμος, στρωμένος με φιλικές προθέσεις και με αξίες που αναδύονται από την ευρωπαϊκή οικογένειά μας. 
 «Ζήτω η φιλία μας και η στρατηγική συνεργασία μας», καταλήγει. 

Αλέξης Τσίπρας: Γιατί το 2019 θα είναι μια ιστορική χρονιά

Πεπεισμένος ότι το 2019 θα είναι μια ιστορική χρονιά δηλώνει ο πρωθυπουργός με άρθρο του στην ελληνική έκδοση του «Economist- Ο Κόσμος το 2019».

«Όχι μόνο γιατί συμβολίζει το τέλος της Ελλάδας της κρίσης, αλλά και γιατί θα σημάνει την αφετηρία μιας νέας Ελλάδας, της Ελλάδας των ανθρώπων της, της Ελλάδας των πολλών» εξηγεί.
Κάνοντας μια ανασκόπηση στα τελευταία 6-7 χρόνια υποστηρίζει πως το 2019, η Ελλάδα διαψεύδει κάθε δυσοίωνη πρόβλεψη του παρελθόντος.
«Υπάρχει όμως ξανά προοπτική. Η χώρα βρίσκει ξανά βηματισμό, η κανονικότητα έχει επιστρέψει και η κοινωνία έχει λόγο να αισιοδοξεί ξανά» καθώς «αφήνει πίσω της 8 χρόνια λιτότητας και εφαρμογής πολιτικών που έπληξαν την κοινωνική συνοχή. Η περίοδος των μνημονίων έληξε, τυπικά και ουσιαστικά, τον περασμένο Αύγουστο» αναφέρει ο Αλέξης Τσίπρας.
Αναγνωρίζει πως «οι πληγές όμως δεν έχουν ακόμα ολότελα επουλωθεί. Χρειάστηκε η παρουσία μια νέας κυβέρνησης, διαφορετική από όλες όσες γνώρισε ο ελληνικός λαός από τη Μεταπολίτευση και μετά, η οποία από το 2015 πορεύτηκε με κριτήριο την έξοδο από την κρίση και τη στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας».
«Εδώ, μια προοδευτική κυβέρνηση, κατάφερε να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια, να διασφαλίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα, να αποκαταστήσει αδικίες έναντι των πολλών, να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση με όρους ανθρωπισμού και αλληλεγγύης» υπογραμμίζει.
Και «πρόσφατα έβαλε τέλος σε μια διένεξη σχεδόν 30 ετών, με τους βόρειους γείτονες μας, η οποία αποτέλεσε διαχρονικά τροφή για τον εθνικισμό και την ακροδεξιά και στις δύο πλευρές των συνόρων» προσθέτει, τονίζοντας ότι «με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα ανακτά την ηγετική της θέση στην περιοχή των Βαλκανίων, όχι με όρους επιβολής αλλά ως η δύναμη εκείνη η οποία πρωταγωνιστεί στη συνεργασία και τη συνανάπτυξη των χωρών της περιοχής, σε πείσμα όλων όσων επιθυμούν για τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα, να παραμείνουν τα Βαλκάνια εσαεί η μπαρουταποθήκη της Ευρώπης».
Αναφερόμενος στο 2019 υποστηρίζει πως «η Ελλάδα μπαίνει σε μια νέα εποχή», καθώς «η ανάταξη της οικονομίας έχει ήδη επιτευχθεί». «Μπαίνουμε στην τρίτη χρονιά ανάπτυξης, για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι εξασφαλισμένες για το επόμενο διάστημα, ο ενάρετος δημοσιονομικός κύκλος συνεχίζεται, οι άμεσες ξένες επενδύσεις καταγράφουν ρεκόρ δεκαετίας, οι εξαγωγές συνεχίζουν να καταγράφουν πρωτοφανή δυναμική. Όλα αυτά συγκροτούν τις προϋποθέσεις, ώστε μετά την ανάταξη να έρθει δυναμική ανάκαμψη με αφετηρία την πρώτη μεταμνημονιακή χρονιά».
Σύμφωνα με τον Αλ. Τσίπρα, «το κρίσιμο ζήτημα είναι αυτή η πορεία να έχει άμεση επίδραση στις ζωές των πολιτών» και τονίζει: «Και αυτό δεν αποτελεί μονάχα αξιακό ζήτημα για τη δική μου κυβέρνηση. Είναι όρος για τη σταθερότητα και την διεύρυνση του κύκλου της οικονομίας».
Όπως αναφέρει, «δομικό στοιχείο της δικής μας στρατηγικής είναι η αναδιανομή» και επισημαίνει ότι «μια οικονομία δεν μπορεί να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα αν βασίζεται στην υπερσυσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων. Και αυτό διότι, η πολιτική σταθερότητα, η κοινωνική συνοχή αποτελούν τους πυλώνες μιας ευημερούσας οικονομίας».
Εξηγεί ότι αυτό «επιτυγχάνεται με στοχευμένες παρεμβάσεις στο πεδίο της εργασίας. Από την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την πάταξη της αδήλωτηςκαι υποδηλωμένης εργασίας και φυσικά την αύξηση των μισθών και αναφέρεται στις 350.000 νέες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί από το 2015, με άμεση συνέπεια τη μείωση της ανεργίας κατά 9 μονάδες σε αυτό το διάστημα.
