Με δεδομένο ότι η βασιλεία κρίνεται παρωχημένη (η εξέλιξη της κοινωνίας και η άνοδος των πολιτών σε οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, αναπόφευκτα, επιφέρουν διεκδικήσεις και σε επίπεδο διακυβέρνησης), ο μόνος τρόπος διατήρησης της εξουσίας από το βασιλιά είναι ο συμβιβασμός με σταδιακές παραχωρήσεις κυριαρχικών αξιωμάτων: "… η βασιλεία διατηρείται με το βαθμιαίο μετριασμό της δύναμής της. Γιατί όσο λιγότερα κυριαρχικά αξιώματα έχουν οι βασιλείς, τόσο πιο μακροχρόνια κατ’ ανάγκη γίνεται η εξουσία, γιατί και αυτοί οι ίδιοι γίνονται λιγότερο αυταρχικοί και περισσότερο εξομοιώνονται στις συνήθειες με τους πολίτες κι έτσι λιγότερο τους φθονούν οι αρχόμενοι". (1313a 19 – 23).
Με άλλα λόγια, ο συνετός βασιλιάς είναι αυτός που μπορεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών κατανοώντας το αδύνατο της μονοπώλησης της εξουσίας. Σε περίπτωση που αυτό δε γίνει κατανοητό, δεν υπάρχει άλλη επιλογή απ’ την αυταρχικότητα, που, αναπότρεπτα, θα οδηγήσει στην τελική ρήξη. Η υποχωρητικότητα που οφείλει να δείξει ο βασιλιάς, προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα, είναι η αναγνώριση της διαρκούς κοινωνικής κινητικότητας, η οποία επιβάλλει και πολιτειακές αναπροσαρμογές. Τελικά, κάθε πολίτευμα που δεν ακολουθεί τις κοινωνικές εξελίξεις κρίνεται επίφοβο: «Σε αυτό οφείλεται η μακρόχρονη διατήρηση της βασιλείας στους Μολοσσούς και το ότι οι Λακεδαιμόνιοι από την αρχή μοίρασαν την εξουσία σε δύο βασιλείς και το ότι αργότερα πάλι ο Θεόπομπος την περιόρισε και με άλλους τρόπους και θεσπίζοντας το θεσμό των εφόρων για να ασκούν κάποιο έλεγχο σε αυτή. Έτσι, αφού αφαίρεσε από τη δύναμή της, παρέτεινε τη διάρκειά της, ώστε τρόπον τινά δεν την αποδυνάμωσε, αλλά την ενίσχυσε. Αυτό ακριβώς απάντησε και στη γυναίκα του, λένε, όταν τον ρώτησε αν δεν ντρέπεται που παραδίδει στους γιους του μικρότερη βασιλική εξουσία απ’ όσο ο ίδιος παρέλαβε από τον πατέρα του: “Καθόλου”, είπε, “διότι την παραδίδω μακροβιότερη”». (1313a 23 – 33).
Όταν, όμως, γίνεται λόγος για την τυραννία, τα πράγματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν
με
τον ίδιο τρόπο. Η τυραννία, ως στρέβλωση της βασιλείας – ο βασιλιάς αγωνίζεται για το καλό του τόπου, ενώ ο τύραννος για το καλό του εαυτού του – δε θα μπορούσε παρά να δράσει αυταρχικά. Βεβαίως, δεν αποκλείεται και η περίπτωση του τυράννου που συμπεριφέρεται σαν βασιλιάς κατανοώντας την αξία της υποχωρητικότητας (όπως βέβαια δεν αποκλείεται και η περίπτωση του βασιλιά που ενεργεί σαν τύραννος επιλέγοντας την αυταρχικότητα), αλλά σαφώς ο πιο ενδεδειγμένος δρόμος της τυραννικής εξουσίας είναι η καταπιεστική βαρβαρότητα: «… ένας είναι ο παραδοσιακός» (τρόπος) «και σύμφωνα μ’ αυτόν οι περισσότεροι τύραννοι ασκούν την εξουσία». (1313a 35 – 36).
