Σταμάτα, πού πας, ερχόμαστε κι εμείς !
του φώναξε ο ζωγράφος [1α]
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΒ
Η ΤΣΑΤΣΑ : [Φτύνει μια ροχάλα φαρμάκι
στα πόδια τους] Γιατρουδάκια του Κολλεγίου Τρίνιτυ. Φαλλοπιανοί σωλήνες. Σκέτες
ψωλές, άφραγκες [1β]
ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΌΥΣ
...οι μέρες τα χρόνια η λεηλασία
τους μια γυναίκα παραιτημένη με μαλακό αντρικό καπέλο και στρατιωτική χλαίνη σα
να ήταν η γραβάτα που φορούσε ο Χριστός το είπε ο Φώκνερ ή τα παράθυρα αφώτιστα
''είσοδος ελευθέρα'' [γέλια] χρειάστηκε μερικά έξοδα να γίνουν τελευταία στιγμή
κυλούσαν δάκρυα απ' τα κλειστά της μάτια ''Ιβάν Ντμίτριτς''[2] του λέω ''μένουν
λίγα χρόνια η κυρία χρειάζεται άλλον καβαλιέρο'' χαιρετούσαμε τους φίλους
αργόσυρτα και με άτονο βήμα φλύαροι λόγω της υγρασίας που έσερνε η νύχτα πρέπει
να βρεθείς για το ρολόι απροσπέλαστα κάπου ο χρόνος περιέχει σκόνη άηχη
εξασφαλίζεις την αναπνοή και μελετάς τ' αντανακλαστικά του ο λευκός λιγνός
δροσερός λαιμός της ξεχείλιζε σαν βαρύ φιλοδώρημα όταν μπαίναμε στο φουαγιέ οι
βαθιές σιωπές απαγορευόταν υπάρχουν γυναίκες που χρησιμοποιούν δικούς μας
κώδικες του λέω έτσι αμύνονται όταν έβγαλα το αμπέχονο κατάλαβα ότι
δεν πήρα λάθος δρόμο λέξεις μοιρασμένες ανάμεσα στις κουρτίνες και το πρόσωπό
της από καπνούς ή μια ενδεχόμενη πληγή από χρωματιστό γυαλί ή ο παράδρομος που
έμοιαζε με ανάχωμα το όνομα θείος Μώρυ επαναλαμβανόταν συχνά ο Ιβάν έμοιαζε
στην πολυδαίδαλη καταγωγή ενός ταλαιπωρημένου οικογενειακού δέντρου πολλών
σελίδων εκείνα τα συνοικέσια όπου συγκαταλέγονται περίπου όλοι προσκεκλημένοι
με το πρόσωπο βουλιαγμένο στο χώμα ανέπνεα δύσκολα τα ρούχα που θροίζουν ακόμα
αυτός ο έναστρος κύκλος γύρω από τις ίριδες ''βλακείες μόνο οι μαλάκες
σκέφτονται έτσι'' όπως μια γυναίκα με τη συσκευή καταγραφής ή ερμηνείας ονείρων
''θα σάς γράψω ένα βιβλίο απ' την αρχή λογοκριμένο χαίρομαι που σάς έκανα τόση
εντύπωση'' της είπα ''αφηγούμαι το παρελθόν μου'' ανάσα αργή κι απόμακρη ''θα
ήθελα να είχες πεθάνει'' είπε ''Ιβάν με αγάπη απ' τον υπόκοσμο των προαστίων''
λοιπόν λιγνός δροσερός λαιμός σαν λάμψη που σφραγίζει το μέταλλο Στην ερημιά
Απόθεσε τη γεύση του νοτισμένου ύπνου στο κρεβάτι του
...ένα μεσημέρι πάλι που μύριζε
αγιόκλημα μου λέει ''σύντροφε, τι να ζητάει όλη αυτή η ασάφεια στο πρόσωπό της,
εμείς έχουμε γυρίσει από ώρες στο υπόγειο'' γι' αυτό με κοίταξε περίεργα πάνω
απ' τον ώμο όπως όταν μένεις ακίνητος από θυσία για το επερχόμενο ''θα έρθουν
οι καλύτερες μέρες'' του είπα ''Ιβάν Ντμίτριτς διακόσια χρόνια αργότερα σβήνω
την ίδια λάμπα στη νεκρική κρεβατοκάμαρα που θάμπωσαν οι μεγαλύτεροι έρωτες του
αιώνα'' και την άλλη στιγμή θυμήθηκα τις παρατημένες εξεγέρσεις σε κάθε στροφή
του Υπερσιβηρικού αρχαίες απώλειες σαν τα προπατορικά αμαρτήματα ''κάποιος θα
πρέπει να κατανοήσει τη λύτρωσή μας'' ψιθύρισε ωραίος και αμόλυντος όπως ο
αναπάντεχος ποιητής ''ο χρόνος είναι θέμα μεγέθους αλλά δεν βρέθηκε ακόμα η
εντιμότερη εγγύηση'' απάντησα ''κι έτσι ψάχνω μια παλιά ετυμηγορία να φροντίσω
το αναντίρρητο'' και το βράδυ αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω μαζί του ''Ιβάν Ντμίτριτς'' του είπα ''κάποιος υπερβαίνει τα
ανθρώπινα ανάμεσα στον ποιητή και το ανάγνωσμα μόνο που είναι συμβιβασμένος και