Ο Αλέξης Τσίπρας χαρακτηρίζει «ευχής έργον για ένα πρωθυπουργό» τη συγκυρία να είναι το 2019 έτος εκλογών, αυτοδιοικητικών και ευρωοεκλογών τον Μάιο και εθνικών τον Οκτώβριο, «διότι τη χρονιά που ολοκληρώνεται αυτή η θητεία της κυβέρνησης μας, οι πολίτες θα έχουν τη δυνατότητα συνολικά, να κρίνουν και να συγκρίνουν πεπραγμένα».
«Να συγκρίνουν την Ελλάδα που παραλάβαμε, την Ελλάδα της ύφεσης, της ακραίας φτώχειας και των κοινωνικών συγκρούσεων, με την Ελλάδα που οικοδομούμε, την Ελλάδα της δίκαιης ανάπτυξης, της εργασίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Να συγκρίνουν την Ελλάδα που έγινε ο παρίας της διεθνής σκηνής και το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, με την Ελλάδα που γίνεται πρωταγωνίστρια θετικών εξελίξεων στα Βαλκάνια και αποτελεί το αντίβαρο στις ακραίες οπισθοδρομικές και συντηρητικές δυνάμεις που θέλουν να διαλύσουν την Ευρώπη στα εξ ων συνετέθη» τονίζει ο πρωθυπουργός και καταλήγει: «Είμαι πεπεισμένος ότι το 2019 θα είναι μια ιστορική χρονιά, όχι μόνο γιατί συμβολίζει το τέλος της Ελλάδας της κρίσης, αλλά και γιατί θα σημάνει την αφετηρία μιας νέας Ελλάδας, της Ελλάδας των ανθρώπων της, της Ελλάδας των πολλών».

Η επόμενη ημέρα στις σχέσεις Ελλάδας - ΠΓΔΜ



Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και ΠΓΔΜ, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, καθώς και τα επόμενα βήματα, σκιαγραφούν με συνεντεύξεις τους στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων πέντε Έλληνες διεθνολόγοι.  


Ειδικότερα, οι Μαριλένα Κοππά, Δημήτρης Χριστόπουλος, Ηλίας Κουσκουβέλης, Κωνσταντίνος Φίλης και Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, φωτίζουν τις κομβικές πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών, συνθέτουν συμφωνώντας αλλά και διαφωνώντας τις σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και διεθνείς ψηφίδες του νέου μωσαϊκού που αναδύεται και δίνουν το στίγμα της επόμενης ημέρας, με το βλέμμα στραμμένο στην εφαρμογή της.
Παράλληλα, καταθέτουν τους προβληματισμούς και τα κύρια επιχειρήματα τους και απαντούν σε μια σειρά ερωτημάτων σε σχέση με τη σημασία της Συμφωνίας των Πρεσπών:
-Κλείνει μια σχεδόν 30χρονη περίοδος αντιπαράθεσης ή μπορεί να υπάρξουν και νέα προβλήματα;
-Θα εφαρμοστεί η συμφωνία απο τις δυο πλευρές και τη διεθνή κοινότητα;
-Τι θα αλλάξει στις διπλωματικές, οικονομικές, εμπορικές, πολιτιστικές σχέσεις των δυο χωρών;
-Θα συμβάλλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων και την αλλαγή του οικονομικού τοπίου στην ευρύτερη περιοχή;
-Μπορεί η Συμφωνία να αποτελέσει πρότυπο επίλυσης και άλλων διαφορών στην περιοχή μας;
Μαριλένα Κοππά: Η Συμφωνία των Πρεσπών σημαίνει την αρχή μιας νέας περιόδου ειρήνης και συνεργασίας
"Η Συμφωνία των Πρεσπών σημαίνει το τέλος μιας περιόδου σχεδόν 27 χρόνων έντασης, δυσκολιών, πόλωσης και αντεγκλήσεων. Σημαίνει την αρχή μιας νέας περιόδου ειρήνης και συνεργασίας για τις δύο χώρες αλλά και για την ευρύτερη περιοχή" τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην ευρωβουλευτής, Μαριλένα Κοππά.
Ερωτηθείσα πώς η διεθνής κοινότητα θα εναρμονιστεί με την απόφαση για αλλαγή ονομασίας, η κ. Κοππά αναφέρει πως θα αναγκαστεί να συμμορφωθεί "εφόσον υπάρχει συμφωνημένη απόφαση, δηλαδή κάτι που το δέχονται και τα δύο μέρη, το Συμβούλιο Ασφαλείας θα αναγκαστεί να τη χαιρετίσει". Σε αυτό το σημείο διαψεύδει κατηγορηματικά δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι η Ρωσία μπορεί να βάλει βέτο: "Δεν μπορεί γιατί σύμφωνα με την ίδια τη Συμφωνία, η οποία παράγει αποτελέσματα από τη στιγμή που κυρώνεται από τις δύο πλευρές, το Συμβούλιο Ασφαλείας απλά χαιρετίζει και η Συμφωνία γνωστοποιείται στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα μπλοκαρίσματος της Συμφωνίας. Αυτή τη στιγμή θα αναγνωριστεί με το νέο όνομα, καταργείται πλέον το πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τα ταξιδιωτικά έγγραφά τους σταδιακά, μέσα στη μεταβατική περίοδο που έχει οριστεί, θα πάρουν το καινούργιο όνομα, "Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας" και θα χρειαστεί με αυτό το όνομα να κάνουν την αίτησή τους και στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Έτσι, σταδιακά το νέο όνομα θα κατοχυρωθεί και θα γίνει πια η νέα ονομασία του κράτους".