Κι αν κάποιος θέλει διευκρινίσεις
για τον τρόπο των τυράννων, ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Αυτά είναι και όσα αναφέρθηκαν για τη διατήρηση της τυραννίδας, όπως ο περιορισμός της δύναμης όσων υπερέχουν, η θανάτωση των πολιτών με υψηλό φρόνημα και ακόμη η απαγόρευση των συσσιτίων, των πολιτικών παρατάξεων, της εκπαίδευσης των πολιτών και κάθε άλλου παρόμοιου μέσου, αλλά και η αυστηρή παρακολούθηση όλων αυτών από τα οποία συνήθως προκύπτουν δύο σημαντικά στοιχεία, το ανεξάρτητο φρόνημα και η αμοιβαία εμπιστοσύνη, κι επιπλέον η απαγόρευση σχηματισμού φιλοσοφικών σχολών και κάθε άλλου μορφωτικού συλλόγου». (1313a 39 – 1313b 4).
Η εξόντωση των πολιτών που ξεχωρίζουν για το υψηλό αντιαυταρχικό
τους φρόνημα, ο τραμπουκισμός και ο εκφοβισμός είναι οι πάγιες μεθοδεύσεις των δικτατόρων, αφού το ανελεύθερο, πριν απ’ όλα, προϋποθέτει το φόβο. Οι εκτοπίσεις, τα βασανιστήρια και η αυθαιρεσία των ανθρώπων που υπηρετούν (δήθεν) τη δημόσια ασφάλεια καθιστούν σαφές ότι το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι να μην τα βάζει μαζί τους.
Η αποθάρρυνση των πολιτών από κάθε μορφή πολιτικοποίησης (η συμμετοχή σε χυδαία στημένες καθεστωτικές
δημόσιες τελετές – εκδηλώσεις είναι η μόνη αποδεκτή «πολιτική» πράξη) αποτελεί το βασικότερο μέλημα του τυράννου. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να καταπολεμήσει την εκπαίδευση περιορίζοντας, όσο το δυνατό, τη συμμετοχή των πολιτών σ’ αυτή. Η λογοκρισία στο περιεχόμενό της, η κατάργηση των φιλοσοφικών σχολών και η εκδίωξη κάθε είδους μορφωτικού συλλόγου ανήκουν στις πάγιες μεθοδεύσεις της τυραννίας. Το ζήτημα είναι να αποτραπεί η διακίνηση των ανεπιθύμητων ιδεών, γιατί οι ανεπιθύμητες ιδέες μπορεί να φέρουν κι ανεπιθύμητες πράξεις. Η εκπαίδευση οφείλει να απαξιωθεί μετατρεπόμενη σε υποχείριο, αφού διαφορετικά εγκυμονεί κινδύνους.
Όμως, αν η επιδίωξη του τυράννου είναι η απαξίωση της εκπαίδευσης, είναι φανερό ότι – αντιστοίχως
– η
επιδίωξη της υγιούς δημοκρατίας
πρέπει να είναι η ενίσχυσή της. Η εκπαίδευση, σήμερα, που δεν προάγει την κριτική σκέψη και που αποκτά ξεκάθαρα ωφελιμιστικό
χαρακτήρα (ως ανάγκη για την κατάκτηση εργασιακής ταυτότητας κι όχι ως καθαυτό αξία) αναπαράγοντας τη στειρότητα της δίχως περιεχόμενο απομνημόνευσης, της βαθμοθηρίας και του ανταγωνισμού, είναι η εκπαίδευση που έχει χάσει τον προσανατολισμό της. Υπό αυτούς τους όρους, δεν μπορεί παρά να είναι απεχθής, σαν αναπόφευκτη συμφορά. Κι αυτή είναι η πιο καταλυτική υποβάθμιση.
