Μετά το πραξικόπημα των
ολιγαρχικών στην Αθήνα και την τελική προσχώρηση του Αλκιβιάδη στους
δημοκρατικούς της Σάμου δημιουργήθηκε διπλωματική δράση χωρίς προηγούμενο. Οι
Πελοποννήσιοι που ήταν στη Μίλητο, όταν έμαθαν ότι ο Αλκιβιάδης είχε πλέον
επίσημα επιστρέψει στους Αθηναίους, έγιναν ακόμη πιο εχθρικοί προς τον
Τισσαφέρνη, θεωρώντας ότι δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο ξεκάθαρη απόδειξη του
διπλού παιχνιδιού του σατράπη, που από τη μια έκανε τρεις συμφωνίες με τους
Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους κι από την άλλη επέτρεπε στον συμβουλάτορά
του Αλκιβιάδη να τάσσεται ανοιχτά με το μέρος των Αθηναίων. Εξάλλου, η ίδια η
απροθυμία του να πληρώνει τους μισθούς – όπως είχε συμφωνήσει – αποδείκνυε τις
βλέψεις του.
Πραγματικά,
από τη στιγμή που ο αθηναϊκός στόλος εμφανίστηκε μπροστά στη Μίλητο και οι
Λακεδαιμόνιοι δεν ανοίχτηκαν για να τον αντιμετωπίσουν, ο Τισσαφέρνης έγινε πιο
φειδωλός από ποτέ. Ακόμη και οι αξιωματούχοι, σε σύσκεψη που έκαναν,
διαπίστωσαν ότι ποτέ δεν πήραν ολόκληρο το μισθό τους κι ότι κι αυτά που
έπαιρναν, πέρα απ’ το ότι ήταν λίγα, ήταν πάντα με καθυστέρηση και σε άτακτα
χρονικά διαστήματα: «’Επρεπε, έλεγαν, ή να δώσουν μιαν αποφασιστική ναυμαχία ή
να μετακινηθούν αλλού, σε μέρος όπου θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη διατροφή
τους. Αλλιώτικα τα πληρώματα θα παρατούσαν τα καράβια. Για όλα, έλεγαν, αίτιος
ήταν ο Αστύοχος, που, για προσωπικό όφελος, ανεχόταν τις ιδιοτροπίες του
Τισσαφέρνη». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 83). Η δυσφορία μάλιστα απέναντι στον
Αστύοχο έφτασε τέτοιο σημείο, που πολλοί από τους Θούριους και τους
Συρακουσίους ναύτες, καταπατώντας κάθε έννοια στρατιωτικής πειθαρχίας τον
περικύκλωσαν και ζητούσαν τα λεφτά τους. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά όταν ο Αστύοχος
τους απείλησε και σήκωσε το ραβδί του να χτυπήσει το Δωριέα, που ανοιχτά υποστήριζε
τους ναύτες του, όρμησαν κατά πάνω του και θα τον κακοποιούσαν αν δεν
κατέφευγε ικέτης σε κάποιο βωμό.
Η ένταση αυτή έφερε καταιγιστικές εξελίξεις: Οι Σπαρτιάτες ανακάλεσαν τον
Αστύοχο και τον αντικατέστησαν με Μίνδαρο και ο Τισσαφέρνης, προκειμένου να
καταλαγιάσει τις υποψίες σε βάρος του (ο Ερμοκράτης πια ωρυόταν εναντίον του
καταγγέλλοντας και τον προδοτικό ρόλο του Αλκιβιάδη) μεταφέρθηκε στην Άσπενδο,
ζητώντας τη συνοδεία του Λίχα, ώστε να φέρει τον περιβόητο φοινικικό στόλο, που
συνεχώς υποσχόταν και ποτέ δεν εμφάνιζε. (Φυσικά, ο Αλκιβιάδης έσπευσε επίσης
στην Άσπενδο δίνοντας στους Αθηναίους την υπόσχεση ότι θα φέρει το φοινικικό
στόλο ως σύμμαχο των Αθηναίων κι όχι ως εχθρό ή, τουλάχιστον, αν δεν μπορούσε
να πετύχει αυτό, ότι δεν θα επέτρεπε σε καμία περίπτωση να ταχθεί ο φοινικικός
στόλος με το πλευρό των Πελοποννησίων). Το σίγουρο είναι ότι ο φοινικικός
στόλος έφτασε στην Άσπενδο. Τουλάχιστον εκατό σαράντα επτά καράβια ήταν εκεί.