Επίσης, εκφράζει την πεποίθηση πως η Συμφωνία των Πρεσπών θα συμβάλλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων. "Τα τελευταία χρόνια αυτό που ζούμε στα Βαλκάνια – και το παρατηρούμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με τις διεθνείς σχέσεις – είναι ότι νέοι παράγοντες επαναδραστηριοποιούνται στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2017 η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι είχε πει ότι τα Βαλκάνια ξαναγίνονται η σκακιέρα όπου θα συγκρουστούν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Τα Βαλκάνια ξαναποκτούν γεωστρατηγική σημασία.
Η Ρωσία εμφανίζεται πάλι πιο ενεργά στην περιοχή, η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την επιρροή της σε διάφορους πληθυσμούς. Αυτή τη στιγμή, με αυτήν τη Συμφωνία, εξασφαλίζουμε την περιοχή, στεγανοποιούμε τα σύνορα μας από ξένες επιρροές και έχουμε τη δυνατότητα να αναλάβουμε αυτή τη χώρα, να τη βοηθήσουμε στο δρόμο προς την ΕΕ. Θα ήταν πολύ σημαντικά όχι μόνο να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά σε ένα διεθνές πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί θα έρθουν πραγματικά σε επαφή με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και ευρύτερα την ελληνική κουλτούρα, αλλά να μπορέσουμε να αναλάβουμε να εκπαιδεύσουμε και στρατιωτικούς της χώρας αυτής. Δηλαδή, η φιλία και η συνεργασία είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διασφάλιση της σταθερότητας" αναφέρει.
Η κ. Κοππά σκιαγραφεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και το νέο οικονομικό τοπίο που διαμορφώνεται μετά την κύρωση της Συμφωνίας: "Θα ενοποιήσει όλο τον βαλκανικό χώρο και ουσιαστικά αν τα πράγματα προχωρήσουν όπως πιστεύουμε, θα αποτελέσει όλη η περιοχή μια βαλκανική ενδοχώρα για την Ελλάδα με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Αυτό το ζητούν μετ' επιτάσεως οι επιχειρηματίες της Βόρειας Ελλάδας που ασφυκτιούσαν μέσα από τους σκληρούς ελέγχους και δυσκολίες που είχαμε με τη γειτονική χώρα. Τώρα έχουν όλη τη δυνατότητα πολυεπίπεδα να αναπτύξουν τις σχέσεις" σημειώνει.
Ακόμα, εκφράζει την πεποίθηση πως η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να αποτελέσει πρότυπο επίλυσης και άλλων διαφορών στην περιοχή μας. "Για μια περιοχή που είναι γνωστή για τις συγκρούσεις και τα άλυτα προβλήματα, η Συμφωνία αυτή είναι η πρώτη καλή είδηση μετά από πολλά χρόνια. Νομίζω ότι μπορεί να αποτελέσει πρότυπο. Δεν είναι τυχαίο ότι από την Κύπρο το βλέπουν με πάρα πολύ ενδιαφέρον και υπήρξαν Κύπριοι αρθρογράφοι και καθηγητές οι οποίοι διατύπωσαν ακριβώς αυτή τη σκέψη: πώς μπορεί να βοηθήσει άλυτες συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή. Το επόμενο μεγάλο θέμα είναι το Κόσοβο στα Βαλκάνια, πολύ δύσκολο θέμα κι αυτό. Αλλά νομίζω ότι η δυναμική που δημιούργησε η Συμφωνία των Πρεσπών ανοίγει νέες προοπτικές και για την επίλυση εκείνου του θέματος".
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο μιλά και για την επόμενη ημέρα στις σχέσεις Ελλάδας-πΓΔΜ."Έχουμε ακόμα ένα πολύ μακρύ δρόμο, που κυρίως η πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να αποδείξει έμπρακτα τη σοβαρότητα απέναντι στην υλοποίηση της Συμφωνίας. Γιατί αυτό θα μπορέσει να άρει και τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, βάσιμες ή αβάσιμες, υπήρχαν στην Ελλάδα. Η ίδια η Συμφωνία προβλέπει αναλυτικά τα βήματα για τη δημιουργία επιτροπών για τα σχολικά βιβλία, για τη δημιουργία επιτροπών για τα εμπορικά σήματα. Βέβαια, υπάρχει η μεταβατική περίοδος, γιατί αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν από τη μία ημέρα στην άλλη. Σ Το θέμα των ταξιδιωτικών εγγράφων ή άλλων εγγράφων δίνεται ένα περιθώριο κάποιων χρόνων. Κι αυτό είναι λογικό. Σκεφτείτε όταν ενοποιήθηκε η Ανατολική με τη Δυτική Γερμανία, που μιλάμε ουσιαστικά για την ίδια χώρα, η οποία χωρίστηκε μόνο 45 χρόνια, χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να ομογενοποιηθούν τα έγγραφα, για να μπορέσει να υλοποιηθεί πλήρως το πλαίσιο της συμφωνίας πάνω στο οποίο έγινε η ένωση των δύο Γερμανιών. Άρα χρειάζεται χρόνος, χρειάζεται συστηματική προσήλωση στη Συμφωνία και προσπάθεια κι από τις δύο μεριές. Γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια να παρακαμφθεί η Συμφωνία, μόνο κακό μπορεί να κάνει στη σχέση των δύο χωρών και να δώσει ερείσματα σε αυτούς οι οποίοι είναι δύσπιστοι για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος" σημειώνει.
