«Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά», έλεγε ο Ηράκλειτος αποκαλύπτοντας το αρχιμήδειο σημείο της σκέψης του: τη ροή των πάντων και τη συνεχή αλλαγή.
Σκοτεινός και μυστηριώδης, ο τελευταίος και κορυφαίος προσωκρατικός αγωνίστηκε με πάθος και ψυχή να αποκαλύψει τους γρίφους της Φύσης και να απαλλάξει τα φυσικά φαινόμενα από τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις της εποχής του.
Ο μεγάλος Εφέσιος καταλήγει σε πείσμα της ακινησίας και της σταθερότητας της σκέψης των συγχρόνων του σε ένα σύμπαν ρευστό και μεταβαλλόμενο («τα πάντα ρει»), που υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές και ίδιο δεν μένει ποτέ.
Εξέχουσα μορφή της ελληνικής φιλοσοφίας και ογκόλιθος σωστός με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθούν όλοι οι κατοπινοί γίγαντες της σκέψης, ο Ηράκλειτος αποτέλεσε ορόσημο για την ιστορία της σκέψης και των ιδεών. Δύστροπος και στρυφνός στον λόγο του, έγραφε αποκλειστικά για μυημένους στη φιλοσοφία, γι’ αυτό και η εσκεμμένη ασάφεια της σκέψης του, ώστε να γίνει κατανοητή δηλαδή μόνο από ικανούς και τριμμένους στον λόγο.
Ο Ηράκλειτος έκανε βάση της φιλοσοφικής του σκέψης τον εσωτερικό ρυθμό, τον Λόγο, σύμφωνα με τον οποίο κινείται και ρυθμίζεται η πλάση. Το αιώνιο γίγνεσθαι εκφράζεται με τη συνεχή ροή του ποταμού που ολοένα ανανεώνεται. Μονό ένα κοσμογονικό δομικό στοιχείο αναγνωρίζει ο μεγάλος Εφέσιος, το πυρ. Η ύπαρξη του Πυρός δημιουργεί πλάι στον Λόγο έναν κόσμο άπειρο, άναρχο και αυτορυθμιζόμενο, μια ολότητα που μετατρέπεται σε ποικίλες μορφές κάτω από συγκεκριμένες όμως νόρμες τάξης. Ο κόσμος μας δεν είναι παρά η αρμονία των αντιθέσεων, η ένωση των αντιθέτων. Το καλό και το κακό είναι εδώ οι αντίθετες όψεις του ίδιου πράγματος.
Οι μόνες πραγματικότητες ήταν για τον Ηράκλειτο η κίνηση και η μεταβολή, τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Το μοναδικό σύγγραμμα που γνωρίζουμε ότι μας άφησε ήταν το «Περί φύσεως», το οποίο διαιρούνταν σε τρία μέρη: το πρώτο αφορά στο σύμπαν, το δεύτερο στην πολιτική και το τρίτο άπτεται της θεολογίας. Εσκεμμένα ασαφές, δυσνόητο και ανοιχτό σε ερμηνείες, ο Ηράκλειτος αφιέρωσε το έργο της ζωής του στο ιερό της Εφέσιας Αρτέμιδος, σύμβολο του ελληνικού αλλά και του ανατολικού πολιτισμού.
Ό,τι σώθηκε, σώθηκε ως σπάραγμα στο έργο των μεταγενεστέρων, αν και όσα απέμειναν από τη σκέψη του ήταν αρκετά ώστε να αναγκάσουν ακόμα και τον μέγα διαλεκτικό Σωκράτη να αναγνωρίσει πως «αυτά που κατάλαβα είναι σπουδαία, νομίζω όμως ότι είναι εξίσου σπουδαία και αυτά που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ωστόσο χρειάζεται να είσαι ένας δεινός κολυμβητής, σαν αυτούς από τη Δήλο, για να μην πνιγείς μέσα στο βιβλίο του».
Γι’ αυτό τον είπανε «Σκοτεινό Φιλόσοφο» και «Αινικτή» (Αινιγματοποιό), γιατί πολλοί τον άκουγαν, λίγοι τον καταλάβαιναν. Εμείς σήμερα γνωρίζουμε ελάχιστα τόσο για τη ζωή του όσο και το έργο του, αν και όσα μας παραδίδονται αρκούν για να τον μετατρέψουν σε έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό στοχαστή της παλλόμενης ελληνικής αρχαιότητας.
