Μας έβαλε,
το ομολογούμε, σε σκέψεις η τελευταία δοξολογία υπέρ της ελληνικής κυβέρνησης
από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ υποστήριξε
ότι ουδέποτε οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είχαν φτάσει στο επίπεδο που είναι
σήμερα.
Η διαπίστωση του Αμερικανού πρεσβευτή μας υποχρεώνει να σκεφτούμε πάνω στα
ερωτήματα:
Είναι άραγε
ο κύριος Πάιατ περισσότερο αποτελεσματικός από επιφανείς προκατόχους του, όπως
για παράδειγμα οι κύριοι Πόρτερ, Πιουριφόι, Μίλερ, οι οποίοι επίσης δοξάστηκαν
ως πρεσβευτές στην Αθήνα, χωρίς ωστόσο να πετύχουν το επίπεδο που πέτυχε ο
σημερινός Αμερικανός πρεσβευτής;
Μήπως η
σημερινή κυβέρνηση της Αριστεράς ξεπέρασε σε φιλοαμερικανισμό ακόμη και τις
πρώτες μετεμφυλιακές ελληνικές κυβερνήσεις κάνοντας κάθε χατίρι στην
Ουάσιγκτον;
Ή μήπως
τελικά, σε μια χώρα με σφυρηλατημένους δεσμούς υποτέλειας, οι Αμερικανοί
πρεσβευτές μπορούν να έχουν στο τσεπάκι τους τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις
είτε με το καλό (όπως ο σημερινός Πάιατ) είτε με χαστούκια και γαμωσταυρίδια,
όπως οι αστέρες του παρελθόντος Πόρτερ και Πιουριφόι;
Η σφαλιάρα
Το έργο της οικοδόμησης των σημερινών «στρατηγικών»
ελληνοαμερικανικών σχέσεων, για το οποίο νιώθει υπερηφάνεια ο Τζέφρι Πάιατ,
στηρίζεται σε γερά θεμέλια, τα οποία έχουν θέσει οι προκάτοχοί του από τη
στιγμή που οι Αμερικανοί παρέλαβαν το ελληνικό οικόπεδο μετά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο και ανέλαβαν τη διαπαιδαγώγηση των ελληνικών κυβερνήσεων στην
τυφλή υπακοή στις εντολές τους.
Δεν θα ήταν τόσο εύκολο το έργο του κυρίου Πάιατ αν δεν είχε
πέσει η σφαλιάρα (το 1947) του τότε Αμερικανού πρεσβευτή Πόρτερ στον Έλληνα
υπουργό Συντονισμού Στέφανο Στεφανόπουλο.
Σύμφωνα με το από τότε «κοινό μυστικό», ο Πόρτερ, συζητώντας
για κάποιο οικονομικό θέμα με τον Στεφανόπουλο, τότε υπουργό Συντονισμού,
«οργίστηκε τόσο ώστε σήκωσε το χέρι του και του κατάφερε ένα ηχηρό ράπισμα στο
πρόσωπο, τόσο που ο υπουργός ξέσπασε σε κλάματα».
Η συνέχεια του επεισοδίου έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον: ο
υπουργός αποχώρησε από το γραφείο και λίγες ημέρες αργότερα «δώρισε στην κυρία
Πόρτερ ένα διαμαντένιο περιδέραιο για να κατευνάσει τον Πόρτερ».
Ο ήχος αυτής της σφαλιάρας αντηχούσε για πολλά χρόνια στα
αυτιά των πρωθυπουργών και αξιωματούχων των ελληνικών κυβερνήσεων κάθε φορά που
θα έπρεπε να νταραβεριστούν με την Ουάσιγκτον λαμβάνοντας και ικανοποιώντας
«αιτήματα». Ενδεχομένως αυτή η αντήχηση να έφτασε δεκαετίες αργότερα στα αυτιά
του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα όταν στο Οβάλ Γραφείο κατάφερε να δει «διαβολικά
καλό» τον Πρόεδρο Τραμπ.