Τέλος, η κ. Κοππά υπογραμμίζει πως "νομίζω ότι η θέληση υπάρχει. Οι δύο χώρες είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν μπροστά και ουσιαστικά να προχωρήσει μπροστά η Βαλκανική και είμαι πολύ αισιόδοξη".
Δημήτρης Χριστόπουλος: Η συμφωνία απελευθερώνει μία δυναμική συνεννόησης που ήταν παγωμένη
Ως "ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών στο Διεθνές Δίκαιο" και "μία πολύ σημαντική αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης των κρατών", χαρακτηρίζει τη Συμφωνία των Πρεσπών ο καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Χριστόπουλος μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Η Συμφωνία αυτή, όπως τονίζει, "απελευθερώνει μια δυναμική συνενννόησης που ήταν παγωμένη, αποτελεί ένα επίτευγμα της διπλωματίας και των δύο κρατών" και ως τέτοιο "φυσικά είναι ένας συμβιβασμός" ανάμεσα στα δύο μέρη. "Συμβιβασμός που προκαλεί αναταραχή και ταραγμούς και στις δύο πλευρές" συμπληρώνει.
Ο κ. Χριστόπουλος απαντώντας στο πώς η διεθνής κοινότητα θα συμμορφωθεί με την απόφαση για αλλαγή της ονομασίας, σημειώνει πως είναι αυτή που πιέζει με κάθε τρόπο, εύλογο και μη, στην κατεύθυνση της επίλυσης αυτής της διαφοράς από τότε που αυτή η διαφορά υπάρχει.
"Προβλέπεται, είναι δρομολογημένο νομοτεχνικά, ότι άπαξ και ολοκληρωθούν τα βήματα του οδικού χάρτη που προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών- που ξεκινάει από το δημοψήφισμα στη γείτονα, τη συνταγματική αναθεώρηση και κλείνει με την κύρωση της και του πρωτοκόλλου ένταξης στο ΝΑΤΟ στη δική μας πλευρά-, τότε η διεθνής ονομασία της χώρας αλλάζει" επισημαίνει.
Σε ό,τι αφορά στη συμβολή της Συμφωνίας των Πρεσπών στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων, ο καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου επαναλαμβάνει πως οτιδήποτε εντάσσεται στην ευρύτερη προβληματική της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, εντάσσεται και στη γεωπολιτική σταθεροποίηση μιας περιοχής, και μάλιστα όταν αυτή δεν φημίζεται για τη σταθερότητά της.
Εστιάζοντας στη Συμφωνία, αναδεικνύει ως βασική της ιδιαιτερότητα ότι συνιστά κάτι πρωτοφανές στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου: την άρνηση ενός κράτους να αποδεχτεί την ονομασία ενός άλλου. "Είναι πρωτοφανές διότι συνήθως τα κράτη αλλάζουν ονομασία- τις σπάνιες φορές που αλλάζουν- είτε επειδή τα ίδια το θέλουνε είτε επειδή ένας πόλεμος τα οδηγεί στην ταπεινή συμμόρφωση με τη βούληση των νικητών. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το παράδειγμα της Αυστρίας".
Ο κ. Χριστόπουλος εκφράζει επίσης την άποψη πως "το πνεύμα της συνθήκης, η γραμμή της προσέγγισης και των αμοιβαίων συμβιβασμών προς την κατεύθυνση του κατευνασμού των παθών ένθεν κακείθεν των συνόρων μπορεί να αποτελέσει ένα μοντέλο και για άλλες τέτοιου τύπου συνομολογήσεις διεθνών συμβάσεων, όχι μόνο στην περιοχή μας αλλά και για αλλού".
Παράλληλα, εκτιμά πως δεν θα αλλάξει δραστικά το οικονομικό τοπίο και συμπληρώνει πως ούτως ή άλλως ο καπιταλισμός βρίσκει λύσεις πολύ πριν τα κεφάλια των θερμοκέφαλων και από τις δύο πλευρές των συνόρων αποφασίσουν να συμμορφωθούν ή όχι με τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας. "Οι ελληνικές τράπεζες και τα ελληνικά κεφάλαια είναι ήδη εδώ και 25 χρόνια, δηλώνουν παρόν στη γειτονική μας δημοκρατία, παρά το γεγονός ότι το όνομα ήταν ακόμη μία εκκρεμότητα" λέει, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η Συμφωνία "θα δώσει μία δυναμική διότι θα απελευθερώσει έτσι δυνάμεις οι οποίες βρισκόντουσαν σε μία συστολή. "Πάντως ούτε οι ελληνικές τράπεζες και τα σούπερ μάρκετ εμποδίστηκαν από την εκκρεμότητα του ονόματος για να δραστηριοποιηθούν στη γείτονα, ούτε οι γείτονές μας εμποδίστηκαν από την εκκρεμότητα του ονόματος για να κάνουν τα μπάνια τους στην Χαλκιδική" συμπληρώνει.