Σίγουρο είναι επίσης ότι ο Τισσαφέρνης δεν κινητοποίησε την αρμάδα αυτή προς
όφελος κανενός. Όσο για το σκοπό της μετάβασής του στην Άσπενδο, μόνο υποθέσεις
μπορούν να γίνουν: «Άλλοι λένε ότι ο Τισσαφέρνης απουσίασε για να εξαντλήσει –
σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο – τους Πελοποννησίους………. Άλλοι ότι έφερε τους
Φοίνικες ως την Άσπενδο για να τους διώξει κατόπιν αφού πάρει απ’ αυτούς
χρήματα…… άλλοι, τέλος, ότι το ταξίδι το ‘καμε εξαιτίας της εναντίον του
κατακραυγής, που είχε φτάσει ως τη Σπάρτη, ώστε να πουν εκεί ότι δεν τους
αδικεί, αλλά ότι αναμφισβήτητα πηγαίνει να φέρει τα καράβια, που πραγματικά
ήταν επανδρωμένα. Προσωπικά, νομίζω, πως είναι πολύ φανερός ο λόγος για τον
οποίο δεν έφερε το στόλο: επιδίωκε, με την ενέργειά του αυτή, να φθείρει και να
οδηγήσει στην απραξία τους Έλληνες. Τους έφθειρε με το να πηγαίνει ως την
Άσπενδο και ν’ αργοπορεί εκεί, τους οδηγούσε στην απραξία με το να τους κρατά
ισοδύναμους, αφού απόφευγε να δώσει την υπεροχή σ’ έναν απ’ τους δυο
αντιπάλους, συμπράττοντας μαζί του. Γιατί, πραγματικά, αν ήθελε, θα μπορούσε να
δώσει τέλος στον πόλεμο, επεμβαίνοντας σ’ αυτόν χωρίς δισταγμούς». (βιβλίο
όγδοο, παράγραφος 87).
Από την άλλη, στο στρατόπεδο των Αθηναίων οι εξελίξεις ήταν επίσης ραγδαίες.
Όταν έφτασαν οι απεσταλμένοι των Τετρακοσίων ολιγαρχικών της Αθήνας από τη Δήλο
στη Σάμο, έγινε σάλος. Στη συνέλευση που πραγματοποιήθηκε οι στρατιώτες δεν
ήθελαν καν να τους ακούσουν και φώναζαν ότι πρέπει να θανατωθούν αυτοί που
κατέλυσαν τη δημοκρατία. Μάταια οι απεσταλμένοι διαβεβαίωναν ότι επρόκειτο για
μεταπολίτευση που είχε ως στόχο να σωθεί η πόλη. Ότι δεν επρόκειτο για
ολιγαρχία των τετρακοσίων, αλλά ότι πέντε χιλιάδες δημοκρατικοί πολίτες θα
αναλάμβαναν με τη σειρά την εξουσία. Ότι κανείς δεν έπαθε κανένα κακό, αλλά
όλοι διατηρούσαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Οι στρατιώτες ήταν τόσο
εξοργισμένοι που οι περισσότεροι πρότειναν ανοιχτά να αρμενίσουν εναντίον του
Πειραιά. Φυσικά, ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Αθηναίων θα ήταν η
ολοκληρωτική καταστροφή. Ο άνθρωπος που απέτρεψε αυτή την εξέλιξη ήταν ο
Αλκιβιάδης: «Κατόρθωσε, αλήθεια, να εμποδίσει τους Αθηναίους της Σάμου ν’
αρμενίσουν εναντίον των συμπολιτών τους, οπότε αναμφισβήτητα οι εχθροί θα
κυρίευαν αμέσως την Ιωνία και τον Ελλήσποντο. Στις δύσκολες εκείνες στιγμές,
όπου κανένας άλλος δε στάθηκε ικανός να συγκρατήσει το πλήθος, αυτός όχι μόνο
τους σταμάτησε από το να ξεκινήσουν εναντίον της Αθήνας, αλλά και με λόγια
επιτιμητικά συγκράτησε κείνους που, από διαφορές προσωπικές, οργίζονταν
εναντίον των απεσταλμένων. Αυτός ο ίδιος τους έστειλε πίσω δίνοντάς τους την
ακόλουθη απάντηση. Δεν είχε καμιάν αντίρρηση να κυβερνούν οι πέντε χιλιάδες,
απαιτούσε όμως να απομακρύνουν από την εξουσία τους Τετρακοσίους και ν’
αποκαταστήσουν τη βουλή των πεντακοσίων, όπως και πριν. Είπε ακόμη πως
επιδοκιμάζει απόλυτα κάθε μέτρο που πάρθηκε για να γίνουν κάποιες οικονομίες
και να εξασφαλιστεί έτσι ο καλύτερος ανεφοδιασμός του στρατού. Κι ως προς τα
άλλα σύσταινε να κρατάνε καλά και να μην υποχωρούν καθόλου στον εχθρό. Γιατί αν
η πόλη σωζόταν, υπήρχαν πολλές ελπίδες να συμφιλιωθούν μεταξύ τους, αν όμως το
ένα από τα δύο μέρη, είτε η πόλη είτε το στρατόπεδο της Σάμου, χανόταν, τότε δε
θα υπήρχε πια εκείνος με τον οποίο θα γινόταν ο συμβιβασμός». (βιβλίο όγδοο,
παράγραφος 86). Κατόπιν αυτών αρμένισε στην Άσπενδο για να αποτρέψει την προσχώρηση
του φοινικικού στόλου στο στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων.
Όταν οι απεσταλμένοι μετέφεραν τις προτροπές του Αλκιβιάδη στην Αθήνα, οι
ολιγαρχικοί χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, αφού κάποιοι από αυτούς άρχισαν
φανερά να επικρίνουν την κατάσταση: «Αρχηγοί τους ήταν μερικοί από τους πιο
σημαντικούς ολιγαρχικούς που είχαν και αξιώματα, όπως ο Θηραμένης του Άγνωνα, ο
Αριστοκράτης του Σκελία κι άλλοι. Αυτοί, είχαν πάρει μέρος απ’ τους πρώτους στο
πραξικόπημα, επειδή όμως, όπως έλεγαν, φοβούνταν πάρα πολύ απ’ το ένα μέρος το
στρατό της Σάμου και τον Αλκιβιάδη κι απ’ το άλλο τους πρέσβεις που είχαν
σταλεί στη Σπάρτη, μήπως, χωρίς τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας των ολιγαρχικών,
βλάψουν σημαντικά την πόλη, δεν υποστήριζαν βέβαια ανοιχτά να μην ασκείται η
εξουσία από τους λίγους, ζητούσαν όμως να ‘χουν εξουσία πραγματική κι όχι
ονομαστική κι οι πέντε χιλιάδες και το πολίτευμα να γίνει πιο ισόνομο». (βιβλίο
όγδοο, παράγραφος 89). Ο Θηραμένης και οι δικοί του δεν είναι τίποτε άλλο από
τους πραξικοπηματίες που ξέρουν καλά πότε πρέπει να πηδήξουν από τη βάρκα.