Σε κάθε περίπτωση, ύστερα από αυτήν τη συνάντηση Τραμπ -
Τσίπρα η ελληνική αριστερή κυβέρνηση κατάφερε να προσφέρει στον Αμερικανό
πρεσβευτή στην Αθήνα περισσότερη ικανοποίηση απ’ όση είχαν προσφέρει ποτέ οι
ελληνικές κυβερνήσεις από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Κι αυτό χωρίς
να μπορεί κάποιος να πει ότι ο Τζέφρι Πάιατ έχει λιγότερες απαιτήσεις από τους
προκατόχους του, οι οποίοι να σημειώσουμε ότι, προκειμένου να πάρουν αυτό που
ήθελαν, μπορούσαν να ρίξουν και καμιά σφαλιάρα – μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Τα ψεύτικα
τα λόγια
Στην προκειμένη περίπτωση της τρέχουσας διαμόρφωσης των
στρατηγικών ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν χρειάστηκαν σφαλιάρες. Η προσαρμογή
της αριστερής ελληνικής κυβέρνησης στην ατζέντα της Ουάσιγκτον υπήρξε ακαριαία,
σε τέτοιον βαθμό ώστε εξέπληξε ακόμη και τους Αμερικανούς, οι οποίοι είδαν να
ικανοποιούνται τάχιστα όλες οι εκκρεμείς απαιτήσεις τους:
Υπονόμευση
των ελληνορωσικών σχέσεων.
Διευθέτηση
των εκκρεμοτήτων στα Δυτικά Βαλκάνια με την επίλυση του προβλήματος της
ονομασίας των Σκοπίων και την ένταξη αυτής της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Προσφορά
εγκαταστάσεων σε στρατηγικά επιλεγμένες περιοχές για τη δημιουργία βάσεων.
Τι έχει εισπράξει η ελληνική κυβέρνηση ως αντάλλαγμα για την
προθυμία ικανοποίησης των αμερικανικών επιθυμιών ακόμη δεν είναι φανερό, πέρα
από τα καλά λόγια και υποσχέσεις που απλόχερα μοιράζουν οι Αμερικανοί
αξιωματούχοι. Τα καλά λόγια, ωστόσο, και οι υποσχέσεις ελάχιστα βοηθούν στην
επίλυση σοβαρών ζητημάτων τα οποία έχει να αντιμετωπίσει η Αθήνα, πολλά από τα
οποία μάλιστα προκύπτουν ως αποτέλεσμα του στενού εναγκαλισμού με την
Ουάσιγκτον.
Τα πολιτικά παρεπόμενα της Συμφωνίας των Πρεσπών, με την
οποία ικανοποιήθηκε η αμερικανική απαίτηση για την ένταξη της Βόρειας
Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, δεν έχουν να κάνουν μόνο με το πολιτικό κόστος που
καταβάλλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το πραγματικό κόστος θα το καταβάλει με το
πέρασμα του χρόνου η εξωτερική πολιτική της χώρας, η οποία θα πρέπει να
«πολεμήσει» στο πλευρό των Αμερικανών ενόψει των τελικών διευθετήσεων στην
περιοχή.
Επίσης οι στενές ελληνοαμερικανικές σχέσεις αυτήν την περίοδο
θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν προσφέρουν καμία προστασία έναντι της
ξεκάθαρης τουρκικής απειλής. Αντίθετα, θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει ότι ο
ξαφνικός αμερικανικός έρωτας προς την Αθήνα συμπίπτει με τις τριβές στις
αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Επίσης, όσο οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις
επιδεινώνονται τόσο κλιμακώνονται οι τουρκικές προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας.
Καθώς οι αμερικανικές κυβερνήσεις με τη συνδρομή των εκάστοτε
πρεσβευτών τους στην Αθήνα συνέβαλαν με την «προστασία» τους στη διαμόρφωση της
σημερινής κατάστασης «γκρίζων» περιοχών στο Αιγαίο τοποθετώντας την περιοχή
«χωρίς – ελληνοτουρκικά – σύνορα» κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, η αντήχηση των
ωραίων λόγων που με τόση ευκολία διατυπώνει ο σημερινός Αμερικανός ανθύπατος
μπορεί να θυμίζουν και κάτι από τη σφαλιάρα του παρελθόντος, που, πιθανότατα,
πλησιάζει...