Σε ερώτηση αν εκτιμά ότι θα υπάρξει αύξηση των εμπορικών συναλλαγών και τι θα γίνει με τα εμπορικά σήματα, ο κ. Χριστόπουλος αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως για τα εμπορικά σήματα προβλέπεται η σύσταση μιας μικτής επιτροπής η οποία θα αναλάβει να διευθετήσει ό,τι τυχόν διαφορά υπάρχει σχετικά με τη χρήση το όρου "Μακεδονικός" κ.λπ. Υπενθυμίζει ότι η ελληνική πλευρά δεν προσέρχεται μόνο με το δικό της θεσμικό οπλισμό στη Συμφωνία εδώ, αλλά και με τη θεσμική περιχαράκωση που της δίνει και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί του προκείμενου. Ως εκτούτου, θεωρεί ότι στις λίγες φορές που πιθανόν θα προκύψουν ζητήματα εμπορικών σημάτων θα λυθούν χωρίς πολλά προβλήματα. Σε ό,τι αφορά τις εμπορικές συναλλαγές καθ’ αυτές, αναφέρει πως περιμένει από τη Συνθήκη να δώσει μια ώθηση.
Αναφερόμενος στις αλλαγές που φέρει η Συμφωνία στις μεταξύ των δύο κρατών διπλωματικές σχέσεις και εδρες των Γραφείων Συνδέσμων ο κ. Χριστόπουλος εξηγεί ότι θα υπάρξει μία περίοδος κατά την οποία θα ενταχθούν και θα οριστικοποιηθούν οι διπλωματικές θέσεις κασι προσθέτει: "Εγώ είμαι καθηγητής Πανεπιστημίου θα ήθελα πάρα πολύ να εντατικοποιηθεί η διεύρυνση και στο πεδίο της ακαδημαϊκής συνεννόησης με τέτοιου είδους μέτρα εμπιστοσύνης και είμαι βέβαιος ότι συνολικά, αν υπάρχει βούληση, τέτοιου είδους κινήσεις θα είναι το ερχόμενο κεφάλαιο στην κατεύθυνση της εδραίωσης του πνεύματος και του γράμματος της συμφωνίας. Αλλά γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει βούληση από τις κυβερνήσεις των δύο κρατών. Το μόνο σίγουρο είναι πάντως ότι από μόνη της η συνομολόγηση της συμφωνίας απελευθερώνει μία δυναμική συνεννόησης, η οποία τόσα χρόνια βρισκόταν παγωμένη εξαιτίας της διαφοράς περί του ονόματος".
Τέλος, ο Δημήτρης Χριστόπουλος αναφέρθηκε και στις αλλαγές που θα δρομολογηθούν στον τομέα της εκπαίδευσης. "Οι αλλαγές στα σχολικά βιβλία και συνολικά οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι δύο πολιτικές κοινότητες βλέπουν το παρελθόν τους, κατά την άποψή μου είναι από τα πολύ σημαντικά κεφάλαια στην κατεύθυνση της εδραίωσης του πνεύματος και του γράμματος στη Συμφωνία των Πρεσπών. Η συμφωνία προβλέπει τη σύσταση επιτροπής. Πιστεύω ότι υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει εδώ και από τη μία και από την άλλη πλευρά των συνόρων. Πάντως η άλλη πλευρά ξεκινά ούτως ή άλλως με έναν περιορισμό, που προβλέπεται από την ίδια τη Συμφωνία, ότι ποτέ δεν ΘΑ μπορεί να ξανα-επιχειρήσει την οικειοποίηση του παρελθόντος της μακεδονικής αρχαιότητος. Αυτό λύνει τα χέρια, εφόσον υπάρχει καλή βούληση και από τα δύο μέρη, προκειμένου να έρθουμε σε μία καλύτερη συνεννόηση σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που χωρίζουν τους δύο λαούς, κυρίως στο πεδίο της μετα-οθωμανικής Μακεδονίας. Γιατί το μακεδονικό πρόβλημα δεν είναι ένα πρόβλημα το οποίο μας έρχεται από την αρχαιότητα, μας έρχεται από τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν βγει από τη μέση ο ιδεολογικός βραχνάς της αρχαιότητας ο οποίος μας στοίχησε- σε μας και σε αυτούς- την τελευταία 15ετία, τότε νομίζω ότι έχουμε λιγότερη δουλειά, όχι όμως ασήμαντη. Θέλει πολλή δουλειά, για την οποία ευελπιστούμε ότι υπάρχουν άνθρωποι και από τις δύο πλευρές που έχουν να κάνουν αυτά που πρέπει προκειμένου να το ολοκληρώσουν" υποστηρίζει.
λίας Κουσκουβέλης: Η Συμφωνία των Πρεσπών δημιουργεί συνθήκες για το μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο πλευρές θα εφαρμόσουν και το γράμμα και το πνεύμα της συμφωνίας
Η συμφωνία δημιουργεί συνθήκες για το μέλλον υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο πλευρές θα εφαρμόσουν και το "γράμμα και το πνεύμα" αυτής, λέει στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Ηλίας Κουσκουβέλης.
"Θεωρώ ότι η συμφωνία ότι είναι μια έκφραση εμπιστοσύνης σε επίπεδο κυβερνητικό των δύο πλευρών, που δημιουργεί συνθήκες για το μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιχειρήσουν να εφαρμόσουν (οι δύο πλευρές) και το γράμμα και το πνεύμα της συμφωνίας. Διότι η όλη λογική είναι αφενός μεν να εγκαταλειφθεί αυτό που ονομάζουμε αλυτρωτισμό καθώς και η προσπάθεια οικειοποίησης πλευρών του ελληνικού πολιτισμού και από την άλλη η Ελλάδα να βοηθήσει στο να συμμετάσχει το γειτονικό κράτος στους διεθνείς οργανισμούς και προοδευτικά, μέσα από την πορεία προσαρμογής, στην "ευρωπαϊκή οικογένεια"", τονίζει ο κ. Κουσκουβέλης.