Αν συνυπολογίσει κανείς ότι εκπαίδευση δεν είναι μόνο το σχολείο, αλλά οτιδήποτε λειτουργεί ως φορέας διακίνησης ιδεών, μπορεί να αντιληφθεί την ολοκληρωτική
ήττα της σχολικής εκπαίδευσης μπροστά στη δυναμική των Μέσων, που επί της ουσίας την υποκαθιστούν αναλαμβάνοντας, σχεδόν εξολοκλήρου, το ρόλο της διαπαιδαγώγησης. Η ολοκληρωτική ευτέλεια των Μέσων, τα δήθεν πρότυπα που προβάλλονται, τα καλλιτεχνήματα
χειρίστης υποστάθμης, η γλωσσική κακοποίηση και η υποβάθμιση κάθε έννοιας διαλόγου ή πολιτικής αντιπαράθεσης συνθέτουν το πορτρέτο της γενικευμένης φτήνιας που ονομάζεται πνεύμα των καιρών.
Η θεοποίηση του χρήματος, ο ατομικισμός
που
γίνεται ιδεολογία και η συνακόλουθη χρησιμοθηρική αντίληψη των σχέσεων (σε συνδυασμό με το παντελώς ανίσχυρο σχολείο) δεν επιφέρουν μόνο τη δυστυχία σε ατομικό επίπεδο, αλλά και την ολοκληρωτική διάλυση οποιασδήποτε συνοχής σε κοινωνικό, αφού σχεδόν όλα διαμορφώνονται μέσα από το πλέγμα του προσωπικού συμφέροντος. Η μεταφορά του εκπαιδευτικού βάρους στα ελάχιστα κέντρα των ανθρώπων που χειρίζονται τα Μέσα, είναι η πιο επικίνδυνη τυραννία, αφού και διαμορφώνει τους πολίτες σύμφωνα με τα πρότυπα που συμφέρουν και εξασφαλίζει τη συναίνεσή τους σ’ αυτό και τρέφει την ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής, ώστε να μη νιώθουν καταπιεσμένοι.
Όσο για τον ατομικισμό, δεν είναι παρά η κοινωνική αποξένωση που μοιραία θα λειτουργήσει
διασπαστικά. Γι’ αυτό και είναι από τις βασικότερες επιδιώξεις του τυράννου: «Γενικά οι τύραννοι πρέπει να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα, ώστε να αποξενώνονται οι πολίτες μεταξύ τους όσο γίνεται περισσότερο (γιατί η αλληλογνωριμία αυξάνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη των πολιτών». (1313b 4 – 6).
Βέβαια, ο Αριστοτέλης
αναφέρεται στις τυπικές τυραννικές μεθοδεύσεις του χαφιεδισμού και της συκοφαντίας που θα επιφέρουν τον εκφοβισμό και την έλλειψη εμπιστοσύνης: «Επίσης να επιδιώκεται να μην μένουν κρυφά όσα κάποιος υπήκοος τυχαία λέει ή κάνει, αλλά να υπάρχουν κατάσκοποι, όπως οι γυναίκες που αποκαλούνται “ποταγωγίδες” στις Συρακούσες κι εκείνοι τους οποίους ο Ιέρων συνήθιζε να στέλνει ως “ωτακουστές” όπου υπήρχε κάποια συγκέντρωση ή συνέλευση… Ακόμη να ενθαρρύνονται οι συκοφαντίες ανάμεσα στους πολίτες και οι συγκρούσεις των φίλων με φίλους, του λαού με τους επιφανείς πολίτες και των πλουσίων μεταξύ τους». (1313b 11 – 15, 1313b 17 – 18).
Δεν υπάρχει τίποτε πιο ευνοϊκό για τον τύραννο από το διαίρει και βασίλευε. Ο κόσμος που διασπάται, χωρίς να αντιλαμβάνεται
το
ενιαίο των λαϊκών συμφερόντων, και βλέπει επιφυλακτικά τους άλλους, αδυνατώντας να εμπιστευτεί (και να ενταχθεί σε) οτιδήποτε, είναι ο καταλληλότερος για κάθε μορφή τυραννίας. Η ενότητα των πολιτών μπορεί να επιφέρει δυναμικές διεκδικήσεις και οι διεκδικήσεις μπορούν να φέρουν ανατροπές.