Σε μας έφτασαν μερικές αποσπασματικές σκέψεις και ρητά (κάπου 111 αυθεντικά και μερικά ακόμη αμφισβητούμενα), τα οποία παραμένουν αποφασιστικής σημασίας για την ιστορία των ιδεών. Χωρίς ακριβείς αποδείξεις αλλά με σύντομους και «χτυπητούς» αφορισμούς, σαν χρησμούς δηλαδή, ο Ηράκλειτος ξεπέρασε την εποχή του, αν και δεν ξεπεράστηκε από καμιά εποχή. Πάνω του πάτησαν, είτε ως συνεχιστές είτε ως πολέμιοι, όλοι οι κατοπινοί έλληνες φιλόσοφοι και αιώνες αργότερα η νεότερη δυτική φιλοσοφία κατάλαβε επίσης ότι θα έπρεπε κι αυτή να αναμετρηθεί μαζί του μπας και προχωρήσει η ανθρώπινη διανόηση.
Η ευθεία κριτική που άσκησε στον Πυθαγόρα, οι υπαινιγμοί του Παρμενίδη στο έργο του, οι μεθοδολογικές και ιδεολογικές περιπέτειες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με τη σκέψη του, όλα αποκαλύπτουν το μέγεθος αλλά και τη θέση του Ηράκλειτου στην αρχαιοελληνική σκέψη.
Όσο για τον κρυμμένο νόμο της Φύσης, τον οποίο ισχυριζόταν αλαζονικά πως είχε ανακαλύψει, ήταν ότι όλα τα πράγματα βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, σύγκρουση που είναι ουσιώδης για τη ζωή και επομένως καλή. Το πυθαγόρειο (και προσωκρατικό λίγο-πολύ) ιδεώδες ενός κόσμου ειρηνικού, ακίνητου και αρμονικού το απέρριπτε ως ιδεώδες θανάτου: «Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων» και «Η φιλονικία είναι δικαιοσύνη», μας λέει ο Ηράκλειτος βγάζοντάς μας από τις καλοβαλμένες αλήθειες του κόσμου μας.
Διακηρύττοντας πως όλα μεταβάλλονται και τίποτα δεν μένει σταθερό («τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν»), ο Ηράκλειτος έκανε την αδιάκοπη αυτή ροή την κοσμογονική αρχή του, κατά την οποία τα πάντα γεννιούνται και καταστρέφονται ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών («εναντιοδρομία», την έλεγε δηλωτικά): «πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι», αλλά και «το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην».
Ο Ηράκλειτος ήρθε και έφυγε από τον κόσμο για να μην τον αφήσει πια ίδιο, όπως ακριβώς το ήθελε και η σκέψη του…
Πρώτα χρόνια
Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος γεννιέται περί το 544 π.Χ. (μπορεί και το 535 π.Χ.) στην Έφεσο της Μικράς Ασίας θέτοντας μια προβληματική ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Η κύρια βιογραφική πηγή του ήταν ο Διογένης ο Λαέρτιος και τα όσα μας καταμαρτυρεί αυτός δεν τυγχάνουν καθολικής συναίνεσης.
Ξέρουμε πάντως πως ήταν γόνος μιας εκ των αριστοκρατικών οικογενειών της πόλης και η γενιά του κρατούσε από τον ίδιο τον ιδρυτή της Εφέσου, τον Άνδροκλο, γιο του βασιλιά της Αθήνας, Κόδρου, ο οποίος έχτισε την πόλη στην Ιωνία. Ο Ηράκλειτος είχε πατέρα τον Βλύσων (ή Βλόσων) ή Ηράκων και πρέπει να απολάμβανε μεγάλα προνόμια, ακόμα και κληρονομικές αξιώσεις για ανώτατα αξιώματα.
Αυτό μας λέει ο Διογένης, που υπαινίσσεται ότι ο Ηράκλειτος παραιτήθηκε από τη βασιλεία της Εφέσου για χάρη του αδερφού του. Ο Στράβωνας επιβεβαιώνει την επικρατούσα θέση της οικογένειας του Ηράκλειτου στην πόλη, λέγοντάς μας πως το γένος των Ανδροκλειδών διατηρούσε ακόμα τον τίτλο και είχε πάντα εξέχουσα θέση στους αγώνες.