Γιατί αυτού του είδους οι άνθρωποι ούτε ιδεολογίες έχουν ούτε όραμα για το
δημόσιο συμφέρον. Το μόνο που αποσκοπούν είναι το προσωπικό όφελος
εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες. Κι ο διορατικός καιροσκόπος οφείλει πριν απ’
όλα να αντιλαμβάνεται αν οι συγκυρίες αυτές είναι ευνοϊκές. Από τη στιγμή που
οι Τετρακόσιοι έχασαν την υποστήριξη του Αλκιβιάδη και – κυρίως – βρέθηκαν
χωρίς τη στήριξη του αθηναϊκού στρατού ήταν πλέον ολοφάνερο ότι δε θα μπορούσαν
να έχουν κανένα μέλλον. Γιατί πραξικόπημα χωρίς στρατό δεν υφίσταται. Τώρα πια
όλα είχαν ξεκαθαρίσει. Οι Τετρακόσιοι δεν είχαν ούτε πολιτικό άλλοθι, αφού ο
Αλκιβιάδης – στο όνομα του οποίου επιβλήθηκαν – τους γύρισε την πλάτη, ούτε
στρατιωτικό έρεισμα. Το πραξικόπημα ξεδοντιάστηκε σχεδόν αμέσως και οι
πρωτεργάτες, όπως ήταν φυσικό, έβγαλαν τα μαχαίρια: «Γιατί, από την πρώτη μέρα
της εγκαθίδρυσής της, καθένας απ’ τους πρωτεργάτες έχει την απαίτηση όχι να
είναι ίσος με τους άλλους, αλλά ο πρώτος απ’ όλους. Στη δημοκρατία, αντίθετα,
επειδή οι άρχοντες αναδείχνονται με τις εκλογές, ανέχεται κανείς ευκολότερα το
αποτέλεσμα, μια και δεν πιστεύει ότι παραγκωνίζεται από τους όμοιούς του».
(βιβλίο όγδοο, παράγραφος 89).
Από τη μεριά τους, οι ολιγαρχικοί που παρέμειναν πιστοί στους Τετρακόσιους,
όπως ο Φρύνιχος, ο Αρίσταρχος, ο Πείσανδρος, ο Αντιφώντας κι άλλοι, κατάλαβαν
ότι μόνο με τη βοήθεια των Σπαρτιατών θα μπορούσαν να υπερισχύσουν. Έτσι,
έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη για άμεση διαπραγμάτευση της ειρήνης και άρχισαν
να χτίζουν τείχος στη θέση που λέγεται Ηετιωνεία: «Αναμφίβολα προτιμούσαν να
διατηρήσουν την αθηναϊκή ηγεμονία με ολιγαρχικό καθεστώς. Αν όμως τούτο δε θα
‘ταν δυνατό, θα προσπαθούσαν να μείνουν ανεξάρτητοι έχοντας το στόλο και τα
τείχη. Κι αν κι αυτό δεν το πετύχαιναν, θα πάσχιζαν, τουλάχιστο, να εμποδίσουν
την επαναφορά του δημοκρατικού καθεστώτος, η οποία, σαν πρώτη συνέπεια, θα ‘χει
την καταστροφή τη δική τους. Αν αποτύχαιναν και σ’ αυτό, δε θα δίσταζαν να
μπάσουν και τους εχθρούς ακόμη στην πόλη και, θυσιάζοντας τείχη και στόλο, να
κλείσουν συμφωνία με οποιουσδήποτε όρους, αρκεί να ‘μεναν στην εξουσία και να
‘σωζαν τη ζωή τους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 91). Οι συνθήκες είχαν
πλέον διαμορφωθεί ιδανικά για το Θηραμένη που βρήκε ξεκάθαρο έρεισμα για να
εναντιωθεί στους πρώην συντρόφους του και να σώσει τον εαυτό του. Γιατί ο
Θηραμένης δε σταμάτησε να καταγγέλλει ότι το τείχος που χτιζόταν στην Ηετιωνεία
δεν αφορούσε την άμυνα, αλλά την παράδοση της πόλης στους Σπαρτιάτες.