Για τον τύραννο, ο λαός δεν πρέπει να έχει συνείδηση του ενιαίου στα συμφέροντά του. Πρέπει να τα αντιλαμβάνεται
μονάχα συντεχνιακά, αφού η συντεχνιακή αντίληψη του συμφέροντος λειτουργεί ιδιαιτέρως επιθετικά απέναντι στους άλλους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο τύραννος έχει το κεφάλι του ήσυχο. Η ανθρωποφαγία που θα επακολουθήσει δεν τον αφορά. Ο ίδιος θα έχει την πολυτέλεια να εμφανιστεί και πάλι ως διαχειριστής της κατάστασης. Ως εκ τούτου, οι παλαιού τύπου μεθοδεύσεις του τραμπουκισμού και του χαφιεδισμού κρίνονται περιττές. Εξάλλου, εν τέλει, φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα, αφού λειτουργούν ενωτικά απέναντι σ’ έναν τύραννο που είναι απολύτως ορατός.
Θα λέγαμε ότι η ιδανική εκδοχή της τυραννίας θέλει τον τύραννο αόρατο και το λαό διασπασμένο, παρουσιάζοντας την καταπίεση και τον εκβιασμό ως ιστορική ή οικονομική συνθήκη που επέρχεται εξ’ ανάγκης και που όλοι οφείλουν να προσαρμοστούν σαν αναπόφευκτη – αντικειμενική πραγματικότητα. Ο σύγχρονος τύραννος δεν εμπλέκεται ποτέ άμεσα με την πολιτική σκηνή. Αρκείται να την καθοδηγεί από το παρασκήνιο.
Όμως, το κυριότερο μέλημα του τυράννου είναι να καταστήσει το λαό ανίσχυρο, ώστε να μην μπορέσει ποτέ να ορθώσει ανάστημα. Και δεν υπάρχει ασφαλέστερη
μέθοδος απ’ την επιβολή της φτώχειας: «Και ανήκει στα γνωρίσματα της τυραννίδας να κάνει τους υπηκόους φτωχούς, με σκοπό να συντηρείται η φρουρά, αλλά κυρίως να μη μένει χρόνος στους πολίτες να συνωμοτούν, καθώς συνεχώς απασχολούνται στις καθημερινές εργασίες τους». (1313b 18 – 21).
Η φτώχεια συνιστά την αδυναμία και η συνείδηση της αδυναμίας χαμηλώνει την αυτοεκτίμηση.
Όσο πιο ασήμαντοι νιώθουν οι πολίτες, τόσο πιο πετυχημένος είναι ο τύραννος. Η φτώχεια δεν επιφέρει μόνο τη φτήνια της εργασίας, αλλά και την ηττοπάθεια, αφού λειτουργεί ως αναγκαία συνθήκη της ταπείνωσης. Αν καταφέρει να συνδυαστεί και με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, το έργο του τυράννου γίνεται παιχνιδάκι. Αρκεί οι απελπισμένοι να μη γίνουν επικίνδυνοι. Να αισθάνονται δηλαδή ότι δεν έφτασαν στο έσχατο σημείο. Να ελπίζουν. Να τα φέρνουν βόλτα, έστω δουλεύοντας
εξαντλητικά. Να έχουν κάτι που να φοβούνται μήπως το χάσουν. Αυτά είναι τα όρια που πρέπει να διαχειριστεί ο τύραννος.
Η υπερεργασία λειτουργεί ευεργετικά, όχι μόνο γιατί εξευτελίζει την τιμή της εργασίας, αλλά (κυρίως) γιατί δρα αποπροσανατολιστικά: «Παράδειγμα γι’ αυτό είναι οι πυραμίδες της Αιγύπτου, τα αφιερώματα των Κυψελιδών, η ανέγερση του ναού του Ολυμπίου Διός από τους Πεισιστρατίδες… (γιατί όλα αυτά αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, με άλλα λόγια στη συνεχή απασχόληση και στη φτώχεια των υπηκόων) και η καταβολή των φόρων επίσης, παράδειγμα στις Συρακούσες (γιατί επί Διονυσίου σε διάστημα πέντε χρόνων συνέβαινε όλη η περιουσία των υπηκόων να εισρέει στο δημόσιο ταμείο)». (1313b 21 – 28).