Ο Διογένης μάς λέει επίσης πως ο Ηράκλειτος αρνήθηκε να φτιάξει νέους νόμους, κάτι που λειτουργεί επιβεβαιωτικά για την προβεβλημένη θέση της οικογένειάς του αλλά και ιδίου προσωπικά στην Έφεσο. Εκείνος αρνήθηκε ωστόσο να γίνει νομοθέτης, καθώς ένιωθε ότι η φαυλότητα είχε επικρατήσει στην Έφεσο («κεκρατήσθαι τη πονηρά πολιτεία την πόλιν»), που ήταν εξάλλου επαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας εδώ και δεκαετίες.
Ξέρουμε επίσης με κάποια ασφάλεια ότι πρέπει να ήταν αυτοδίδακτος στο πνεύμα και τη μόρφωση, καθώς ούτε δάσκαλοί του αναφέρονται πουθενά ούτε πατάει κάπου η εμπνευσμένη συλλογιστική του. Κάποιοι μελετητές ισχυρίστηκαν ότι ενδεχομένως να ήταν μαθητής του Ξενοφάνη, αν και το πιθανότερο είναι πως ο τελευταίος είχε ήδη εγκαταλείψει την Ιωνία όταν γεννήθηκε ο Ηράκλειτος. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι η θεωρητική του ακμή συμπίπτει με την 69η Ολυμπιάδα (504-501 π.Χ.) και ισχύει ότι έζησε μέχρι τα 60 του, τότε συνάγεται πως πρέπει να πέθανε περί το 484 π.Χ. (ή το 475 π.Χ.). Αυτά είναι τα μόνα βιογραφικά στοιχεία που απολαμβάνουν σχετικής συναίνεσης…
Ο βίος του
Δυνατός στο πνεύμα, αιρετικός και αλαζόνας, φαίνεται να περνά όλη του την περιουσία στον μικρό του αδερφό, να χαρακτηρίζει «τιποτένιους» και «διεφθαρμένους» τους συμπατριώτες του, να καίει τα ούτως ή άλλως δυσνόητα γραπτά του και να καταφεύγει στις ορεινές ερημιές την εποχή της δημιουργίας της Δημοκρατίας της Εφέσου. Η προσωπική του ζωή μπλέχτηκε με τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ιωνία του καιρού του, αν και αυτός υπήρξε πάντα ένας φιλόσοφος αυτοδημιούργητος, αυτοπροσδιοριζόμενος και σχεδόν ουρανοκατέβατος, θιασώτης της έρευνας της απροσδιοριστίας και της αέναης κίνησης.
Ο Ηράκλειτος φαίνεται να μην υπήρξε κανενός άλλου μαθητής και ο ίδιος υποστήριζε πως είχε μάθει τα πάντα από τον εαυτό του. Από τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του είναι πάντως σαφές πως ήταν πολυμαθής και γνώριζε καλά τα συγγράμματα των προγενέστερων φιλοσόφων και των συγχρόνων του, αλλά και των επικών και ελεγειακών ποιητών καθώς και όλες τις ιστορικές συγγραφές που κυκλοφορούσαν στην εποχή του.
Η εποχή του είναι τα χρόνια των προεόρτιων της Ιωνικής Επανάστασης, όταν οι τύραννοι της Ιωνίας εγκαταλείπουν μεμιάς την εξουσία τους αφήνοντας την ηγεσία στον λαό. Εποχή μεταβατική που δονείται από κατακλυσμιαίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, τις οποίες αντιμετωπίζει κριτικά η σκέψη του, αρνούμενη να αφήσει χώρο στον μύθο και την προκατάληψη.
Τα τυραννικά πολιτεύματα των ιωνικών πόλεων μεταπίπτουν λοιπόν απότομα σε δημοκρατικά μορφώματα και το χάος φαίνεται να επικρατεί στην Έφεσο. Εκεί δρα τώρα κάποιος Ηράκλειτος, ένας δυσνόητος και στρυφνός στην έκφραση φιλόσοφος, ο οποίος αποδέχεται αρχικά αλλά κατακεραυνώνει μετά το λαϊκό κίνημα και την τραγική εξέλιξή του (καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες).
Η κορύφωση της ρήξης συντελείται όταν οι Εφέσιοι εξορίζουν έναν φίλο του, τον Ερμόδωρο, «για να είναι όλοι κατά κάτω ίσοι», όπως διαμαρτύρεται. Οργισμένος από τη στάση των συμπολιτών του, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να τους τα ψάλει και μάλιστα πολύ, καθώς φαίνεται πως σε όλη του τη ζωή διατήρησε ένα αίσθημα περιφρόνησης έναντι των ανθρώπων, χαρακτηριστικό έκδηλο στα σωζόμενα αποσπάσματα όπου στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη των Ιώνων (γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν «οχλολοίδορο»).