Δημιουργώντας τη δική του φράξια άρχισε σταδιακά να συμπλέει με τα συνθήματα
των δημοκρατικών, που απαιτούσαν τους πέντε χιλιάδες στην εξουσία, σύμφωνα με
τις επιταγές του Αλκιβιάδη. Παράλληλα έφτασε στην πόλη η είδηση ότι σαράντα δύο
καράβια διαφόρων πόλεων (κυρίως ελληνικών της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας)
υπό την αρχηγία του Σπαρτιάτη Αγησανδρίδα ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν από τη Λα
της Λακωνίας (πιθανότατα λιμάνι κοντά στο σημερινό Γύθειο) για την Εύβοια: «Ο
Θηραμένης έλεγε πως τα καράβια τούτα δεν επρόκειτο να πάνε στην Εύβοια, αλλά
μάλλον θα έρχονταν να βοηθήσουν αυτούς που οχύρωναν την Ηετιωνεία, κι ότι αν
δεν πάρουν από τώρα τα μέτρα τους, θα οδηγηθούν, χωρίς να το καταλάβουν, στην
καταστροφή. Και πραγματικά, εκείνοι τους οποίους κατηγορούσε ο Θηραμένης είχαν
παρόμοιους σκοπούς και τα όσα έλεγε δεν ήταν μόνο διαβολές». (βιβλίο όγδοο,
παράγραφος 91).
Η κατάσταση στην Αθήνα ήταν
έκρυθμη. Οι Τετρακόσιοι είχαν αρχίσει φανερά να χάνουν τον έλεγχο. Ιδίως όταν
επέστρεψαν οι απεσταλμένοι από την Πελοπόννησο χωρίς να πετύχουν συμφωνία
ειρήνης με τους Σπαρτιάτες, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα γι’ αυτούς. Ο
Φρύνιχος, μόλις γύρισε από την Πελοπόννησο, δολοφονήθηκε από κάποιον άγνωστο
μέσα στην αγορά τη στιγμή που ήταν γεμάτη κόσμο. Ο δράστης διέφυγε και δε
μαθεύτηκε ποτέ η ταυτότητά του, παρόλο που οι Τετρακόσιοι συνέλαβαν και
βασάνισαν το συνεργό του. Και σα να μην έφταναν αυτά, τα πλοία από τη Λα
αγκυροβόλησαν στην Επίδαυρο κι έκαναν επιδρομές στην Αίγινα κάνοντας το
Θηραμένη να ωρύεται ότι δεν είναι δυνατό καράβια που κατευθύνονται στην Εύβοια
να φτάνουν μέχρι το Σαρωνικό, εκτός βέβαια, αν κάποιος είχε έρθει σε συνεννόηση
μαζί τους υπηρετώντας άλλους σκοπούς. Καλούσε πλέον ανοιχτά τους πολίτες να μη μείνουν
άπραχτοι. Και δεν ήταν ο μόνος. Υπήρχαν πια πολλές φωνές που παρότρυναν τον
κόσμο σε εξέγερση. Οι οπλίτες που έχτιζαν το τείχος της Ηετιωνείας συνέλαβαν
τον Αλεξικλή, αφοσιωμένο στρατηγό στους Τετρακόσιους, και τον φυλάκισαν σ’ ένα
σπίτι. Οι Τετρακόσιοι απείλησαν τον Θηραμένη κι όσοι τάσσονταν με το μέρος των
ολιγαρχικών ήταν έτοιμοι να πάρουν τα όπλα. Η εμφύλια σύγκρουση ήταν
κυριολεκτικά προ των πυλών κι ο Θηραμένης, προσπαθώντας να αποφευχθούν τα
χειρότερα, κάλεσε τους ολιγαρχικούς να πάνε μαζί του στον Πειραιά και να
ελευθερώσουν τον Αλεξικλή: «Παντού επικρατούσε μεγάλος θόρυβος και ταραχή.
Γιατί στην Αθήνα νόμιζαν πως τον Πειραιά τον είχαν κυριέψει οι επαναστάτες και
πως το φυλακισμένο στρατηγό τον είχαν θανατώσει, ενώ στον Πειραιά θαρρούσαν ότι
από στιγμή σε στιγμή θα ‘ρθουν από την Αθήνα να τους χτυπήσουν. Με δυσκολία, οι
πιο ηλικιωμένοι, με τη βοήθεια και του Θουκυδίδη από τα Φάρσαλα, προξένου των
Αθηναίων, που έτυχε να βρίσκεται εκεί, κατόρθωσαν να κάμουν πίσω, στην Αθήνα,
όσους πολίτες έτρεχαν να πάρουν τα όπλα τους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 92).
Όταν έφτασε ο Θηραμένης στον Πειραιά, έβαλε τις φωνές στους οπλίτες «με
προσποιητή οργή», σε αντίθεση με τους οπαδούς των Τετρακοσίων που ήταν
αληθινότατα εξοργισμένοι. Οι περισσότεροι όμως απαιτούσαν την κατεδάφιση του
τείχους και δεν άλλαζαν γνώμη: «Ρώτησαν το Θηραμένη, αν πίστευε πως το οχυρό
χτιζόταν για καλό κι αν δεν ήταν καλύτερα να το γκρεμίσουν. Τους αποκρίθηκε πως
αν εκείνοι νομίζουν ότι πρέπει να γκρεμιστεί, συμφωνεί κι αυτός μαζί τους. Αμέσως
τότε οι οπλίτες και πολλοί Πειραιώτες ανέβηκαν στο τείχος κι άρχισαν να το
γκρεμίζουν». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 92). Το σύνθημα που κυριαρχούσε κατά το
γκρέμισμα ήταν: «όποιος θέλει να κυβερνούν οι πέντε χιλιάδες, αντί οι
Τετρακόσιοι, να παίρνει μέρος στο γκρέμισμα». Φυσικά ήταν σε όλους σαφές ότι η
απαίτηση για διακυβέρνηση από τους πέντε χιλιάδες, δεν ήταν τίποτε άλλο απ’ τη
συγκαλυμμένη βούληση της επαναφοράς της δημοκρατίας.
Την επόμενη μέρα οι οπλίτες του Πειραιά, αφού άφησαν ελεύθερο τον
Αλεξικλή, συγκεντρώθηκαν στο θέατρο του Διονύσου, κοντά στη Μουνιχία κι
αποφάσισαν να ξεκινήσουν αμέσως για την Αθήνα. Έφτασαν στο Ανάκειο (ιερό των
Διοσκούρων στα βόρεια της Ακρόπολης), απόθεσαν τα όπλα και συναντήθηκαν με
απεσταλμένους των Τετρακοσίων. Σε κλίμα νηφαλιότητας δεσμεύτηκαν ότι δε θα
προχωρήσουν σε εχθροπραξίες κι έλαβαν υποσχέσεις ότι άμεσα θα ανακοινώνονταν τα
ονόματα των πέντε χιλιάδων που θα ασκούσαν με τη σειρά τη διακυβέρνηση. Το
πραξικόπημα των Τετρακοσίων είχε πια ξεδοντιαστεί. Συμφωνήθηκε μάλιστα να γίνει
συνέλευση του λαού στο θέατρο του Διονύσου, ώστε να επιτευχθεί η πλήρης ομόνοια
του λαού. Η συνέλευση αυτή όμως δεν έμελε να γίνει. Την καθορισμένη μέρα της
πραγματοποίησής της έφτασε η είδηση ότι ο Αγησανδρίδας με τα σαράντα δύο
καράβια έπλεε στη Σαλαμίνα: «Όλοι οι Αθηναίοι, όταν έμαθαν το νέο, έτρεξαν στον
Πειραιά, γιατί κατάλαβαν πως οι εσωτερικές τους διαμάχες είχαν μικρότερη
σπουδαιότητα απ’ τον εξωτερικό κίντυνο που δεν τους απειλούσε πια από μακριά,
αλλά βρισκόταν μπροστά στο λιμάνι τους. Άλλοι έμπαιναν στα καράβια που ήταν
έτοιμα, άλλοι τραβούσαν στη θάλασσα όσα καράβια βρίσκονταν στη στεριά και
μερικοί έτρεχαν για να υπερασπίσουν τα τείχη και την είσοδο του λιμανιού».
(βιβλίο όγδοο, παράγραφος 94).
Κι ενώ τα πελοποννησιακά καράβια κατέληξαν στον Ωρωπό οι Αθηναίοι έστειλαν
αμέσως στην Ερέτρια καράβια κάτω από τις εντολές του στρατηγού το Δημοχάρη: «….
αναγκάστηκαν όμως να χρησιμοποιήσουν πληρώματα αγύμναστα, τόσο εξαιτίας της
εμφύλιας διαμάχης, όσο κι επειδή ήθελαν να βοηθήσουν όσο γινόταν πιο γρήγορα τη
σπουδαιότερη κτήση τους (από τότε που είχαν στερηθεί την Αττική, η Εύβοια ήταν
γι’ αυτούς το παν)». (Η Δεκέλεια ήταν σταθερά υπό την κατοχή των
Λακεδαιμονίων). «Τα καράβια αυτά, μαζί με κείνα που βρίσκονταν από πρωτύτερα
στην Εύβοια, αποτελέσανε μιαν αρμάδα από τριάντα έξι σκάφη». (βιβλίο όγδοο,
παράγραφος 95). Στη ναυμαχία που έγινε αμέσως, η απειρία, η έλλειψη
προετοιμασίας, η στάση των κατοίκων της Ερέτριας που έκαναν ό,τι μπορούσαν για
να βλάψουν τους Αθηναίους και η αναμφίβολη υπεροχή των εχθρών οδήγησαν σε
συντριβή τις αθηναϊκές δυνάμεις. Είκοσι δύο καράβια πέρασαν στην κατοχή των
Πελοποννησίων και τα πληρώματά τους αιχμαλωτίστηκαν ή σκοτώθηκαν: «Ούτε η
συφορά στη Σικελία, μόλο που θεωρήθηκε μεγάλη όταν έγινε, ούτε άλλο τίποτε ως
τότε τους είχε φοβίσει τόσο πολύ. Κι αλήθεια, πώς να μη χάσουν το θάρρος τους
την ώρα κείνη που ο στρατός της Σάμου είχε επαναστατήσει, άλλα καράβια και
πληρώματα δεν υπήρχαν, αυτοί βρίσκονταν σε εμφύλια διαμάχη και κανείς δεν ήξερε
ποια στιγμή θα συγκρούονταν μεταξύ τους, κι από πάνω τους ήρθε μια τόσο μεγάλη
συφορά, να χάσουν το στόλο, και, το σπουδαιότερο, την Εύβοια από την οποία
ωφελιούνταν περισσότερο απ’ ό,τι απ’ την ίδια την Αττική;» (βιβλίο όγδοο,
παράγραφος 96). Τώρα πια η πόλη ήταν κυριολεκτικά στο έλεος των δυνάμεων της
Πελοποννήσου, αφού μια άμεση επίθεση στον Πειραιά, που ήταν εντελώς έρημος από
καράβια, θα μπορούσε να επιφέρει την ολοκληρωτική καταστροφή της. Αλλά και σε
περίπτωση συστηματικής πολιορκίας ακόμη, οι Σπαρτιάτες θα έβγαιναν απόλυτα
κερδισμένοι, αφού η διχόνοια και η στρατιωτική ανεπάρκεια που υπήρχε εντός των
τειχών θα επέβαλλε τον ερχομό των πλοίων της Σάμου, αφήνοντας όλη την Ιωνία στη
διάθεση των Πελοποννησίων. Σε κάθε περίπτωση όμως – και προς μεγάλη ευεργεσία
των Αθηναίων – οι Σπαρτιάτες δεν επιτέθηκαν στην πόλη.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις η ολιγαρχία των Τετρακοσίων δεν θα μπορούσε να
έχει πλέον καμία ισχύ. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να επανδρώσουν άλλα είκοσι ένα