Εκφράζει, δε, την ελπίδα ότι οι αντίρροπες δυνάμεις που υπάρχουν "ειδικά στην πλευρά των Σκοπίων, να μην δημιουργούν διαρκώς ζητήματα σε σχέση με την εφαρμογή της συμφωνίας".
Αυτό που, όπως λέει ο καθηγητής του ΠΑΜΑΚ, είναι αναγκαίο την επομένη της συμφωνίας, είναι "να εκπονήσουμε μία πολιτική, η οποία αφενός θα υπάρχει για να παρακολουθεί την εφαρμογή της συμφωνίας εκ μέρους της άλλης πλευράς, από την άλλη πλευρά όμως να διασφαλίσει ότι το γειτονικό μας κράτος αλλά και τα υπόλοιπα κράτη στη ΝΑ Ευρώπη θα πορεύονται μαζί μας στον ευρωπαϊκό δρόμο".
Κι αυτό, διότι, όπως λέει ο κ. Κουσκουβέλης, "επί πολλές δεκαετίες δεν έχουμε μία συγκεκριμένη πολιτική", αλλά "δεν μπορούμε να τα αφήνουμε στην τύχη και όπως τα πράγματα έρθουν. Κάναμε τη συμφωνία, αλλά στην επόμενη μέρα θα πρέπει να εκπονήσουμε μία πολιτική μεσομακροπρόθεσμη".
Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας από τη διεθνή κοινότητα, ο κ. Κουσκουβέλης εκτιμά ότι "τα δυτικά κράτη θα προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση καθώς η συμφωνία, όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα δηλώσεις γίνεται πολύ θετικά αποδεκτή", ωστόσο, όπως λέει, "υπάρχουν και κράτη τα οποία δεν είναι ικανοποιημένα από την επίτευξη αυτής της συμφωνίας και ενδεχομένως θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν προβλήματα".
Παρόλα αυτά, ο καθηγητής του ΠΑΜΑΚ δεν θεωρεί "ότι το εύρος των θεσμικών τους δυνατοτήτων (σ.σ. των παραπάνω κρατών) είναι μεγάλο, εντούτοις σε πολιτικό - οικονομικό επίπεδο ενδεχομένως να δούμε κινήσεις τους, οι οποίες θα δυσκολέψουν την υλοποίηση των προνοιών της συμφωνίας ή θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν κλίμα δυσπιστίας".
Ο κ. Κουσκουβέλης εκτιμά, επίσης, πως η συμφωνία μπορεί να συμβάλει -υπό προϋποθέσεις- στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων.
"Η συμφωνία", σημειώνει, "έχει ενοχλήσει κάποιες πολιτικές δυνάμεις περισσότερο στη Βουλγαρία, φαίνεται ότι από πλευράς Αλβανίας η συμφωνία γίνεται θετικά αποδεκτή, δεν έχουμε δει επίσης την επίσημη στάση ακόμα της Σερβίας, η οποία, για άλλους λόγους ενδεχομένως, μπορεί να μην είναι πολύ ικανοποιημένη. Ωστόσο, θεωρώ πως γενικότερα και εφόσον ελεγχθούν κάποιες "σκοτεινές δυνάμεις εθνικισμού" στη ΝΑ Ευρώπη, η συμφωνία μπορεί να συμβάλει σε μία γενικότερα μείωση των εντάσεων, αφού μπορεί να θεωρηθεί και ένα παράδειγμα ειρηνικής επίλυσης διαφορών".
Αναφορικά με την οικονομία και κατά πόσο μπορεί η συμφωνία να αλλάξει το τοπίο στην περιοχή, ο κ. Κουσκουβέλης επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: "Δεν μπορώ να εκτιμήσω πόσο μπορεί να αλλάξει το οικονομικό πεδίο διότι οι δυνάμεις της αγοράς θέλουν μεν σταθερότητα, την οποία προφανώς μία τέτοια συμφωνία προσφέρει, ωστόσο κινούνται με βάση την ευκαιρία που προσφέρει κάθε κράτος ή ποιες είναι οι επιχειρηματικές δυνατότητες οι οποίες προσφέρονται ή αναπτύσσονται. Υπό αυτή την έννοια η διαλεύκανση του τοπίου δημιουργεί δυνατότητες ώστε να αναληφθούν πρωτοβουλίες. Βεβαίως το γειτονικό μας κράτος θα τύχει ενισχύσεων από τους δυτικούς θεσμούς κι αυτό θα συμβάλει ως έναν βαθμό στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του ίδιου".