Η υπερεργασία, η επιτηδευμένη εκπαιδευτική ανεπάρκεια, η φτωχοποίηση και η εξοντωτική φορολογία είναι συνήθεις μεθοδεύσεις
των τυράννων. Τα μεγάλα έργα, που θα δώσουν την ψευδαίσθηση της ενωτικής υπερηφάνειας, ή οι μεγάλοι κίνδυνοι, που θα επιδράσουν συσπειρωτικά στο πρόσωπο του τυράννου, είναι ενδεικτικά μέσα της εξουσίας του. Γι’ αυτό ο τύραννος αγαπά τους πολέμους. Γιατί μετατοπίζουν το ενδιαφέρον απ’ το κοινωνικό γίγνεσθαι φέρνοντας στο προσκήνιο την αγάπη προς την πατρίδα, που πρέπει με κάθε τρόπο να σωθεί: «Ακόμη γνώρισμα του τυράννου είναι να προκαλεί πολέμους, με σκοπό οι αρχόμενοι να είναι απασχολημένοι
και να έχουν ανάγκη πάντα από αρχηγό». (1313b 28 – 29).
Ο πόλεμος αναπαράγεται προς εσωτερική κατανάλωση συγκαλύπτοντας τα πολιτικά ζητήματα, που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να έρθουν στο φως. Εχθροί θα υπάρχουν πάντα. Κι αν δεν υπάρχουν, θα επινοηθούν.
Υπενθυμίζοντας
ότι για τον Αριστοτέλη και η αθηναϊκή δημοκρατία, όπως τη βλέπει να λειτουργεί, είναι μορφή τυραννίας, αφού ο κόσμος παίρνει τις αποφάσεις υπό την επιρροή των δημαγωγών, φτάνουμε μπροστά σ’ ένα ακόμη στοιχείο που αποτελεί σήμα κατατεθέν κάθε τυραννικής εξουσίας, την κολακεία. Όπως ο λαός λειτουργώντας ως τύραννος αγαπά το δημαγωγό ακριβώς γιατί ξέρει να τον κολακεύει, έτσι κι ο τύραννος αρέσκεται στους κόλακες, που κατά βάση πλαισιώνουν τον περίγυρό του: «Γι’ αυτό και οι δύο πλευρές τιμούν τον κόλακα, οι λαοί τιμούν τους δημαγωγούς (γιατί ο δημαγωγός είναι κόλακας του λαού) και οι τύραννοι τιμούν τους δουλοπρεπείς, γιατί η δουλοπρέπεια είναι έργο της κολακείας». (1313b 39 – 1314a 1).
Αναπόφευκτα, το πολίτευμα που επιβραβεύει την κολακεία δεν μπορεί παρά να αναδεικνύει
την ολοκληρωτική ευτέλεια: «Γι’ αυτόν το λόγο πράγματι η τυραννίδα έλκει τους ευτελείς, γιατί οι τύραννοι ευχαριστιούνται με κολακείες, μόνο που κανείς πολίτης με ελεύθερο φρόνημα δε θα τους κολάκευε, αλλά αντίθετα οι αξιοπρεπείς πολίτες εκτιμούν τους άλλους, αλλά δεν τους κολακεύουν. Κατάλληλοι εξάλλου για ευτελείς πράξεις είναι μόνο οι ευτελείς άνθρωποι, γιατί, όπως λέει και η παροιμία, “το καρφί μόνο με το καρφί”». (1314a 1 – 5).