καράβια και στην εκκλησία του δήμου (την πρώτη μετά το πραξικόπημα των
Τετρακοσίων) που έγινε στην Πνύκα αποφάσισαν να δοθεί η εξουσία στους πέντε
χιλιάδες καταργώντας και τυπικά τους Τετρακόσιους: «Ψήφισαν επίσης να γυρίσουν
από την εξορία ο Αλκιβιάδης κι άλλοι μαζί του, κι έστειλαν μηνύματα τόσο στον
ίδιο όσο και στο στρατό της Σάμου, παρακινώντας τους να καταπιαστούν δραστήρια
με τη διεξαγωγή του πολέμου». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 97). Είναι ιδίωμα κάθε
σαθρής πολιτικής σκηνής να επαναφέρει ως σωτήρες τους ίδιους ανθρώπους που
επέφεραν τα αδιέξοδα. Ο διπλωματικός ελιγμός του Θηραμένη, που μπόρεσε να
προνοήσει τη ροή των πραγμάτων, ώστε να βρεθεί με το πλευρό των νικητών
εξασφαλίζοντας την πολιτική του επιβίωση, αποτελεί πραγματικό μάθημα για την
έννοια του πολιτικού αριβισμού. Το ζήτημα της πολιτικής αφορά πρωτίστως το
παιχνίδι της εξουσίας, που δεν πρέπει να αφήνει καμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη,
αλλά ταυτόχρονα – ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό – οφείλει να ζυγίζει σωστά τις
συγκυρίες, ώστε να μη βρεθεί στο λάθος στρατόπεδο. (Τα ίδια πήγε να κάνει και
αργότερα, με τους τριάντα τυράννους, όταν προσπάθησε και πάλι να πηδήξει από
την ολιγαρχική βάρκα πουλώντας μετριοπάθεια, αλλά δεν του βγήκε σε καλό). Το
πολιτικό μέλλον εξαρτάται απ’ αυτήν ακριβώς την επιλογή. Ο άνθρωπος που καταφέρνει
να αλλάζει ρώτα κερδίζοντας το παιχνίδι της πολιτικής επικαιρότητας, είναι ο
πολιτικός μαέστρος. Ο συνετός, ο νηφάλιος, ο ενωτικός, ο πατριώτης…. σαν το
Θηραμένη… και τον Αλκιβιάδη, που πλέον τον ζητούν με ψήφο να γυρίσει από την
εξορία. Όσο για τους αμετανόητους ολιγαρχικούς το ‘σκασαν από την πόλη και
κατέφυγαν στους Σπαρτιάτες. Ο Πείσανδρος κι ο Αλεξικλής πήγαν στη Δεκέλεια, που
την κατείχαν οι Λακεδαιμόνιοι, κι ο Αρίσταρχος κατέφυγε στην Οινόη, που ήταν
αθηναϊκό οχυρό, κι εκμεταλλευόμενος την άγνοια των εκεί οπλιτών για τις
εξελίξεις στην Αθήνα και το αξίωμα του στρατηγού που είχε, κατάφερε να την
παραδώσει στους Βοιωτούς που την πολιορκούσαν. Η Αθήνα, όπως και κάθε πόλη –
κράτος, ήταν αδύνατο να αποφύγει το τίμημα της σαθρής πολιτικής σκηνής της.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α.
ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΥ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985