Στο απονενοημένο διάβημά του, καίει τα γραπτά του στον ναό της Αρτέμιδος και αναχωρεί προς το βουνό για να ζήσει ερημίτης, απογοητευμένος από τους συνανθρώπους του. Αυτός εξάλλου πιστεύει σε έναν άνθρωπο ολότελα διαφορετικό και έναν κόσμο παντελώς αλλιώτικο. Όσο για τους θεούς, φαίνεται πως έχει έναν δικό του και οι Εφέσιοι τον παρερμηνεύουν παίρνοντάς τον για άθεο (μεταγενέστεροι -χριστιανοί- συγγραφείς ισχυρίστηκαν χαρακτηριστικά πως διώχθηκε για αθεϊσμό).
Ο αριστοκρατικής καταγωγής Ηράκλειος ήταν όμως αντίπαλος τόσο της δημοκρατίας όσο και της τυραννίας και πρέπει να πήρε ενεργό μέρος στους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του. Τάχθηκε φυσικά στο πλευρό των αριστοκρατών και καταδίκασε την αρχή της ισότητας, αν και αυτά τα επιγραμματικά δεν αποκαλύπτουν την έκταση και το μέγεθος της σχέσης του με τη δημοκρατία.
Η πολιτική δράση του Ηράκλειτου αρχίζει κατά τα φαινόμενα μεταξύ 510- 500 π.Χ. χονδρικά, στα χρόνια της προεργασίας της Ιωνικής Επανάστασης. Ο φιλοπερσικός ζυγός των τυράννων της Εφέσου, του Αρισταγόρα και του Κώμα, λήγει απρόοπτα και από τις στάχτες ξεπηδά η λαϊκή βούληση.
Ο Ηράκλειτος προσπαθεί να μη συμβούν ακραία φαινόμενα στην πατρίδα του, όπως σε άλλες ιωνικές πόλεις. Ως απόγονος του Ανδρόκλου και μέλος της αριστοκρατίας, πρέπει να πήρε μέρος στα κοινά της πόλης κατά τα κρίσιμα χρόνια της αλλαγής του πολιτεύματος. Ο φίλος του ο Ερμόδωρος, τον οποίο θεωρούσε ο φιλόσοφος αξιότερο όλων να ηγηθεί της νεοσύστατης δημοκρατίας, εξορίζεται από την Έφεσο και ο Ηράκλειτος κόβει αιφνίδια τους δεσμούς του με την πόλη και τους κατοίκους της, κατηγορώντας τους για οχλοκρατία.
Τώρα καταφεύγει στα βουνά και τρέφεται με χόρτα και βοτάνια, αρρωσταίνει όμως και μάλιστα βαριά. Στην εποχή του φαίνεται να πάσχει από υδρωπικία, που εκδηλώνεται με οίδημα στην κοιλιακή χώρα, σήμερα όμως γνωρίζουμε πως πρέπει να ήταν ηπατοπάθεια, η οποία οφειλόταν πιθανώς στην ασιτία και τη μη πρόσληψη πρωτεϊνών, καθώς ζούσε σαν απομονωμένος ασκητής στα βουνά.
Όταν επιστρέφει στην Έφεσο υποσιτισμένος και σε κακή κατάσταση, κατηγορεί τους αφιλοσόφητους γιατρούς και προσπαθεί να θεραπεύσει μόνος του τον εαυτό του. Ο θάνατός του επίκειται και ο ίδιος πρέπει να έχει συνείδηση αυτού. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μάς μεταφέρει διάφορες μυθολογικές εκδοχές του θανάτου του, η πραγματικότητα ωστόσο μάς διαφεύγει.
Δεν αποκλείεται πάντως καθόλου να προσπάθησε να αυτοθεραπευτεί ο φιλόσοφος στη βάση της «θερμοδυναμικής» πεποίθησής του για το πυρ το αείζωο, βάζοντας θερμά επιθέματα στην πρησμένη κοιλιά του για να μη σωθεί η εσωτερική φωτιά του. Όταν τον βρήκαν νεκρό στο βουνό του (ή σε βουστάσιο, κατά μία εκδοχή), είπαν πως ήταν σκεπασμένος με κοπριά που την είχε βάλει επάνω του για να ζεσταθεί. Άλλοι πάλι είπαν πως τον βρήκαν με τις σάρκες σκισμένες, βορά στα άγρια θηρία. Κάποιοι τέλος υπαινίχθηκαν πως ήταν σκεπασμένος με άμμο.