απρόσβλητος η Μοίρα του Ιερού και μάρτυς μου ο Θεός ένα πρωί θα ανεβεί την
κλίμακα του Ιακώβ με τον πιο απολογητικό τόνο σαν τα φιλιά μας καθώς
εξασφαλίζουν τη νιότη που στερήθηκες αφού όλα έχουν την κωμική τους απόχρωση ή
μένουν μετέωρα'' κι έπειτα ήθελα να φύγω έφτασα στην παλιά στροφή κι η Ευτυχία
αρνιόταν να παίξει το ρόλο που ετοίμασαν γι' αυτήν ή τα μάτια για παράδειγμα
όταν αφοσιώνονται στο πεπρωμένο και τότε σώζομαι στην άκρη του κρασπέδου
κρατώντας το χέρι του τυφλού όπως ένα νοσοκομείο λεπρό που έχει γεράσει πρόωρα
μεθυσμένος και με λυγμούς ανοίγοντας δρόμο στη γέφυρα Καλίνκιν γιατί βρέχει κι
ένας πραγματικός ιεραπόστολος μοιράζει τα ιμάτια του ανασύροντας απ' το σαθρό
παλτό θολές βαλτωμένες λιμνοθάλασσες ''σύντροφε'' του λέω ''τι να
προλάβουμε κι αυτή η αβέβαιη ζωή κάποτε θα φωνάζει κλαίγοντας ότι οι
αρτιμελέστεροι μάς κλέψαν στα χαρτιά να ξεχνάμε το πένθος για την
Επανάσταση''
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
........η μυρωδιά της βενζίνας
αρρώσταινε τα ρουθούνια του είχε μητέρα και ήταν το τέκνο των θλίψεών της
πέρασε το ποτάμι όπως εγώ κάποτε έκανα ουκ ολίγα τελικά υπάρχει θέση μόνο στο
παρόν εξ αιτίας του μέλλοντος που κρυφακούει λέγοντάς τα τον συνόδευσα μέχρι
την πόρτα το κακό οφείλεται σ' αυτήν την σταματημένη ζωή ''σύντροφε Ντμίτριτς
νοιώθεις φεγγάρια δίχως όρια δίχως όρια στο μέρος της καρδιάς όπως η δύση του
παράλογου τα σώματα έχουν ληστευτεί κάποιος διασχίζει το σύνορο με
καταστροφικά πυρά κι ένα λιβάδι πλημμυρισμένο αίμα ο κορμός της γης καθώς
βυθίζεται παγωμένες σιωπές από θύμηση όλοι εμείς τα σκοτάδια των ζωντανών
γονιμοποιήσαμε τον ερχομό τους ανερμήνευτα ράκη άδειασμα δεν ξέρω πού''.
Αθανασία. ΙΒΑΝ ΝΤΜΙΤΡΙΤΣ : .....ψάχνεις τα μάτια παίρνουν την έκφραση σαν βλαστήμιες
ή η γυναίκα με τις καινούριες λέξεις που άκουσα και ξαφνικά το φως κομμάτια από
το λιώσιμο της ερημιάς φέρνει πίσω το σκύλο μου που δε με γνωρίζει άλλο κάποιο
χέρι σκελετωμένο που στραγγαλίζει τη μικρή φλόγα στο τζάκι παράξενα σαν τις
εποχικές στεναχώριες μετά από όσα ειπώθηκαν η αυλή περιμένει να εξευμενίσει
τους απόντες Δικαιοσύνη Ομολογώ όπως τα φύλλα στα δέντρα συγνώμη δεν απάντησα
στην επιστολή σας συνέβη μόνο σήμερα άλλωστε επιστρέψαμε δύο αιώνες πίσω τα
παράθυρα ανοιχτά διαψεύδοντας τη ζωή όλα είναι υπο στενή παρακολούθηση
πεθαίνουμε αφού οφείλουμε να γυρίσουμε αθώοι μπορεί και να ζήσουμε όπως
στα μυθιστορήματα σύντροφε σε μια πόλη σαν τη δική μας είναι όλα
προγραμματισμένα από πριν το υπόλοιπο ασυνάρτητο αυτής της
κακόφημης συνοικίας τα δαχτυλικά μας αποτυπώματα βόσκουν παντού αδύνατο να
σταθούμε ψάχνουμε για ιστορίες πραγματικές σαν το φυλλάδιο με την ώρα της
εξέγερσης ή εκείνο το ανώνυμο πτώμα στο φωταγωγό προτελευταία μέρα λίγο προτού
αρχίσει η Σαρακοστή Κι έτσι αντιλήφθηκα με σαφήνεια ποιος ήμουν μετά τον
απαγχονισμό''
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1α] ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΒ, ΘΑΛΑΜΟΣ Νο 6 στο Ο
ΜΑΥΡΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ //μτφρ. Βασ. Ντινόπουλος, Ερατώ, 2008
[1β] ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΌΥΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΚΕΔΡΟΣ,
μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης
[2] Ιβάν Ντμίτριτς, πρόσωπο στον
ΘΑΛΑΜΟ Νο 6