Κωνσταντίνος Φίλης: "Να δώσουμε έναν άλλον αέρα στις διμερείς σχέσεις"
"Αναμφίβολα διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών, θα έχουμε ούτως ή άλλως εγκαθίδρυση αντιπροσωπειών διπλωματικών σε έκαστη χώρα και νομίζω ότι το επόμενο βήμα, που είναι και το πιο σημαντικό, είναι αφενός αυτό της εφαρμογής της ίδιας της Συμφωνίας αφετέρου -και κυρίως- το να βρούμε τον τρόπο ώστε αυτή η Συμφωνία να λειτουργήσει επ’ αμοιβαία ωφέλεια για τις δύο χώρες", τονίζει ο διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) Κωνσταντίνος Φίλης, μιλώντας στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για την επόμενη μέρα μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
"Στην πραγματικότητα, επιλύοντας μία διαφορά, η οποία χρονίζει εδώ και τουλάχιστον 27 χρόνια, τουλάχιστον από την ίδρυση του γειτονικού κράτους και μετά, να δώσουμε έναν άλλον αέρα στις διμερείς σχέσεις", σημειώνει ο κ. Φίλης, υπογραμμίζοντας τη σημασία που έχει αυτή η πτυχή λόγω του υφέρποντα ανθελληνισμού στο εσωτερικό της γείτονος, που καλλιεργήθηκε την εποχή της κυριαρχίας Γκρούεφσκι, ο οποίος "χρέωνε στην Ελλάδα όλα τα δεινά που συνέβαιναν στη χώρα του".
"Αυτός ο ανθελληνισμός συν τω χρόνω θα μπορούσε να μετριαστεί και μετριάζοντάς τον, δημιουργούνται άλλες δυνατότητες και για τη δική μας επιρροή στη γειτονική χώρα και για την ανάσχεση της μεγάλης επιρροής τρίτων χωρών, όπως είναι η Τουρκία ή όπως είναι η Ρωσία", σημειώνει ο κ. Φίλης.
Αναφορικά, δε, με το πώς θα προχωρήσει η διαδικασία της αλλαγής ονόματος στη διεθνή κοινότητα, επισημαίνει: "Εφόσον τεθεί σε ισχύ η συνταγματική τροποποίηση, η οποία περιλαμβάνει και την αλλαγή του ονόματος "erga omnes" και εφόσον τα δύο μέρη θα ενημερώσουν τον ΟΗΕ, από εκείνη τη στιγμή τα κράτη τα οποία έχουν αναγνωρίσει σήμερα τη FYROM ως Δημοκρατία της Μακεδονίας, θα πρέπει να την αναγνωρίσουν ως Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Ήδη το Ισραήλ προέβη σε μια έμμεση διόρθωση του ονόματος των γειτόνων από Μακεδονία σε Βόρεια Μακεδονία αλλά τύποις αυτό θα γίνει από τη στιγμή που η γειτονική χώρα ζητήσει στον ΟΗΕ την αλλαγή της συνταγματικής της ονομασίας".
Κληθείς να εκτιμήσει αν η ψήφιση της συμφωνίας μπορεί να συμβάλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων, ο κ. Φίλης, αφού επισημαίνει πως η κατάσταση, σήμερα, στα Βαλκάνια διακρίνεται από "κακή διακυβέρνηση" και είναι ρευστή και ασταθής, σημειώνει πως "οποιαδήποτε συμφωνία έρχεται να διευθετήσει μία χρονίζουσα διαφορά, ασφαλώς δίνει ένα πλαίσιο και κυρίως δίνει μια άλλη δυναμική".
"Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή η δυναμική θα αξιοποιηθεί επί παραδείγματι στη διαφορά μεταξύ Κοσόβου – Σερβίας ή οποιεσδήποτε άλλες από τις διαφορές που υφίστανται, αλλά σε κάθε περίπτωση μία τέτοια λύση δίνει τον τόνο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως ένα μοντέλο διευθέτησης".
Σημειώνει, δε, ότι είναι ένας συμβιβασμός, "ο οποίος είναι ισορροπημένος και γι’ αυτό έχουμε και τις έντονες αντιδράσεις και στη μία και στην άλλη πλευρά, δεν είναι δηλαδή 99-1 υπέρ του ισχυρού" και προσθέτει πως "η διάθεση και η αποφασιστικότητα των δύο κυβερνήσεων να βρουν έναν κοινό παρανομαστή παρά τις δεδομένες διαφορές τους και να κάνουν τις αναγκαίες παραχωρήσεις, αυτή η διάσταση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον διεθνή παράγοντα ως υπόδειγμα για την επίλυση άλλων διαφορών, που αυτή τη στιγμή αφορούν τα Δυτικά Βαλκάνια".
Σε ό,τι αφορά το πώς η συμφωνία μπορεί να αλλάξει το οικονομικό τοπίο στην περιοχή, ο κ. Φίλης αναφέρει -μεταξύ άλλων- ότι "από στρατηγική οικονομική παρουσία αυτή τη στιγμή εμείς απέχουμε (στη γειτονική χώρα), δεν βρισκόμαστε μέσα σε κανέναν κλάδο της οικονομίας που να μπορεί να μας δίνει ένα λόγο αλλά και ρόλο στα τεκταινόμενα" και αυτό, όπως σημειώνει, "είναι κάτι το οποίο πρέπει να διορθώσουμε" με πολλή δουλειά.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί λογική την ίδρυση, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, μέσα στα επόμενα χρόνια, μιας Γραμματείας Βαλκανικών Υποθέσεων αντί του υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης, που θα μπορούσε να έχει "απευθείας αναφορά στον εκάστοτε πρωθυπουργό, θα ασχολείτο ακριβώς με αυτό το θέμα της οικονομικής, πολιτιστικής, εκπαιδευτικής παρουσίας της Ελλάδας και θα είχε ως στόχο να ενδυναμώσει την χώρα μας στην ευρύτερη περιοχή συνολικά".
Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης : Η Ελλάδα δεν κερδίζει τίποτε από τη Συμφωνία των Πρεσπών, οφέλη υπάρχουν για τα Σκόπια, τους δυτικούς και το ΝΑΤΟ
Τα Σκόπια αποκτούν μια "διεθνή νομιμοποίηση" στο παγκόσμιο σύστημα κρατών, που "παρέχεται από την Ελλάδα", η οποία όμως "δεν κερδίζει τίποτε" από την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, αναφέρει σε συνέντευξη του στο ΑΠΕ–ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης. Ο κ. Γιαλλουρίδης εκτιμά ότι η Συμφωνία έχει οφέλη για τα Σκόπια, τους δυτικούς και το ΝΑΤΟ, αλλά όχι για τη χώρα μας και αμφισβητεί και την δυνητικά θετική επίδραση της στην οικονομική ανάπτυξη περιοχής.
"Για τα Σκόπια σημαίνει μια διεθνή νομιμοποίηση, που παρέχεται από την Ελλάδα, που είναι πολύ σημαντική για τη σταθερότητα της χώρας αυτής, την ευρωπαϊκή προοπτική της και την οικονομική ανάπτυξη της. Η Ελλάδα δεν κερδίζει τίποτε, γιατί ούτως ή άλλως είχαμε μια καλή σχέση με τα Σκόπια, πάντοτε, από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Η Ελλάδα δεν είχε προβλήματα. Δεν ήταν αναγκαία η Συμφωνία των Πρεσπών για να κερδίσουμε την επικοινωνία και την οικονομική μας παρουσία στα Σκόπια, αυτή υπήρχε πάντοτε" τονίζει ο κ. Γιαλλουρίδης.
Σε ότι αφορά τη νέα ονομασία της γειτονικής χώρας, όπως προβλέπεται από τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο κ. Γιαλλουρίδης επισημαίνει ότι "αναγκαστικά" θα χρησιμοποιείται στις διεθνείς επίσημες συναντήσεις, αλλά όχι και στην καθημερινότητα, στην επικοινωνία, στις επαφές.
"Στο "ταμπελάκι" στις διεθνείς συναντήσεις θα λέγεται Βόρεια Μακεδονία. Στη γλώσσα, τη διεθνοπολιτική, δηλαδή, στην επαφή, στην παρουσία στα διεθνή media θα είναι "μακεδόνες”, με ελληνική υπογραφή πλέον. Υπήρξε, μέσα από τη Συμφωνία, εκχώρηση γλώσσας και ιθαγένειας" υποστηρίζει ο κ. Γιαλλουρίδης και προσθέτει : "Σε επίπεδο αντιπροσωπειών θα υπάρχει το ταμπελάκι, όπου θα λέγεται Βόρεια Μακεδονία, αναγκαστικά, δηλαδή, στις διεθνείς συναντήσεις, τις επίσημες. Αλλά στην πολιτική χρήση του όρου, που είναι πολύ πιο συχνή, στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στα ΜΜΕ, παντού θα είναι "Μακεδονία”. Θα είναι μια παρουσία ταυτότητας "μακεδονικής” διεθνώς. Τα κράτη είναι φορείς ταυτοτήτων".
Ο γνωστός διεθνολόγος αμφισβητεί επίσης την άποψη ότι η ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, διά της εισόδου της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, θα συμβάλλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων. "Δεν υπάρχουν προβλήματα στην περιοχή μας, τα οποία να επιλύσει ή να διορθώσει το ΝΑΤΟ. Τα Σκόπια δεν είχαν δημιουργήσει ποτέ προβλήματα με την Ελλάδα, ούτε και υπήρχε περίπτωση στο μέλλον. Τα προβλήματα με την Αλβανία δεν είναι αυτής της φύσης που να αντιμετωπίσει το ΝΑΤΟ. Η Σερβία είναι φιλική χώρα προς την Ελλάδα.... Εμείς, αντίθετα, διασαλεύουμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία - δεν είναι εχθρικές - αλλά δεν είναι αυτές που θα μπορούσε να είναι. Οι σχέσεις μας με τη Ρωσία ήταν διαχρονικά καλές".
Σε ερώτηση εάν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή η Συμφωνία ως πρότυπο επίλυσης διαφορών μεταξύ άλλων χωρών, ο κ. Γιαλλουρίδης απαντά αρνητικά. "Τα κράτη, όταν διαπραγματεύονται, διαπραγματεύονται για αμοιβαίο όφελος. Δεν διαπραγματεύονται για να δώσει το ένα στο άλλο, χωρίς να πάρει τίποτε. Διότι αμοιβαίο όφελος σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει. Υπάρχει όφελος των Σκοπίων, υπάρχει όφελος των Δυτικών, υπάρχει όφελος του ΝΑΤΟ, δεν υπάρχει όφελος της Ελλάδας. Είναι παράδειγμα προς αποφυγή" υποστηρίζει.
Σε ό,τι αφορά το οικονομικό τοπίο στην ευρύτερη περιοχή μετά την υπερψήφιση της Συμφωνίας, ο κ. Γιαλλουρίδης ισχυρίζεται ότι η επίδραση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι αδιάφορη, τουλάχιστον για τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας μας.
"Η Ελλάδα είχε και έχει οικονομική παρουσία στο χώρο των Βαλκανίων, δεν επηρεάζεται αυτό από τη Συμφωνία ή τη μη Συμφωνία. Οι Έλληνες επιχειρηματίες ήσαν και είναι παρόντες, δεν υπήρχαν αρνητικά αντανακλαστικά, υπήρχαν και υπάρχουν συναλλαγές και καλές σχέσεις".

 Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