Σκοτεινός στον θάνατο όσο και τη ζωή του, ο αινιγματικός Ηράκλειτος δεν θέλησε να γίνει σαφής ούτε για να σωθεί από τον χαμό. Όταν κατέβηκε στην πόλη ψάχνοντας θεραπεία για την πάθησή του, ρωτούσε σιβυλλικά τους γιατρούς αν μπορούσαν μετά τη βροχή να δημιουργήσουν ξηρασία!
Σκοτεινός ήταν όμως και για το έργο του, το οποίο χάθηκε βέβαια και ό,τι διασώζεται γίνεται μέσω βραχύλογων αποσπασμάτων και αναφορών άλλων φιλοσόφων. Ενδεχομένως η εσκεμμένη ασάφεια να οφείλεται απλώς στο γεγονός πως το βιβλίο του γράφτηκε στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολυάριθμα γραμματικά ζητήματα, παρατήρηση που είχε επισημάνει ήδη ο Αριστοτέλης.
Στα χρόνια του έλεγαν πάντως πως το αινιγματικό του ύφος ήταν ηθελημένο, μιας και ήθελε να γίνεται αντιληπτός μόνο από τους μυημένους στη φιλοσοφία. Γι’ αυτό και ακόμα κι ο Σωκράτης ομολόγησε πως χρειάζεται κάποιος τις κολυμβητικές ικανότητες ενός δεινού «Δηλίου κολυμβητή» για να τσαλαβουτήσει στο έργο του και να μην πνιγεί.
Και γι’ αυτό εξάλλου τον κατηγορούσαν ότι κατέφυγε στον ερμητισμό, για να περιορίσει ακόμα περισσότερο το ούτως ή άλλως περιορισμένο ακροατήριό του…
Το έργο του
Όπως ακριβώς και ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από την παρατήρηση του κόσμου, τον οποίο θεωρεί και αυτός ως ενιαίο όλο που ούτε γεννήθηκε ούτε θα χαθεί ποτέ. Η ουσία του κόσμου είναι γι’ αυτόν μια νοητική αρχή, ο Λόγος, και ο καθολικός κοσμικός νόμος η αδιάκοπη αλλαγή, σε πείσμα της ακινησίας του όντος των Ελεατών.
Ταυτοχρόνως, είναι ακραία ορθολογιστής («κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα») και η λογική στον Ηράκλειτο απομακρύνεται άρδην από μεταφυσικές ιδέες και ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα με έναν αυστηρό νόμο συμπαντικής αλλαγής, άσχετα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο Λόγος είναι λοιπόν ο κοσμικός νόμος και το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι του, μια συνέπεια του κοσμικού Λόγου. Οι άνθρωποι γίνονται λογικοί παίρνοντας μέρος σε αυτόν.
Η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί τη Φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα κ.λπ. Όσο για την πρώτη ύλη του κόσμου, η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη Φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σε όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) δεν είναι παρά μια διαρκής εναλλαγή της φωτιάς, μια αιώνια κίνηση του πυρός που σβήνει και ξανανάβει.
Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων («πόλεμος πάντων πατήρ»), η περιβόητη «εναντιοδρομία» του, έχει κίνητρο αλλά και επίκεντρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και θάνατο. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο δεν δημιουργήθηκε από κανέναν («κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον»). Γι’ αυτό και θεωρείται σήμερα υλιστής φιλόσοφος αλλά και πρόδρομος του εγελιανού διαλεκτικού υλισμού (από την αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου αλλά και την ένωση των αντιθέτων).
Αρχή του κόσμου λοιπόν είναι το αιώνιο γίγνεσθαι: «Tον κόσμο τούτο, ίδιον για όλους, δεν τον δημιούργησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήτανε πάντα, είναι και θα είναι αείζωη φωτιά, που σύμφωνα με νόμους ανάβει και σβήνει». Και παρά την πολλαπλότητά του, ο κόσμος είναι ένας: «Tο παν είναι διαιρετό αδιαίρετο, γεννημένο αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιωνιότητα, πατέρας και γιος, θείο και δίκαιο».
Κι έτσι ο θεός του Hράκλειτου είναι η ίδια η Φύση και όχι ένα ον υπερφυσικό και υπερβατικό: «O θεός είναι ημέρα και νύχτα, χειμώνας και θέρος, πόλεμος και ειρήνη, κόρος και λιμός. Μεταμορφώνεται όπως η φωτιά, που όταν ανακατεύεται με αρώματα παίρνει διάφορα ονόματα, κατά τη μυρωδιά του καθενός».
Ο ίδιος δεν γράφει, όσο είμαστε σε θέση να ξέρουμε φυσικά, το πολυθρύλητο «τα πάντα ρει», αλλά του το προσδίδουν επιγραμματικά οι μεταγενέστεροι στην οδύσσειά τους να τον καταλάβουν. Ήταν εξάλλου ο θεωρητικός της αδιάκοπης μεταβολής και έμοιαζε ταιριαστό να το έχει πει. Είπε όμως ότι κανείς δεν μπορεί να βουτήξει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι, εφόσον το ποτάμι κυλά και η συνεχής ροή του το αλλάζει αδιάκοπα.
O Hράκλειτος δεν είναι εμπειριστής: «H φύση αγαπά να κρύβεται», μας λέει. Ο κόσμος δεν είναι παρά η σύνθεση των αντιθέτων και ο πόλεμος κυριαρχεί ως πατέρας και βασιλιάς όλων («πόλεμος πάντων μέν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς». Όλες οι αντιθέσεις όμως συνδέονται ταυτόχρονα σε μια σταθερή ενότητα, καθώς το αόρατο αυτό συνταίριασμα είναι πιο δυνατό από το φανερό («αρμονία αφανής φανερής κρείττων»).
Η κατακλείδα του; Τα πάντα γεννιούνται από την πάλη, την παγκόσμια και προαιώνια μάχη, και η δικαιοσύνη δεν είναι παρά αγώνας, αφού όλα τα πράγματα προκύπτουν από τον πόλεμο και την ανάγκη (αιτιότητα). Η παντοτινή αυτή αλλαγή δεν είναι όμως ούτε αυθαίρετη ούτε ανεξέλεγκτη, καθώς συντελείται σύμφωνα με ορισμένες αναλογίες και με μια διαδοχική σειρά που σταθερά μένει πάντοτε η ίδια.
Ο ρυθμός του γίγνεσθαι του Ηράκλειτου είναι με σημερινούς όρους η νομοτέλεια της Φύσης, το μόνο πράγμα που φαίνεται να έχει διάρκεια και ουσιαστική σημασία. O Hράκλειτος τη χαρακτηρίζει ειμαρμένη, δίκη, λόγο του κόσμου. Κι έτσι μέσα στην αταξία του έχει τάξη και μέσα στο χάος καθολικούς νόμους, κάτι που παραγνώρισαν στον καιρό του.
Κάπου 2.500 χρόνια αργότερα, τόσο ο Χέγκελ όσο και οι κλασικοί θεωρητικοί της διαλεκτικής θα ανακάλυπταν εκ νέου τον στρυφνό έλληνα φιλόσοφο που τέτοια κολοσσιαία τομή στη σκέψη άφησε ήδη από την εποχή του. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια εξάλλου μετά τον θάνατό του θα γεννιόταν στην Αθήνα κάποιος Σωκράτης, που θα έχει δάσκαλο τον Κρατύλο. Ο οποίος ήταν φανατικός οπαδός του Ηράκλειτου, αυτού του αλαζονικού και υπεροπτικού πνεύματος που αρεσκόταν να εξαπολύει αινιγματικά ρητά που θύμιζαν χρησμούς παρά να αναπτύσσει μια συστηματική και αξιωματική σειρά επιχειρημάτων.
Ο Ηράκλειτος εκφράζεται με αινίγματα, ομολογούσαν οι Έλληνες της εποχής του, κάνοντάς τη μέθοδο με την οποία επικοινωνούσε με τους άλλους να παραμοιάζει με τους χρησμούς του δελφικού μαντείου (σαν αυτό το ρητό του που τόσο έχει κακοποιηθεί εννοιολογικά: «Καλό και κακό είναι ένα και το αυτό»). Το οποίο, όπως μας λέει, «ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει». Έτσι σήμαινε και ο δικός του λόγος, φτάνει να έχεις αυτιά, νου και κοσμική φωτιά να τον ακούσεις...