Ο μηχανισμός που επιτρέπει να αναρριχηθούν
οι
αδίστακτοι εξαναγκάζοντας τους αξιοπρεπείς να αποχωρήσουν είναι ο μηχανισμός της τυραννίας που σηματοδοτεί την πιο διαβρωμένη εξουσία. Η πολιτική σκηνή αυτού του είδους δεν μπορεί παρά να γεννήσει μεγάλους ή μικρούς τυραννίσκους (ανάλογα με το πόστο) που θα λυμαίνονται τον κρατικό ιστό και θα συμπεριφέρονται αυθαίρετα. Η μη εφαρμογή του νόμου είναι η επισφράγιση της αυθαιρεσίας. Η ρουσφετολογία και η συνεπαγόμενη αναξιοκρατία είναι η επιβράβευση της δουλοπρέπειας που μετατρέπει την ευτέλεια σε πολιτική πράξη. Ο πραγματικά άξιος, αν δεν υποκύψει σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ την περιθωριοποίηση.
Κι αυτή είναι η πιο επαίσχυντη καταπίεση. Η κατάλυση της δικαιοσύνης
και η αναξιοκρατία επιφέρουν τη σαθρότητα του πελατειακού κράτους. Η τυραννία έχει ήδη εγκατασταθεί, ασχέτως του πολιτεύματος που τη συγκαλύπτει. Ο λαός που υποστηρίζει αυτού του είδους τη διακυβέρνηση είναι ο λαός της δουλοπρέπειας. Είναι δηλαδή το αγαπημένο παιδί των τυράννων: «Χαρακτηριστικό επίσης της τυραννίδας είναι ότι δυσαρεστείται με κάθε αξιοπρεπή κι ελεύθερη πράξη…». (1314a 5 – 6).
Ο Αριστοτέλης
δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρεξηγήσεων: «… η τυραννίδα έχει τρεις στόχους: Πρώτο να υποτάξει το φρόνημα των πολιτών… δεύτερο να διασπείρει τη δυσπιστία ανάμεσα στους πολίτες… τρίτο να αποδυναμώσει τους πολίτες… Οι στόχοι λοιπόν, προς τους οποίους αποβλέπουν τα σχέδια των τυράννων είναι αυτοί οι τρεις, γιατί όλες οι μέθοδοι των τυράννων θα μπορούσαν να αναχθούν στις εξής βασικές αρχές: να είναι καχύποπτοι οι πολίτες μεταξύ τους, να είναι ανίσχυροι και να έχουν υποταγμένο φρόνημα».
(1314a 15 25).
Κι αυτό ακριβώς είναι το τρίπτυχο κάθε πετυχημένης τυραννίας. Πολίτες καχύποπτοι, αφού δεν εμπιστεύονται ούτε τους θεσμούς ούτε τη δικαιοσύνη, ανίσχυροι, αφού πρώτα τρομοκρατούνται
με
οποιοδήποτε τρόπο και αποδυναμώνονται
οικονομικά, κι ως εκ τούτου υποταγμένοι, αφού τελικά παραδίνονται στην ισοπεδωτική ισχύ των άλλων.
Με δεδομένο ότι η ωμή βία και η στέρηση των δικαιωμάτων
οδηγούν μάλλον σε βραχύβιες καταστάσεις («Οι περισσότερες τυραννίδες υπήρξαν στο σύνολό τους πολύ βραχύβιες». 1315b 38 – 39), η τυραννία όφειλε να εκσυγχρονιστεί. Να βρει ένα άλλο μοντέλο πραγμάτωσης. Πιο ήπιο. Πιο μελετημένο. Λιγότερο βάρβαρο. Αλλά εξίσου αποτελεσματικό. Να πείσει ότι σέβεται τις ελευθερίες. Ότι παλεύει γι’ αυτές. Να καταστήσει σαφές ότι ο φτωχός είναι υπεύθυνος για τη φτώχεια του. Ότι δεν τίθεται θέμα αδικίας, αλλά προσωπικής αποτυχίας. Ότι όλοι έχουν ισότιμες ευκαιρίες. Ότι το σύστημα δεν κάνει διακρίσεις…
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»,
τόμος 3ος, μετάφραση Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου,
εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2005
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές